Φιλοξενούμενη η Σοφία Χ. Χουδαλάκη //
Κάποτε έπιανα το μολύβι και έγραφα για τα αυγουστιάτικα φεγγάρια, και όσο σχημάτιζα στο χαρτί τα γράμματα από το «φ» στο «ε» και μέχρι που έφτανα στο «α», έβλεπα μπροστά μου όλα εκείνα τα φεγγάρια που είχα ως τότε αντικρύσει. Κάποτε, μπορούσα να ανασύρω στα όνειρά μου ξεχωριστά κάθε ένα καλοκαίρι, μπορούσα να τραβήξω την ευτυχία σα λάστιχο από την αρχή της, στις παιδικές αναμνήσεις, μέχρι το ατελείωτο, φιλόξενο μέλλον. Κάποτε ήταν εύκολο να βουτήξω την ψυχή μου στον έρωτα και να τον ρουφήξω όπως τα κουλουράκια της μαμάς μου ρουφάνε τον ελληνικό καφέ. Κάποτε, δεν υπήρχε ανάμεσα σε μένα και στο αύριο κανένας φόβος, καμία αγωνία, καμία σκοτεινιά… βιαζόμουνα να φύγουν οι νύχτες για να δω το επόμενο φως, για να πετάξω γρήγορα από πάνω μου την ακινησία του ύπνου και να τρέξω, να ζήσω, να γελάσω, να γνωρίσω, να κουραστώ, να χαρώ, να μιλήσω, να ακούσω, να μεγαλώσω.
Κάποτε υπήρχε μια λογική συνέχεια, ένας ειρμός, μια τάξη. Μια ζωή που δεν βιώνονταν στο στομάχι αλλά στο νου. Δεν υπήρχε τίποτα να με τρομάζει, γιατί ήξερα να προσπαθώ, να μη δειλιάζω μπροστά στον κόπο, να παίρνω αναπνοή όταν πρέπει και να συνεχίζω την προσπάθεια με την ίδια δύναμη… δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα με οδηγούσαν σε μια ζωή που θα βιώνονταν μόνο μεταξύ αναπνοών και προσπάθειας…
Τώρα ακούω τόσα, διαβάζω απόψεις, ενημερώνομαι, παρακολουθώ τα τεκταινόμενα και όσο προσπαθώ να τα κατανοήσω, τόσο νιώθω να γλιστρούν τα νοήματα και να καταργείται η λογική συνέχεια των πραγμάτων. Μεταξύ διαξιφισμών, υβρεολόγιων, αποσπασματικών κατηγοριών που εκτοξεύονται από όλους και προς όλους, μιας πολιτικής πρακτικής που αναγάγει την ανάγκη σε ηθική αξία και σε έναν κόσμο που ακολουθεί τη λογική του «σφάξε με πασά μου ν’ αγιάσω», μέσα σε αυτά συνθλίβεται η λογική μου. Προσπαθώ να περάσω από το επιμέρους στο γενικό, να εκλογικεύσω τα δεδομένα και να εντοπίσω τις μεταξύ τους κρυμμένες διασυνδέσεις. Θυμάμαι, ότι όλα όσα – κάποτε — έκαναν τη ζωή μου όμορφη, θεμελιώνονταν πάνω σε μια βασική αρχή, πάνω σε μια κυρίαρχη αίσθηση, την ασφάλεια για το αύριο.
Η ασφάλεια – αντικειμενική ή υποκειμενική είναι άλλη συζήτηση – είναι το χώμα που επιτρέπει στον άνθρωπο να ανθίσει, είναι οι συνθήκες που αφήνουν το νου να καλλιεργηθεί με σκέψεις πιο υψηλές, πιο θεωρητικές και πιο λεπτές, πιο φιλοσοφικές από τα μικρά, καθημερινά, μετρήσιμα πράγματα. Η ασφάλεια είναι ο άνεμος που σηκώνει την ανθρώπινη νόηση από τα χώματα και την υψώνει εκεί που της αξίζει, εκεί που μπορεί να τη φτάσει ο καθένας μας. Η ασφάλεια αποτελεί προϋπόθεση πολιτισμικής και πολιτικής ωρίμανσης, ανάπτυξης της κουλτούρας, της προσωπικότητας, του πνεύματος. Αυτή την ασφάλεια μας στερούν και περιμένουν να πέσουμε ξανά στα πυλά, να πάψουμε να ρωτάμε για τον διπλανό μας, να πάψουμε να διαβάζουμε, να ξεχάσουμε να μελετάμε, να γίνουμε ένα με τα ζώα που αναλώνουν τη ζωή τους στον αγώνα της επιβίωσης…
… όμως εμείς έχουμε νιώσει την πολιτισμική αξία της ασφάλειας. Εμείς έχουμε εμπειρία της ευγένειας που γεννά η ανθρώπινη φύση όταν νικά την αγωνία του καθημερινού, έχουμε ακουμπήσει στους ώμους άλλων και έχουμε προσφέρει το δικό μας ώμο. Εμείς έχουμε τη βιωματική εμπειρία των λέξεων «κοινωνία» και «κοινωνώ». Γνωρίζουμε ότι το σύνολο δεν προκύπτει από αθροισμένες ατομικότητες, αλλά από τις αλληλεπιδράσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Για να το πω με σύγχρονους όρους, δεν καθιστά δίκτυο η τοποθέτηση πολλών ηλεκτρονικών υπολογιστών στον ίδιο χώρο, αλλά καθιστά δίκτυο η σύνδεση μεταξύ τους. Στον κόσμο που ζούμε, δεν καθιστά κοινωνία η συνάθροιση ατόμων που δεν επικοινωνούν τις σκέψεις, τις αγωνίες, τις χαρές, αλλά καθιστά κοινωνία η ανάπτυξη αλληλεπιδράσεων μεταξύ τους. Επειδή όμως δεν είμαστε υπολογιστές, αναπτύσσουμε τις συνδέσεις μας μέσω των συναισθημάτων, μόνο που για να γίνει αυτό χρειαζόμαστε χρόνο και ηρεμία. Χρειαζόμαστε εκείνο το χρόνο που ο νους μας δεν θα εξαντλείται στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του σήμερα, αλλά θα ονειρεύεται τη δημιουργία του κόσμου αύριο. Αυτό λέγεται «δημιουργική τεμπελιά» και συμβαίνει όταν βρισκόμαστε παρέα και κουβεντιάζουμε, ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις μας, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχουμε ως μεμονωμένα όντα αλλά ως αναφορές σε σχέση με ό,τι μας πλαισιώνει. Αυτό που μας πλαισιώνει οφείλουμε να το υπερασπιζόμαστε, να το υποστηρίζουμε, να το προστατεύουμε… αυτό που μας πλαισιώνει είναι ο διπλανός μας.
Αυτά… ως ένας πολύ απλός, ημιτελής προβληματισμός απέναντι σε όσους υιοθετούν την επιχειρηματολογία του κυρίαρχου μετά-νεωτερικού κοινωνικό-οικονομικού συστήματος, που εξαίρει τον ανταγωνισμό, τον ατομοκεντρισμό, την αυτοαναφορά, τη διάλυση κάθε δημόσιου — δηλαδή κοινής ιδιοκτησίας, φροντίδας και ενδιαφέροντος — αγαθού. Ας θυμόμαστε ότι η οικονομική επιστήμη ανήκει στις κοινωνικές επιστήμες, διότι η οικονομική δραστηριότητα δημιουργεί τις συνθήκες και τους όρους της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων. Γι’ αυτό τα οικονομικά μέτρα των κυβερνήσεών μας οφείλουμε να τα προσλαμβάνουμε ως κοινωνικά μέτρα, ως μέτρα που οι επιπτώσεις τους αρχίζουν χτυπώντας την τσέπη μας και καταλήγουν χτυπώντας το μυαλό μας.
Ωστόσο, για όποιον δεν θέλει να ζει με όρους κοινωνικής αλληλεπίδρασης, αλλά θεωρεί ότι το κέντρο του σύμπαντος είναι ο εαυτός του, ότι όλοι οι άλλοι είναι ανταγωνιστές και επιβουλεύονται το φαί του, την ευτυχία του, τη ζωή του και προσπαθεί να υψώσει τείχος προστασίας γύρω από τα υπάρχοντά του… θεωρώ, τουλάχιστον, ότι λειτουργεί ενάντια στο κοινό καλό το οποίο θίγει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Αν και οι γνώσεις μου γύρω από την Αρχαία Ελλάδα είναι εξαιρετικά φτωχές, ωστόσο γνωρίζω ότι στην αρχαία Αθήνα, την οποία τόσο συχνά επικαλούμαστε ως υπόδειγμα κοινωνικής δομής και λειτουργίας, αυτή η συμπεριφορά ήταν καταδικαστέα διότι έθιγε το καλό του συνόλου. Έχω δε την εντύπωση ότι με βάση αυτή τη λογική ταυτίστηκε το αρχαιοελληνικό «ιδιώτης» με το αγγλικό «idiot» (α‑νότητος : ο άνευ νοήσεως) και – επιτρέψτε μου να πω – ότι δεν ταυτίστηκε άδικα.