Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Η γυναίκα αγωνίστρια στη σύγχρονη ποίηση»

Γρά­φει η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη — Ματάτση // 

Η 8η του Μάρ­τη είναι μια αγω­νι­στι­κή, ιστο­ρι­κή επέ­τειος , μέρα απο­λο­γι­σμού της πάλης για την ισο­τι­μία των εργα­ζο­μέ­νων γυναι­κών για την κοι­νω­νι­κή τους ισό­τη­τα. Μέρα που το εργα­τι­κό και το γυναι­κείο κίνη­μα κάνει το δικό του απο­λο­γι­σμό, προ­ε­τοι­μά­ζει τη συνέ­χεια της δρά­σης του σε μια περί­ο­δο που εξα­πο­λύ­ε­ται μια καται­γι­στι­κή επί­θε­ση σε βάρος των όποιων κατα­κτή­σε­ων έχουν απο­σπα­στεί στις συν­θή­κες του καπιταλισμού.

Μια τέτοια μέρα λοι­πόν και σε αντι­πα­ρά­θε­ση με όσους εξυ­μνούν τη γυναί­κα προ­βάλ­λο­ντας κατ’ εξο­χήν τις φυσι­κές και σωμα­τι­κές της χάρες αλλά και τις απο­λαύ­σεις και την ηδο­νή που αυτές προ­σφέ­ρουν με ανι­διο­τέ­λεια και υπο­τα­γή στο άλλο φύλο, εμείς, οι ενταγ­μέ­νες εδώ και χρό­νια στο ριζο­σπα­στι­κό, γυναι­κείο κίνη­μα, ερχό­μα­στε να ερευ­νή­σου­με , να ανα­δεί­ξου­με , να προ­ω­θή­σου­με και να προ­βάλ­λου­με ως μοντέ­λο προς μίμη­ση, ό, τι έχει να κάνει με τη μορ­φή της Αγω­νί­στριας γυναί­κας. Της γυναί­κας εκεί­νης που στις δύσκο­λες και τρα­γι­κές στιγ­μές της ιστο­ρί­ας του λαού της στέ­κε­ται πρω­το­πό­ρα, και ισά­ξια στο πλευ­ρό του άντρα συνα­γω­νι­στή και συντρό­φου της στη μάχη για Λευ­τε­ριά-Ανε­ξαρ­τη­σία-Λαϊ­κή κυριαρχία-Ισοτιμία.

Όσοι ασχο­λού­νται με τη λογο­τε­χνία, είτε ως ανα­γνώ­στες είτε ως συγ­γρα­φείς, γνω­ρί­ζουν πολύ καλά πόσοι τόνοι μελά­νι έχουν ξοδευ­τεί, πόσοι τίτλοι και πόσοι στί­χοι, πεζοί και ποι­η­τι­κοί έχουν γρα­φτεί, πόσοι τόμοι βιβλί­ων έχουν εκδο­θεί με κύριο θέμα τη γυναί­κα, τη ζωή και τη δρά­ση της. Άπει­ρα εμπνευ­σμέ­να ανα­γνώ­σμα­τα, κεί­με­να, αφη­γή­σεις, μυθι­στο­ρή­μα­τα έχουν κάνει το γύρο του κόσμου, έχουν γίνει best-sellerς, έχουν αντέ­ξει στη μέγ­γε­νη του χρό­νου, έχουν καθιε­ρώ­σει ηρω­ί­δες, έχουν επη­ρε­ά­σει συνει­δή­σεις, έχουν επι­βάλ­λει πρό­τυ­πα. Έχουν απο­δεί­ξει έμπρα­κτα τη δύνα­μη της πένας και του γρα­πτού λόγου και της ανα­γκαιό­τη­τας, επο­μέ­νως, της χρή­σης τους στην κατεύ­θυν­ση της ορθής διά­πλα­σης της κοι­νω­νι­κής συνείδησης.

Σήμε­ρα με αφορ­μή την 8η του Μάρ­τη και στο λίγο χρό­νο που δια­θέ­του­με θα περιο­ρι­στού­με απο­κλει­στι­κά σε μια προ­σπά­θεια πολύ σύντο­μης και φευ­γα­λέ­ας στα­χυο­λό­γη­σης και προ­σέγ­γι­σης της ποί­η­σης εκεί­νης που η έμπνευ­σή της έχει πηγά­σει ειδι­κά από τη γυναί­κα αγω­νί­στρια κι έχει εκφρα­στεί τόσο μέσα από τη Δημο­τι­κή μας ποί­η­ση όσο και μέσα από τη σύγ­χρο­νη ποί­η­ση γενι­κό­τε­ρα. Ήδη, από την περί­ο­δο του εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώ­να του λαού μας κατά του Τουρ­κι­κού ζυγού κατα­φθά­νουν τα πρώ­τα ακού­σμα­τα που έχουν να κάνουν με τις ηρω­ι­κές αντι­στά­σεις των γυναι­κών του Σου­λί­ου. Ο αχός της Δέσπως της Τζα­βέ­λαι­νας, της Λένως του Μπό­τσα­ρη, της μάνας του Κίτσου ηχού­νε δια­χρο­νι­κά στ΄ αυτιά μας, δια­τη­ρώ­ντας άσβε­στες τις μνή­μες της αυτο­θυ­σί­ας και της παλ­λη­κα­ριάς τους. Στον από­η­χό τους και με σαφή την επιρ­ροή τους, έναν αιώ­να σχε­δόν μετά ο Μάρ­κος Αυγέ­ρης θα τρα­γου­δή­σει τη «Βάβω την Τασιά» που περι­κυ­κλω­μέ­νη από άμε­τρους εχθρούς ωθεί το γιο της το Γιαν­νιό να σκο­τώ­σει την ίδια τη μάνα-τη γυναί­κα και την κόρη για να μην πέσουν στα χέρια τους. Αλλά και στη νεώ­τε­ρη, τη σύγ­χρο­νη ποί­η­ση συνα­ντά­με πολ­λά λογο­τε­χνι­κά δια­μα­ντά­κια που αστρά­φτουν και εκπέ­μπουν μηνύ­μα­τα και πρό­τυ­πα θαυ­μα­στά για τη γυναί­κα του σήμε­ρα. Είναι «τρα­γού­δια» γραμ­μέ­να από εργά­τες της τέχνης που δεν ξεκι­νούν ανά­πο­δα, πασχί­ζο­ντας να φέρουν τη γυναί­κα στα μέτρα του ποι­ή­μα­τος, αλλά το ποί­η­μα στα μέτρα της γυναί­κας. Κι η γυναί­κα, ιδιαί­τε­ρα από τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα, η εργά­τρια, η γυναί­κα της υπαί­θρου, στο δεύ­τε­ρο μισό του δέκα­του ένα­του αιώ­να και στις αρχές του εικο­στού δεν ζει ζωή ειδυλ­λια­κή. Ας ακού­σου­με πώς την περι­γρά­φει ο Αρθού­ρος Ρεμπώ στο ποί­η­μά του «Τα χέρια της Ζαν Μαρί»:

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΖΑΝ ΜΑΡΙ

(απο­σπά­σμα­τα σε ελεύ­θε­ρη απόδοση)

Της Ζαν Μαρί τα χέρια είναι γεροφτιαγμένα.
Mαυρι­σμέ­να από το καλοκαίρι.
Χέρια χλω­μά σαν πεθαμένα.

Το χρώ­μα αυτό το σκο­τει­νό πώς πήρε τέτοιο χέρι;…
Στις λίμνες μήπως πλέ­ο­ντας του αισθησιασμού;
Το πρό­σω­πο αγγί­ζο­ντας γεμά­του φεγ­γα­ριού, που κύλη­σε στην αγκα­λιά του ήρε­μου νερού; 
Τη ζέστη τάχα ρού­φη­ξε βάρ­βα­ρου ουρα­νού, στη λυπη­μέ­νη μονα­ξιά κάποιου μεσημεριού;
Κι έκα­ψε με τη θέρ­μη του τα χέρια τα γερά, ακου­μπι­σμέ­να ήσυ­χα σε γόνα­τα κομψά;
Τι χέρια τάχα να ’ναι αυτά;…
……………………………………
Χέρια που επα­νά­στα­ση ξέρουν να τραγουδούν,
της παρη­γό­ριας προ­σευ­χές δε κάθο­νται να πουν. 
Απ’ το λαι­μό αν θέλου­νε μπο­ρούν να σας αρπάξουν,
εσάς αρι­στο­κρά­τισ­σες, ευγε­νι­κές αστές,
τα τρυ­φε­ρά τα άκρα σας, λευ­κά και βυσ­σι­νιά, να τα συν­θλί­ψουν μονο­μιάς, σαν τα ξερά κλαδιά,
με τού­τες τις παλά­μες τους τις τόσο δυνατές
Η καστα­νή η λάμ­ψη σας, χέρια αγα­πη­μέ­να, τ’ αθώα πρό­βα­τα τραβά
Στα δάχτυ­λά σας τα καρυ­κευ­μέ­να, ρου­μπί­νι αφή­νει ο ήλιος όταν τα κοιτά
Η λαϊ­κή κατα­γω­γή τα κηλι­δώ­νει, το καφε­τί τους χρώ­μα αμαρ­τω­λό λεκέ απ’ το χθες ζητά­ει να θυμίσει,
όμως περή­φα­νος επα­να­στά­της δεν υπάρ­χει που αυτά τα χέρια δεν λαχτα­ρά­ει να φιλήσει!
Υπέ­ρο­χα χλω­μά τα χέρια τού­τα, χάρι­σμα ενός ήλιου με αγά­πη φορτωμένου,
πάνω στο μπρούν­τζι­νο των όπλων χρώ­μα του Παρι­σιού του επαναστατημένου.

Το 1871, γυναί­κες όπως η Ζαν Μαρί, πολε­μώ­ντας στο πλάι των αντρών συντρό­φων τους, έκα­ναν πολ­λά βήμα­τα μπρο­στά, για την κατά­χτη­ση της ισο­τι­μί­ας τους και «δεν υστέ­ρη­σαν σε γεν­ναιό­τη­τα από τους άντρες».

Tο 1931 o Μπέρ­τολντ Μπρεχτ έγρα­ψε το ποί­η­μα με τίτλο «Στις Γυναίκες» :

ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Βούρ­τσι­σε το σακάκι
Βούρ­τισ’ το δυο φορές!
Όταν το βούρ­τσι­σμα τελειώσεις
Μένει μια πατσα­βού­ρα καθαρή.
Μαγεί­ρευε όλο φροντίδα
Μη λυπη­θείς κανέ­να κόπο!
Σαν κι η δεκά­ρα λείπει
Σκέ­το νερά­κι είναι η σούπα.
Δού­λευε, δού­λευε ακό­μα πιο πολύ!
Κάνε οικο­νο­μία, μοί­ρα­ζέ τα πιο καλά!
Λογά­ρια­ζε, λογά­ρια­ζε μ’ ακρίβεια!
Σαν κι η δεκά­ρα λείπει
Τίπο­τα δεν μπο­ρείς να κάνεις.
Ό,τι πάντα κι αν κάνεις
Ποτέ αρκε­τό δε θα ’ναι.
Η κατά­στα­σή σου είναι άσκημη
Κι ακό­μα πιο άσκη­μη θα γίνει.
Δεν πάει έτσι άλλο πια
Αλλά η διέ­ξο­δος ποια είναι;
………………………………………
Σαν η δεκά­ρα λεί­πει, καμιά δου­λειά δεν είναι αρκετή.
Το ζήτη­μα για το κρέ­ας, που σας λεί­πει στην κουζίνα
Δεν πρό­κει­ται μες στην κου­ζί­να να κριθεί.
Ό,τι κι αν κάνετε
Ποτέ αρκε­τό δε θα ’ναι.
Η κατά­στα­σή σας είναι άσκημη
Κι ακό­μα πιο άσκη­μη θα γίνει.
Δεν πάει έτσι άλλο πια

Αλλά η διέ­ξο­δος ποια είναι;

Η διέ­ξο­δος, όμως, αυτή που σαφώς υπο­νο­ού­σε ο Μπρεχτ δεν ήταν εύκο­λο να συνει­δη­το­ποι­η­θεί πλα­τιά από τις γυναί­κες, ακρι­βώς εξ αιτί­ας της ανι­σο­τι­μί­ας τους. Ωστό­σο, οι εργά­τριες μετρούν κιό­λας πάνω από ένα αιώ­να αγώ­νων σε Ευρώ­πη και Αμερική!

Το Μάρ­τιο του 1912 στη Ν. Υόρ­κη. 23000 γυναί­κες, εργά­τριες στις κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ες της Ν. Υόρ­κης, δια­δή­λω­σαν και πάλι, απαι­τώ­ντας 10ωρη βάρ­δια, καλύ­τε­ρες συν­θή­κες εργα­σί­ας, ίσο μισθό με τους άντρες, την κατάρ­γη­ση της παι­δι­κής εργα­σί­ας και το δικαί­ω­μα ψήφου. Το σύν­θη­μά τους ήταν «Ψωμί και Τριαντάφυλλα».

Ο Τζέιμς Οπεν­χάιμ αφιέ­ρω­σε ένα ποί­η­μα στην απερ­γία αυτών των εργα­τριών που από­σπα­σμά του ακού­με αμέσως:

Στις αγω­νι­ζό­με­νες γυναί­κες όλου του κόσμου 

Καθώς τρα­βά­με εμπρός, εμπρός στην ομορ­φιά της μέρας
χιλιά­δες σκο­τει­νές κου­ζί­νες, χιλιά­δες μαύ­ρες φάμπρικες
γεμί­ζουν ξάφ­νου με του ήλιου τη λαμπράδα
για­τί ο κόσμος μας ακού­ει να τραγουδάμε
«Ψωμί και Τρια­ντά­φυλ­λα, Ψωμί και Τριαντάφυλλα»
……………………………………………………………..
Ναι, για το Ψωμί παλεύ­ου­με και για τα Τριαντάφυλλα.
Καθώς τρα­βά­με εμπρός, εμπρός φέρ­νου­με τις μεγά­λες μέρες
το ξεσή­κω­μα των γυναι­κών είναι ξεσή­κω­μα όλης της ανθρωπότητας
όχι πια σκλά­βοι και τεμπέ­λη­δες, δέκα που μοχθούν για έναν που ξαπλώνει
αλλά ένα δίκαιο μοί­ρα­σμα στ’ αγα­θά της ζωής,
«Ψωμί και Τρια­ντά­φυλ­λα, Ψωμί και Τριαντάφυλλα»

Η γυναί­κα από τα λαϊ­κά στρώ­μα­τα, στις αρχές του εικο­στού αιώ­να είναι εξαρ­τη­μέ­νη από τον εργο­δό­τη οποιου­δή­πο­τε φύλου, αλλά και από τα αρσε­νι­κά μέλη της οικο­γέ­νειάς της τα οποία, αν και θύμα­τα εκμε­τάλ­λευ­σης σε μια από­λυ­τα ταξι­κή κοι­νω­νία, γίνο­νται με τη σει­ρά τους θύτες εφό­σον η γυναί­κα, σαν «κατώ­τε­ρη» και ταυ­τό­χρο­να ανυ­πε­ρά­σπι­στη, ανα­γκά­ζε­ται να υπο­στεί τις συνέ­πειες κάθε είδους ξεσπά­σμα­τος. Οι πρώ­τες δεκα­ε­τί­ες τη βρί­σκουν ανή­μπο­ρη, να χαρί­ζει σχε­δόν τον κόπο της στο αφε­ντι­κό ενώ η «τιμή», το μονα­δι­κό μέτρο απο­τί­μη­σης της αξί­ας της, λογα­ριά­ζε­ται χωρίς τη δική της συναί­νε­ση και συμ­με­το­χή, βασι­σμέ­νη στην ξεχει­λω­μέ­νη και υπο­κρι­τι­κή ηθι­κή της αστι­κής κοι­νω­νί­ας, όπου η εκμε­τάλ­λευ­ση επε­κτεί­νε­ται σε κάθε έκφρα­ση και έκφαν­ση της ζωής.

Γεμά­το σπα­ραγ­μό για τις ζωές αυτών των γυναι­κών είναι το ποί­η­μα της Γαλά­τειας Καζαν­τζά­κη «Αμαρ­τω­λό».

Στη Σμύρ­νη Μέλπω,
Ηρώ στη Σαλονίκη,
στο Βόλο Κατι­νί­τσα έναν καιρό
τώρα στα Βούρ­λα με φωνά­ζουν Λέλα.
ο τόπος μου ποιος ήταν,
ποιοι οι δικοί μου
αν ξέρω, ανά­θε­μά με,
σπί­τι, πατρί­δα, έχω τα μπουρδέλα.

Ως κι οι πικροί μου χρό­νοι, οι παι­δι­κοί μου
θολές, σβη­σμέ­νες ζωγραφιές
κι είν’ αδεια­νό σεντού­κι η θύμη­σή μου

το σήμε­ρα χει­ρό­τε­ρο απ’ το χτες
και τ’ αύριο απ’ το σήμε­ρα θε να ‘ναι
φιλιά από στό­ματ’ άγνω­στα, βρισιές
κι οι χωρο­φύ­λα­κες να με τραβολογάνε

γλέ­ντια, καβγά­δες ως να φέξει
αρρώ­στιες, αμφι­θέ­α­τρο, Συγγρού
κι ενέ­σεις 606

πνιγ­μέ­νου καρα­βιού σάπιο σανίδι
όλ’ η ζωή μου του χαμού

μ’ από την κόλα­σή μου σου φωνάζω
εικό­να σου είμαι κοινωνία
και σου μοιάζω…

Στη δεκα­ε­τία του 1970 ο Χιλια­νός συν­θέ­της και τρα­γου­δο­ποιός Βίκτωρ Χάρα που δολο­φο­νή­θη­κε από τη Χού­ντα του Πινο­σέτ τρα­γού­δη­σε με το μονα­δι­κό του τρό­πο τις «Υφά­ντρες»:

ΥΦΑΝΤΡΕΣ

Εσέ­να,
Θα σε ονό­μα­ζα Άννα,
Θα σε ονό­μα­ζα Γιάννα,
Θα σε ονό­μα­ζα ομορφούλα
Κλώ­στρια μελαχρινούλα,
Μικρή πετα­λού­δα
Υφά­ντρα.
Εσύ που ήσουν
Σκλά­βα του εργοστασίου
Σκλά­βα της μηχανής
Σκλά­βα του ωραρίου
Σκλά­βα του μισθού,
Υφά­ντρα μελαχρινούλα
Μικρή πετα­λού­δα
Εργά­τρια του υφαντουργείου.
Γύρ­να, γύρ­να, γύρνα,
Γύρ­να, κορί­τσι μου,
Γύρ­να το κουβάρι
Της μοί­ρας σου
Γύρ­να, γύρ­να, γύρνα,
Γύρ­να, κορί­τσι μου,
Ύφα­νε την κλωστή
Της μοί­ρας σου.
Η ζωή σου βρί­σκε­ται στο εργαστήρι,
Εκεί θα μπο­ρέ­σουν να υφανθούν
Με τα χέρια σου και με τα χέρια των άλλων
Υφά­σμα­τα που θα ντύ­σουν την ελευθερία.

Για τη σύγ­χρο­νη ελλη­νί­δα, η πραγ­μα­τι­κή αφύ­πνι­ση συνέ­βη με τη μαζι­κή οργα­νω­μέ­νη δρά­ση των γυναι­κών που πήραν μέρος στην ΕΑΜι­κή Αντί­στα­ση. Ξεπερ­νώ­ντας αντι­δρα­στι­κές αντι­λή­ψεις και βαθιά ριζω­μέ­νες νοο­τρο­πί­ες, η γυναί­κα έδω­σε το παρόν με θάρ­ρος και ηρω­ι­σμό απα­ρά­μιλ­λο, δίνο­ντας και έναν τερά­στιο αριθ­μό θυμά­των. Δεν είναι λίγα τα ποι­ή­μα­τα που γρά­φτη­καν υμνώ­ντας ηρω­ί­δες της Αντί­στα­σης. Μόνο στο Ανθο­λό­γιο του Φίλιπ­πα Γελα­δό­που­λου με τίτλο «Μαρία Δημά­δη-μνή­μες κι ελε­γεία» περι­λαμ­βά­νο­νται 57 ποι­ή­μα­τα γραμ­μέ­να από ξεχω­ρι­στούς ποι­η­τές το καθέ­να, ειδι­κά γι αυτήν την Αγρι­νιώ­τισ­σα ηρω­ί­δα. Αλλά κι άλλα πολ­λά γρα­φτή­κα­νε όπως για την Αντάρ­τισ­σα «Άννα του κλέ­φτη», από την υπο­φαι­νό­με­νη, την Ηλέ­κτρα Απο­στό­λου από τη Δέσπω Καρού­σου, την «Ευτυ­χία Πρίν­τζου» από την Άννα Μπου­ρα­τζή-Θώδα και πολ­λούς άλλους ποιητές.

Σε ανθο­λό­γιο της ΟΓΕ, που εκδό­θη­κε το 1988, με επι­μέ­λεια της Δέσπως Καρού­σου και της Φαί­δρας Ζαμπα­θά-Παγου­λά­του, έχου­με την ευκαι­ρία να συνα­ντή­σου­με πολ­λούς από τους ποι­η­τές και τις ποι­ή­τριες που έγρα­ψαν για τη Γυναί­κα της δου­λειάς , του μόχθου και του αγώνα.

Φωνές όπως ο Κ. Γαρί­δης με το «σύντο­μο ελε­γείο στη μικρή κόρη της φάμπρι­κας», η Φαί­δρα Ζαμπα­θά-Παγου­λά­του με το «Για σένα γυναί­κα», Η Βικτω­ρία Θεο­δώ­ρου με το «Εγκώ­μιο» στην κυρα-Μαρία, η Λιλή Ιακω­βί­δη με τη «Μάνα» της, ο Κ. Καρα­χά­λιος με τις «Γριού­λες», ο Κλέ­αν­δρος Καρ­θαί­ος με το «Μια γυναί­κα», ο Τάσος Μακρά­τος με το «Δοξα­στι­κό εσα­εί», ο Φ. Μαυ­ρο­γιώρ­γης με τη «Μια μορ­φή», η Σοφία Μαυ­ροει­δή-Παπα­δά­κη με τη «δασκά­λα» της, ο Κ. Πηγα­διώ­της με τα «Δεδου­λευ­μέ­να», ο Γ. Ρίτσος με την «κυρά των αμπε­λιών», ο Ε.Ε. Χατζη­γιάν­νης με τη «Σοφία Κ.», την παρα­δου­λεύ­τρα, είναι μερι­κές από αυτές που περι­λαμ­βά­νο­νται στην έκδο­ση και συγκι­νούν ιδιαί­τε­ρα για το ρεα­λι­σμό και την αισθη­τι­κή τους.

Φτά­νο­ντας στην τρέ­χου­σα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και στην πρό­σφα­τη εκδο­τι­κή κίνη­ση έχου­με την ευκαι­ρία να παρα­τη­ρή­σου­με ότι δεν δια­φεύ­γουν της προ­σο­χής και της ευαι­σθη­σί­ας του ποι­η­τή ζητή­μα­τα και γεγο­νό­τα της επι­και­ρό­τη­τας που έχουν να κάνουν με την κακο­ποί­η­ση της γυναί­κας, μέσα κι έξω από το σπί­τι της. Ενδο­οι­κο­γε­νεια­κή βία, προ­κα­τά­λη­ψη, βια­σμοί σωμα­τι­κοί και ψυχι­κοί κατα­να­γκα­σμοί περ­νούν από το μικρο­σκό­πιο της ποι­η­τι­κής δεξιο­τε­χνί­ας και οπτι­κής των σύγ­χρο­νων λογο­τε­χνών για να μετα­τρα­πούν σε κατα­πέλ­τη και κατα­κραυ­γή ενά­ντια σ΄αυτά τα φαι­νό­με­να. Η Λίλη Μπί­τα, η Ζακυν­θι­νιά ποι­ή­τρια της Δια­σπο­ράς, στην ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή «Αστρα­πές στη σάρ­κα» περι­λαμ­βά­νει δύο πολύ δυνα­τές εμπνεύ­σεις η μια με τον τίτλο «Μαύ­ρε κρί­νε της Αφρι­κής» και η άλλη με τον τίτλο «βια­σμέ­νη και δολο­φο­νη­μέ­νη». Η πρώ­τη ανα­φέ­ρε­ται με απο­τρο­πια­σμό στο βάρ­βα­ρο έθι­μο αφρι­κα­νι­κών λαών να παντρεύ­ουν κορι­τσά­κια δεκά­χρο­να με ηλι­κιω­μέ­νους άνδρες, που σχί­ζουν το αιδείο τους με μαχαί­ρι για­τί είναι στε­νό για τους φαλ­λούς τους, ενώ η δεύ­τε­ρη απο­σα­φη­νί­ζε­ται από τον ίδιο της τον τίτλο. Στην ανα­ζή­τη­σή μας κι άλλα ονό­μα­τα όπως η Κική Δημου­λά με το «εγώ σε λέω Γυναί­κα» , η Άντζυ Ραυ­το­πού­λου με το «Συ γυναί­κα» , η Μαρία Δημη­τρού­κα με το «προς τους άνδρες συντρό­φους μας», η Γιώ­τα Παρ­θε­νί­ου με τη «Μεσ­σο­λογ­γί­τισ­σα», η Ηλέ­κτρα Στρα­τω­νί­ου με το «Γιού­χου» και το «Γυναί­κα εγώ», η Άννα Μπου­ρα­τζή Θώδα με το «Μαρία Δημά­δη» κι άλλα κι άλλα έχουν ζωγρα­φί­σει με δυνα­τές πινε­λιές της γυναί­κας τον αγώ­να. Για παρά­δειγ­μα ας ακού­σου­με το ποί­η­μα της Κικής Δημουλά:

Σημείο ανα­γνω­ρί­σε­ως

(Άγαλ­μα γυναί­κας με δεμέ­να τα χέρια)

Όλοι σε λένε κατευ­θεί­αν άγαλμα,
εγώ σε προ­σφω­νώ γυναί­κα κατευθείαν.
Στο­λί­ζεις κάποιο πάρκο./ Από μακριά εξαπατάς.
Θαρ­ρεί κανείς πως έχεις ελα­φρά ανακαθίσει
να θυμη­θείς ένα ωραίο όνει­ρο που είδες,
πως παίρ­νεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκα­θα­ρί­ζει τ’ όνειρο:
δεμέ­να είναι πισθά­γκω­να τα χέρια σου
μ’ ένα σχοι­νί μαρμάρινο
κ’ η στά­ση σου είναι η θέλη­σή σου
κάτι να σε βοη­θή­σει να ξεφύγεις
την αγω­νία του αιχμαλώτου.
Έτσι σε παραγ­γεί­λα­νε στο γλύ­πτη: αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς/ ούτε μια βρο­χή να ζυγί­σεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελα­φριά μαργαρίτα.
Δεμέ­να είναι τα χέρια σου. (…)
Όλοι σε λένε κατευ­θεί­αν άγαλμα
εγώ σε προ­σφω­νώ γυναί­κα αμέσως.
Όχι για­τί γυναί­κα σε παρέδωσε
στο μάρ­μα­ρο ο γλύπτης/ κι υπό­σχο­νται οι γοφοί σου
ευγο­νία αγαλμάτων,/ καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμέ­να χέρια σου, που έχεις
όσους πολ­λούς αιώ­νες σε γνωρίζω,/ σε λέω γυναίκα.
Σε λέω γυναίκα/ για­τί είσαι αιχμάλωτη.

Ή το «Γυναί­κα εσύ» της Αγγε­λι­κής Ραυτοπούλου

Γυναί­κα συ που σέρνεσαι
στης γης το τελευταίο,
με την κοι­λιά καρ­πόν γιομάτη
και με του θέρους την οσμήν
πτω­μά­των, που σιωπούνε,
έφτα­σε η ώρα να ντυθείς
με άρμα­τα και βόλια…
Τρέ­ξε, υπερασπίσου,
του γεί­το­νά σου το παιδί
το κλαί­νε, απ’ το ξημέρωμα
στο διπλα­νό στενό..

ή το έξο­χο της Μαρί­ας Δημητρούκα

(από­σπα­σμα)

Προς τους άντρες-συντρό­φους μας…
——————————
Είμαι η γυναίκα.
Αν κάνε­τε άγαλ­μα τη γυναί­κα της Κίνας
ποιός θα οργώ­σει τη γη;
Ποιός θα πορευ­τεί στο μέλλον;
Αν κάνε­τε άγαλμα
της Ινδί­ας τη γυναίκα
ποιός θα θερί­σει τη γη;
Ποιός θα ταΐ­σει τα δώδε­κα παι­διά της;
Αν κάνε­τε άγαλμα
τη μορ­φή της Ηλέκτρας
ποιός θα βάλει φωτιά
στις αδι­κί­ες των ανθρώπων;
Αν κάνε­τε άγαλμα
τη γυναί­κα ‑επο­νί­τισ­σα
ποιός το ντου­φέ­κι θα γεμίσει;
…Ξεκι­νώ απ’ της γης τα έγκατα.
Ανε­βαί­νω πόντο τον πόντο
στιγ­μή τη στιγμή
τη κλί­μα­κα του αγώνα
και καλη­μέ­ρα θα σου πω
στις λεωφόρους
ενός κόσμου που έρχεται!
…Βαδί­ζω δίπλα σου.
Ποτέ δεν μένω πίσω.
Σου απλώ­νω το χέρι,
σε γροθιά!
Μαζί θα σπείρουμε!
.….….Είμαι γυναίκα.
Ο άλλος άνθρωπος.
Ο ίδιος άνθρωπος.
Όρκος μου, να βγω απ’ το περι­θώ­ριο των ταμπού της Ιστορίας..
Μετα­ξύ των Ελλή­νων ποι­η­τών θα μου επι­τρέ­ψε­τε να επι­λέ­ξω τον αγα­πη­μέ­νο μου Τάσο Λει­βα­δί­τη και να παρα­θέ­σω ένα ενδει­κτι­κό από­σπα­σμα όπου χαρα­κτη­ρι­στι­κά τοπο­θε­τεί­ται ο ίδιος στη θέση της λαϊ­κής γυναί­κας και μιλώ­ντας για λογα­ρια­σμό της εξω­τε­ρι­κεύ­ει το συναί­σθη­μα και τον προ­βλη­μα­τι­σμό της:

…Φτω­χές γυναίκες,
μοδί­στρες, δακτυ­λο­γρά­φοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπι­τω­μέ­νες, ακό­μα κι άλλες
εκεί­νες του σκοι­νιού και του παλουκιού,
γυναί­κες του ανέ­μου, της βρο­χής, του κουρνιαχτού,
νιώ­σα­με το φόβο που κρύ­βε­ται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κού­ρα­ση πίσω από την καλο­σύ­νη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώ­σα­με την αδυ­να­μία που
κρύ­βε­ται πίσω απ’ την κακία».

Στη συλ­λο­γή «Μπα­λά­ντες κι ελε­γεία» του Γιάν­νη Παπα­οι­κο­νό­μου η σεβά­σμια φιγού­ρα της μάνας, της γυναί­κας ή της συντρό­φισ­σας δεν μπο­ρεί να αγνοη­θεί ή να μην παρα­συρ­θεί από το χεί­μαρ­ρο μιας έμπνευ­σης που πηγά­ζει από τα παρα­πήγ­μα­τα και τα ανα­χώ­μα­τα της φτω­χο­γει­το­νιάς της εργα­τού­πο­λης του Περά­μα­τος. Θα τη συνα­ντή­σου­με συχνά – πυκνά στις αρά­δες της μπα­λά­ντας ή της ελε­γεί­ας σαν μάνα εργά­τρια, σαν γυναί­κες με άδειες ποδιές (ανέ­χειας και ένδειας), ή σαν άνερ­γες αγα­πη­μέ­νες που ενώ­νουν τη φωνή τους με τους εξε­γερ­μέ­νους προ­λε­τά­ριους και φωνάζουν:

«χίλιες φωνές/με τις γρο­θιές τους δάση/μες τη φωνή του»

Στις σελί­δες της «Επι­δέ­σμιας μνή­μης» του, επί­σης και στο τρί­το κεφά­λαιο που τιτλο­φο­ρεί­ται « τα Συντρο­φι­κά» δεσπό­ζου­σα προ­βάλ­λει η «Παρι­σι­νή Ραψω­δία», αφιε­ρω­μέ­νη στη μνή­μη της Ζερ­μαίν Ρενάρντ, της Γαλ­λί­δας «μικρο­κα­μω­μέ­νης δασκά­λας», που του στά­θη­κε στο διά­στη­μα της αυτο­ε­ξο­ρί­ας του στο Παρί­σι, αντι­κα­θι­στώ­ντας της μάνας του τη μητρι­κή φρο­ντί­δα και μυώ­ντας τον στην ποί­η­ση, τη μου­σι­κή και τον αγώ­να για «τη Δημο­κρα­τία στην Ελλά­δα». Αλλά και η «Ωδή σ΄ ένα άνερ­γο κορί­τσι», μοιά­ζει σφυ­ριά και τσε­κού­ρι στο στυ­γνό εκμε­ταλ­λευ­τι­κό πρό­σω­πο της κοι­νω­νί­ας του σήμε­ρα, κραυ­γή αγω­νί­ας για το μέλ­λον των λαών και των παι­διών μας: «παι­διά μαραίνονται/βαθιά σου/η γυναί­κα στερεύει/του έρω­τα η γλύκα/Εφιάλτης/και μόνο η λευ­κή ονείρωξη/καταπέλτης ατσάλινος/και πρό­βα θανάτου».

Το 2015, βρί­σκει τη γυναί­κα, Φίλοι και φίλες, με τα εργα­σια­κά και κοι­νω­νι­κά δικαιώ­μα­τα που με τόσους ματω­μέ­νους αγώ­νες κέρ­δι­σε, συμπιε­σμέ­να, πετσο­κομ­μέ­να, τσα­λα­πα­τη­μέ­να. Όμως το ριζο­σπα­στι­κό γυναι­κείο κίνη­μα, σάρ­κα από τη σάρ­κα του εργα­τι­κού – λαϊ­κού κινή­μα­τος, ποτέ δεν έμει­νε και ποτέ δεν θα μεί­νει με χέρια σταυ­ρω­μέ­να, να κοι­τά­ει αμή­χα­να ή αδιά­φο­ρα τα συντρίμ­μια της ζωής μας. Για­τί εμείς, που παρά­γου­με τον πλού­το, πλάι στους άντρες συντρό­φους μας, δεν μπο­ρού­με να συμ­βι­βα­στού­με με τα λίγα ψίχου­λα από το γεμά­το τρα­πέ­ζι που εμείς στρώ­σα­με για τους εκμε­ταλ­λευ­τές μας.

Αφού μου συγ­χω­ρή­σε­τε, τυχόν, σίγου­ρες αλλά όχι σκό­πι­μες παραλείψεις,

θα μου επι­τρέ­ψε­τε να κλεί­σω την παρέμ­βα­σή μου με τις δικές μου, αγα­πη­μέ­νες «Αλκυο­νί­δες»:

ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ

Αχ, κορί­τσια,
κορί­τσια µε τα λάβαρα
και τα πανύ­ψη­λα όνειρα,
ορθώ­σα­τε τις τύχες σας
σε ουρά­νιο ανάστηµα!
Αχ, κορί­τσια,
κορί­τσια της στέ­ρη­σης και του µόχθου,
γυρ­νά­τε από τη δουλειά
µε δυο χού­φτες άγχος
κάτω από τ’ αρι­στε­ρό στήθος,
µε ξέχει­λo το παράπονο
και τη δύνα­µη της έµπνευσης
να πάλ­λε­ται
στο ρυθµό της επανάστασης.
Αχ, κορί­τσια,
µε το τρα­γού­δι στο στόµα,
πάτε κι ερχεστε,
θερµαί­νο­ντας την ελπίδα
στη χόβο­λη του αγώ­να σας
σα μια φέτα ζεστό ψωµί στη θράκα.
Αχ, κορί­τσια,
µε τα κόκ­κι­να µάγου­λα της σεµνότητας,
το καθά­ριο βλέ­µµα της ειλικρίνειας,
τ’ απα­λό ερω­τι­κό σας χάδι,
ντυ­θή­κα­τε την οµορφιά,
ντύ­σα­τε και τον κόσµο µε γλυ­κιά θαλπωρή.
Αχ, κορί­τσια,
τρα­βή­ξα­τε µπροστά,
σα φρε­γά­τες στα πέλαγα…
κατα­λα­γιά­ζουν κάπο­τε οι φουρτούνες,
κορί­τσια,
κι οι καται­γί­δες στραγ­γί­ζoυv στο ποτή­ρι της θερι­νής γαλήνης.
Κορί­τσια µε τα λάβα­ρα και τα πανύ­ψη­λα όνειρα,
κου­ρε­λιά­σα­τε τα πέπλα του πεπρωµένου
µε τις αιχ­μές του δίκιου σας,
περ­πα­τώ­ντας ισό­τι­μη πορεία
στoυ μέλ­λο­ντος την απλωσιά
σωστές αλκυο­νί­δες,
κορί­τσια…

 

(Aπό την ομι­λία της αντι­προ­έ­δρου της ΕΕΛ Μαρ­γα­ρί­τας Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση σε εκδή­λω­ση της Επι­τρο­πής Γυναι­κών της ΕΕΛ για την 8Η Μάρ­τη-Παγκό­σμια μέρα της γυναί­κας- στις 9–3‑2015).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο