Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η αστική προπαγάνδα στο σχολικό θέατρο της περιόδου 1941–1949 (αντικομμουνισμός, θρησκοληψία, εθνικισμός, ανορθολογισμός)

Του Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης[1] //

Ο Ευάγ­γε­λος Κων. Δημό­που­λος, το 1949, κυκλο­φό­ρη­σε το βιβλίο «Τρί­πρα­κτον έργον. Η Ελλη­νι­κή Ψυχή (28η Οκτω­βρί­ου 1940–14 Οκτω­βρί­ου 1944)»,[2] στο οποίο υπάρ­χει η εξής αφιέ­ρω­ση, από την οποία απο­δει­κνύ­ε­ται η «εθνι­κο­φρο­σύ­νη» του Δρα­μα­τουρ­γού και η αγά­πη του στη βασι­λεία, στη δικτα­το­ρία και στην πατρί­δα (εξού και η αντί­στοι­χη κεφα­λαιο­γράμ­μα­τη γρα­φή): «Αφιε­ρώ­νε­ται εις μνή­μην και αιω­νί­αν δόξαν του Εθνο­μάρ­τυ­ρος Βασι­λέ­ως ΓΕΩΡΓΙΟΥ Β΄, του Μεγά­λου Κυβερ­νή­του Ι. ΜΕΤΑΞΑ και των πεσό­ντων Ελλή­νων εις τον βωμόν της ΠΑΤΡΙΔΟΣ.»

Η Μανιώ, βέβαια, βασι­κός χαρα­κτή­ρας του έργου, θα υμνή­σει επα­νει­λημ­μέ­να την Πανα­γία –πιστή στα ελλη­νο­χρι­στια­νι­κά της ιδε­ώ­δη– και θα εκφρά­σει με πίστη τις επε­κτα­τι­κού περιε­χο­μέ­νου «κορώ­νες» της για τη χώρα μας: «Η ευχή μας και ο κρυ­φός μας πόθος και στη Ρώμη θα εκπλη­ρω­θή. Πάνω στο Καπι­τώ­λιο θα στή­σουν οι αετοί μας τη Γαλα­νό­λευ­κη σημαία.» Να, λοι­πόν, έστω και μεμο­νω­μέ­να, που εκφρά­στη­καν «ευσε­βείς πόθοι» για επε­κτα­τι­κή πολι­τι­κή της χώρας μας, όχι μόνο προς ανα­το­λάς και προς βορ­ρά, αλλά και προς δυσμάς… από ελά­χι­στους ευτυ­χώς Δρα­μα­τουρ­γούς εκπαι­δευ­τι­κούς, οι οποί­οι αδί­στα­κτα «δια­παι­δα­γω­γού­σαν» τη νεο­λαία, με όχη­μα αυτή την πολε­μο­χα­ρή και εθνι­κι­στι­κή προ­πα­γάν­δα στο σχο­λι­κό θέα­τρο. Κι ενώ η νίκη των γερ­μα­νι­κών στρα­τευ­μά­των ήταν γεγο­νός, ενώ κατέρ­ρεε το Μέτω­πο, ενώ οι βομ­βαρ­δι­σμοί  ερή­μω­ναν τις μεγά­λες πόλεις και ενώ ο στρα­τός μας υπο­χω­ρού­σε, η Μανιώ δεν έχα­νε την ελπί­δα της, όχι βέβαια με πει­στι­κές ρεα­λι­στι­κές προ­τά­σεις για θετι­κή έκβα­ση των τρα­γι­κών γεγο­νό­των της άνοι­ξης του 1941, αλλά με μετα­φυ­σι­κού χαρα­κτή­ρα δηλώ­σεις της, που φανέ­ρω­ναν τη θρη­σκο­λη­ψία της: «Μην απο­γοη­τεύ­ε­σαι παι­δί μου. Κανέ­νας δεν θα μπο­ρέ­ση ποτέ να σβύ­ση το άγιο φως της ακοί­μη­της καν­δή­λας, που καί­ει στο Άγιο Βήμα. Θα στέ­κη εκεί και θα φωτί­ζη δίδο­ντας ελπί­δα και θάρ­ρος.» και πιο κάτω: «Η μεγα­λό­χα­ρη στέ­κει φύλα­κας και εκδι­κη­τής. Προ­στά­της των πονε­μέ­νων. Θεέ μου! Κάψε τους άπι­στους! Τα σκυ­λιά! Που βεβη­λώ­νουν τα ιερά σου.» Ασφα­λώς και σκορ­πού­σαν σύγ­χυ­ση στα παι­δι­κά μυα­λά, τέτοιου περιε­χο­μέ­νου θεα­τρι­κά κεί­με­να, τα οποία ευτυ­χώς εμφα­νί­στη­καν, κυρί­ως, μετά την Κατο­χή, για να μην επη­ρε­ά­σουν αρνη­τι­κά τα νειά­τα της Ε.Π.Ο.Ν. και των νέων του Ε.Α.Μ., των ηρω­ι­κών μαχη­τών ανταρ­τών του Ε.Λ.Α.Σ., που συγκρό­τη­σαν τον κορ­μό της Εθνι­κής μας Αντί­στα­σης. Η ατμό­σφαι­ρα, όμως, στη διάρ­κεια της Κατο­χής, για κάποιους ήταν αυτή που περι­γρα­φό­ταν στο κεί­με­νο: μια αντι­κομ­μου­νι­στι­κή υστε­ρία, πασπα­λι­σμέ­νη με μπό­λι­κη εθνι­κο­φρο­σύ­νη και παχιά λόγια, η οποία συνε­χί­στη­κε συστη­μα­τι­κά μετά την Κατο­χή και προ­πα­ντός στον Εμφύ­λιο. Το παρόν κεί­με­νο γρά­φτη­κε στις 25.12.1944, αμέ­σως μετά τα Δεκεμ­βρια­νά. Καμία ανα­φο­ρά δε γίνε­ται για φασι­σμό και ναζι­σμό, για τους δοσί­λο­γους κου­κου­λο­φό­ρους προ­δό­τες, τους συνερ­γά­τες των κατακτητών.

Αντι­θέ­τως, ανα­φέ­ρε­ται με μισαλ­λό­δο­ξο ύφος ενα­ντί­ον των «Εαμο­σλά­βων», όπως απο­κα­λού­σε η δεξιά τα μέλη και τους αγω­νι­στές του Ε.Α.Μ., τους μαχη­τές του Ε.Λ.Α.Σ., τους ήρω­ες της Εθνι­κής μας Αντί­στα­σης: «Θα πολε­μού­με με τον βάρ­βα­ρο κατα­κτη­τή μας από τη μια μεριά, και από την άλλη με τους δικούς μας, τους Εαμο­σλά­βους. Αυτοί είναι οι πιο χει­ρό­τε­ροι. Προ­δί­νουν τους δικούς μας, και κάθε πραγ­μα­τι­κό Έλλη­να ζητούν να τον ξεπα­στρέ­ψουν.» Επί­σης, ανα­φέ­ρε­ται «στις Εθνι­κές ομά­δες των Ελλή­νων ανταρ­τών», δηλ. στον Ε.Δ.Ε.Σ. κ.ο.κ., ενώ απο­σιω­πά σκό­πι­μα τον κύριο κορ­μό της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, που ήταν: Ε.Α.Μ., Ε.Λ.Α.Σ., Ε.Π.Ο.Ν., και παρα­κά­τω γρά­φει: «[…] κι’ όμως! αντά­ρα σηκώ­νε­ται από προ­δό­τες Έλλη­νες που πωλή­θη­καν για να σκλα­βώ­σουν και αφα­νί­σουν τη φυλή μας.» Εννο­εί τη «Λαο­κρα­τία», την οποία δια­κή­ρυσ­σε και αγω­νι­ζό­ταν να εφαρ­μό­σει μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση το Ε.Α.Μ., το οποίο που­λή­θη­κε, δήθεν, παίρ­νο­ντας ρού­βλια από τους κομ­μου­νι­στές Ρώσους, «[…] αλλά κάτι κακό μελε­τούν οι προ­δό­τες. Θέλουν στο στό­μα μας να μας περά­σουν τη κλει­δω­νιά της αρκού­δας και στην Ακρό­πο­λι ν’ απλώ­σουν το σύμ­βο­λο της σκλα­βιάς και του αφα­νι­σμού της Φυλής μας.» «Αρκού­δα», απο­κα­λού­σαν την Ε.Σ.Σ.Δ., η οποία –κατά την προ­πα­γάν­δα της Δεξιάς– θα υπο­δού­λω­νε την Ελλά­δα, και θα κρε­μού­σε την κόκ­κι­νη σημαία με το σφυ­ρο­δρέ­πα­νο στην Ακρό­πο­λη της Αθή­νας. Έτσι, μπο­λιά­ζο­νταν από αρκε­τούς εκπαι­δευ­τι­κούς και ορι­σμέ­νους Δρα­μα­τουρ­γούς του σχο­λι­κού μας θεά­τρου ένας χυδαί­ος αντι­κομ­μου­νι­σμός, μια ιδε­ο­λο­γι­κή δια­στρέ­βλω­ση και προ­πα­γάν­δα στη νεο­λαία, την οποία «προ­ε­τοί­μα­ζαν» για τον Εμφύ­λιο: «Κάτω απ’ τη χαρού­με­νη ανθρω­πο­θά­λασ­σα θα ετοι­μά­ζε­ται από τους προ­δό­τες η μαύ­ρη θύελ­λα, η τρι­κυ­μία, που θα ξεσπά­ση αργά ή γρή­γο­ρα άγρια.» και προ­σθέ­τει ο Πέτρος, με έμφα­ση και σκλη­ρό­τη­τα, που προ­οιω­νί­ζει τι θα επα­κο­λου­θή­σει, ιστο­ρι­κά: «Οι προ­δό­τες ενε­δρεύ­ουν παντού. Άτι­μο μελέ­τι… θα τους συντρί­ψου­με…» Η υπό­θε­ση του έργου τελειώ­νει στις 14 Δεκεμ­βρί­ου 1944 και το βιβλίο, να μην ξεχνού­με ότι εκδό­θη­κε το 1949. Τίπο­τα δεν είναι τυχαίο… […] 

Ο Ευάγ­γε­λος Μπα­σιά­κος, στο βιβλίο του Στον βωμό σου πατρί­δα συμπε­ριέ­λα­βε το κεί­με­νο «Χρι­στού­γεν­να του 1942. Μονό­πρα­κτη δρα­μα­τι­κή σκη­νή» […]

exofullo2Πατριω­τι­κό κεί­με­νο με ωραίο λογο­τε­χνι­κό ύφος, που υπο­θέ­τω ότι σκορ­πού­σε ρίγη συγκί­νη­σης στους μικρούς θεα­τές κάθε σχο­λι­κής παρά­στα­σης. Βέβαια, θέλο­ντας ο Δρα­μα­τουρ­γός να συν­δυά­σει, με βάση τα ελλη­νο­χρι­στια­νι­κά ιδε­ώ­δη του, την Πατρί­δα με τη Θρη­σκεία, κατα­φεύ­γει σ’ ένα αυθαί­ρε­το συμπέ­ρα­σμα: «[…] ο Χρι­στός που γεν­νιέ­ται από­ψε και που αγα­πά­ει ξεχω­ρι­στά κι’ Εκεί­νος κι’ η Μητέ­ρα του την Ελλά­δα!». Τέτοιου είδους αυθαί­ρε­τες και μη ορθο­λο­γι­στι­κές ιδέ­ες και σκέ­ψεις συνα­ντού­με αρκε­τές σε θεα­τρι­κά κεί­με­να για παι­διά (και σε άλλα λογο­τε­χνι­κά κεί­με­να), την περί­ο­δο εκεί­νη, αλλά και αργό­τε­ρα, σχε­δόν μέχρι το τέλος του 20ού αι. […] 

Η Ελέ­νη Αντω­νί­ου-Καρα­ντώ­νη, στο βιβλίο της Σχο­λι­κές Εορ­τές συμπε­ριέ­λα­βε το κεί­με­νο «Στα χρό­νια της Κατο­χής. Σκετς». Αν και ο δρα­μα­τι­κός χρό­νος του κει­μέ­νου είναι η 28η Οκτω­βρί­ουexofullo3 1943, η Δρα­μα­τουρ­γός επι­χει­ρεί –μέσα από τους ρόλους των ηρώ­ων της– ν’ ανα­φερ­θεί στην 28η Οκτω­βρί­ου 1940. Καμία νύξη για την Εθνι­κή Αντί­στα­ση (Ε.Π.Ο.Ν., Ε.Α.Μ. και Ε.Λ.Α.Σ.) Οι μεμο­νω­μέ­νες αντι­στα­σια­κές πρά­ξεις των παι­διών στο έργο εξα­ντλού­νται στο γρά­ψι­μο συν­θη­μά­των ενα­ντί­ον των κατα­κτη­τών σε τοί­χους της Αθή­νας, χωρίς τα παι­διά να είναι οργα­νω­μέ­να σε κάποια αντι­στα­σια­κή οργά­νω­ση. Οι ελπί­δες της Δρα­μα­τουρ­γού για λευ­τε­ριά της πατρί­δας μας στη­ρί­ζο­νται μόνο στη σωτη­ρία που δήθεν θα έρθει από το εξω­τε­ρι­κό: «Τ’ αδέλ­φια μας, που έχουν πάει στην Αίγυ­πτο με το Βασι­ληά μας και την Κυβέρ­νη­σή μας, γρή­γο­ρα θα γυρί­σουν και τότε, ω! τι έχει να γίνη.» Για μία ακό­μη φορά φανε­ρώ­νε­ται η σχο­λι­κή προ­πα­γάν­δα και η ιστο­ρι­κή παρα­χά­ρα­ξη και απο­προ­σα­να­το­λι­σμός των παι­διών, κατά τη δια­παι­δα­γώ­γη­σή τους –με όχη­μα το σχο­λι­κό θέα­τρο– στα χρό­νια του Εμφύ­λιου, από την κρα­τού­σα ιδε­ο­λο­γία, που εδώ φορέ­ας της είναι η διδασκάλισσα–Δραματουργός Ελέ­νη Αντωνίου-Καραντώνη. […] 

Ο Δημ. Αντ. Σαμα­ράς, το 1949, στο βιβλίο του Νάου­σα, συμπε­ριέ­λα­βε το θεα­τρι­κό κεί­με­νο «Το Ελλη­νό­που­λο. Χρι­στου­γεν­νιά­τι­κο δρα­μα­τά­κι σε δύο πρά­ξεις», όπου ο Δρα­μα­τουρ­γός εκφρά­ζει με ωμό προ­πα­γαν­δι­στι­κό τρό­πο τα αντι­κομ­μου­νι­στι­κά αισθή­μα­τά του, δρα­μα­το­ποιώ­ντας το θέμα του λεγό­με­νου «Παι­δο­μα­ζώ­μα­τος»,  προ­σφι­λές θέμα της επο­χής του Εμφυ­λί­ου. Ένα κεί­με­νο, όπως και άλλα, που γρά­φτη­καν την επο­χή εκεί­νη από «εθνι­κό­φρο­νες» δημο­δι­δα­σκά­λους, γεμά­το με μισαλ­λο­δο­ξία, εθνι­κι­στι­κό πνεύ­μα και θρη­σκό­λη­πτη αντίληψη.

Ο Βασ. Παπα­ευ­θυ­μί­ου, στο βιβλίο Το Σχο­λείο μας γιορ­τά­ζει, στην κατη­γο­ρία «Από τον αντι­κομ­μου­νι­στι­κόν αγώ­να», συμπε­ριέ­λα­βε το αντι­κομ­μου­νι­στι­κό exofullo1έργο για παι­διά «Οι Ηπει­ρο­το­πού­λες. Πατριω­τι­κό σκετς», με ανα­φο­ρά στο «Χορό του Ζαλόγ­γου», προ­σο­μοιά­ζο­ντας την ηρω­ι­κή εκεί­νη πρά­ξη των Σου­λιω­τισ­σών, κατά την επο­χή της Τουρ­κο­κρα­τί­ας, με την τωρι­νή ηρω­ι­κή πρά­ξη των Ηπει­ρω­τισ­σών, οι οποί­ες πέφτουν από το βρά­χο και σκο­τώ­νο­νται για να σωθού­νε από τους «κατσα­πλιά­δες», ελπί­ζο­ντας ότι θα μετα­μορ­φω­θούν πεθαί­νο­ντας σε σει­ρή­νες της θάλασ­σας και θα ρωτούν τους καρα­βο­κύ­ρη­δες, όπως περί­που ρωτού­σε η γορ­γό­να, η αδερ­φή του Μεγα­λέ­ξαν­δρου: «Ζη η Ελλά­δα μας παι­διά;» και θα τους απα­ντούν: «Ναι! ζη και μεγα­λώ­νει!» Και θα ξανα­ρω­τούν: «Ζη ο Παύ­λος Βασι­λιάς;» και θ’ απα­ντούν: «Ω! Ζη και βασι­λεύ­ει!» Το παι­δα­γω­γι­κό και κοι­νω­νι­κό μήνυ­μα του έργου έβγαι­νε έμμε­σα: καλύ­τε­ρα βασι­λιά, παρά κομ­μου­νι­σμό…! ή κάπως έτσι…

Πριν από το θεα­τρι­κό κεί­με­νο, δημο­σιεύ­ο­νται τα εξής: «ΣΚΗΝΙΚΗ ΕΞΗΓΗΣΙΣ. Το σκετς λαμ­βά­νει χώραν στην Αγία Μαρί­να της Ηπεί­ρου, λίγο πριν να μπουν μέσα οι Σλαυο­κομ­μου­νι­σταί. […]». Είναι κι εδώ σαφέ­στα­τη η αστι­κή προ­πα­γάν­δα στο σχο­λι­κό θέα­τρο. Είναι φυσι­κό, ως βασι­λό­φρων ο Δρα­μα­τουρ­γός να εμφο­ρεί­ται από τέτοιες ιδέ­ες. Μάλι­στα, στην αρχή αυτού του βιβλί­ου δημο­σιεύ­ει τον «Ύμνον εις την Α. Μ. την βασί­λισ­σαν Φρει­δε­ρί­κην». […]

Η Ελέ­νη Αντω­νί­ου-Καρα­ντώ­νη, στο βιβλίο της Σχο­λι­κές Εορ­τές συμπε­ριέ­λα­βε το κεί­με­νο «Απο­χαι­ρε­τι­στή­ριος σχο­λι­κή εορ­τή. Σκετς». Το κεί­με­νο ιδε­ο­λο­γι­κά μένει πιστό στο τρί­πτυ­χο «Πατρίς – Θρη­σκεία – Οικο­γέ­νεια», υμνεί «τους ήρω­ες του Βίτσι και του Γράμ­μου», τους οποί­ους η δασκά­λα θεω­ρού­σε ισά­ξιους με τους ήρω­ες του 1821, θέλει τα παι­διά να μαζεύ­ουν πράγ­μα­τα, για να τα στεί­λουν στις «Παι­δου­πό­λεις» της βασί­λισ­σας Φρει­δε­ρί­κης κ.λπ. Διά­χυ­τος είναι και ο ηθι­κο­δι­δα­κτι­σμός, όπου παρου­σιά­ζο­νται ως πρό­τυ­πα «τα καλά και υπά­κουα παι­δά­κια», που δεν έχουν άπο­ψη, που δεν ενα­ντιώ­νο­νται σε τίπο­τα, που δε βρί­σκουν τίπο­τα αρνη­τι­κό στο σχο­λι­κό και κοι­νω­νι­κό χώρο που ζουν. […] 

Η Λίζα Π. Τζου­νά­κου, στο βιβλίο της Το Ανταρ­τό­πλη­κτο (Δύο διη­γή­μα­τα και δύο σκετς),[3] περι­λαμ­βά­νει δύο θεα­τρι­κά κεί­με­να: «Τα δώδε­κα νησιά μας (Σκετς για σχο­λεία)» και «Τα παι­διά μας στο 1942 (Μονό­πρα­κτο δρα­μα­τά­κι για τα σχο­λεία)». Το πρώ­το ανα­φέ­ρε­ται στα σκλα­βω­μέ­να από τους Ιτα­λούς Δωδε­κά­νη­σα και στην ένω­σή τους με την Ελλά­δα, το 1947–1948. Το δεύ­τε­ρο, το οποίο έγρα­ψε στις 5 Ιου­νί­ου 1946, ανα­φέ­ρε­ται στο βαρύ χει­μώ­να του 1942 της Κατο­χής. Πεί­να και θάνα­τοι ταλα­νί­ζουν και ξεκλη­ρί­ζουν ενή­λι­κες και παι­διά κυρί­ως στα μεγά­λα αστι­κά κέντρα, exofullo4όπως στην Αθή­να και στον Πει­ραιά, όπου εξε­λίσ­σε­ται η υπό­θε­ση του έργου. Η μάνα Αννιώ συζη­τά με τα μικρά παι­διά της, Νίκο και Βάσω, για τις κακου­χί­ες του πολέ­μου και ιδιαί­τε­ρα για την πεί­να. Κι ενώ εκεί­να επι­κρί­νουν το θεό για την απο­νιά του, η μάνα τούς απα­ντά: «ΑΝΝΙΩ: Πάψε, Νίκο! Δεν ντρέ­πε­σαι; Τι λόγια είναι αυτά; Ο καλός Θεός όλον τον κόσμο αγα­πά και τον φρο­ντί­ζει, τον λυπά­ται. Μα αυτό που μας κάνει σήμε­ρα είναι τιμω­ρία, για­τί δεν τον ακού­με. Η κατα­στρο­φή έχει πέσει σ’ όλον τον κόσμο, για­τί έφυ­γε απ’ το δρό­μο του Θεού. Γι’ αυτό έστει­λε τους Γερ­μα­νούς και μας τιμω­ρούν, γι’ αυτό χρειά­ζε­ται, καλά μου παι­διά, υπο­μο­νή. Κι’ αν είσθε καλά παι­διά πάλι θαρ­θούν καλές μέρες.», και παρα­κά­τω, ενώ προ­σεύ­χε­ται: «[…] Εσύ γλυ­κειά μου Παρ­θέ­να, εσύ λυπή­σου πια τον κόσμο σου. Μη τον τιμω­ρείς. Αρκε­τά υπο­φέ­ρει. Λυπή­σου, σα μάν­να πού­σαι, του­λά­χι­στον αυτά τα φτω­χά παι­δά­κια. Τι φταί­νε τα κακό­μοι­ρα, που κάθε μέρα πλη­ρώ­νου­νε, με τη ζωού­λα και την υγεία τους, την κακία πού­χουν οι μεγά­λοι ανα­με­τα­ξύ τους.» Είναι σαφής η ηθι­κο­πλα­στι­κή και θεο­κε­ντρι­κή αντί­λη­ψη και ιδε­ο­λο­γία της συγ­γρα­φέα, η οποία δεν αγγί­ζει καν θέμα­τα, από ιστο­ρι­κή και κοι­νω­νιο­λο­γι­κή άπο­ψη, όπως: ο ναζι­σμός και τα εγκλή­μα­τά του στο Β΄ Παγκό­σμιο πόλε­μο, Εθνι­κή Αντί­στα­ση κ.ά., αλλά αντι­θέ­τως καλ­λιερ­γεί στα μικρά παι­διά: α) τη μοι­ρο­λα­τρία, β) την ιδε­α­λι­στι­κή αντί­λη­ψη των κοι­νω­νι­κών φαι­νο­μέ­νων –χωρίς του­λά­χι­στο ν’ ανα­φέ­ρει έστω μια λογι­κή σκέ­ψη–, γ) τον απο­προ­σα­να­το­λι­σμό των παι­διών από τις αιτί­ες του πολέ­μου και των φρι­κτών συνε­πειών του και δ) δεν προ­σπα­θεί να τα πεί­σει, παί­ζο­ντας τον προ­σή­κο­ντα παι­δα­γω­γι­κό ρόλο της ως μάνα, και τον κοι­νω­νι­κό ρόλο της ως άνθρω­πος, για την ανα­γκαιό­τη­τα αντί­στα­σης σε αυτούς που σκόρ­πι­σαν το θάνα­το και τις κατα­στρο­φές σε εκα­τομ­μύ­ρια ανθρώ­πους, στη φύση και στον ανθρώ­πι­νο πολι­τι­σμό, σε αυτούς που τους σκλά­βω­σαν και  που απο­τε­λούν την αιτία για την πεί­να και το θάνα­το του λαού μας και των άλλων λαών. Έτσι, θα έδι­νε στα παι­διά της επι­χει­ρή­μα­τα για να κατα­νο­ή­σουν το μέγε­θος της αδι­κί­ας, της εγκλη­μα­τι­κό­τη­τας, της ανη­θι­κό­τη­τας, της διε­θνούς παρά­νο­μης τρο­μο­κρα­τί­ας των ναζι­στών και φασι­στών του Άξο­να κ.ο.κ. […]

Τα θέμα­τα αυτά χρή­ζουν περαι­τέ­ρω έρευ­νας και μελέ­της, τα οποία είναι αυτο­νό­η­το ότι πρέ­πει να διδά­σκο­νται σε ακα­δη­μαϊ­κό επί­πε­δο στα Παι­δα­γω­γι­κά Τμή­μα­τα και στα Τμή­μα­τα Θεα­τρι­κών Σπου­δών, όπως και στις Δρα­μα­τι­κές Σχο­λές, σε μαθή­μα­τα όπως: «Ιστο­ρία του Θεά­τρου για παι­διά και εφή­βους» ή «Ιστο­ρία της Δρα­μα­τουρ­γί­ας για παι­διά και εφή­βους». Κάτι τέτοιο είναι ανα­γκαίο και επεί­γον και γι’ αυτό πρέ­πει να παρ­θούν πρω­το­βου­λί­ες από το ταξι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κίνη­μα γονιών και εκπαι­δευ­τι­κών του ΠΑΜΕ, την ΚΝΕ και το ΚΚΕ,

__________________________________________________

[1]. Το κεί­με­νο αυτό απαρ­τί­ζε­ται από απο­σπά­σμα­τα απ’ το βιβλίο του Θανά­ση Ν. Καρα­γιάν­νη, Ιστο­ρία της Δρα­μα­τουρ­γί­ας για παι­διά στην Ελλά­δα (1871–1949) και στην Κύπρο (1932–1949). Με στοι­χεία θεα­τρι­κής αγω­γής και παρα­στα­σιο­γρα­φί­ας του σχο­λι­κού θεά­τρου. Θεμα­το­λο­γία – Ιδε­ο­λο­γία – Παι­δα­γω­γία. 22 έλλη­νες δρα­μα­τουρ­γοί (ΠΡΟΛΟΓΟΣ: ΒΑΛΤΕΡ ΠΟΥΧΝΕΡ), Εκδο­τι­κός Οίκος Αντ. Στα­μού­λη, Θεσ/νίκη 2012, σσ. 560.

Περισ­σό­τε­ρα κοί­τα και στο βιβλίο του Θανά­ση Ν. Καρα­γιάν­νη, Θεα­τρι­κά ανά­λε­κτα (2006–2015), Εκδό­σεις Πάρα­λος, Αθή­να 2015, σ. 15–27.

[2]. Αθή­ναι 1949, σσ. 30.

[3]. Πει­ραιεύς 1949, σσ. 54.

Η Δρα­μα­τουρ­γός έδω­σε αυτόν τον τίτλο, εξαι­τί­ας του ομό­τι­τλου διη­γή­μα­τός της, το οποίο δημο­σί­ευ­σε στην αρχή του βιβλί­ου της, ένα διή­γη­μα με θέμα το λεγό­με­νο «Παι­δο­μά­ζω­μα ή Γενο­κτο­νία ή Γενι­τσα­ρι­σμός», το οποίο Παι­δο­μά­ζω­μα, δήθεν, πραγ­μά­τω­σαν οι Έλλη­νες κομ­μου­νι­στές («κομου­νι­στο-συμ­μο­ρί­τες», όπως τους απο­κα­λού­σαν), στέλ­νο­ντας δήθεν με τη βία τα Ελλη­νό­που­λα στο λεγό­με­νο «Σιδη­ρούν Παρα­πέ­τα­σμα» και τα οποία εκεί δήθεν κακο­με­τα­χει­ρί­ζο­νταν οι κομ­μου­νι­στές κ.ο.κ.. Η ιστο­ρι­κή αλή­θεια, βέβαια, την οποία η ενλό­γω διη­γη­μα­το­γρά­φος και δρα­μα­τουρ­γός απέ­κρυ­πτε και παρα­ποιού­σε παρά­φο­ρα, ενστα­λά­ζο­ντας το αντι­κομ­μου­νι­στι­κό και αδερ­φο­κτό­νο μίσος στα Ελλη­νό­που­λα, κατά την περί­ο­δο του Εμφύ­λιου πολέ­μου, ήταν πολύ δια­φο­ρε­τι­κή. Όπως απο­δει­κνύ­ει η ιστο­ρι­κή έρευ­να, η Γερ­μα­νί­δα βασί­λισ­σα Φρει­δε­ρί­κη (1917–1981), η οποία είχε δια­παι­δα­γω­γη­θεί με τις ιδέ­ες του Ναζι­σμού, ως δρα­στή­ριο μέλος της Χιτλε­ρι­κής Νεο­λαί­ας, είχε αρπά­ξει περισ­σό­τε­ρα από 28.000 παι­διά, κατά την περί­ο­δο του Εμφύ­λιου πολέ­μου, μετά από την ανά­λη­ψη του θρό­νου από το σύζυ­γό της Παύ­λο Γκλίκ­σμπουργκ (1947) και τα έκλει­σε σε 58 «παι­δι­κά γκέ­το», «φασι­στι­κά κάτερ­γα», «στρατόπεδα–αναμορφωτήρια», τα οποία ονό­μα­ζε ψευ­δε­πί­γρα­φα «Παι­δου­πό­λεις», με σχε­δια­σμό που έγι­νε στο παλά­τι και με τη βοή­θεια Αμε­ρι­κα­νών αξιω­μα­τού­χων. Παι­διά, ιδί­ως κομ­μου­νι­στών – ΕΑΜιτών/ΕΛΑΣιτών/Αγωνιστών της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, τα οποία  εκεί δια­παι­δα­γω­γού­σαν με αυταρ­χι­κό τρό­πο, ασκώ­ντας βία και φτά­νο­ντας σε ομα­δι­κούς βια­σμούς και αγο­ρα­πω­λη­σί­ες βρε­φών, με σκο­πό τα παι­διά  να ενστερ­νι­στούν τα νάμα­τα του φασι­σμού και ναζι­σμού και να μισή­σουν τον κομ­μου­νι­σμό. Συνο­λι­κά είχαν αρπά­ξει περί­που 55.000 παι­διά, μαζί με αυτά που έκλει­σαν στα «Ιδρύ­μα­τα» «Βασι­λι­κής Πρό­νοιας», για δήθεν προ­στα­σία και απο­κα­τά­στα­ση. Το Γενι­κό Στρα­τη­γείο Στρα­τού είχε εκδώ­σει βιβλίο με σχε­τι­κό περιε­χό­με­νο, με τίτλο: Εθνι­κό Παι­δο­φύ­λαγ­μα. Ο Δημ. Σέρ­βος στο βιβλίο του: Το Παι­δο­μά­ζω­μα και ποιοι φοβού­νται την αλή­θεια  (Σύγ­χρο­νη Επο­χή, Αθή­να 2001, σσ. 349), έχει φέρει στο φως την ιστο­ρι­κή αλή­θεια, με επι­στη­μο­νι­κό τρό­πο, με πλού­σια βιβλιο­γρα­φία και με ιστο­ρι­κά ντο­κου­μέ­ντα και μαρ­τυ­ρί­ες, δίνο­ντας απά­ντη­ση στην επί δεκα­ε­τί­ες προ­πα­γάν­δα του αγγλό­δου­λου και αμε­ρι­κα­νό­δου­λου αστι­κού ελλη­νι­κού κρά­τους, με τη βοή­θεια των αστών «ιστο­ρι­κών», δηλ. των επαγ­γελ­μα­τιών παρα­χα­ρα­κτών της ιστο­ρι­κής αλή­θειας. Ο Δ. Σέρ­βος έδω­σε τις απα­ραί­τη­τες εξη­γή­σεις και ιστο­ρι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες για το «Παι­δο­σώ­σι­μο», όπως χαρα­κτη­ρι­στι­κά ονο­μά­ζει το πέρα­σμα κατα­τρεγ­μέ­νων και ορφα­νών, από το διαρ­κή πόλε­μο, παι­διών, στις πρώ­ην σοσια­λι­στι­κές χώρες και την πολι­τι­κή προ­σφυ­γιά, με τη φρο­ντί­δα του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας και του Ερυ­θρού Σταυ­ρού των βαλ­κα­νι­κών σοσια­λι­στι­κών χωρών, για να γλι­τώ­σουν από το θάνα­το, την πεί­να, τις αρρώ­στιες και κακου­χί­ες, καθώς και από την τρο­μο­κρα­τία στην Ελλά­δα του Εμφύ­λιου, ως μία «Παι­δο­σω­τή­ρια λύση», όπως ο ίδιος την απο­κα­λεί, μια «ανθρω­πι­στι­κή πρά­ξη», όπως τη χαρα­κτη­ρί­ζει ο Τάσος Βουρ­νάς στο βιβλίο του Ιστο­ρία της Σύγ­χρο­νης Ελλά­δας, Αφοί Τολί­δη, Αθή­να 1981, σ. 397.   

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο