Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η αποκαθήλωση της σημαίας

Γρά­φει ο Βασί­λης Κρί­τσας //

Το όνο­μα του Στί­βεν Τζέ­ραρντ είναι απ’ αυτά που έχουν συν­δε­θεί με την έννοια του αρχη­γού. Δε γίνε­ται να ανα­φέ­ρεις το ένα και να μη σκε­φτείς αυτο­μά­τως συνειρ­μι­κά το άλλο. Βοη­θά­ει σε αυτό η ηγε­τι­κή του φυσιο­γνω­μία, τα αθλη­τι­κά του επι­τεύγ­μα­τα που μπο­ρούν να γεμί­σουν βιβλίο, η ειδι­κή ερω­τι­κή σχέ­ση που έχει ανα­πτύ­ξει με το κοι­νό του Άνφιλντ· και πάνω απ’ όλα πως δεν έβα­λε ποτέ φανέ­λα άλλου συλ­λό­γου, πλην της κόκ­κι­νης, αγνο­ώ­ντας τις σει­ρή­νες που ήθε­λαν να τον παρα­σύ­ρουν μακριά από το λιμά­νι της καρ­διάς του.

Δεν ήταν προ­φα­νώς εύκο­λη από­φα­ση, ούτε απο­τε­λεί τον κανό­να στο σύγ­χρο­νο, επαγ­γελ­μα­τι­κό ποδό­σφαι­ρο, που βλέ­πει τις φανέ­λες μόνο ως χώρο για τη ρεκλά­μα των χορη­γών –γι’ αυτό και τιμω­ρεί με κίτρι­νη κάρ­τα όσους παί­κτες τη βγά­ζουν, όταν πανη­γυ­ρί­ζουν το γκολ που πέτυ­χαν, όταν δηλ όλες οι κάμε­ρες και η προ­σο­χή είναι στραμ­μέ­νες πάνω τους, προ­σφέ­ρο­ντας την καλύ­τε­ρη διαφήμιση.

Δέκα χρό­νια πριν, με τη Λίβερ­πουλ πρω­τα­θλή­τρια Ευρώ­πης, ο Τζέ­ραρντ (που την είχε κρα­τή­σει ζωντα­νή στους ομί­λους, με έναν κεραυ­νό στην εστία του Νικο­πο­λί­δη, λίγο πριν το σφύ­ριγ­μα της λήξης) βρι­σκό­ταν στην καλύ­τε­ρη ποδο­σφαι­ρι­κή ηλι­κία και μπο­ρού­σε να ανζη­τή­σει νέες προ­κλή­σεις, με την αφρό­κρε­μα των ευρω­παϊ­κών συλ­λό­γων στα πόδια του, να του προ­σφέ­ρουν γη και ύδωρ για να τον απο­κτή­σουν. Απο­φά­σι­σε όμως να μείνει.

Δέκα χρό­νια μετά, η από­φα­σή του δε φαί­νε­ται να δικαιώ­νε­ται από το απο­τέ­λε­σμα. Το πρω­τά­θλη­μα Αγγλί­ας παρα­μέ­νει άπια­στο όνει­ρο εδώ και είκο­σι πέντε χρό­νια για τους κόκ­κι­νους –για να το θέσου­με δια­φο­ρε­τι­κά, όταν η ομά­δα του Μερ­σε­σάιντ πήρε τον τελευ­ταίο της τίτλο, υπήρ­χε ακό­μα Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, ενώ πολ­λοί σύγ­χρο­νοι παί­κτες της δεν είχαν γεν­νη­θεί ακό­μα! Στο ευρω­παϊ­κό μέτω­πο δεν προ­στέ­θη­κε άλλος τίτλος στο παλ­μα­ρέ της, ενώ η καλύ­τε­ρη στιγ­μή ήρθε το 07’, στον τελι­κό της Αθή­νας, με τη Μίλαν να παίρ­νει εκδί­κη­ση για το χου­νέ­ρι της Πόλης και την ασύλ­λη­πτη ανα­τρο­πή από 0–3 στο πρώ­το μέρος (ο αγώ­νας που πρό­σθε­σε μια και­νού­ρια γενιά liverpoolians στους παλιούς που ερω­τεύ­τη­καν κι αγά­πη­σαν παντο­τι­νά την αρμά­δα των 70ς και των 80ς, που σάρω­νε τα Κύπελ­λα Πρωταθλητριών).

Κανέ­να τρό­παιο όμως δε συγκρί­νε­ται με την ανα­γνώ­ρι­ση και την αγά­πη του κόσμου. Κι αυτό το δια­πί­στω­σε από πρώ­το χέρι ο Τζέ­ραρντ στα ποδο­σφαι­ρι­κά του γερά­μα­τα, όταν άρχι­σαν να τον εγκα­τα­λεί­πουν οι δυνά­μεις του και να μην απο­δί­δει πια, όπως κάπο­τε, στον αγω­νι­στι­κό χώρο. Την τελευ­ταία διε­τία ο αρχη­γός εξε­λί­χθη­κε στα­δια­κά από ζωντα­νή ενσάρ­κω­ση του Youll never walk alone πνεύ­μα­τος, του κλα­σι­κού ύμνου της Λίβερ­πουλ, σε μονα­χι­κό περι­πα­τη­τή στο κέντρο του γηπέ­δου, κάνο­ντας και τους πιο φανα­τι­κούς πιστούς του να παρα­δε­χτούν από μέσα τους πως είναι και­ρός ίσως να προ­χω­ρή­σουν χωρίς αυτόν.

Το πλή­ρω­μα του χρό­νου έχει έρθει για τον Τζέ­ραρντ, που δια­νύ­ει έτος την τελευ­ταία χρο­νιά του στο Άνφιλντ, χωρίς να αφή­νει πάντως την καλύ­τε­ρη δυνα­τή τελι­κή γεύ­ση σ ατο­μι­κό κι ομα­δι­κό επί­πε­δο –μια από­δει­ξη πως και τα πιο ωραία παρα­μύ­θια δεν έχουν πάντο­τε αίσιο τέλος στην πραγ­μα­τι­κή ζωή. Η φετι­νή επι­στρο­φή της Λίβερ­πουλ στα σεντό­νια του Τσου-Λου, μετά από μια κοι­λιά διαρ­κεί­ας, συνο­δεύ­τη­κε από άδο­ξο απο­κλει­σμό στους ομί­λους και το Europa League κι έναν κατα­στρο­φι­κό πρώ­το γύρο στο πρω­τά­θλη­μα, που την έθε­σε πολύ νωρίς εκτός στόχων.
Πέρυ­σι ο Τζέ­ραρντ ήταν ο μοι­ραί­ος παί­κτης στην τελι­κή ευθεία, στο κρί­σι­μο ντέρ­μπι με την Τσέλ­σι του Μου­ρί­νιο, όπου μια δική του πτώ­ση άνοι­ξε το δρό­μο για τη νίκη στους φιλο­ξε­νού­με­νους και λεω­φό­ρο τίτλου για τη Μάν­τσε­στερ Σίτι. Φέτος, στο κλα­σι­κό ντέρ­μπι με τη μιση­τή αντί­πα­λο Μάν­τσε­στερ Γιου­νάι­τεντ, μπή­κε ως αλλα­γή στο παι­χνί­δι και κατά­φε­ρε να απο­βλη­θεί στο πρώ­το λεπτό της συμ­με­το­χής του για ένα αψυ­χο­λό­γη­το, αντια­θλη­τι­κό μαρ­κά­ρι­σμα σε αντί­πα­λό του, κατα­δι­κά­ζο­ντας την ομά­δα του και ψαλι­δί­ζο­ντας τις ρεα­λι­στι­κές ελπί­δες που είχε για μια θέση στην προ­νο­μιού­χο τετράδα.

Η Λίβερ­πουλ έχει μια τελευ­ταία ευκαι­ρία στο Κύπελ­λο για να φτά­σει ως το τέλος και να συνο­δεύ­σει το αντίο του Stevie G, με έναν τίτλο μες σε πανη­γυ­ρι­κό κλί­μα. Αλλά το Kop θα αγα­πά για πάντα τον Τζέ­ραρντ, ανε­ξαρ­τή­τως απο­τε­λε­σμά­των. Κι όσο κι αν ισχυ­ρί­ζε­ται το αντί­θε­το ο γνω­στός στί­χος του ύμνου της ομά­δας, κάθε οπα­δός της Λίβερ­πουλ θα νιώ­σει προς στιγ­μήν να πορεύ­ε­ται μόνος του, μετά την ορι­στι­κή απο­χώ­ρη­ση του αρχη­γού του…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο