Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η αστική προπαγάνδα στο σχολικό θέατρο της περιόδου 1941-1949 (αντικομμουνισμός, θρησκοληψία, εθνικισμός, ανορθολογισμός)

Του Θανάσης Ν. Καραγιάννης[1] //

Ο Ευάγγελος Κων. Δημόπουλος, το 1949, κυκλοφόρησε το βιβλίο «Τρίπρακτον έργον. Η Ελληνική Ψυχή (28η Οκτωβρίου 1940–14 Οκτωβρίου 1944)»,[2] στο οποίο υπάρχει η εξής αφιέρωση, από την οποία αποδεικνύεται η «εθνικοφροσύνη» του Δραματουργού και η αγάπη του στη βασιλεία, στη δικτατορία και στην πατρίδα (εξού και η αντίστοιχη κεφαλαιογράμματη γραφή): «Αφιερώνεται εις μνήμην και αιωνίαν δόξαν του Εθνομάρτυρος Βασιλέως ΓΕΩΡΓΙΟΥ Β΄, του Μεγάλου Κυβερνήτου Ι. ΜΕΤΑΞΑ και των πεσόντων Ελλήνων εις τον βωμόν της ΠΑΤΡΙΔΟΣ.»

Η Μανιώ, βέβαια, βασικός χαρακτήρας του έργου, θα υμνήσει επανειλημμένα την Παναγία –πιστή στα ελληνοχριστιανικά της ιδεώδη– και θα εκφράσει με πίστη τις επεκτατικού περιεχομένου «κορώνες» της για τη χώρα μας: «Η ευχή μας και ο κρυφός μας πόθος και στη Ρώμη θα εκπληρωθή. Πάνω στο Καπιτώλιο θα στήσουν οι αετοί μας τη Γαλανόλευκη σημαία.» Να, λοιπόν, έστω και μεμονωμένα, που εκφράστηκαν «ευσεβείς πόθοι» για επεκτατική πολιτική της χώρας μας, όχι μόνο προς ανατολάς και προς βορρά, αλλά και προς δυσμάς… από ελάχιστους ευτυχώς Δραματουργούς εκπαιδευτικούς, οι οποίοι αδίστακτα «διαπαιδαγωγούσαν» τη νεολαία, με όχημα αυτή την πολεμοχαρή και εθνικιστική προπαγάνδα στο σχολικό θέατρο. Κι ενώ η νίκη των γερμανικών στρατευμάτων ήταν γεγονός, ενώ κατέρρεε το Μέτωπο, ενώ οι βομβαρδισμοί  ερήμωναν τις μεγάλες πόλεις και ενώ ο στρατός μας υποχωρούσε, η Μανιώ δεν έχανε την ελπίδα της, όχι βέβαια με πειστικές ρεαλιστικές προτάσεις για θετική έκβαση των τραγικών γεγονότων της άνοιξης του 1941, αλλά με μεταφυσικού χαρακτήρα δηλώσεις της, που φανέρωναν τη θρησκοληψία της: «Μην απογοητεύεσαι παιδί μου. Κανένας δεν θα μπορέση ποτέ να σβύση το άγιο φως της ακοίμητης κανδήλας, που καίει στο Άγιο Βήμα. Θα στέκη εκεί και θα φωτίζη δίδοντας ελπίδα και θάρρος.» και πιο κάτω: «Η μεγαλόχαρη στέκει φύλακας και εκδικητής. Προστάτης των πονεμένων. Θεέ μου! Κάψε τους άπιστους! Τα σκυλιά! Που βεβηλώνουν τα ιερά σου.» Ασφαλώς και σκορπούσαν σύγχυση στα παιδικά μυαλά, τέτοιου περιεχομένου θεατρικά κείμενα, τα οποία ευτυχώς εμφανίστηκαν, κυρίως, μετά την Κατοχή, για να μην επηρεάσουν αρνητικά τα νειάτα της Ε.Π.Ο.Ν. και των νέων του Ε.Α.Μ., των ηρωικών μαχητών ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ., που συγκρότησαν τον κορμό της Εθνικής μας Αντίστασης. Η ατμόσφαιρα, όμως, στη διάρκεια της Κατοχής, για κάποιους ήταν αυτή που περιγραφόταν στο κείμενο: μια αντικομμουνιστική υστερία, πασπαλισμένη με μπόλικη εθνικοφροσύνη και παχιά λόγια, η οποία συνεχίστηκε συστηματικά μετά την Κατοχή και προπαντός στον Εμφύλιο. Το παρόν κείμενο γράφτηκε στις 25.12.1944, αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά. Καμία αναφορά δε γίνεται για φασισμό και ναζισμό, για τους δοσίλογους κουκουλοφόρους προδότες, τους συνεργάτες των κατακτητών.

Αντιθέτως, αναφέρεται με μισαλλόδοξο ύφος εναντίον των «Εαμοσλάβων», όπως αποκαλούσε η δεξιά τα μέλη και τους αγωνιστές του Ε.Α.Μ., τους μαχητές του Ε.Λ.Α.Σ., τους ήρωες της Εθνικής μας Αντίστασης: «Θα πολεμούμε με τον βάρβαρο κατακτητή μας από τη μια μεριά, και από την άλλη με τους δικούς μας, τους Εαμοσλάβους. Αυτοί είναι οι πιο χειρότεροι. Προδίνουν τους δικούς μας, και κάθε πραγματικό Έλληνα ζητούν να τον ξεπαστρέψουν.» Επίσης, αναφέρεται «στις Εθνικές ομάδες των Ελλήνων ανταρτών», δηλ. στον Ε.Δ.Ε.Σ. κ.ο.κ., ενώ αποσιωπά σκόπιμα τον κύριο κορμό της Εθνικής Αντίστασης, που ήταν: Ε.Α.Μ., Ε.Λ.Α.Σ., Ε.Π.Ο.Ν., και παρακάτω γράφει: «[…] κι’ όμως! αντάρα σηκώνεται από προδότες Έλληνες που πωλήθηκαν για να σκλαβώσουν και αφανίσουν τη φυλή μας.» Εννοεί τη «Λαοκρατία», την οποία διακήρυσσε και αγωνιζόταν να εφαρμόσει μετά την απελευθέρωση το Ε.Α.Μ., το οποίο πουλήθηκε, δήθεν, παίρνοντας ρούβλια από τους κομμουνιστές Ρώσους, «[…] αλλά κάτι κακό μελετούν οι προδότες. Θέλουν στο στόμα μας να μας περάσουν τη κλειδωνιά της αρκούδας και στην Ακρόπολι ν’ απλώσουν το σύμβολο της σκλαβιάς και του αφανισμού της Φυλής μας.» «Αρκούδα», αποκαλούσαν την Ε.Σ.Σ.Δ., η οποία –κατά την προπαγάνδα της Δεξιάς– θα υποδούλωνε την Ελλάδα, και θα κρεμούσε την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο στην Ακρόπολη της Αθήνας. Έτσι, μπολιάζονταν από αρκετούς εκπαιδευτικούς και ορισμένους Δραματουργούς του σχολικού μας θεάτρου ένας χυδαίος αντικομμουνισμός, μια ιδεολογική διαστρέβλωση και προπαγάνδα στη νεολαία, την οποία «προετοίμαζαν» για τον Εμφύλιο: «Κάτω απ’ τη χαρούμενη ανθρωποθάλασσα θα ετοιμάζεται από τους προδότες η μαύρη θύελλα, η τρικυμία, που θα ξεσπάση αργά ή γρήγορα άγρια.» και προσθέτει ο Πέτρος, με έμφαση και σκληρότητα, που προοιωνίζει τι θα επακολουθήσει, ιστορικά: «Οι προδότες ενεδρεύουν παντού. Άτιμο μελέτι… θα τους συντρίψουμε…» Η υπόθεση του έργου τελειώνει στις 14 Δεκεμβρίου 1944 και το βιβλίο, να μην ξεχνούμε ότι εκδόθηκε το 1949. Τίποτα δεν είναι τυχαίο… […]

Ο Ευάγγελος Μπασιάκος, στο βιβλίο του Στον βωμό σου πατρίδα συμπεριέλαβε το κείμενο «Χριστούγεννα του 1942. Μονόπρακτη δραματική σκηνή» […]

exofullo2Πατριωτικό κείμενο με ωραίο λογοτεχνικό ύφος, που υποθέτω ότι σκορπούσε ρίγη συγκίνησης στους μικρούς θεατές κάθε σχολικής παράστασης. Βέβαια, θέλοντας ο Δραματουργός να συνδυάσει, με βάση τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη του, την Πατρίδα με τη Θρησκεία, καταφεύγει σ’ ένα αυθαίρετο συμπέρασμα: «[…] ο Χριστός που γεννιέται απόψε και που αγαπάει ξεχωριστά κι’ Εκείνος κι’ η Μητέρα του την Ελλάδα!». Τέτοιου είδους αυθαίρετες και μη ορθολογιστικές ιδέες και σκέψεις συναντούμε αρκετές σε θεατρικά κείμενα για παιδιά (και σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα), την περίοδο εκείνη, αλλά και αργότερα, σχεδόν μέχρι το τέλος του 20ού αι. […]

Η Ελένη Αντωνίου-Καραντώνη, στο βιβλίο της Σχολικές Εορτές συμπεριέλαβε το κείμενο «Στα χρόνια της Κατοχής. Σκετς». Αν και ο δραματικός χρόνος του κειμένου είναι η 28η Οκτωβρίουexofullo3 1943, η Δραματουργός επιχειρεί –μέσα από τους ρόλους των ηρώων της– ν’ αναφερθεί στην 28η Οκτωβρίου 1940. Καμία νύξη για την Εθνική Αντίσταση (Ε.Π.Ο.Ν., Ε.Α.Μ. και Ε.Λ.Α.Σ.) Οι μεμονωμένες αντιστασιακές πράξεις των παιδιών στο έργο εξαντλούνται στο γράψιμο συνθημάτων εναντίον των κατακτητών σε τοίχους της Αθήνας, χωρίς τα παιδιά να είναι οργανωμένα σε κάποια αντιστασιακή οργάνωση. Οι ελπίδες της Δραματουργού για λευτεριά της πατρίδας μας στηρίζονται μόνο στη σωτηρία που δήθεν θα έρθει από το εξωτερικό: «Τ’ αδέλφια μας, που έχουν πάει στην Αίγυπτο με το Βασιληά μας και την Κυβέρνησή μας, γρήγορα θα γυρίσουν και τότε, ω! τι έχει να γίνη.» Για μία ακόμη φορά φανερώνεται η σχολική προπαγάνδα και η ιστορική παραχάραξη και αποπροσανατολισμός των παιδιών, κατά τη διαπαιδαγώγησή τους –με όχημα το σχολικό θέατρο– στα χρόνια του Εμφύλιου, από την κρατούσα ιδεολογία, που εδώ φορέας της είναι η διδασκάλισσα–Δραματουργός Ελένη Αντωνίου-Καραντώνη. […]

Ο Δημ. Αντ. Σαμαράς, το 1949, στο βιβλίο του Νάουσα, συμπεριέλαβε το θεατρικό κείμενο «Το Ελληνόπουλο. Χριστουγεννιάτικο δραματάκι σε δύο πράξεις», όπου ο Δραματουργός εκφράζει με ωμό προπαγανδιστικό τρόπο τα αντικομμουνιστικά αισθήματά του, δραματοποιώντας το θέμα του λεγόμενου «Παιδομαζώματος»,  προσφιλές θέμα της εποχής του Εμφυλίου. Ένα κείμενο, όπως και άλλα, που γράφτηκαν την εποχή εκείνη από «εθνικόφρονες» δημοδιδασκάλους, γεμάτο με μισαλλοδοξία, εθνικιστικό πνεύμα και θρησκόληπτη αντίληψη.

Ο Βασ. Παπαευθυμίου, στο βιβλίο Το Σχολείο μας γιορτάζει, στην κατηγορία «Από τον αντικομμουνιστικόν αγώνα», συμπεριέλαβε το αντικομμουνιστικό exofullo1έργο για παιδιά «Οι Ηπειροτοπούλες. Πατριωτικό σκετς», με αναφορά στο «Χορό του Ζαλόγγου», προσομοιάζοντας την ηρωική εκείνη πράξη των Σουλιωτισσών, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, με την τωρινή ηρωική πράξη των Ηπειρωτισσών, οι οποίες πέφτουν από το βράχο και σκοτώνονται για να σωθούνε από τους «κατσαπλιάδες», ελπίζοντας ότι θα μεταμορφωθούν πεθαίνοντας σε σειρήνες της θάλασσας και θα ρωτούν τους καραβοκύρηδες, όπως περίπου ρωτούσε η γοργόνα, η αδερφή του Μεγαλέξανδρου: «Ζη η Ελλάδα μας παιδιά;» και θα τους απαντούν: «Ναι! ζη και μεγαλώνει!» Και θα ξαναρωτούν: «Ζη ο Παύλος Βασιλιάς;» και θ’ απαντούν: «Ω! Ζη και βασιλεύει!» Το παιδαγωγικό και κοινωνικό μήνυμα του έργου έβγαινε έμμεσα: καλύτερα βασιλιά, παρά κομμουνισμό…! ή κάπως έτσι…

Πριν από το θεατρικό κείμενο, δημοσιεύονται τα εξής: «ΣΚΗΝΙΚΗ ΕΞΗΓΗΣΙΣ. Το σκετς λαμβάνει χώραν στην Αγία Μαρίνα της Ηπείρου, λίγο πριν να μπουν μέσα οι Σλαυοκομμουνισταί. […]». Είναι κι εδώ σαφέστατη η αστική προπαγάνδα στο σχολικό θέατρο. Είναι φυσικό, ως βασιλόφρων ο Δραματουργός να εμφορείται από τέτοιες ιδέες. Μάλιστα, στην αρχή αυτού του βιβλίου δημοσιεύει τον «Ύμνον εις την Α. Μ. την βασίλισσαν Φρειδερίκην». […]

Η Ελένη Αντωνίου-Καραντώνη, στο βιβλίο της Σχολικές Εορτές συμπεριέλαβε το κείμενο «Αποχαιρετιστήριος σχολική εορτή. Σκετς». Το κείμενο ιδεολογικά μένει πιστό στο τρίπτυχο «Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια», υμνεί «τους ήρωες του Βίτσι και του Γράμμου», τους οποίους η δασκάλα θεωρούσε ισάξιους με τους ήρωες του 1821, θέλει τα παιδιά να μαζεύουν πράγματα, για να τα στείλουν στις «Παιδουπόλεις» της βασίλισσας Φρειδερίκης κ.λπ. Διάχυτος είναι και ο ηθικοδιδακτισμός, όπου παρουσιάζονται ως πρότυπα «τα καλά και υπάκουα παιδάκια», που δεν έχουν άποψη, που δεν εναντιώνονται σε τίποτα, που δε βρίσκουν τίποτα αρνητικό στο σχολικό και κοινωνικό χώρο που ζουν. […]

Η Λίζα Π. Τζουνάκου, στο βιβλίο της Το Ανταρτόπληκτο (Δύο διηγήματα και δύο σκετς),[3] περιλαμβάνει δύο θεατρικά κείμενα: «Τα δώδεκα νησιά μας (Σκετς για σχολεία)» και «Τα παιδιά μας στο 1942 (Μονόπρακτο δραματάκι για τα σχολεία)». Το πρώτο αναφέρεται στα σκλαβωμένα από τους Ιταλούς Δωδεκάνησα και στην ένωσή τους με την Ελλάδα, το 1947-1948. Το δεύτερο, το οποίο έγραψε στις 5 Ιουνίου 1946, αναφέρεται στο βαρύ χειμώνα του 1942 της Κατοχής. Πείνα και θάνατοι ταλανίζουν και ξεκληρίζουν ενήλικες και παιδιά κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, exofullo4όπως στην Αθήνα και στον Πειραιά, όπου εξελίσσεται η υπόθεση του έργου. Η μάνα Αννιώ συζητά με τα μικρά παιδιά της, Νίκο και Βάσω, για τις κακουχίες του πολέμου και ιδιαίτερα για την πείνα. Κι ενώ εκείνα επικρίνουν το θεό για την απονιά του, η μάνα τούς απαντά: «ΑΝΝΙΩ: Πάψε, Νίκο! Δεν ντρέπεσαι; Τι λόγια είναι αυτά; Ο καλός Θεός όλον τον κόσμο αγαπά και τον φροντίζει, τον λυπάται. Μα αυτό που μας κάνει σήμερα είναι τιμωρία, γιατί δεν τον ακούμε. Η καταστροφή έχει πέσει σ’ όλον τον κόσμο, γιατί έφυγε απ’ το δρόμο του Θεού. Γι’ αυτό έστειλε τους Γερμανούς και μας τιμωρούν, γι’ αυτό χρειάζεται, καλά μου παιδιά, υπομονή. Κι’ αν είσθε καλά παιδιά πάλι θαρθούν καλές μέρες.», και παρακάτω, ενώ προσεύχεται: «[…] Εσύ γλυκειά μου Παρθένα, εσύ λυπήσου πια τον κόσμο σου. Μη τον τιμωρείς. Αρκετά υποφέρει. Λυπήσου, σα μάννα πούσαι, τουλάχιστον αυτά τα φτωχά παιδάκια. Τι φταίνε τα κακόμοιρα, που κάθε μέρα πληρώνουνε, με τη ζωούλα και την υγεία τους, την κακία πούχουν οι μεγάλοι αναμεταξύ τους.» Είναι σαφής η ηθικοπλαστική και θεοκεντρική αντίληψη και ιδεολογία της συγγραφέα, η οποία δεν αγγίζει καν θέματα, από ιστορική και κοινωνιολογική άποψη, όπως: ο ναζισμός και τα εγκλήματά του στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, Εθνική Αντίσταση κ.ά., αλλά αντιθέτως καλλιεργεί στα μικρά παιδιά: α) τη μοιρολατρία, β) την ιδεαλιστική αντίληψη των κοινωνικών φαινομένων –χωρίς τουλάχιστο ν’ αναφέρει έστω μια λογική σκέψη–, γ) τον αποπροσανατολισμό των παιδιών από τις αιτίες του πολέμου και των φρικτών συνεπειών του και δ) δεν προσπαθεί να τα πείσει, παίζοντας τον προσήκοντα παιδαγωγικό ρόλο της ως μάνα, και τον κοινωνικό ρόλο της ως άνθρωπος, για την αναγκαιότητα αντίστασης σε αυτούς που σκόρπισαν το θάνατο και τις καταστροφές σε εκατομμύρια ανθρώπους, στη φύση και στον ανθρώπινο πολιτισμό, σε αυτούς που τους σκλάβωσαν και  που αποτελούν την αιτία για την πείνα και το θάνατο του λαού μας και των άλλων λαών. Έτσι, θα έδινε στα παιδιά της επιχειρήματα για να κατανοήσουν το μέγεθος της αδικίας, της εγκληματικότητας, της ανηθικότητας, της διεθνούς παράνομης τρομοκρατίας των ναζιστών και φασιστών του Άξονα κ.ο.κ. […]

Τα θέματα αυτά χρήζουν περαιτέρω έρευνας και μελέτης, τα οποία είναι αυτονόητο ότι πρέπει να διδάσκονται σε ακαδημαϊκό επίπεδο στα Παιδαγωγικά Τμήματα και στα Τμήματα Θεατρικών Σπουδών, όπως και στις Δραματικές Σχολές, σε μαθήματα όπως: «Ιστορία του Θεάτρου για παιδιά και εφήβους» ή «Ιστορία της Δραματουργίας για παιδιά και εφήβους». Κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο και επείγον και γι’ αυτό πρέπει να παρθούν πρωτοβουλίες από το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα γονιών και εκπαιδευτικών του ΠΑΜΕ, την ΚΝΕ και το ΚΚΕ,

__________________________________________________

[1]. Το κείμενο αυτό απαρτίζεται από αποσπάσματα απ’ το βιβλίο του Θανάση Ν. Καραγιάννη, Ιστορία της Δραματουργίας για παιδιά στην Ελλάδα (1871-1949) και στην Κύπρο (1932-1949). Με στοιχεία θεατρικής αγωγής και παραστασιογραφίας του σχολικού θεάτρου. Θεματολογία – Ιδεολογία – Παιδαγωγία. 22 έλληνες δραματουργοί (ΠΡΟΛΟΓΟΣ: ΒΑΛΤΕΡ ΠΟΥΧΝΕΡ), Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη, Θεσ/νίκη 2012, σσ. 560.

Περισσότερα κοίτα και στο βιβλίο του Θανάση Ν. Καραγιάννη, Θεατρικά ανάλεκτα (2006-2015), Εκδόσεις Πάραλος, Αθήνα 2015, σ. 15-27.

[2]. Αθήναι 1949, σσ. 30.

[3]. Πειραιεύς 1949, σσ. 54.

Η Δραματουργός έδωσε αυτόν τον τίτλο, εξαιτίας του ομότιτλου διηγήματός της, το οποίο δημοσίευσε στην αρχή του βιβλίου της, ένα διήγημα με θέμα το λεγόμενο «Παιδομάζωμα ή Γενοκτονία ή Γενιτσαρισμός», το οποίο Παιδομάζωμα, δήθεν, πραγμάτωσαν οι Έλληνες κομμουνιστές («κομουνιστο-συμμορίτες», όπως τους αποκαλούσαν), στέλνοντας δήθεν με τη βία τα Ελληνόπουλα στο λεγόμενο «Σιδηρούν Παραπέτασμα» και τα οποία εκεί δήθεν κακομεταχειρίζονταν οι κομμουνιστές κ.ο.κ.. Η ιστορική αλήθεια, βέβαια, την οποία η ενλόγω διηγηματογράφος και δραματουργός απέκρυπτε και παραποιούσε παράφορα, ενσταλάζοντας το αντικομμουνιστικό και αδερφοκτόνο μίσος στα Ελληνόπουλα, κατά την περίοδο του Εμφύλιου πολέμου, ήταν πολύ διαφορετική. Όπως αποδεικνύει η ιστορική έρευνα, η Γερμανίδα βασίλισσα Φρειδερίκη (1917-1981), η οποία είχε διαπαιδαγωγηθεί με τις ιδέες του Ναζισμού, ως δραστήριο μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας, είχε αρπάξει περισσότερα από 28.000 παιδιά, κατά την περίοδο του Εμφύλιου πολέμου, μετά από την ανάληψη του θρόνου από το σύζυγό της Παύλο Γκλίκσμπουργκ (1947) και τα έκλεισε σε 58 «παιδικά γκέτο», «φασιστικά κάτεργα», «στρατόπεδα–αναμορφωτήρια», τα οποία ονόμαζε ψευδεπίγραφα «Παιδουπόλεις», με σχεδιασμό που έγινε στο παλάτι και με τη βοήθεια Αμερικανών αξιωματούχων. Παιδιά, ιδίως κομμουνιστών – ΕΑΜιτών/ΕΛΑΣιτών/Αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, τα οποία  εκεί διαπαιδαγωγούσαν με αυταρχικό τρόπο, ασκώντας βία και φτάνοντας σε ομαδικούς βιασμούς και αγοραπωλησίες βρεφών, με σκοπό τα παιδιά  να ενστερνιστούν τα νάματα του φασισμού και ναζισμού και να μισήσουν τον κομμουνισμό. Συνολικά είχαν αρπάξει περίπου 55.000 παιδιά, μαζί με αυτά που έκλεισαν στα «Ιδρύματα» «Βασιλικής Πρόνοιας», για δήθεν προστασία και αποκατάσταση. Το Γενικό Στρατηγείο Στρατού είχε εκδώσει βιβλίο με σχετικό περιεχόμενο, με τίτλο: Εθνικό Παιδοφύλαγμα. Ο Δημ. Σέρβος στο βιβλίο του: Το Παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια  (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2001, σσ. 349), έχει φέρει στο φως την ιστορική αλήθεια, με επιστημονικό τρόπο, με πλούσια βιβλιογραφία και με ιστορικά ντοκουμέντα και μαρτυρίες, δίνοντας απάντηση στην επί δεκαετίες προπαγάνδα του αγγλόδουλου και αμερικανόδουλου αστικού ελληνικού κράτους, με τη βοήθεια των αστών «ιστορικών», δηλ. των επαγγελματιών παραχαρακτών της ιστορικής αλήθειας. Ο Δ. Σέρβος έδωσε τις απαραίτητες εξηγήσεις και ιστορικές πληροφορίες για το «Παιδοσώσιμο», όπως χαρακτηριστικά ονομάζει το πέρασμα κατατρεγμένων και ορφανών, από το διαρκή πόλεμο, παιδιών, στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και την πολιτική προσφυγιά, με τη φροντίδα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και του Ερυθρού Σταυρού των βαλκανικών σοσιαλιστικών χωρών, για να γλιτώσουν από το θάνατο, την πείνα, τις αρρώστιες και κακουχίες, καθώς και από την τρομοκρατία στην Ελλάδα του Εμφύλιου, ως μία «Παιδοσωτήρια λύση», όπως ο ίδιος την αποκαλεί, μια «ανθρωπιστική πράξη», όπως τη χαρακτηρίζει ο Τάσος Βουρνάς στο βιβλίο του Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1981, σ. 397.