Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η άνοιξη, το πέλαγος …η πρώτη Ανάσταση

Πάσχα έχου­με. «Πέρα­σμα», δηλα­δή της ζωής, του ανθρώ­που και της φύσης από τη βαρυ­χει­μω­νιάστην άνοι­ξη. Από τη θλί­ψη στην ελπί­δα. Από τα πάθη που τυραν­νούν τη ζωή, στους πόθους που ανα­γεν­νούν τη ζωή.

Καλό Πάσχα, καλές γιορ­τές σε όλο το λαό μας, με αισιο­δο­ξία, δύνα­μη κι ελπί­δα και με πολύ πιο ισχυ­ρό ΚΚΕΚαλή Ανά­στα­ση σε όλους δύνα­μη και υγεία.

Το Πάσχα, μακραί­ω­νη λαμπρή γιορ­τή του λαού μας, ήταν και μένει μέγα σύμ­βο­λό του για πραγ­μα­τι­κή ανά­στα­ση του τόπου μας. Λύτρω­ση του λαού από τα δεσμά της φανε­ρής και κρυ­φής σκλα­βιάς από ντό­πιους και ξένους εκμε­ταλ­λευ­τές και “προ­στά­τες”.

Πάσχα 2019, με αισιοδοξία & ...πιο Δυνατό ΚΚΕ!

Τότε ήταν αλλιώς

Όλα ήτα­νε αλλιώς. Ακό­μα και η Άνοι­ξη ήτα­νε αλλιώς. Θες τα λου­λού­δια που μοσκο­βο­λού­σαν, τα φύλ­λα των δέντρων που ήτα­νε πιο πρά­σι­να, τα παρά­θυ­ρα των σπι­τιών που ήτα­νε πιο μεγά­λα και κατα­βρό­χθι­ζαν το φως του ανοι­ξιά­τι­κου ήλιου, χωρίς να χορ­ταί­νουν. Θες τα μαλ­λιά της Χρυ­σαυ­γής που ήτα­νε όπως το άχε­ρο ξαν­θά και άστρα­φταν λες και ήταν φτιαγ­μέ­να από χρυ­σά­φι. Κι έβγαι­νε και στην αυλή του σπι­τιού της να ποτί­σει τα γαρί­φα­λα της προ­σφυ­γιάς, που μύρι­ζαν πικρα­μύ­γδα­λο και μέντα μαζί, όπως μύρι­ζαν και τα μάγου­λα της Χρυ­σαυ­γής, που τα φίλη­σα ένα από­γε­μα έξω από το γαλα­τά­δι­κο του κυρ — Αιμί­λιου. Του κυρ — Αιμί­λιου, που μπαι­νό­βγαι­νε στη φυλα­κή, για­τί ένα βρά­δυ τύφλα στο μεθύ­σι ανέ­βη­κε στο ξύλι­νο μπαλ­κό­νι του σπι­τιού του. Κρέ­μα­σε μια κόκ­κι­νη σημαία με ένα χρυ­σα­φί σφυ­ρο­δρέ­πα­νο, κεντη­μέ­νο στην επά­νω γωνία και άρχι­σε να τρα­γου­δά­ει «Avanti popolo bandiera rossa, bandiera rossa». Έτρε­ξαν οι γεί­το­νες να τον στα­μα­τή­σουν, τίπο­τα αυτός. Μέχρι που ήρθε ο χωρο­φύ­λα­κας, ο επο­νο­μα­ζό­με­νος και Τσα­γα­νιάς, για­τί είχε στρα­βά πόδια, και τον κατέ­βα­σε με το ζόρι.

Από εκεί­νο το βρά­δυ τον χάσα­με τον Αιμί­λιο. Το γαλα­τά­δι­κο έκα­νε τρεις μήνες ν’ ανοί­ξει. Γι’ αυτό κι εγώ βρή­κα την ευκαι­ρία εκεί­νο το από­γε­μα να φιλή­σω το αρι­στε­ρό μάγου­λο της Χρυ­σαυ­γής, με τη συμ­φω­νία πως δε θα το πω σε κανέ­να. Εγώ πού να κρα­τη­θώ όμως. Πρώ­τα πρώ­τα το είπα στο Στέ­λιο, που έπαι­ζε σέντερ μπακ στα τσι­κό του ΠΑΟΚ. Και που τη γυρό­φερ­νε κι αυτός τη Χρυ­σαυ­γή για τον ίδιο σκο­πό. Ύστε­ρα το είπα στο Λάκη το Βουλ­γα­ρό­που­λο, μπα­κα­λό­γα­το στο μπα­κά­λι­κο του Δημα­ρά. Και να μην τα πολυ­λο­γώ σε μια βδο­μά­δα βού­ι­ζε όλη η γει­το­νιά. Εγώ καμά­ρω­να και φού­σκω­να όλο ερω­τι­κή έπαρ­ση, μέχρι που με στρί­μω­ξε ένα βρά­δυ ο αδερ­φός της Χρυ­σαυ­γής έξω από το κλει­στό γαλα­τά­δι­κο του Αιμί­λιου, μου τρά­βη­ξε ένα γερό περ­ντά­χι και μου φύγα­νε και τα «φου­σκώ­μα­τα» και οι ερω­τι­κές επάρ­σεις. Γι’ αυτό σας λέω, ήτα­νε αλλιώς τότε η Άνοι­ξη. Το μόνο που σκέ­φτο­μαι καμιά φορά είναι πως εμείς αλλά­ξα­με και όχι η Άνοι­ξη. Αλλά­ξα­με και ξεχά­σα­με πώς μυρί­ζουν τα γαρί­φα­λα. Ο Στέ­λιος δεν παί­ζει πια σέντερ μπακ και ο ΠΑΟΚ πάει από το κακό στο χει­ρό­τε­ρο. Το μπα­κά­λι­κο του Δημα­ρά έκλει­σε. Άσπρι­σαν και τα χρυ­σα­φέ­νια μαλ­λιά της Χρυ­σαυ­γής, και τα μάγου­λά της μυρί­ζουν τώρα φτη­νή κολόνια.

Πέθα­νε κι ο Αιμί­λιος, από πνευ­μο­νία στη Μακρό­νη­σο και τον θάψα­νε η δικοί του στο χωριό ένα βρο­χε­ρό βρά­δυ, κρυ­φά, τυλιγ­μέ­νο σε μια κόκ­κι­νη σημαία με ένα χρυ­σα­φέ­νιο σφυ­ρο­δρέ­πα­νο, κεντη­μέ­νο στην επά­νω γωνία. Λένε, μάλι­στα, πως ο γιος του σιγο­τρα­γού­δη­σε πάνω από τον τάφο του, με σπα­σμέ­νη φωνή «Avanti popolo bandiera rossa, bandiera rossa». Ανοί­γω κι εγώ τον ηλε­κτρο­νι­κό μου υπο­λο­γι­στή και βλέ­πω μέσα από εκεί τη ζωή και την Άνοι­ξη, μην τύχει και να ξανα­βρώ κάπου εκεί, ανά­με­σα στους ψηφια­κούς ανα­στε­ναγ­μούς και στα ηλε­κτρο­νι­κά ραβα­σά­κια έστω και ένα από εκεί­να τα μοσχο­μύ­ρι­στα και τα ερω­τι­κά, τα πικρα­μυ­γδα­λέ­νια και τα χρυ­σα­φιά που κάνα­νε την Άνοι­ξη. Τη χαμέ­νη μου, τη δική μου την Άνοι­ξη. Μα δε βρί­σκω τίπο­τα!. Και τότε κλεί­νω τα μάτια μου και σιγο­ψι­θυ­ρί­ζω «Avanti popolo bandiera rossa, bandiera rossa» [πηγή]

Βαρλάμος Αγριολούλουδα

Η Μάνα του Χριστού

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο και πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ' εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ' έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ' άλλα σου αδέλφια να σ' είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
Ενα κόκκινο σπίτι σ' αβλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι αμ' ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν' ανασαίνει βαθιά τ' όλο κέρδον αγέρι.
Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίσει.
Κι ο κατόχρονος θάνατος θα φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θα φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ' αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς, κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ' αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ' όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη
κι όσο η γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ' οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: "Ποιος ο Χριστός;" τι πες "Να με"!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ' έμαθ' ακόμα!

Κώστα Βάρ­να­λη, «Η Μάνα του Χρι­στού» — Ποι­η­τι­κά, Το φως που καί­ει — Σκλά­βοι Πολιορκημένοι

Βαρλάμος Αγριολούλουδα

Τότε και τώρα

Κάπο­τε, όχι και πολύ πίσω, στις γει­το­νιές, στις πόλεις και τα χωριά, ακό­μη και στην πρω­τεύ­ου­σα “σήκω­ναν” στην κυριο­λε­ξία τα σπί­τια. Τα ετοί­μα­ζαν για την Ανά­στα­ση. Τα έβα­φαν ‑πχ. τα προ­σφυ­γι­κά, τα έπλε­ναν, τα έκα­ναν “και­νού­ρια”. Όσοι είχαν έστω και ένα δέντρο μπρο­στά από το σπί­τι τους το ασβέ­στω­ναν, έρι­χναν χαλί­κι φρέ­σκο στην αυλή. Έπλα­θαν κου­λού­ρια, τσου­ρέ­κια, σκαλ­τσού­νια, ετοί­μα­ζαν τη σού­βλα, το αρνί, τη μαγει­ρί­τσα. Το πασχα­λι­νό τρα­πέ­ζι ήταν κάτι  ξεχω­ρι­στό, μονα­δι­κό, ανε­πα­νά­λη­πτο, που άρχι­ζε από τα ξημε­ρώ­μα­τα ‑αμέ­σως μετά τις 12.00 του Σαβ­βά­του να ετοι­μά­ζε­ται ‑κάποιοι ξεκί­να­γαν ακό­μη νωρί­τε­ρα. Ούζο, κρα­σί, ή τσι­κου­διά ανά­λο­γα με την περιο­χή έρε­αν άφθο­να από την προη­γού­με­νη… Καλε­σμέ­νοι ο πρώ­τος περα­στι­κός, ο γνω­στός ή ακό­μη και ο εντε­λώς άγνω­στος ‑ήταν τότε που τα κλει­διά ήταν πάνω στις πόρ­τες, ή κάτω από το πατά­κι. Ο μεζές περί­με­νε κι ο οικο­δε­σπό­της επί­σης ‑με τη σει­ρά του, να ακού­σει από το στό­μα του άλλου πως ναι, το δικό του κοκο­ρέ­τσι ήταν νοστι­μό­τε­ρο από του διπλα­νού. Τώρα; Τώρα όλο και κάτι έχει μεί­νει από τα παλιά, αλλά δεν ξεση­κώ­νου­με πια τα σπί­τια, αντί­θε­τα τα κλει­δώ­νου­με και όπου φύγει φύγει. Τώρα το τσου­ρέ­κι, τα σκαλ­τσού­νια, τα κου­λού­ρια μας τα ετοι­μά­ζει ο φούρ­νος. Ακό­μη και τ’ αυγά, που πολ­λοί από μας τα βάφα­με με τους πιο σοφι­στι­κέ τρό­πους ‑με λου­λού­δια, με στά­μπες, κόκ­κι­να με παν­τζά­ρια, πρά­σι­να με σπα­νά­κι, κίτρι­να με ξερά φλού­δια κρεμ­μυ­διών & κάλ­τσα νάι­λον, γαλά­ζια — μπλε με κοκ­κι­νο­λά­χα­νο (αυτό που σήμε­ρα είναι γνω­στό ως Radicchio, της κατη­γο­ρί­ας Cichorium intybus = Βελ­γι­κό αντί­δι) και με κόλ­πα σπά­γκο ή κύπε­ρη για σχέ­διο κά., τα αυγά λοι­πόν, τ’ αγο­ρά­ζου­με συχνά βαμ­μέ­να… χρό­νος δεν υπάρ­χει, τον κυνη­γά­με εμείς, τα παι­διά μας και τα εγγό­νια μας, η υπο­μο­νή και η αντο­χή μας εγκα­τέ­λει­ψαν. Οι αργί­ες του Πάσχα ευτυ­χώς ‑αλλά μέχρι πότε; παρα­μέ­νουν και επι­μέ­νουν. Καλό Πάσχα, λοι­πόν και, καλή Ανά­στα­ση! “Θα τα πού­με” (που λέει ο λόγος)

Μυγδαλιά

Η άνοιξη —  το πέλαγος — ο Επιτάφιος — το πρώτο χελιδόνι — 

ο ήλιος και η θάλασσα η πρώτη Ανάσταση

Πάσχα, λοι­πόν, σημαί­νει “πέρα­σμα” και είναι από τις μεγα­λύ­τε­ρες γιορ­τές του Ιου­δαϊ­σμού, που τότε έπε­φτε στις 14 του μήνα Νισάν. Άνοι­ξη έγι­νε και η Έξο­δος των Ισραη­λι­τών από την Αίγυ­πτο. Για μας τους Έλλη­νες το Πάσχα, μέχρι πρό­τι­νος, ήταν η περι­συλ­λο­γή και όλα εκεί­να τα “τότε”, μαζί και η “ιερο­τε­λε­στία… συλ­λο­γής εντο­σθί­ων για τη μαγει­ρί­τσα, το κοκο­ρέ­τσι και το σπλη­νά­ντε­ρο. Ήταν η σού­βλα, το αρνά­κι (και κατσί­κι ή προ­βα­τί­να ‑το “χοντρό” που λέγα­με), το κόκ­κι­νο αυγό και το τσού­γκρι­σμα. Ήταν ο «θόρυ­βος» (κατά περιο­χές πραγ­μα­τι­κός «πόλε­μος»)  βεγ­γα­λι­κών και  βαρε­λό­των στη νεκρι­κή σιω­πή του χει­μώ­να, οι χαρού­με­νες κατα­κί­τρι­νες μαρ­γα­ρί­τες και οι φλο­γε­ρές παπα­ρού­νες, που αντι­κα­θι­στού­σαν τα μελαγ­χο­λι­κά, ρομα­ντι­κά κυκλά­μι­να. Ανά­στα­ση και το ανθρώ­πι­νο το πάθος για ανά­τα­ση έντο­νο. Ακό­μη, ήταν το φως της άνοι­ξης, τόσο δυνα­τό, που με ένα «βλέμ­μα» του χρω­μά­τι­ζε το σκού­ρο χρώ­μα που κυριαρ­χού­σε τους χει­με­ρι­νούς μήνες. Ήταν η νίκη της ζωής πάνω στο θάνα­το. Ήταν μέρες γιορ­τής, μέρες λαμπρής, μέρες στορ­γής. Τώρα τι είναι;

Πάσχα, σήμε­ρα, που εξα­κο­λου­θεί να είναι μια από τις μεγα­λύ­τε­ρες γιορ­τές της (ορθό­δο­ξης ‑βασι­κά) Χρι­στια­νο­σύ­νης, αλλά και της εξαλ­λο­σύ­νης και αλλο­φρο­σύ­νης, …με,«πέρασμα»τα διό­δια (κι ας έχουν περά­σει τα τριώ­δια). Αν είναι να πας κάπου κοντά, τη βολεύ­εις … αν πρέ­πει να δια­βείς το Ρου­βί­κω­να, το Ρίο, τη “gefyra” που λένε την έβα­ψες ‑δυο φορές και βάλε το κόστος του αρνιού. Τίπο­τε δε μας πτο­εί, τίπο­τε δεν είναι ικα­νό να ανα­χαι­τί­σει τη διά­θε­σή μας για δια­φυ­γή, για φυγή, για από­δρα­ση, τίπο­τε δε μας χαλά την επι­θυ­μία να το βάλου­με στα πόδια, αφή­νο­ντας πίσω ακό­μη και το Τσι­πρέι­κο που μας άλλα­ξε τα φώτα και συνε­χί­ζει απτό­η­το. Για κάποιους από μας ‑όλο και πιο λίγους όμως, η εξί­σω­ση παρα­μέ­νει κάπως έτσι… πέρα­σμα” +“άνοι­ξη= έξο­δος!, καθό­λου επι­κή και λυρι­κή, όπως εκεί­νη των Ισραη­λι­τών, αλλά μαρ­τυ­ρι­κή και μπο­τι­λια­ρι­σμέ­νη.  Φορ­τώ­νου­με το γιω­τα­χί και ξεκι­νά­με για το δικό μας, σύγ­χρο­νο Γολ­γο­θά, στις πάλαι ποτέ Εθνι­κές και νυν ΠΑΘΕ

Πασχαλιά

Δύναμη ζωής

Ναι, οι περισ­σό­τε­ροι έφυ­γαν, αλλά πάντα θα μεί­νουν μερι­κοί, έτσι για να φυλά­νε «Θερ­μο­πύ­λες», ανά­με­σά τους και εμείς, που, τελευ­ταία, η από­φα­σή μας για (μη) μετα­κί­νη­ση… είναι αμε­τα­κί­νη­τη. Όσοι έχου­με αυλή, ταρά­τσα ή κάτι που μας επι­τρέ­πει να ανα­βιώ­σου­με (τρό­πος του λέγειν) αυτά που κάπο­τε ήταν τρό­πος ζωής πάει καλά. Οι υπό­λοι­ποι, ανα­τρέ­χου­με νοε­ρά σε άλλους τόπους, που κι αυτοί μπο­ρεί να έγι­ναν βορά της “εξέ­λι­ξης”. Το βιβλίο Γιορ­τές — έθι­μα & τα τρα­γού­δια τους γρά­φει κάπου: «Όταν χορεύ­ει ο Θρά­κας, γίνε­ται πραγ­μα­τι­κά ένθε­ος. Αλλο­παίρ­νε­ται. Πάει σε άλλους τόπους»”... Η Σαρα­κο­στή, λοι­πόν, που καθή­λω­σε τον Θρά­κα, που τον ανά­γκα­σε να απο­μα­κρυν­θεί από τη θεϊ­κή εκτό­νω­σή του, το χορό, πέρα­σε. Και έρχε­ται τώρα το Πάσχα και ξανα­βρί­σκει τον μελω­δι­κό, ρυθ­μι­κό,  κινη­τι­κό και ευλύ­γι­στο εαυ­τό του. Είναι Πάσχα!, χορεύ­ει και τρα­γου­δά κι αυτό του φτά­νει. Δε γιορ­τά­ζει με ιδιαί­τε­ρο τρό­πο, χορεύ­ει, με τρό­πο, δια­φο­ρε­τι­κό, ξεχω­ρι­στό. Πλέ­κει τη χαρά με τη θλί­ψη, υφαί­νει, θα λέγα­με, τη μελαγ­χο­λία με την ευθυ­μία του και τις κάνει νότες, τις μετα­μορ­φώ­νει σε κίνη­ση (με κάθε επι­φύ­λα­ξη αν θα συμ­βούν αυτά φέτος, που μαζί με την παρα­δο­σια­κή “θρά­κα” από κλη­μα­τό­βερ­γα ‑είδος σε ανε­πάρ­κεια πια μπο­ρεί να μπή­καν στο χρο­νο­ντού­λα­πο και οι Θρά­κες του βιβλίου)

Η γυναίκα με τη Ρόκα

Στην Πιε­ρία, στο Μοσχο­πό­τα­μο και σε πολ­λά γει­το­νι­κά χωριά, την Τρί­τη του Πάσχα γίνε­ται ένα πανη­γύ­ρι με κεντρι­κές ηρω­ί­δες τις γυναί­κες. Πρό­σω­πα ευχά­ρι­στα, νεα­νι­κά ή κου­ρα­σμέ­να και ηλι­κιω­μέ­να κυριαρ­χούν στη γιορ­τή. Νωρίς το από­γευ­μα, οι νέοι του χωριού συγκε­ντρώ­νο­νται στην πλα­τεία και χορεύ­ουν με τους ήχους των οργά­νων, χωρίς να λέγε­ται κανέ­να τρα­γού­δι. Μετά απο­χω­ρούν για­τί οι πιο ώρι­μοι κατα­φτά­νουν και εκεί­νοι ζητούν, όπως είναι φυσι­κό, άλλω­στε, κάτι συγκε­κρι­μέ­νο. Ένα τρα­γού­δι: ένα τρα­γού­δι που καλεί τις γυναί­κες να εμφα­νί­ζο­νται δια­κρι­τι­κά, αμέ­σως μετά απο­φα­σι­στι­κά για να σπά­σουν την ανδρι­κή ομοιο­μορ­φία. Σε κάποια στιγ­μή εμφα­νί­ζε­ται μια σεβά­σμια ηλι­κιω­μέ­νη που κρα­τά τη ρόκα με την του­λού­πα από μπα­μπά­κι περα­σμέ­νη επά­νω της, τη ρόκα που έχουν φτιά­ξει νωρί­τε­ρα οι άνδρες του χωριού. Εκεί­νη, στη­τή σαν κυπα­ρίσ­σι, γερα­σμέ­νη, αλλά αγέ­ρω­χη και ακού­ρα­στη περ­πα­τά ρυθ­μι­κά και τρα­γου­δά: “Μι βλέ­πε­τε πιδά­κια μου/ πώς γνέ­θω ιγώ τη Ρόκα; Σι βλέ­που­με Μανού­λα μου/ πως μας πονάς κι γνέ­θεις”. Σε λίγο, η Ρόκα θα φλο­γι­στεί και οι άνδρες, τάχα­τες, φοβι­σμέ­νοι θα το βάλουν στα πόδια και η “γυναί­κα με τη Ρόκα” θα τους κυνηγήσει…

Πως να ΄ναι άρα­γε η αγέ­ρω­χη μάνα; Μοιά­ζει καθό­λου με εκεί­νη τη γυναί­κα με την κασό­να “ζαλί­γκα του φωτο­γρά­φου της Αντί­στα­σης Σπ. Μελετζή;

Αγώνας συναγωνιστή αγώνας Αν τον κερδίσουμε τα κερδίσαμε όλα όταν τον χάσουμε τα χάνουμε όλα!

Η θυσία

Ακό­μη και στις μέρες μας η ζωο­θυ­σία είναι κάτι το συνη­θι­σμέ­νο. Σε μερι­κά σημεία της Ελλά­δας, κυρί­ως στη Θρά­κη, αλλά και στη Μακε­δο­νία κι ακό­μη στη Μυτι­λή­νη κρα­τά πολ­λά από τα αρχέ­γο­να στοι­χεία της. Εδώ και μερι­κά χρό­νια ακό­μη και στα Σπά­τα, και σε άλλα σημεία των Μεσο­γεί­ων, η ζωο­θυ­σία ήταν μια ζωντα­νή παρά­δο­ση… Στη Μακε­δο­νία οι πρό­σφυ­γες της Ανα­το­λι­κής Ρωμυ­λί­ας εξα­κο­λου­θούν και δια­τη­ρούν τον πατρο­πα­ρά­δο­το τρό­πο της πατρί­δας τους. Θυσιά­ζουν τα ζώα, αλλά ταυ­τό­χρο­να κρα­τούν και τα παλιά όργα­να: τη λύρα και την γκάι­ντα και για την περί­στα­ση παί­ζουν μελω­δί­ες και τρα­γου­δούν ανά­λο­γα τρα­γού­δια. Την ώρα της θυσίας…

Το χαρα­κτη­ρι­στι­κό όμως τρα­γού­δι είναι εκεί­νο “Της Τρί­χας το γιο­φύ­ρι”. Είναι η θυσία της νέας γυναί­κας για να στε­ριώ­σει. Ψυχο­λο­γι­κά, είναι μια προ­έ­κτα­ση της επι­θυ­μί­ας η ζωο­θυ­σία να έχει τα προσ­δο­κώ­με­να απο­τε­λέ­σμα­τα. Έτσι κόβε­ται το τρα­γού­δι και οι τελευ­ταί­οι στί­χοι, που μιλούν για την κατά­ρα της θυσια­ζό­με­νης γυναί­κας, αλλά και για τη μετα­μέ­λειά της δεν ακού­γο­νται. Απλώς της θυμί­ζουν ότι θα μπο­ρού­σε να ήταν θύμα ο ίδιος της ο αδελ­φός, καθώς θα περ­νού­σε το γιο­φύ­ρι και θα μπο­ρού­σε να είχε γκρε­μι­στεί. Άρα, η θυσία, ακό­μη και του ζώου κατά τους Θρά­κες, οφεί­λει να είναι εθε­λο­ντι­κή. Έτσι ώστε στην περί­πτω­ση που το ζώο αντι­στα­θεί πολύ και δε βαδί­σει ήσυ­χα και μοι­ρο­λα­τρι­κά προς τη θυσία του, η τελευ­ταία θα πρέ­πει να ματαιωθεί.

Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου,

σκύβω το κεφάλι στα μαρτύριά σου

και θαυμάζω λαέ μου τα έργα σου.

Ματώνεις τη σκέψη σου,

ματώνεις τα νύχια σου λαέ μου

για να βγάλεις τον άρτο τον επιούσιο.

(στι­χουρ­γός Μιχά­λης Σταυρακάκης)

Ποιος δεν ξέρει τους στί­χους του Μίχα­λου ή Νιδιώ­τη που μελο­ποί­η­σε ο Γιάν­νης Μαρκόπουλος.Ένας άνθρω­πος που αγα­πή­θη­κε όσο αγά­πη­σε, που τιμή­θη­κε από τον κόσμο και τους καλ­λι­τέ­χνες όσο τίμη­σε τους ανθρώ­πους και την τέχνη, εκεί­νος που γονά­τι­σε ευλα­βι­κά και προ­σκύ­νη­σε τα πάθη του λαού.Ο Μιχά­λης γεν­νή­θη­κε  το 1928 και πατέ­ρας του ήταν ο Γιώρ­γης Σταυ­ρα­κά­κης ή Πανιάς, από την Καρ­κα­διώ­τισ­σα, ο  Μίχα­λος, ο βοσκός της Κρή­της με την ελεύ­θε­ρη σκέ­ψη και τον εμπνευ­σμέ­νο ποι­η­τι­κό λόγο, που πέθα­νε σε ηλι­κία 72 ετών

Ποιος Κρη­τι­κός δεν έχει σιγο­τρα­γου­δή­σει στο φεγγαρόφωτο

Μ’ αρέσει στην ακρογιαλιά

να κάθομαι να κλαίω

σε κάθε κύμα που ‘ρχεται

τον πόνο μου να λέω.

Έχο­ντας ψηλά το κεφά­λι για­τί παρέ­μει­νε πάντα γνή­σιος και υπη­ρέ­τη­σε όσο ελά­χι­στοι στην επο­χή μας το χώρο στον οποίο ανή­κε, τον αγροτοκτηνοτροφικό.

Ο λαϊ­κός ποι­η­τής Νιδιώ­της ύμνη­σε όσο κανείς τον ιδρώ­τα του εργαζόμενου

Δεν είναι λευτεριά εκείνη,

φώναξε εργάτη δυνατά

που ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε δούλους και αφεντικά.

Δεν είναι λεύτερη η πατρίδα

που έχει σύνορα στη γη

ζωή που ζει μέσα στη φτώχεια,

δεν είναι λεύτερη ζωή.

Ήταν ένας ποι­η­τής που έκα­νε το βοσκό.Είναι ο άνθρω­πος που απέ­δει­ξε ότι και οι ταπει­νοί, αγράμ­μα­τοι βοσκοί, μπο­ρούν να γίνουν ποι­η­τές και να εμπνεύ­σουν την ανθρωπότητα.

Αγω­νι­στής της Εθνι­κής Αντί­στα­σης σημαιο­φό­ρος της ειρή­νης, μέλος και στέ­λε­χος του ΚΚΕ. Τα ποι­ή­μα­τα του έχουν ταξι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, Υπε­ρα­σπί­ζο­νται την κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη, την ειρή­νη τη διε­θνι­στι­κή αλλη­λεγ­γύη και συνά­μα ο λυρι­σμός τους είναι ερω­τι­κός και νοσταλγικός.

Το 1978 τύπω­σε την πρώ­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του, με τον τίτλο «Ποι­ή­μα­τα». Από την πρώ­τη αυτή συλ­λο­γή το 1983 ο Γιάν­νης Μαρ­κό­που­λος μελο­ποί­η­σε πέντε, και απο­τέ­λε­σε την επι­σφρά­γι­ση της γενι­κό­τε­ρης ανα­γνώ­ρι­σης και κατα­ξί­ω­σης των ποι­η­μά­των του

Συνο­πτι­κό χρονολόγιο

  • 1928 Γεν­νή­θη­κε στα Ανώ­γεια Μυλοποτάμου
  • 1943 Οργα­νώ­νε­ται στην ΕΠΟΝ Ανωγείων
  • 1944 Συνε­λή­φθη στις 30 Απρι­λί­ου από τους Γερ­μα­νούς στο Αρκά­δι Μονο­φα­τσί­ου μαζί με άλλους πατριώ­τες και οδη­γή­θη­καν στις φυλα­κές του Χου­δε­τσί­ου, απ’ όπου και δραπετεύουν.
  • 1950 Εκλέ­γε­ται μέλος του ΔΣ του Κτη­νο­τρο­φι­κού συλ­λό­γου Ανωγείων
  • 1951 Συλ­λαμ­βά­νε­ται με την κατη­γο­ρία ότι έγρα­φε κομ­μου­νι­στι­κά συν­θή­μα­τα στους τοί­χους του Δημο­τι­κού Σχολείου
  • 1954 Εκτο­πί­ζε­ται για δυο χρό­νια στο Γύθειο Λακωνίας
  • 1957 Εκλέ­γε­ται στο Γρα­φείο της ΕΔΑ Ανωγείων
  • 1958 Ανα­πλη­ρω­μα­τι­κό μέλος της ΝΕ Ηρα­κλεί­ου της ΕΔΑ
  • 1973 Γίνε­ται μέλος του ΚΚΕ
  • 1974 Πρω­το­στα­τεί στην συγκρό­τη­ση της ΚΟΒ Μονο­φα­τσί­ου Ηρα­κλεί­ου και εκλέ­γε­ται Γραμ­μα­τέ­ας της
  • 1975 Εκλέ­γε­ται μέλος στο Γρα­φείο Υπαί­θρου του ΚΚΕ στο Νομό Ηρακλείου
  • 1978 Εκδί­δει την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλλογή
  • 1979 Εκλέ­γε­ται μέλος του ΔΣ της ΟΑΣΝΗ
  • 1982 Εκλέ­γε­ται μέλος της ΝΕ Ηρα­κλεί­ου του ΚΚΕ
  • 1983 Με κομ­μα­τι­κή ευθύ­νη πρω­το­στα­τεί στη συγκρό­τη­ση της Επι­τρο­πής Ειρή­νης στην επαρ­χία Μονο­φα­τσί­ου και εκδί­δει την εφη­με­ρί­δα «Ειρή­νη»
  • 1989 Η ΟΑΣΝΗ του απο­νέ­μει το βρα­βείο «ΚΙΛΕΛΕΡ»
  • 1989 Εκδί­δει τη δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του με τον τίτλο «Αιχ­μές»
  • 1994 Εκδί­δει την τρί­τη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του με τίτλο «Ντού­κου-ντού­κου το σοφαδάκι…»
  • Ποι­ή­μα­τα του έχουν μετα­φρα­στεί στα Γερ­μα­νι­κά και στα Αγγλικά.
  • Η Guardian του Λον­δί­νου και το Associated Press εκθειά­ζει το έργο του σχο­λιά­ζο­ντας ένα ποί­η­μα του με τίτλο «Γράμ­μα σε μια Αφρικάνα-Χαϊμαλίνα»

Ριζο­σπά­στης |> Στην αγκα­λιά των ουρα­νών ο Μ. Σταυρακάκης

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΩΝ ΠΑΣΧΑΛΙΝΩΝ ΑΥΓΩΝ

Σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση κάθε χρό­νο τη Μεγά­λη Πέμ­πτη οι νοι­κο­κυ­ρές σε όλη την Ελλά­δα ετοι­μά­ζουν τα τσου­ρέ­κια και βάφουν τα κατά παρά­δο­ση κόκ­κι­να αυγά, καθώς το αυγό συμ­βο­λί­ζει τη γονι­μό­τη­τα και τη δημιουρ­γία ενώ σύμ­φω­να με άλλους συμ­βο­λί­ζει την ανα­γέν­νη­ση του κόσμου και την ανα­νέ­ω­ση της φύσης. Το κόκ­κι­νο μάλι­στα χρώ­μα απο­κτά διά­φο­ρους συμ­βο­λι­σμούς: Για κάποιους το κόκ­κι­νο χρώ­μα συμ­βο­λί­ζει το αίμα που έχυ­σε ο Χρι­στός όταν σταυ­ρώ­θη­κε ενώ για άλλους τα αυγά βάφο­νται κόκ­κι­να ως έκφρα­ση χαράς για το ευτυ­χι­σμέ­νο γεγο­νός της Ανά­στα­σης του Κυρί­ου και συνά­μα μέσο απο­τρε­πτι­κό κάθε κακού. Σύμ­φω­να με μια παρά­δο­ση από την Καστο­ριά, όταν ανα­στή­θη­κε ο Χρι­στός το είπαν σε μια γυναί­κα και αυτή δεν το πίστε­ψε και είπε: ” Όταν τα αυγά που κρα­τώ θα γίνουν κόκ­κι­να τότε θα ανα­στη­θεί και ο Χρι­στός. Και αυτά έγι­ναν κόκ­κι­να” .

Ιδιαί­τε­ρη αξία, μάλι­στα, είχε για τους κατοί­κους της επαρ­χί­ας το πρώ­το αυγό που θα βαφό­ταν. Σε πολ­λές περιο­χές το ονό­μα­ζαν “Το Αυγό της Πανα­γί­αςκαι το φύλα­γαν στο εικο­νο­στά­σι για ένα χρό­νο, πιστεύ­ο­ντας πως αυτό το αυγό βοη­θά­ει στο ξεμά­τια­σμα ή στο να ξορ­κί­σουν το χαλά­ζι και τις πλημ­μύ­ρες. Την επό­με­νη χρο­νιά το έθα­βαν στα χωρά­φια, για να είναι εύφο­ρα, ή το έβα­ζαν στο μαντρί των ζώων για να ευλο­γή­σει τη γονι­μό­τη­τά τους.

Τα αβγά βάφο­νται την Μεγά­λη Πέμ­πτη η οποία είναι η ημέ­ρα του Μυστι­κού Δεί­πνου, όπου ο Χρι­στός πρό­σφε­ρε άρτο και κρα­σί ως συμ­βο­λι­σμό για το σώμα Του και το αίμα Του, έτοι­μος να θυσια­στεί για να ελευ­θε­ρώ­σει τον κόσμο από τα δεσμά της αμαρτίας.

Μέρος του εθί­μου των πασχα­λι­νών αβγών είναι και το τσού­γκρι­σμα. Πριν την κατα­νά­λω­σή τους, ιδιαί­τε­ρα στο πασχα­λι­νό τρα­πέ­ζι, ο καθέ­νας δια­λέ­γει το δικό του αβγό και το τσου­γκρί­ζει με αυτό άλλου, μέχρι να ανα­δει­χθεί αυτός που έχει το πιο γερό (καμιά φορά κατα­λή­γει και σε ισο­πα­λία -«ένας κώλος-«μία μύτη». Σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση το αβγό είναι σύμ­βο­λο ζωής και όπως σπά­ει κατά τη δια­δι­κα­σία του τσου­γκρί­σμα­τος, έτσι έσπα­σε και ο τάφος από τον οποίο βγή­κε ο Χριστός.

ΕΘΙΜΑ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Το βάψι­μο των αβγών κάθε Μεγά­λη Πέμ­πτη απο­τε­λεί κοι­νή πρα­κτι­κή στο σύνο­λο σχε­δόν του ορθό­δο­ξου κόσμου και συν­δέ­ε­ται με παρα­δό­σεις αιώ­νων. Το κόκ­κι­νο αβγό, προ­χρι­στια­νι­κό σύμ­βο­λο της ζωής, ενι­σχυ­μέ­νο από το συμ­βο­λι­σμό του κόκ­κι­νου χρώ­μα­τος από το αίμα της θυσί­ας του Χρι­στού, απο­τε­λεί ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του εθι­μο­τυ­πι­κού των ημε­ρών για όλους τους ορθό­δο­ξους λαούς. Σε χώρες του σλα­βι­κού ‑κυρί­ως- κόσμου, τα βαμ­μέ­να αβγά είναι μικρά έργα τέχνης, εφά­μιλ­λα ζωγρα­φι­κών πινά­κων ή θρη­σκευ­τι­κών εικόνων.

Στην Ουκρα­νία, τα ζωγρα­φι­σμέ­να αβγά ‑εκτός από έθι­μο των ημε­ρών- απο­τε­λούν, όλο το χρό­νο, σου­βε­νίρ για όσους επι­σκέ­πτο­νται τη χώρα. Για το ζωγρά­φι­σμα, χρη­σι­μο­ποιεί­ται η μέθο­δος μπα­τίκ. Τα μέρη στο τσό­φλι που δεν πρέ­πει να βαφτούν, καλύ­πτο­νται με κερί. Κατό­πιν, με ένα ειδι­κό εργα­λείο και λιω­μέ­νο κερί, το αβγό σχε­διά­ζε­ται και μετά στο­λί­ζε­ται. Οι Πολω­νοί βάφουν, επί­σης, και αβγά πάπιας ή χήνας. Στο παρελ­θόν, επι­τρε­πό­ταν μόνο στις γυναί­κες να δια­κο­σμή­σουν αβγά, ενώ απα­γο­ρευό­ταν η είσο­δος των ανδρών στο σπί­τι κατά τη διάρ­κεια της δια­δι­κα­σί­ας, καθώς, σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση, έφερ­ναν κακο­τυ­χία και ατυ­χή­μα­τα . Το βάψι­μο των αβγών κάθε Μεγά­λη Πέμ­πτη απο­τε­λεί κοι­νή πρα­κτι­κή στο σύνο­λο σχε­δόν του ορθό­δο­ξου κόσμου και συν­δέ­ε­ται με παρα­δό­σεις αιώ­νων. Το κόκ­κι­νο αβγό, προ­χρι­στια­νι­κό σύμ­βο­λο της ζωής, ενι­σχυ­μέ­νο από το συμ­βο­λι­σμό του κόκ­κι­νου χρώ­μα­τος από το αίμα της θυσί­ας του Χρι­στού, απο­τε­λεί ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του εθι­μο­τυ­πι­κού των ημερών.

Σε χώρες του σλα­βι­κού ‑κυρί­ως- κόσμου, τα βαμ­μέ­να αβγά είναι μικρά έργα τέχνης, εφά­μιλ­λα ζωγρα­φι­κών πινά­κων ή θρη­σκευ­τι­κών εικό­νων. Στην Ουκρα­νία, τα ζωγρα­φι­σμέ­να αβγά ‑εκτός από έθι­μο των ημε­ρών- απο­τε­λούν, όλο το χρό­νο, σου­βε­νίρ για όσους επι­σκέ­πτο­νται τη χώρα. Για το ζωγρά­φι­σμα, χρη­σι­μο­ποιεί­ται η μέθο­δος μπα­τίκ. Τα μέρη στο τσό­φλι που δεν πρέ­πει να βαφτούν, καλύ­πτο­νται με κερί. Κατό­πιν, με ένα ειδι­κό εργα­λείο και λιω­μέ­νο κερί, το αβγό σχε­διά­ζε­ται και μετά στο­λί­ζε­ται. Οι Πολω­νοί βάφουν, επί­σης, και αβγά πάπιας ή χήνας. Στο παρελ­θόν, επι­τρε­πό­ταν μόνο στις γυναί­κες να δια­κο­σμή­σουν αβγά, ενώ απα­γο­ρευό­ταν η είσο­δος των ανδρών στο σπί­τι κατά τη διάρ­κεια της δια­δι­κα­σί­ας, καθώς, σύμ­φω­να με την παρά­δο­ση, έφερ­ναν κακο­τυ­χία και ατυ­χή­μα­τα σπα­σί­μα­τος. Στο Νότο της Κρο­α­τί­ας, πάνω στο κόκ­κι­νο της βαφής, σχε­διά­ζε­ται ένας λευ­κός σταυ­ρός, ενώ στην υπό­λοι­πη χώρα κυριαρ­χούν σχέ­δια με λου­λού­δια και γεω­γρα­φι­κά μοτί­βα, εμπνευ­σμέ­να κυρί­ως από τη φύση. Στο Νότο της Κρο­α­τί­ας, πάνω στο κόκ­κι­νο της βαφής, σχε­διά­ζε­ται ένας λευ­κός σταυ­ρός, ενώ στην υπό­λοι­πη χώρα κυριαρ­χούν σχέ­δια με λου­λού­δια και γεω­γρα­φι­κά μοτί­βα, εμπνευ­σμέ­να κυρί­ως από τη φύση.

 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΣΧΑΛΙΝΩΝ ΑΥΓΩΝ

  • Τα πασχα­λι­νά αυγά κου­βα­λούν μια χαρα­κτη­ρι­στι­κή και παρά­ξε­νη πορεία μέσα στους αιώ­νες. Οι αρχαί­οι Έλλη­νες, οι Πέρ­σες και οι Κινέ­ζοι έδι­ναν τα αυγά σαν δώρα, στις ανοι­ξιά­τι­κες γιορ­τές τους πολύ πριν τις προ-Χρι­στια­νι­κές ανοι­ξιά­τι­κες γιορ­τές. Εμφα­νί­ζο­νται δε παράλ­λη­λα στην ειδω­λο­λα­τρι­κή μυθο­λο­γία, όπου δια­βά­ζου­με πως το Που­λί του Ήλιου έχει εκκο­λα­φθεί από το Aυγό της Γης. Μερι­κά παγα­νι­στι­κά έθι­μα δεί­χνουν τον παραλ­λη­λι­σμό του αυγού προς τη δημιουρ­γία της ζωής πάνω στη γη. Ο Ουρα­νός και η Γη θεω­ρού­νταν σαν να ήταν τα μισά ενός αυγού, από όπου ξεπρό­βαλ­λε η ζωή πάνω στη Γη.
  • Για τους πρώ­τους Χρι­στια­νούς το αυγό είναι ολο­φά­νε­ρα το σύμ­βο­λο της Ανά­στα­σης του Χρι­στού, πιστεύ­ε­ται πως είναι το πιο κατάλ­λη­λο και ιερό μέρος του εορ­τα­σμού του Πάσχα. Νωρί­τε­ρα στο Μεσαί­ω­να, βάφο­νταν αυγά για να δοθούν σαν δώρα το Πάσχα.
  • Κατά τον 17ο αιώ­να, ο Πάπας Παύ­λος ο 5ος ευλό­γη­σε το ταπει­νό αυγό με μια δέη­ση: “Ευλό­γη­σε Ύψι­στε το δικό σου αυτό δημιούρ­γη­μα, το αυγό, το οποίο μπο­ρεί να γίνει μια ευερ­γε­τι­κή τρο­φή των δικών σου πιστών τρώ­γο­ντας και ευγνω­μο­νώ­ντας Σε, ένε­κεν της Ανά­στα­σης του Κυρί­ου μας”.
  • Απα­γο­ρευ­μέ­να κατά τη διάρ­κεια της Σαρα­κο­στής, τα αυγά επα­νεμ­φα­νί­ζο­νται την Κυρια­κή του Πάσχα και σαν μέρος της γιορ­τής και σαν δώρα προς την οικο­γέ­νεια και τους φίλους.
  • Στη μεσαιω­νι­κή Αγγλία,  το βάψι­μο και η δια­κό­σμη­ση των αυγών απο­τε­λού­σε έθι­μο για όλες τις οικο­γέ­νειες. Σύμ­φω­να με τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του Εδουάρ­δου του πρώ­του, το 1290 ξοδεύ­τη­καν 18 πένες (τερά­στιο ‑τότε- ποσό) για να βαφτούν και να χρυ­σο­στο­λι­στούν 450 αυγά που θα χρη­σί­μευαν σαν πασχα­λι­νά δώρα.
  • Στη Γερ­μα­νία τα αυγά δίνο­νταν στα παι­διά μαζί με άλλα πασχα­λι­νά δώρα, ενώ αργό­τε­ρα δημιουρ­γή­θη­κε το ”κυνή­γι του χαμέ­νου αυγού”. Πρό­κει­ται για ένα παι­χνί­δι σύμ­φω­να με το οποίο το Πασχα­λι­νό Κου­νε­λά­κι κρύ­βει καλά, σε κήπους και αυλές, τα πασχα­λι­νά αυγά, τα οποία αργό­τε­ρα αντι­κα­τα­στά­θη­καν με σοκο­λα­τέ­νια, και τα μικρά παι­δά­κια πρέ­πει να τα βρουν και να τα μαζέ­ψουν στο καλά­θι τους. Νικη­τής είναι αυτός που έχει μαζέ­ψει τα περισσότερα.
  • Τα χαρ­το­νέ­νια και τα σοκο­λα­τέ­νια πασχα­λι­νά αυγά έχουν αρκε­τά πρό­σφα­τη προ­έ­λευ­ση. Τα φυσι­κά αυγά τα στο­λι­σμέ­να με χρώ­μα­τα ή με σχέ­δια και χαλ­κο­μα­νί­ες έχουν “πολι­το­γρα­φη­θεί” σαν σύμ­βο­λο της συνέ­χειας της ζωής και της ανάστασης.

Γλυκύ μου Έαρ Meister von Nerezi

Ω γλυκύ μου έαρ

Η μεγά­λη Παρα­σκευή, εκτός του «αι γενε­αί πάσαι» (ύμνον τη ταφή σου προ­σφέ­ρου­σι κλπ) δια­κρί­νε­ται και σαν ωδή στην Άνοι­ξη «Ω γλυ­κύ μου έαρ, γλυ­κύ­τα­τόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλ­λος;» Ω γλυ­κιά μου άνοι­ξη, γλυ­κύ­τα­τό μου παι­δί, πού βυθί­στη­κε (και χάθη­κε) η ωραιό­τη­τά σου;

Σε δια­φο­ρε­τι­κές εκτε­λέ­σεις (και οπτι­κές) με Γλυ­κε­ρία, Φαρα­ντού­ρη & Σπα­νου­δά­κη-Σαλέα-Ζέρ­βας και τέλος από την παρά­στα­ση του Βαγ­γέ­λη (Παπα­θα­να­σί­ου) με την Ειρή­νη Παππά

Στιγμιότυπο ‑ενσταντανέ διαρκείας,

(μεγά­λη) Παρα­σκευή 19-Απρ-2019 [πλα­τεία Και­σα­ρια­νής] 9–10μμ

Συνά­ντη­ση επι­τά­φιων χορο­στα­τού­ντος του ‑γνω­στού και μη εξαι­ρε­τέ­ου (σεβα­σμιό­τα­του βεβαί­ως-βεβαί­ως) μητρο­πο­λί­τη (Και­σα­ρια­νής , Βύρω­να & Υμητ­τού) Δανι­ήλ (κατά κόσμο Διο­νύ­σιος Πουρ­τσου­κλῆς) και με την παλιά αίγλη και κατά­νυ­ξη, έτσι κι αλλιώς να μην υφί­στα­ται. Ενώ, λοι­πόν, ο Δανι­ήλ, μέσω ρομ­φαί­ων με θεούς και δαί­μο­νες απει­λεί και κατα­κε­ραυ­νώ­νει ‑με σαφή υπο­νο­ού­με­να (σημεία των και­ρών) αυτούς που πάνε να δια­λύ­σουν την εκκλη­σία, δεκά­δες smart_phones κλπ παρό­μοιες «δια­βο­λε­μέ­νες συσκευ­ές» αιω­ρού­νται πάνω από τα κεφά­λια των συγκε­ντρω­μέ­νων απο­θα­να­τί­ζο­ντας εικό­νες απεί­ρου «κάλ­λους».

Όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος…

Στην εξέ­δρα το αδια­χώ­ρη­το από τους συνω­στι­ζό­με­νους ‑εκλο­γές έρχο­νται, τοπι­κά και περι­φε­ρεια­κά «ανε­ξάρ­τη­τους»  …ονό­μα­τα και ονο­μα­τά­κια, σπρώ­χνουν ο ένας τον άλλον για να ποζά­ρουν σε πρώ­το πλά­νο ‑για μια ανα­θε­μα­τι­σμέ­νη φωτο­γρα­φία, ακό­μη και σ’ ένα κινη­τό που κανείς δε θα δει ποτέ. «Η νύφη μόνο δεκα­εν­νιά» που έλε­γε κι ο Κηλαη­δό­νης — ο γάμος έμοια­ζε κηδεία, όταν στα­θή­καν στη σει­ρά, κου­μπά­ρος, σόι και λοι­πά στη σκά­λα για να βγουν φωτο­γρα­φία … Κρί­μα το κορι­τσά­κι, κρί­μα, τι κάνει το άτι­μο το χρήμα.

Σημ. |> Κάπου στο βάθος ο Ηλί­ας Στα­μέ­λος ‑νυν δήμαρ­χος και υπο­ψή­φιος πάλι με τη «Λαϊ­κή Συσπεί­ρω­ση», γελά­ει με την κατά­ντια τους

Primavera η Αλληγορία της Άνοιξης» Μποτιτσέλι

Primavera |>η Αλλη­γο­ρία της Άνοι­ξης» |>Μπο­τι­τσέ­λι

Sandro (Alessandro) Botticelli (di Mariano di Vanni Filipepi) |>στο Μου­σείο Uffizzi της Φλω­ρε­ντί­ας υπάρ­χουν πολ­λά θεϊ­κά (για εμάς τους λίγο-πολύ αδα­είς) έργα ‑δικά του και άλλων μεγά­λων Ιτα­λών ζωγρά­φων,  με την Άνοι­ξη- επί­σης γνω­στή ως «Η Αλλη­γο­ρία της Άνοι­ξης»- μια τέμπε­ρα μεγά­λων δια­στά­σε­ων (203x314 cm) του 1478 σίγου­ρα να ξεχω­ρί­ζει σαν μυθο­λο­γι­κή αλλη­γο­ρία της άνθη­σης και της γονι­μό­τη­τας του κόσμου, όπου βλέπουμε,

  • Το Θεό Ζέφυ­ρο να φυσά ελα­φρά, κρα­τώ­ντας στα χέρια του μια γυναι­κεία φιγούρα.
  • Την νύμ­φη Χλω­ρί­δα, την οποία κρα­τά ο Ζέφυρος
  • Την θεά των λου­λου­διών και της Άνοι­ξης, τη Φλό­ρα.
  • Στο μέσον η Θεϊ­κή Αφρο­δί­τη στέ­κε­ται μπρο­στά από θάμνο μυρ­τιάς, επι­βλέ­πο­ντας τα γεγονότα.
  • Ο μικρός θεός Έρω­τας πετά πάνω από την θεά έχο­ντας τα μάτια του δεμέ­να σκο­πεύ­ο­ντας με το τόξο του.
  • Οι τρεις γυναι­κεί­ες φιγού­ρες που λικνί­ζο­νται απα­λά και φορούν εντυ­πω­σια­κά  πέπλα με τα χρώ­μα­τα της οικο­γε­νεί­ας των Μεδί­κων, αντι­προ­σω­πεύ­ουν τις τρεις Χάρι­τες.
  • Ο θεός Ερμής ο οποί­ος βρί­σκε­ται τελευ­ταί­ος αρι­στε­ρά, έχει υψώ­σει το Κηρύ­κειο διώ­χνο­ντας τα σύννεφα

Κάποιοι δια­κρί­νουν μια χρι­στια­νι­κή αλλη­γο­ρία με κύρια πρό­σω­πα τις τρεις Χάρι­τες που ερμη­νεύ­ο­νται σαν Πίστη, Ελπί­δα, Αγά­πη. Εικό­να που βγαί­νει από την Θεία Κωμω­δία του Δάντη.

Αντί επιλόγου

Η Λαμπρή λει­τουρ­γεί συνειρ­μι­κά και με το θεα­τρι­κό έργο Ένας όμη­ρος (An Giall — The Hostage 1958) παρου­σιά­στη­κε στην Αθή­να το χει­μώ­να του 1962 και αμέ­σως μετά κυκλο­φό­ρη­σαν τέσ­σε­ρα τρα­γού­δια με τη Ντό­ρα Γιαν­να­κο­πού­λου. Όταν λίγο αργό­τε­ρα θέλη­σαν να κυκλο­φο­ρή­σουν ολό­κλη­ρο τον κύκλο των τρα­γου­διών, σκό­ντα­ψαν στη λογο­κρι­σία, η οποία απέρ­ρι­ψε τον στί­χο … «από τους μπά­σταρ­δους τους ξένους… η εται­ρεία πρό­τει­νε στο συν­θέ­τη να τον παρα­λεί­ψουν, ο Θεο­δω­ρά­κης δεν το δέχτη­κε και απο­φά­σι­σε να κυκλο­φο­ρή­σει το έργο έξω από το κανά­λι της δισκο­γρα­φί­ας ‑η συνέ­χεια λίγο πολύ γνω­στή. Αν και «το Γελα­στό Παι­δί» (που ακού­γε­ται και συνή­θως παρα­φρα­σμέ­νο «σκο­τώ­σαν οι εχθροί μας» ή «οι φασί­στες» αντί του αρχι­κού «οι δικοί μας» ‑για Ιρλαν­δία μιλά­με… ) φαί­νε­ται να έχει κερ­δί­σει «στα σημεία», το τρα­γού­δι «Ποιος δεν μιλά για τη Λαμπρή» (Brendan Behan προ­σαρ­μο­γή Βασί­λης Ρώτας)   είναι ‑μου­σι­κά, μάλ­λον το κορυ­φαίο …ας το θυμηθούμε

(σενά­ριο) Ένας νεα­ρός Άγγλος στρα­τιώ­της κρα­τεί­ται όμη­ρος σ’ ένα πορ­νείο του Δου­βλί­νου για αντί­ποι­να ενός φυλα­κι­σμέ­νου του IRA που θα απαγ­χο­νι­στεί σε μια φυλα­κή του Μπέλ­φαστ. Ο όμη­ρος ερω­τεύ­ε­ται μια Ιρλαν­δέ­ζα υπη­ρέ­τρια του πορ­νεί­ου, αλλά ο θάνα­τός του θα βάλει τέλος στην πορεία, στον έρω­τα, στη ζωή…

Έργο που ‑σύμ­φω­να με το μετα­φρα­στή του στα ελλη­νι­κά, παρου­σιά­ζει το μαχη­τι­κό προ­ο­δευ­τι­κό πνεύ­μα, καθώς μπερ­δεύ­ε­ται μέσα στα εγκα­τε­στη­μέ­να δίχτυα της αντί­δρα­σης και θυσιά­ζε­ται και στιγ­μα­τί­ζει την εθνι­κι­στι­κή παρα­φρο­σύ­νη και τον θρη­σκευ­τι­κό φανα­τι­σμό που απαι­τούν στο βωμό τους ένα αθώο θύμα. Ο όμη­ρος ζει, ερω­τεύ­ε­ται και πεθαί­νει σ’ ένα χώρο όπου συνυ­πάρ­χουν βωμο­λο­χί­ες, υπό­κω­φοι ύμνοι, άγρια γέλια και απελ­πι­σία. Μεγα­λο­ψυ­χία και συμπό­νια έχουν θέση μόνο στα μέλη ενός περι­πλα­νώ­με­νου music hall, που ανα­μι­γνύ­ο­νται στη δρά­ση… Οι μπρε­χτι­κές επι­δρά­σεις είναι φανε­ρές στη δομή του έργου, στη δρά­ση του, ακό­μα και στις προ­σφω­νή­σεις του προς το κοι­νό, τις οποί­ες χρη­σι­μο­ποιεί ο συγγραφέας…

Το έργο πρω­το­παί­χτη­κε στην Ελλά­δα από τις 12 Απρι­λί­ου έως 20 Μαΐ­ου του 1962 στο Κυκλι­κό θέα­τρο του Λεω­νί­δα Τρι­βι­ζά. Στην παρά­στα­ση αυτή πρω­τα­γω­νι­στού­σαν ο Κώστας Μπά­κας, ο Χρή­στος Πάρ­λας, η Νέλ­λη Αγγε­λί­δου, η Ντό­ρα Γιαν­να­κο­πού­λου και η Τασώ Καβ­βα­δία. Εκεί πρω­τα­κού­στη­καν η μου­σι­κή και τα τρα­γού­δια που έγρα­ψε ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης για το έργο, παιγ­μέ­να με την κιθά­ρα του Δημή­τρη Φάμπα. Τα σκη­νι­κά είχε κάνει ο Γιάν­νης Τσα­ρού­χης και τη σκη­νο­θε­σία ο Λεω­νί­δας Τρι­βι­ζάς. Τρία χρό­νια μετά με τους ίδιους συντε­λε­στές και με δια­φο­ρε­τι­κή δια­νο­μή (Τίτος Βαν­δής, Γιώρ­γος Τζώρ­τζης, Τάνια Σαβ­βο­πού­λου, Μάκης Ρευ­μα­τάς, κ.ά.) ανέ­βη­κε στο θέα­τρο Μετάλ­λιο

Ένα βράδυ με τον Brendan Behan

… Κάπο­τε, όταν ήταν φυλα­κι­σμέ­νος, δινό­ταν βρά­δυ η πρε­μιέ­ρα του έργου του στο Λον­δί­νο. Ζήτη­σε να παρευ­ρε­θεί και η αστυ­νο­μία έδω­σε την άδεια υπό τον όρο να συνο­δεύ­ε­ται στην αίθου­σα από δύο αστυ­νο­μι­κούς. Έτσι παρου­σιά­στη­κε στην πρε­μιέ­ρα ανά­με­σα στους δυο Άγγλους που τον φρου­ρού­σαν με τα περί­στρο­φά τους. Όταν το κοι­νό τον φώνα­ξε στη σκη­νή μετά την παρά­στα­ση για να τον χει­ρο­κρο­τή­σει, παρου­σιά­στη­κε μαζί με τους αστυ­νο­μι­κούς, στη μέση. Φρου­ρού­με­νος και απευ­θυ­νό­με­νος στο κοι­νό είπε: Κυρί­ες και κύριοι, είμαι πολύ ευτυ­χής διό­τι βρί­σκο­μαι στην εξαι­ρε­τι­κή και σπά­νια θέση ενός συγ­γρα­φέ­ως να προ­στα­τεύ­ε­ται από τους στρα­τιώ­τες της Α.Μ. της Βασι­λίσ­σης ενα­ντί­ον τυχόν απο­δο­κι­μα­σιών του πλήθους…
Brendan Behan: βιο­γρα­φι­κό σημεί­ω­μα  (Δου­βλί­νο 1923–1964)
Ιρλαν­δός επα­να­στά­της κατά της αγγλι­κής κυριαρ­χί­ας και συγ­γρα­φέ­ας, ο οποί­ος με την ωμή σάτι­ρά του και τη δύνα­μη των πολι­τι­κών του σχο­λί­ων συνέ­βα­λε σημα­ντι­κά στο θέα­τρο του Παραλόγου.
Μετά την απο­φοί­τη­σή του από το σχο­λείο, το 1937, έμα­θε το οικο­γε­νεια­κό επάγ­γελ­μα του ζωγρά­φου, ενώ παράλ­λη­λα συμ­με­τεί­χε στον Ιρλαν­δι­κό Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό ως αγγε­λιο­φό­ρος. Ενώ βρι­σκό­ταν στην Αγγλία σε απο­στο­λή σαμπο­τάζ, συνε­λή­φθη και κατα­δι­κά­στη­κε (1940) σε τρία χρό­νια κρά­τη­ση σε ανα­μορ­φω­τή­ριο, όπου έγρα­ψε Το παι­δί του ανα­μορ­φω­τη­ρί­ου. Λίγο αργό­τε­ρα έλα­βε μέρος σε ένο­πλη επί­θε­ση και κατα­δι­κά­στη­κε σε 14 χρό­νια φυλά­κι­ση. Στη φυλα­κή τελειο­ποί­η­σε τα Ιρλαν­δι­κά του, τη γλώσ­σα που χρη­σι­μο­ποί­η­σε στην εξαι­ρε­τι­κά λεπτή και ευαί­σθη­τη ποί­η­σή του. Ακο­λού­θη­σαν και άλλες συλ­λή­ψεις, είτε για επα­να­στα­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες είτε για αλκοολισμό.
Το πρώ­το του θεα­τρι­κό έργο Ο αλλό­κο­τος τύπος (1954) ανέ­βη­κε στο μικρό Pike Theatre του Λον­δί­νου και είχε άμε­ση επι­τυ­χία. Το δεύ­τε­ρο, Ένας όμη­ρος (1958), θεω­ρεί­ται το αρι­στούρ­γη­μά του.
Έγρα­ψε διη­γή­μα­τα και σενά­ρια για την Ιρλαν­δι­κή Ραδιο­φω­νία. Τα τελευ­ταία του έργα, τα οποία ηχο­γρά­φη­σε ο ίδιος σε μαγνη­το­ται­νία, είναι Το νησί του Brendan Behan, The Scarperer, Η Νέα Υόρ­κη του Brendan Behan και Εκμυ­στη­ρεύ­σεις ενός Ιρλαν­δού επα­να­στά­τη.

  • Ποιος δεν μιλά για τη Λαμπρή, γιορ­τή ξανα­νιω­μού, πάν’ τα παι­διά στον πόλε­μο και πάν’ του σκοτωμού.
  • Με θάρ­ρος οι τρα­νές καρ­διές έπια­σαν τα στε­νά, ψηλά η σημαία ανέ­μι­ζε η αντάρ­τισ­σα μπροστά.
  • Δέκα χιλιά­δες φτά­σα­νε χακέ­νιοι ταχτι­κοί για να σκο­τώ­σουν τα παι­διά μα μεί­ναν εδ’ εκεί.
  • Με πολυ­βό­λα κι άρμα­τα κανό­νια τους σωρό, κανέ­νας τους δε γύρι­σε, δε φταί­με εμείς γι’ αυτό.
  • Ένας με δέκα, ημέ­ρες έξι, κρα­τή­σα­με γερά και δεν περά­σαν τις γραμ­μές, μ’ όλα τους τα πυρά.
  • Μας ρίξαν και φαρ­μα­κε­ρά αέρια και καπνούς, μας κάψαν την πρω­τεύ­ου­σα ωσάν τους Γερμανούς.
  • Σκο­τώ­σαν τους ηγέ­τες μας χωρίς απο­λο­γιά τους, γυναί­κες μας, μικρά παι­διά στα γόνα­τα μπρο­στά τους.
  • Τους τάφους άνοι­γαν κρυ­φά και θάβαν τους νεκρούς δεν πιά­σαν ούτε σκό­τω­σαν αντάρ­τες μας πιστούς.
  • Ποιος δεν μιλά για τη Λαμπρή, γιορ­τή ξανα­νιω­μού, πάν’ τα παι­διά στον πόλε­μο και πάν’ του σκοτωμού.

γενι­κή |>πηγή<|

Επι­μέ­λεια  Ομά­δα ¡H.lV.S!

Επι­κοι­νω­νία — [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] — Blog

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο