Γράφει ο Θανάσης Αλεξίου* //
Στις σύγχρονες κοινωνίες ο κοινωνικός δεσμός, σε αντίθεση λόγου χάρη με την αρχαία πόλη ή, την φεουδαρχική κοινωνία, ‑όπου η απόσπαση του κοινωνικού υπερπροϊόντος γίνεται με την παρέμβαση της πολιτικής βίας (δουλεία, δουλοπαροικία)-, είναι οικονομικός (ταξικός). Με ποια έννοια; Με την έννοια ότι η απόσπαση του κοινωνικού υπερπροϊόντος (υπερεργασία/υπεραξία) γίνεται αυτόματα στο χώρο παραγωγής του. Εδώ η οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας έχουν αυτονομηθεί πλήρως από τις προσωπικές σχέσεις. Μάλιστα στο σύστημα της μισθωτής εργασίας η πραγμοποίηση (η έκπτωση του ανθρώπου σε πράγμα) αφαιρεί από τα άτομα κάθε προσωπική υπόσταση. Με αυτή την έννοια η «γυμνή ζωή» (Homo Sacer) την οποία ο G. Agamben ανιστορικά και με (βιο)πολιτικούς όρους ορίζει ως μια «κατάσταση εξαίρεσης» συνιστά για την εργατική τάξη μια κατάσταση κανονικότητας (προλεταριακή συνθήκη). Επομένως εφόσον ο κοινωνικός δεσμός ορίζεται οικονομικο-ταξικά είναι σαφές ποιος, που και πώς μπορεί να παρέμβει ώστε να αρθούν οι αιτίες που δημιούργησαν το πρόβλημα.
Σε μεγάλο βαθμό η εμπέδωση της καπιταλιστικής συνθήκης (διαχωρισμός από τα μέσα παραγωγής, εμπορευματοποίηση, κοινωνικός κατακερματισμός κ.λπ.), βιώθηκε από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ως προσωπική έκπτωση και κοινωνική αποξένωση. Το γεγονός αυτό τροφοδότησε μια νοσταλγία για το προκαπιταλιστικό παρελθόν (ρομαντισμός). Κατά κάποιο τρόπο ο ρομαντισμός ζητά το «ξαναμάγεμα του κόσμου», δηλαδή την αντιστοίχηση της πραγματικότητας με την «ψυχή» και τις επιθυμίες της (μεταφυσικές, σωτηριολογικές κ.λπ.) (μεσαιωνικός κόσμος). Αυτό όπως θα σήμαινε την αποκατάσταση του κοινωνικού του ισοδύναμου. Την αποκατάσταση των προκαπιταλιστικών δομών (αυτάρκη κοινότητα, συντεχνιακή οργάνωση της παραγωγής, περιορισμός της κεφαλαιακής συσσώρευσης κ.ο.κ.) και με αυτή την έννοια την ακύρωση της ίδιας της καπιταλιστικής συνθήκης. Ωστόσο αυτός ο ρομαντισμός ενώ στρέφεται κατά της αστικής (νεωτερικής) σύμβασης και των αστεακών τρόπων ζωής («το άξενο των πόλεων», το απρόσωπο των σχέσεων κ.λπ.) δυσκολεύεται να προσδιορίσει τον καπιταλισμό ως το αίτιο και να στραφεί εναντίον του ζητώντας την κατάργηση της μισθωτής εργασίας.
Ωστόσο η μαζοποίηση του πληθυσμού και η απροσωποποίηση της κοινωνικής εμπειρίας για τα οποία θρηνολογούν οι κριτικοί του πολιτισμικού πεσιμισμού από την εποχή του F. Nietzsche, του E. Bergson κ.ά. («φιλοσοφίες ζωής») έως στις μέρες μας (αποδομισμός, μεταμοντερνισμός κ.λπ.) είναι απότοκο της καπιταλιστικής συνθήκης. Ουσιαστικά αυτοί βλέπουν το δέντρο και χάνουν το δάσος. Αυτοί στρέφονται, από την οπτική μιας προαστικής (προνεωτερικής) παράδοση κατά της τυπικής ισότητας που εξαγγέλλει ο αστισμός, δίνοντας έμφαση στο κύρος, την αναγνώριση και τον σεβασμό στην φυσική ιεραρχία. Ζητούν ουσιαστικά την παλινόρθωση της «παλιάς» τάξης πραγμάτων των φεουδαρχικών τάξεων. Εκτός κριτικής μένει ο καπιταλισμός και η μισθωτή εργασία που εξωθούν στην έκπτωση (προλεταριοποίηση) και στην γενικευμένη αλλοτρίωση. Μάλιστα ο γνωσιοθεωρητικός σχετικισμός που εδώ υπάρχει μπορεί να σημαίνει, και από τη στιγμή που παύει να υφίσταται ένα κριτήριο εγκυρότητας (ορθός λόγος), την εξίσωση του ανορθολογισμού με τον ορθό λόγο. Πόσο μάλλον όταν η κριτική στη νεωτερικότητα, συνυπάρχει με το αίτημα για ισοτιμία όλων των παραδόσεων (επιστημονικών, παγανιστικών, θρησκευτικών κ.λπ.). Καθόλου συμπτωματικό λοιπόν ότι αυτές οι θεωρήσεις αμφισβητούν την εγκυρότητα και την δεσμευτικότητα καθολικών αξιών (αλληλεγγύη ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη κ.ο.κ.) που σε μεγάλο βαθμό προέκυψαν από τους κοινωνικούς αγώνες των καταπιεσμένων τάξεων. Η κατανόηση της κοινωνίας μέσα από την διαφορά και την ετερότητα που ο ορθός λόγος απώθησε (σύμφωνα με τον M. Foucault) έχει ως συνέπεια να αναδεικνύονται προπολιτικά στοιχεία (θρησκεία, εθνότητα, φυλή κ.ο.κ.) σε στοιχεία κοινωνικής συγκρότησης. Το σημερινό Ιράκ όπως ανασυστήθηκε μετά την ιμπεριαλιστική επέμβαση με βάση εθνοφυλετικές και θρησκευτικές διαφορές συνιστά τυπικό παράδειγμα ενός τέτοιου κοινωνικού μοντέλου. Να υπενθυμίζουμε εδώ ότι τμήματα της Αριστεράς (κυρίως της πολιτισμικής) ζητούσαν, με πρόσχημα την προστασία των μειονοτήτων, μετ’ επιτάσεως την νατοϊκή επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία, στη Λιβύη αλλά και στη Συρία. Μαζί με τους «αριστερούς» διανοούμενους που προλείαναν ιδεολογικά-πολιτικά το έδαφος στρατεύονταν και τα παρατηρητήρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι «ανθρωπιστικές» ΜΚΟ.
Κατά τον ίδιο τρόπο το κοινωνικό υποκείμενο θα αναζητηθεί πάλι με μια ρομαντική και μποέμ διάθεση, όχι εκεί που παράγεται και αποσπάται ο κοινωνικός πλούτος, αλλά στους «απόκληρους», στους «περιπλανώμενους», στους «αποκλεισμένους» και στις αυθόρμητες και αποσπασματικές αντιδράσεις τους. Κοντολογίς στο λούμπεν προλεταριάτο. Το ειρωνικό αυτής της προσέγγισης που αναγορεύει το κοινωνικό περιθώριο σε κοινωνικό υποκείμενο είναι ότι τόσο τα φασιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου όσο και τα σημερινά, αναδείχτηκαν, στρατολογώντας λούμπεν στοιχεία και ομάδες του κοινωνικού περιθωρίου και του «υπόκοσμου» (R. Paxton, Η ανατομία του φασισμού). Από την άλλη η εξιδανίκευση της άμεσης δράσης και του «ζωτικού ενστίκτου» (E. Bergson), ο εκθειασμός της βούλησης (βολονταρισμός) και κατ’ επέκταση της «βούλησης για δύναμη» (F. Nietzsche) έβγαλε περνώντας μέσα από τις αντιδραστικές «φιλοσοφίες ζωής» (βιταλισμός, ηρωικός πεσιμισμός κ.λπ.) στο φασισμό (G. Lukács). Ωστόσο στοιχεία αυτής της «φιλοσοφίας της πράξης» χαρακτηρίζουν σε μικρότερο ή, μεγαλύτερο βαθμό τη δράση και των νέων κοινωνικών κινημάτων (αντιπαγκοσμιοποίησης, οικολογικά, επιστροφή στις ρίζες κ.λπ.). Εξάλλου ήταν ο «απολίτικος» ακτιβισμός και οι «αμεσοδημοκρατικές» πρακτικές των «πλατειών» και των «αγανακτισμένων» και η αντιμνημονιακή θολούρα που μεσούσης της οικονομικής κρίσης νομιμοποίησαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας την «επώαση του φιδιού», δηλαδή της Χρυσής Αυγής.
Στις παρυφές, λοιπόν, αυτής της «αντιαστικής» αντινεωτερικής κριτικής υποβόσκει ουσιαστικά η επιφύλαξη, αν όχι η καχυποψία απέναντι στις καταπιεσμένες κοινωνικές τάξεις όσον αφορά την ικανότητά τους να διαχειριστούν «ορθά» δικαιώματα και ελευθερίες που τους έχουν «παραχωρηθεί», καθώς αυτές συμπεριφέρονται ως «όχλος» που χρειάζονται, επομένως, ηγεσία (θεωρία των ελιτ). Ο «όχλος» και οι διεκδικήσεις του τείνουν να γκρεμίσουν συθέμελα την αστική κοινωνία και να οδηγήσουν στην εξάλειψη των ανωτέρων τάξεων για ωφέλεια των λαϊκών τάξεων (G. Le Bon, Η ψυχολογία των μαζών 1895). Οι ανησυχίες και οι φοβίες του G. Le Bon, αλλά και άλλων συγκαιρινών του μπροστά στην άνοδο του εργατικού κινήματος και των «επικίνδυνων τάξεων» σε συνάρτηση με τις βαθιές αλλαγές στην εργασία και στην κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα αποτυπώνει με κυνικό αλλά με ανάγλυφο τρόπο τις ανησυχίες και τις φοβίες της αστικής τάξης. Είναι ακριβώς η ιδεολογική ατμόσφαιρα που προλειάνει το έδαφος, ‑όταν η όξυνση της ταξικής σύγκρουσης υποσκάπτει τη σχέση εκπροσώπησης‑, για την άνοδο και την επικράτηση του φασισμού (μεσοπόλεμος).
Αν στις παραπάνω προσεγγίσεις εξιδανικεύεται μια τάξη πραγμάτων που απέρχεται ανεπίστρεπτα (αντιαστικός ρομαντισμός) σε κάποιες άλλες η κριτική στην αστική κοινωνία εξελίσσεται, χωρίς να αμφισβητείτε η καπιταλιστική συνθήκη, σε αντίδραση (αντιδραστικός ρομαντισμός). Η κριτική αυτή που εγκαινιάζεται, όπως παραπάνω αναφέραμε, με την κριτική του F. Nietzsche στην αστική κοινωνία και τις αξίες της (ισότητα, ελευθερία, ισονομία κ.λπ.) διακατέχεται από μια αριστοκρατική-ελιτίστικη αντίληψη για την κοινωνία. Αυτή θεωρεί την ισότιμη» μεταχείριση των λαϊκών μαζών ως αρνητική εξέλιξη, επειδή αυτές είναι επικίνδυνες και δεν μπορούν να ελεγχθούν. Εμμέσως αλλά σαφώς τίθεται το ζήτημα αναμόρφωσης του θυμικού τους κόσμου και «ηθικοποίησής» τους. Aκριβώς γι’ αυτό πάλι «οι μάζες» χρειάζονται την καθοδήγηση των «εξαίρετων» όπως το ζητούσε εξάλλου στα καθ’ υμάς και ο Ι. Δραγούμης (Όσοι Ζωντανοί). Εδώ αποτυπώνεται ο φόβος της κοινωνικής έκπτωσης και της προλεταριοποίησης (κυρίως μικροαστικών στρωμάτων) που γίνεται αντιληπτή ως «μαζοποίηση», αλλά και οι ανησυχίες της αστικής τάξης από την συνδικαλιστική και πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Παρόλο που οι αλλαγές που έφερε μαζί της το βάθεμα του καπιταλισμού θεματοποιούνται με διαφορετικό τρόπο και ενδεχομένως από διαφορετική σκοπιά, (ως ανομία, ως υπόσκαψη των κοινοτικών δεσμών ή, ως παρακμή), παντού αναζητείται η αποκατάσταση της συντεχνιακής-κοινοτικής οργάνωσης. Να όμως που η αστικοποίηση, η εκβιομηχάνιση και η προλεταριοποίηση με τις ασυνέχειες και τις ασυγχρονίες που προκάλεσαν στον ατομικό και κοινωνικό ψυχισμό τροφοδότησαν μια «λαχτάρα για ολότητα» (P. Gay) που από διαφορετικούς δρόμους θα βγάλει στη συνέχεια, ‑μετατρέποντας τα μικροαστικά στρώματα σε κοινωνική δύναμη (μεσοπόλεμος)-, στο φασισμό (βλ. Γερμανία, Ιταλία κ.ά.). Ως γνωστόν η «μαζοποίηση» αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα τόσο στη Σχολή της Φρανκφούρτης (Marcuse, Αdorno, Fromm κ.λπ.) κυρίως όμως στην πολιτική ανθρωπολογία της Η. Arendt. Υιοθετώντας την παραδοσιακή αντίληψη για τις κοινωνικές τάξεις και θεωρητικοποιώντας τη νέα κατάσταση ως κατάρρευση των τάξεων και της μεταμόρφωσής τους σε μάζες η H. Arendt θα επαναφέρει το κοινωνικό ζήτημα στη σχέση μαζών και ελίτ, αναζητώντας την υπέρβαση στη σφαίρα κυριαρχίας και στο πολιτικό επίπεδο. Όχι όμως στη σφαίρα παραγωγής. Ουσιαστικά η H. Arendt δεν ζητάει την υπέρβαση της κοινωνικής τάξης ως κοινωνιολογικού γεγονότος δηλαδή ως εκμεταλλευτικής σχέσης αλλά αντιστρατεύεται την φιλελεύθερη θεσμοποίησή τους ζητώντας ουσιαστικά την επαναφορά των «ομάδων κύρους» (Status Groups) της φεουδαρχικής κοινωνίας που ο καπιταλισμός απώθησε. Η θέση αυτή δεν απέχει μεθοδολογικά και πολύ από την αντίστοιχη του φασισμού, και κυρίως του ιταλικού (αλλά και του εθνικοσοσιαλισμού) που εναντιώνονταν στην διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις. Ως γνωστόν ο φασισμός ζητούσε την υπέρβαση των τάξεων μέσα από την ανασύσταση των συντεχνιακών δεσμών και την κορπορατιβιστική (σωματειακή) οργάνωση της κοινωνίας. Η σωματειακή εκπροσώπηση που θα έβγαζε στο κράτος θα αντικαθιστούσε επίσης την σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ πολιτικών κομμάτων και κράτους. Μια αντίστοιχη κοινωνική οργάνωση (από διαφορετική αφετηρία) αναζητούσε και ο επαναστατικός συνδικαλισμός (G. Sorel) αλλά και ο αναρχοσυνδικαλισμός που δίνοντας έμφαση στον αυθορμητισμό και στο άμεσο βίωμα του εργοστασίου, εγκλώβισε τον «ριζοσπαστισμό», κυρίως μικροαστικών στρωμάτων, αλλά και ανέργων ή ανειδίκευτων εργατών στον «απολίτικο» συνδικαλισμό και σε μια αντίληψη κορπορατιβιστικής οργάνωσης της κοινωνίας.
Σε μια πρόσφατη εκδοχή, όταν οι «πλατείες» και οι «αγανακτισμένοι» (2011) προβλήθηκαν (και από τα ΜΜΕ) ως το νέο κοινωνικό υποκείμενο, το κοινωνικό ζήτημα τέθηκε πάλι με ακτιβιστικούς (απολίτικους) ή, ακόμη και ηθικιστικούς όρους, καθώς μετ’ επιτάσεως οι «αγανακτισμένοι», «οι πλατείες», «οι προδομένοι» κ.λπ. αποζητούσαν την αντικατάσταση των «διεφθαρμένων» και «προσκυνημένων» ελίτ. Αν στη μία περίπτωση (αντιμνημονιακή Αριστερά, λαϊκή Δεξιά κ.α.) αρκούσε η αντικατάσταση των παλαιοκομματικών ελιτ με άφθαρτα και νέα πρόσωπα, στην άλλη, αυτή της Χρυσής Αυγής, η αντικατάσταση θα γινόταν από την «αριστοκρατία» της φυλής και του αίματος. Και στις δύο περιπτώσεις η καπιταλιστική συνθήκη μπήκε σε παρένθεση ενώ στο πλαίσιο ενός διάχυτου βολονταρισμού το οικονομικό πρόβλημα (καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης) εμφανίστηκε ως πολιτικό (νεοφιλελευθερισμός). Βεβαίως η αποδοχή του τρίτου Μνημονίου καταδεικνύει τον ιδεολογικό χαρακτήρα αυτών των προσεγγίσεων αλλά επιβεβαιώνει κιόλας τον οικονομικό-ταξικό χαρακτήρα του κοινωνικού δεσμού στις σύγχρονες κοινωνίες, πράγμα που καθιστά τις κοινωνίες τάξεις και πρωτίστως την τάξη των παραγωγών του κοινωνικού πλούτου σε αδιαμφισβήτητο πρωταγωνιστή. Η «αδυναμία» της κυβερνώσας Αριστεράς να περιορίσει τις πολιτικές λιτότητας (σφαίρα κατανομής των αγαθών) καταδεικνύει επίσης και την αδυναμία του πολιτικού στοιχείου να ελέγξει τις οικονομικές διαδικασίες, πόσο μάλλον να καταργήσει την συνθήκη εκμετάλλευσης.
Ωστόσο η υπέρβαση της κοινωνίας της μισθωτής εργασίας, δηλαδή της καπιταλιστικής κοινωνίας που ευθύνεται για την μαζοποίηση, την πραγμοποίηση και την αλλοτρίωση, και τροφοδοτεί τον πολιτικό ρομαντισμό δεν μπορεί γίνει με αποσπασματικούς όρους, ούτε με υποκείμενα που αδυνατούν να υπερβούν επιμέρους ταξικές (και υπαρξιακές) καταστάσεις και να δράσουν καθολικά, όπως συμβαίνει με την δράση της εργατικής τάξης. Επομένως όταν ο αντιαστικός ρομαντισμός απευθύνεται στις εξωκοινωνικές-εξωιστορικές εμπειρίες του σώματος και της ψυχής (βιταλισμός, νομαδισμός, νεοβάρβαροι) (όπως A. Negri κ.ά.) εγκαταλείπει τον ορθό λόγο και μαζί την Ιστορία. Διολισθαίνει δηλαδή στην ανθρωπολογία (φυσική) και στο κοινωνικό δαρβινισμό και μετατρέπεται σε αντιδραστικό ρομαντισμό. Ωστόσο, όταν το «απωθημένο» επανέρχεται στην Ιστορία, αποκτά τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών στρωμάτων πού έρχεται να εκφράσει (συμμαχία μονοπωλιακού κεφαλαίου και μικροαστικών στρωμάτων). Με αυτή την έννοια ο φασισμός συνιστά μια από τις εκδοχές που μπορεί να πάρει ιστορικά ο αντιαστικός μοντερνισμός.
*Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου
(Το εικαστικό είναι του Τάσσου)