Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η αγία Βαρβάρα (Χρόνια πολλά στις Βαρβάρες, στους βάρβαρους, στις παρθένες και στα βλήματα)

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Απο­λυ­τί­κιον:
«Το πυρο­βο­λι­κό, το πυροβολικό,
το πυρο­βο­λι­κό πολύ το αγαπώ…»

Επρό­κει­το περί λίαν καλ­λι­γράμ­μου και καλ­λι­πύ­γου νεα­νί­δος. Ο πατέ­ρας της γνω­στός και πλού­σιος ειδω­λο­λά­τρης – ο Διό­σκο­ρος με τ’ όνο­μα (καμία σχέ­ση με τους Κάστο­ρα και Πολυ­δεύ­κη), από την Ηλιού­πο­λη, αλλά όχι της Αττι­κής, λόγω της ομορ­φά­δας της την είχε κλει­δα­μπα­ρω­μέ­νη. Πως σκα­τά τώρα έγι­νε χρι­στια­νή… άγνω­στο. Εικά­ζε­ται πως τη δου­λειά την έκα­νε το άγιο πνεύ­μα. Θέλο­ντας όμως, η αχόρ­τα­γος νεα­νίς, να μπαι­νο­βγαί­νει στο μπά­νιο της όλο το θεϊ­κό τρίο, ζήτη­σε να της ανοί­ξουν τρία παρά­θυ­ρα ώστε να εισέρ­χο­νται απρό­σκο­πτα και ο πατέ­ρας με τον υιό. Μέσα σ’ αυτόν τον συνω­στι­σμό και το πηγαι­νέ­λα από τα τρία σκέ­λη της ακα­τα­νό­η­της τριά­δας, κατέ­στη… αγία.

Την πήρε πρέ­φα ο ουτι­δα­νός ειδω­λο­λά­τρης και πατέ­ρας της κι άρχι­σε να την κυνη­γά στο πύρ­γο με το χασα­πο­μά­χαι­ρο. Έγι­νε το «έλα να δεις». Η καλ­λο­νή, σε κατά­στα­ση προ­χω­ρη­μέ­νης αγιο­σύ­νης, πήρε τα βου­νά. Ξυπό­λη­τη και με την κομπι­νε­ζόν (ένα σατε­νά­κι μούρ­λια). Άνοι­ξαν τα βου­νά αυτο­βού­λως μια τρύ­πα και χώθη­κε μέσα (έτσι είχε γίνει και με την αγία Θέκλα), αλλά την κάρ­φω­σαν δυο βοσκοί. Την βρή­καν, την έφε­ραν πίσω και την πλά­κω­σε σε πολ­λά και συνή­θη σε αυτές τις περι­πτώ­σεις βασα­νι­στή­ρια, ο Μαρ­κια­νός. Μετά από κάθε βασα­νι­στή­ριο αυτή θερα­πευό­ταν αυτο­μά­τως και το ίδιο βιο­λί άρχι­σε κι η Ιου­λία, μια παρα­κεί­με­νη χρι­στια­νή. Είδε κι απο­εί­δε ο πατέ­ρας της, κόντευε να τρε­λά­νει και τον Μαρ­κια­νό και την έσφα­ξε ο ίδιος. Η Ιου­λια­νή και σε ένδει­ξη δια­μαρ­τυ­ρί­ας, διό­τι κανείς δεν έλε­γε να τη σφά­ξει, απο­κε­φα­λί­στη­κε αφ’ εαυ­τού της. Με το που τη σφά­ζει την Βαρ­βά­ρα, ο παι­δο­κτό­νος ειδω­λο­λά­τρης… πέφτει ξερός, κεραυ­νο­βο­λη­μέ­νος από… κεραυ­νό. Στο τσακ τη γλύ­τω­σε η… σφαγ­μέ­νη αγία. Η οποία, ειρή­σθω εν παρό­δω, κατη­γο­ρή­θη­κε, με τη σει­ρά της, ως μετά θάνα­τον πατρο­κτό­νος. Μύλος! Είχε όμως τον θεό της και τους συν αυτώ κι έτσι, πεθα­μέ­νη, σώθηκε.

Μετά την σφα­γή της ησυ­χά­σα­με προς ώρας, αλλά βγή­κε βρό­μα για το θεϊ­κό μπά­νιο κι έτρε­χαν διά­φο­ρα καυ­λο­ρά­πα­να σ’ αυτό, με την ελπί­δα εμφά­νι­σης του θεϊ­κού τρίο.

Άγνω­στο για­τί, θεω­ρεί­ται η προ­στά­της του πυρο­βο­λι­κού δια­φό­ρων χωρών (και του δικού μας) καθώς και η αγία των… βλη­μά­των γενι­κώς. Επί­σης είναι προ­στά­της της Δρά­μας, της… Αργυ­ρού­πο­λης (θα νόμι­σαν την Ηλιού­πο­λη της κατα­γω­γής της για την δική μας και την εξέ­λα­βαν ως… γει­τό­νισ­σα), του Ρέθυ­μνου και, φυσι­κά, του δήμου αγί­ας Βαρ­βά­ρας Αττι­κής. Ακό­μη των βλο­γιο­κομ­μέ­νων, των ετοι­μο­θά­να­των, των πυρο­σβε­στών, των μεταλ­λω­ρύ­χων, των αρχι­τε­κτό­νων, των βιβλιο­θη­κά­ριων, των λατό­μων (Πάρ­νη­θος, Πεντέ­λης και περι­χώ­ρων), των οικο­δό­μων (εξαι­ρου­μέ­νων του ΠΑΜΕ), των στρα­τιω­τι­κών μηχα­νι­κών, των μαθη­μα­τι­κών, των ναυ­τερ­γα­τών. Και των πυρι­τι­δο­ποιών. Μάλι­στα τις πυρι­τι­δα­πο­θή­κες τις λένε «Βαρ­βά­ρα» όπως τις τουα­λέ­τες «Καλ­λιό­πη».

Τέλος είναι η προ­στά­της των παρ­θέ­νων. Εξ ου και η συνή­θης επί­κλη­ση κατά την δια­κό­ρευ­ση: «Αγία μου Βαρ­βά­ρα»! Επί­σης η φρά­ση: «Δεν έχει τη Βαρ­βά­ρα του αυτό», για τα… ξέκωλα.

Μέχρι τον 11ο αιώ­να φυλασ­σό­ταν το κου­φά­ρι της (με την σατέν κομπι­νε­ζόν) στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Στη συνέ­χεια, άρχι­σαν να την μοι­ρά­ζουν ή και να την πωλούν — οι γνώ­μες διί­στα­νται. Όποιος μεγα­λό­σχη­μος επι­σκε­πτό­ταν την πόλη, τον φίλευαν και με κάποιο κομ­μά­τι της, εν είδη σου­βε­νίρ. Τελευ­ταία, κυκλο­φο­ρούν τεμά­χιά της και σε… μαγνη­τά­κια. Επί­σης και ενί­ο­τε περι­φέ­ρουν τα τιρα­ντά­κια από την κομπινεζόν.

Έτσι διά­φο­ρα τεμά­χια του, πάλαι ποτέ, καλ­λί­πυ­γου σώμα­τός της, υπο­τί­θε­ται πως θα βρεί­τε σχε­δόν… ολούθε:

Πολ­λά στην Ιτα­λία, σε μονές (στην κυριο­λε­ξία γίνε­ται με κόκ­κα­λά της το «έλα μονή στον τόπο σου») του αγί­ου όρους, στα Καλά­βρυ­τα, μέχρι κι οι Ουκρα­νοί άρπα­ξαν που τα ‘χουν στο Κίε­βο και οι Ρώσοι στην Πετρού­πο­λη (την δική τους). Αντι­θέ­τως στη δική μας Πετρού­πο­λη έχουν κομ­μου­νι­στή Δήμαρ­χο. Στην ανα­μπου­μπού­λα βού­τη­ξε ένα κομ­μά­τι και κάποιος ορε­σί­βιος και το ‘χουν στην Πρου­σού Ευρυτανίας.

Ξέμει­νε κι ένα δαχτυ­λά­κι για την αγία Βαρ­βά­ρα, στον ομώ­νυ­μο δήμο της Αττι­κής. Το δαχτυ­λά­κι αυτό είναι, λένε, που έβα­λε η Βαρ­βά­ρα κι έγι­ναν τα Δεκεμ­βρια­νά του ’44 και όχι η ξενό­δου­λη αστι­κή τάξη.

Τον Μάιο του 2015 φέρα­με στην Ελλά­δα το κυρί­ως λεί­ψα­νο διό­τι το δαχτυ­λά­κι της ιδιο­κτη­σί­ας μας δεν ηδύ­να­το, πια, να αντα­πε­ξέλ­θει στη ζήτη­ση και στο φόρ­το εργασίας.

Κατά την επί­σκε­ψη του κρα­νί­ου της, το Μανω­λιό το Χαρ­κιο­λά­κη* έγρα­ψε ποί­η­μα άρι­στο, υπο­ψή­φιο για πού­λι­τζερ αηδίας:

Λοι­πόν, μὲς στοῦ Μαγιοῦ τὸ θάμπωμα
μᾶς ἦλθες, χίλια καλῶς ὅρισες!
ὕστε­ρα ἀπὸ χίλια χρό­νια ἀποδημίας
ἀπὸ τὴν πάλαι Βασι­λεύ­ου­σά μας…
…Καὶ δές, παρα­κα­λῶ, ὅταν καὶ πάλι
θὰ στρα­φῇς στὴ Βενε­τιὰ μὲ τὰ χρυ­σᾶ βελόνια,
νὰ μὴ μᾶς λησμο­νή­σεις χρυ­σο­κό­ρη Βιθυνή,
μὴ μᾶς ξεχά­σεις Σάντα Μπάρμπαρα,
μὲ τόσους γύρω μας γαμψόνυχους
βαρ­βά­ρους ψυχοβγάλτες,
ἀνα­το­λί­τισ­σα ἀγα­πη­μέ­νη Ἀδελ­φή μας…

*Μητρο­πο­λί­της Προι­κον­νή­σου, ὑπέρ­τι­μος καί ἔξαρ­χος πάσης Προ­πο­ντί­δος, Ἰωσήφ.

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο