Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η διολίσθηση  του αντιαστικού ρομαντισμού σε αντιδραστικό ρομαντισμό

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου* //

Στις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες ο κοι­νω­νι­κός δεσμός, σε αντί­θε­ση λόγου χάρη με την αρχαία πόλη ή, την φεου­δαρ­χι­κή κοι­νω­νία, ‑όπου η από­σπα­ση του κοι­νω­νι­κού υπερ­προ­ϊ­ό­ντος γίνε­ται με την παρέμ­βα­ση της πολι­τι­κής βίας (δου­λεία, δου­λο­πα­ροι­κία)-, είναι οικο­νο­μι­κός (ταξι­κός). Με ποια έννοια; Με την έννοια ότι η από­σπα­ση του κοι­νω­νι­κού υπερ­προ­ϊ­ό­ντος (υπερεργασία/υπεραξία) γίνε­ται αυτό­μα­τα στο χώρο παρα­γω­γής του. Εδώ η οργά­νω­ση της εργα­σί­ας και της κοι­νω­νί­ας έχουν αυτο­νο­μη­θεί πλή­ρως από τις προ­σω­πι­κές σχέ­σεις. Μάλι­στα στο σύστη­μα της μισθω­τής εργα­σί­ας η πραγ­μο­ποί­η­ση (η έκπτω­ση του ανθρώ­που σε πράγ­μα) αφαι­ρεί από τα άτο­μα κάθε προ­σω­πι­κή υπό­στα­ση. Με αυτή την έννοια η «γυμνή ζωή» (Homo Sacer) την οποία ο G. Agamben  ανι­στο­ρι­κά και με (βιο)πολιτικούς όρους ορί­ζει ως μια «κατά­στα­ση εξαί­ρε­σης» συνι­στά για την εργα­τι­κή τάξη μια κατά­στα­ση κανο­νι­κό­τη­τας (προ­λε­τα­ρια­κή συν­θή­κη). Επο­μέ­νως εφό­σον ο κοι­νω­νι­κός δεσμός ορί­ζε­ται οικο­νο­μι­κο-ταξι­κά είναι σαφές ποιος, που και πώς μπο­ρεί να παρέμ­βει  ώστε να αρθούν οι αιτί­ες που δημιούρ­γη­σαν  το πρόβλημα.

Σε μεγά­λο βαθ­μό  η εμπέ­δω­ση της καπι­τα­λι­στι­κής συν­θή­κης (δια­χω­ρι­σμός από τα μέσα παρα­γω­γής, εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση, κοι­νω­νι­κός κατα­κερ­μα­τι­σμός κ.λπ.), βιώ­θη­κε από μεγά­λα τμή­μα­τα του πλη­θυ­σμού ως προ­σω­πι­κή έκπτω­ση και κοι­νω­νι­κή απο­ξέ­νω­ση. Το γεγο­νός αυτό τρο­φο­δό­τη­σε μια νοσταλ­γία για το προ­κα­πι­τα­λι­στι­κό παρελ­θόν (ρομα­ντι­σμός).   Κατά κάποιο τρό­πο ο ρομα­ντι­σμός ζητά το «ξανα­μά­γε­μα του κόσμου», δηλα­δή την αντι­στοί­χη­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας με την «ψυχή» και τις επι­θυ­μί­ες της (μετα­φυ­σι­κές, σωτη­ριο­λο­γι­κές κ.λπ.) (μεσαιω­νι­κός κόσμος). Αυτό όπως θα σήμαι­νε την απο­κα­τά­στα­ση του κοι­νω­νι­κού του ισο­δύ­να­μου. Την απο­κα­τά­στα­ση των προ­κα­πι­τα­λι­στι­κών δομών (αυτάρ­κη κοι­νό­τη­τα,  συντε­χνια­κή οργά­νω­ση της παρα­γω­γής, περιο­ρι­σμός της κεφα­λαια­κής συσ­σώ­ρευ­σης κ.ο.κ.) και με αυτή την έννοια την ακύ­ρω­ση της ίδιας της καπι­τα­λι­στι­κής συν­θή­κης. Ωστό­σο αυτός ο ρομα­ντι­σμός ενώ στρέ­φε­ται κατά της αστι­κής (νεω­τε­ρι­κής) σύμ­βα­σης και των αστε­α­κών τρό­πων ζωής («το άξε­νο των πόλε­ων», το απρό­σω­πο των σχέ­σε­ων κ.λπ.) δυσκο­λεύ­ε­ται να προσ­διο­ρί­σει τον καπι­τα­λι­σμό ως το αίτιο και να στρα­φεί ενα­ντί­ον του ζητώ­ντας την κατάρ­γη­ση της μισθω­τής εργασίας.

Ωστό­σο η μαζο­ποί­η­ση του πλη­θυ­σμού  και η απρο­σω­πο­ποί­η­ση της κοι­νω­νι­κής εμπει­ρί­ας για τα οποία θρη­νο­λο­γούν οι κρι­τι­κοί του πολι­τι­σμι­κού πεσι­μι­σμού από την επο­χή του F. Nietzsche, του E. Bergson κ.ά. («φιλο­σο­φί­ες ζωής»)  έως στις μέρες μας (απο­δο­μι­σμός, μετα­μο­ντερ­νι­σμός κ.λπ.) είναι από­το­κο της καπι­τα­λι­στι­κής συν­θή­κης.  Ουσια­στι­κά αυτοί βλέ­πουν το δέντρο και χάνουν το δάσος. Αυτοί στρέ­φο­νται, από την οπτι­κή μιας προ­α­στι­κής (προ­νε­ω­τε­ρι­κής) παρά­δο­ση κατά της τυπι­κής ισό­τη­τας που εξαγ­γέλ­λει ο αστι­σμός, δίνο­ντας έμφα­ση στο κύρος, την ανα­γνώ­ρι­ση και τον σεβα­σμό στην φυσι­κή ιεραρ­χία. Ζητούν ουσια­στι­κά την παλι­νόρ­θω­ση της «παλιάς»  τάξης πραγ­μά­των των φεου­δαρ­χι­κών τάξε­ων. Εκτός κρι­τι­κής μένει ο καπι­τα­λι­σμός και  η μισθω­τή εργα­σία που εξω­θούν στην έκπτω­ση (προ­λε­τα­ριο­ποί­η­ση) και στην γενι­κευ­μέ­νη αλλο­τρί­ω­ση. Μάλι­στα ο γνω­σιο­θε­ω­ρη­τι­κός σχε­τι­κι­σμός που εδώ υπάρ­χει μπο­ρεί να σημαί­νει, και από τη στιγ­μή που παύ­ει να υφί­στα­ται ένα κρι­τή­ριο εγκυ­ρό­τη­τας (ορθός λόγος), την εξί­σω­ση του ανορ­θο­λο­γι­σμού με τον ορθό λόγο. Πόσο μάλ­λον όταν η κρι­τι­κή στη νεω­τε­ρι­κό­τη­τα, συνυ­πάρ­χει με το  αίτη­μα για ισο­τι­μία όλων των παρα­δό­σε­ων (επι­στη­μο­νι­κών, παγα­νι­στι­κών, θρη­σκευ­τι­κών κ.λπ.). Καθό­λου συμ­πτω­μα­τι­κό λοι­πόν ότι αυτές οι θεω­ρή­σεις αμφι­σβη­τούν την εγκυ­ρό­τη­τα και την δεσμευ­τι­κό­τη­τα  καθο­λι­κών αξιών (αλλη­λεγ­γύη ισό­τη­τα, κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη κ.ο.κ.) που σε μεγά­λο βαθ­μό προ­έ­κυ­ψαν από τους κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες των κατα­πιε­σμέ­νων τάξε­ων. Η κατα­νό­η­ση της κοι­νω­νί­ας μέσα από την δια­φο­ρά και την ετε­ρό­τη­τα που ο ορθός λόγος απώ­θη­σε (σύμ­φω­να με τον M. Foucault) έχει ως συνέ­πεια να ανα­δει­κνύ­ο­νται  προ­πο­λι­τι­κά στοι­χεία (θρη­σκεία, εθνό­τη­τα, φυλή κ.ο.κ.) σε στοι­χεία κοι­νω­νι­κής συγκρό­τη­σης. Το σημε­ρι­νό Ιράκ όπως ανα­συ­στή­θη­κε μετά την ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέμ­βα­ση με βάση εθνο­φυ­λε­τι­κές και θρη­σκευ­τι­κές δια­φο­ρές συνι­στά τυπι­κό παρά­δειγ­μα  ενός τέτοιου κοι­νω­νι­κού μοντέ­λου. Να υπεν­θυ­μί­ζου­με εδώ ότι τμή­μα­τα της Αρι­στε­ράς (κυρί­ως της πολι­τι­σμι­κής) ζητού­σαν, με πρό­σχη­μα την προ­στα­σία των μειο­νο­τή­των, μετ’ επι­τά­σε­ως την νατοϊ­κή επέμ­βα­ση στη Γιου­γκο­σλα­βία, στη Λιβύη αλλά και στη Συρία. Μαζί με τους «αρι­στε­ρούς» δια­νο­ού­με­νους που προ­λεί­α­ναν ιδε­ο­λο­γι­κά-πολι­τι­κά το έδα­φος στρα­τεύ­ο­νταν και τα παρα­τη­ρη­τή­ρια για τα ανθρώ­πι­να δικαιώ­μα­τα και οι «ανθρω­πι­στι­κές» ΜΚΟ.

Κατά τον ίδιο τρό­πο το κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο θα ανα­ζη­τη­θεί πάλι με μια ρομα­ντι­κή και μπο­έμ  διά­θε­ση, όχι εκεί που παρά­γε­ται και απο­σπά­ται ο κοι­νω­νι­κός πλού­τος, αλλά στους «από­κλη­ρους», στους «περι­πλα­νώ­με­νους», στους «απο­κλει­σμέ­νους» και στις αυθόρ­μη­τες και απο­σπα­σμα­τι­κές αντι­δρά­σεις τους. Κοντο­λο­γίς στο λού­μπεν προ­λε­τα­ριά­το. Το ειρω­νι­κό αυτής της προ­σέγ­γι­σης που ανα­γο­ρεύ­ει το κοι­νω­νι­κό περι­θώ­ριο σε κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο είναι ότι τόσο τα φασι­στι­κά κινή­μα­τα του Μεσο­πο­λέ­μου όσο και τα σημε­ρι­νά, ανα­δεί­χτη­καν,  στρα­το­λο­γώ­ντας λού­μπεν στοι­χεία και ομά­δες του κοι­νω­νι­κού περι­θω­ρί­ου και του «υπό­κο­σμου» (R. Paxton, Η ανα­το­μία του φασι­σμού). Από την άλλη η εξι­δα­νί­κευ­ση της άμε­σης δρά­σης και του «ζωτι­κού ενστί­κτου» (E. Bergson), ο εκθεια­σμός της βού­λη­σης (βολο­ντα­ρι­σμός) και κατ’ επέ­κτα­ση της «βού­λη­σης για δύνα­μη» (F. Nietzsche) έβγα­λε περ­νώ­ντας μέσα από τις αντι­δρα­στι­κές «φιλο­σο­φί­ες ζωής» (βιτα­λι­σμός, ηρω­ι­κός πεσι­μι­σμός κ.λπ.)  στο φασι­σμό (G. Lukács). Ωστό­σο στοι­χεία αυτής της «φιλο­σο­φί­ας της πρά­ξης» χαρα­κτη­ρί­ζουν σε μικρό­τε­ρο ή, μεγα­λύ­τε­ρο βαθ­μό τη δρά­ση και των νέων κοι­νω­νι­κών κινη­μά­των (αντι­πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης, οικο­λο­γι­κά, επι­στρο­φή στις ρίζες κ.λπ.). Εξάλ­λου ήταν ο «απο­λί­τι­κος» ακτι­βι­σμός και οι «αμε­σο­δη­μο­κρα­τι­κές» πρα­κτι­κές των «πλα­τειών» και των «αγα­να­κτι­σμέ­νων» και η αντι­μνη­μο­νια­κή θολού­ρα που μεσού­σης της οικο­νο­μι­κής κρί­σης νομι­μο­ποί­η­σαν τα τελευ­ταία χρό­νια στη χώρα μας την «επώ­α­ση του φιδιού», δηλα­δή της Χρυ­σής Αυγής.

Στις παρυ­φές, λοι­πόν, αυτής της  «αντια­στι­κής» αντι­νε­ω­τε­ρι­κής κρι­τι­κής υπο­βό­σκει ουσια­στι­κά  η επι­φύ­λα­ξη, αν όχι η καχυ­πο­ψία απέ­να­ντι στις κατα­πιε­σμέ­νες κοι­νω­νι­κές τάξεις όσον αφο­ρά την ικα­νό­τη­τά τους να δια­χει­ρι­στούν «ορθά» δικαιώ­μα­τα και ελευ­θε­ρί­ες που τους έχουν «παρα­χω­ρη­θεί»,  καθώς αυτές συμπε­ρι­φέ­ρο­νται ως «όχλος» που χρειά­ζο­νται, επο­μέ­νως, ηγε­σία (θεω­ρία των ελιτ). Ο «όχλος» και οι διεκ­δι­κή­σεις του τεί­νουν να γκρε­μί­σουν συθέ­με­λα την  αστι­κή κοι­νω­νία και να οδη­γή­σουν στην εξά­λει­ψη των ανω­τέ­ρων τάξε­ων για ωφέ­λεια των λαϊ­κών τάξε­ων (G. Le Bon, Η ψυχο­λο­γία των μαζών 1895). Οι ανη­συ­χί­ες και οι φοβί­ες του G. Le Bon, αλλά και άλλων συγκαι­ρι­νών του μπρο­στά στην άνο­δο του εργα­τι­κού κινή­μα­τος και των «επι­κίν­δυ­νων τάξε­ων» σε συνάρ­τη­ση με τις βαθιές αλλα­γές στην εργα­σία και στην κοι­νω­νία στα τέλη του 19ου αιώ­να  απο­τυ­πώ­νει  με κυνι­κό αλλά με ανά­γλυ­φο τρό­πο τις ανη­συ­χί­ες και τις φοβί­ες της αστι­κής τάξης. Είναι ακρι­βώς η  ιδε­ο­λο­γι­κή ατμό­σφαι­ρα που προ­λειά­νει το έδα­φος, ‑όταν η όξυν­ση της ταξι­κής σύγκρου­σης υπο­σκά­πτει τη σχέ­ση εκπροσώπησης‑, για την άνο­δο και την επι­κρά­τη­ση του φασι­σμού (μεσο­πό­λε­μος).

Αν στις παρα­πά­νω προ­σεγ­γί­σεις εξι­δα­νι­κεύ­ε­ται μια τάξη πραγ­μά­των που απέρ­χε­ται ανε­πί­στρε­πτα (αντια­στι­κός ρομα­ντι­σμός) σε κάποιες άλλες η κρι­τι­κή στην αστι­κή κοι­νω­νία εξε­λίσ­σε­ται, χωρίς να αμφι­σβη­τεί­τε η καπι­τα­λι­στι­κή συν­θή­κη, σε αντί­δρα­ση (αντι­δρα­στι­κός ρομα­ντι­σμός). Η κρι­τι­κή αυτή που εγκαι­νιά­ζε­ται, όπως παρα­πά­νω ανα­φέ­ρα­με, με την κρι­τι­κή του F. Nietzsche στην αστι­κή κοι­νω­νία και τις αξί­ες της (ισό­τη­τα, ελευ­θε­ρία, ισο­νο­μία κ.λπ.) δια­κα­τέ­χε­ται από μια αρι­στο­κρα­τι­κή-ελι­τί­στι­κη αντί­λη­ψη για την κοι­νω­νία. Αυτή θεω­ρεί την ισό­τι­μη» μετα­χεί­ρι­ση των λαϊ­κών μαζών  ως αρνη­τι­κή εξέ­λι­ξη, επει­δή αυτές είναι επι­κίν­δυ­νες και δεν μπο­ρούν να ελεγ­χθούν. Εμμέ­σως αλλά σαφώς τίθε­ται το ζήτη­μα ανα­μόρ­φω­σης του θυμι­κού τους κόσμου και «ηθι­κο­ποί­η­σής» τους. Aκρι­βώς γι’ αυτό πάλι «οι μάζες» χρειά­ζο­νται την καθο­δή­γη­ση των «εξαί­ρε­των» όπως το ζητού­σε εξάλ­λου στα καθ’ υμάς και ο Ι. Δρα­γού­μης (Όσοι Ζωντα­νοί). Εδώ απο­τυ­πώ­νε­ται ο φόβος της κοι­νω­νι­κής έκπτω­σης και της προ­λε­τα­ριο­ποί­η­σης (κυρί­ως μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των) που γίνε­ται αντι­λη­πτή ως «μαζο­ποί­η­ση», αλλά και οι ανη­συ­χί­ες της αστι­κής τάξης από την συν­δι­κα­λι­στι­κή και πολι­τι­κή οργά­νω­ση της εργα­τι­κής τάξης. Παρό­λο που οι αλλα­γές που έφε­ρε μαζί της το βάθε­μα του καπι­τα­λι­σμού θεμα­το­ποιού­νται με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο και ενδε­χο­μέ­νως από δια­φο­ρε­τι­κή σκο­πιά, (ως ανο­μία, ως υπό­σκα­ψη των κοι­νο­τι­κών δεσμών ή, ως παρακ­μή), παντού ανα­ζη­τεί­ται η απο­κα­τά­στα­ση της συντε­χνια­κής-κοι­νο­τι­κής οργά­νω­σης. Να όμως που η αστι­κο­ποί­η­ση, η εκβιο­μη­χά­νι­ση και η προ­λε­τα­ριο­ποί­η­ση με τις ασυ­νέ­χειες και τις ασυγ­χρο­νί­ες που προ­κά­λε­σαν στον ατο­μι­κό και κοι­νω­νι­κό ψυχι­σμό τρο­φο­δό­τη­σαν μια «λαχτά­ρα για ολό­τη­τα» (P. Gay) που από δια­φο­ρε­τι­κούς δρό­μους θα βγά­λει στη συνέ­χεια, ‑μετα­τρέ­πο­ντας τα μικρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα σε κοι­νω­νι­κή δύνα­μη (μεσο­πό­λε­μος)-, στο φασι­σμό (βλ. Γερ­μα­νία, Ιτα­λία κ.ά.). Ως γνω­στόν η «μαζο­ποί­η­ση» ανα­δει­κνύ­ε­ται σε μεί­ζον ζήτη­μα τόσο στη Σχο­λή της Φραν­κφούρ­της (Marcuse, Αdorno, Fromm κ.λπ.) κυρί­ως όμως στην πολι­τι­κή ανθρω­πο­λο­γία της Η. Arendt. Υιο­θε­τώ­ντας την παρα­δο­σια­κή αντί­λη­ψη για τις κοι­νω­νι­κές τάξεις και θεω­ρη­τι­κο­ποιώ­ντας τη νέα κατά­στα­ση ως κατάρ­ρευ­ση των τάξε­ων και της μετα­μόρ­φω­σής τους σε μάζες η H. Arendt θα επα­να­φέ­ρει το κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα στη σχέ­ση μαζών και ελίτ, ανα­ζη­τώ­ντας την υπέρ­βα­ση στη σφαί­ρα κυριαρ­χί­ας και στο πολι­τι­κό επί­πε­δο. Όχι όμως στη σφαί­ρα παρα­γω­γής. Ουσια­στι­κά η H. Arendt δεν ζητά­ει την υπέρ­βα­ση της κοι­νω­νι­κής τάξης ως κοι­νω­νιο­λο­γι­κού γεγο­νό­τος δηλα­δή ως εκμε­ταλ­λευ­τι­κής σχέ­σης  αλλά αντι­στρα­τεύ­ε­ται την φιλε­λεύ­θε­ρη θεσμο­ποί­η­σή τους ζητώ­ντας ουσια­στι­κά  την επα­να­φο­ρά των «ομά­δων κύρους» (Status Groups) της φεου­δαρ­χι­κής κοι­νω­νί­ας που ο καπι­τα­λι­σμός απώ­θη­σε. Η θέση αυτή δεν απέ­χει μεθο­δο­λο­γι­κά και πολύ από την αντί­στοι­χη του φασι­σμού, και κυρί­ως του ιτα­λι­κού (αλλά και του εθνι­κο­σο­σια­λι­σμού) που ενα­ντιώ­νο­νταν στην διαί­ρε­ση της κοι­νω­νί­ας σε τάξεις. Ως γνω­στόν ο φασι­σμός ζητού­σε την   υπέρ­βα­ση των τάξε­ων μέσα από την ανα­σύ­στα­ση των συντε­χνια­κών δεσμών και την κορ­πο­ρα­τι­βι­στι­κή (σωμα­τεια­κή)  οργά­νω­ση της κοι­νω­νί­ας. Η σωμα­τεια­κή εκπρο­σώ­πη­ση που θα έβγα­ζε στο κρά­τος θα αντι­κα­θι­στού­σε επί­σης την σχέ­ση αντι­προ­σώ­πευ­σης μετα­ξύ πολι­τι­κών κομ­μά­των και κρά­τους. Μια αντί­στοι­χη κοι­νω­νι­κή οργά­νω­ση (από δια­φο­ρε­τι­κή αφε­τη­ρία) ανα­ζη­τού­σε και ο επα­να­στα­τι­κός συν­δι­κα­λι­σμός (G. Sorel) αλλά και ο αναρ­χο­συν­δι­κα­λι­σμός που δίνο­ντας έμφα­ση στον αυθορ­μη­τι­σμό και στο άμε­σο βίω­μα του εργο­στα­σί­ου, εγκλώ­βι­σε τον «ριζο­σπα­στι­σμό», κυρί­ως μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των, αλλά και ανέρ­γων ή ανει­δί­κευ­των εργα­τών στον  «απο­λί­τι­κο» συν­δι­κα­λι­σμό και σε μια αντί­λη­ψη κορ­πο­ρα­τι­βι­στι­κής οργά­νω­σης της κοινωνίας.

Σε μια πρό­σφα­τη εκδο­χή, όταν οι «πλα­τεί­ες» και οι «αγα­να­κτι­σμέ­νοι» (2011) προ­βλή­θη­καν (και από τα ΜΜΕ) ως το νέο κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο, το κοι­νω­νι­κό ζήτη­μα  τέθη­κε πάλι με ακτι­βι­στι­κούς (απο­λί­τι­κους) ή, ακό­μη και ηθι­κι­στι­κούς όρους, καθώς μετ’ επι­τά­σε­ως οι «αγα­να­κτι­σμέ­νοι», «οι πλα­τεί­ες», «οι προ­δο­μέ­νοι» κ.λπ.  απο­ζη­τού­σαν την αντι­κα­τά­στα­ση των «διε­φθαρ­μέ­νων» και «προ­σκυ­νη­μέ­νων» ελίτ. Αν στη μία περί­πτω­ση (αντι­μνη­μο­νια­κή Αρι­στε­ρά, λαϊ­κή Δεξιά κ.α.)  αρκού­σε η αντι­κα­τά­στα­ση των παλαιο­κομ­μα­τι­κών ελιτ με άφθαρ­τα και νέα πρό­σω­πα, στην άλλη, αυτή της Χρυ­σής Αυγής, η αντι­κα­τά­στα­ση  θα γινό­ταν από την «αρι­στο­κρα­τία»  της φυλής και του αίμα­τος. Και στις δύο περι­πτώ­σεις η καπι­τα­λι­στι­κή συν­θή­κη μπή­κε σε παρέν­θε­ση ενώ στο πλαί­σιο ενός διά­χυ­του βολο­ντα­ρι­σμού το οικο­νο­μι­κό πρό­βλη­μα (καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης) εμφα­νί­στη­κε ως πολι­τι­κό (νεο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός). Βεβαί­ως η απο­δο­χή του τρί­του Μνη­μο­νί­ου κατα­δει­κνύ­ει τον ιδε­ο­λο­γι­κό χαρα­κτή­ρα αυτών των προ­σεγ­γί­σε­ων αλλά επι­βε­βαιώ­νει κιό­λας τον οικο­νο­μι­κό-ταξι­κό χαρα­κτή­ρα του κοι­νω­νι­κού δεσμού στις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες, πράγ­μα που καθι­στά τις κοι­νω­νί­ες τάξεις και πρω­τί­στως την τάξη των παρα­γω­γών του κοι­νω­νι­κού πλού­του σε αδιαμ­φι­σβή­τη­το πρω­τα­γω­νι­στή. Η «αδυ­να­μία» της κυβερ­νώ­σας Αρι­στε­ράς να περιο­ρί­σει τις πολι­τι­κές λιτό­τη­τας (σφαί­ρα κατα­νο­μής των αγα­θών) κατα­δει­κνύ­ει επί­σης και την αδυ­να­μία του πολι­τι­κού στοι­χεί­ου να ελέγ­ξει τις οικο­νο­μι­κές δια­δι­κα­σί­ες, πόσο μάλ­λον να καταρ­γή­σει την συν­θή­κη εκμετάλλευσης.

Ωστό­σο η υπέρ­βα­ση της κοι­νω­νί­ας της μισθω­τής εργα­σί­ας, δηλα­δή της καπι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας που ευθύ­νε­ται για την μαζο­ποί­η­ση, την πραγ­μο­ποί­η­ση και την αλλο­τρί­ω­ση, και τρο­φο­δο­τεί τον πολι­τι­κό ρομα­ντι­σμό δεν μπο­ρεί γίνει με απο­σπα­σμα­τι­κούς όρους, ούτε με υπο­κεί­με­να που αδυ­να­τούν να υπερ­βούν επι­μέ­ρους ταξι­κές (και υπαρ­ξια­κές) κατα­στά­σεις και να δρά­σουν καθο­λι­κά, όπως συμ­βαί­νει με την δρά­ση της εργα­τι­κής τάξης. Επο­μέ­νως όταν ο αντια­στι­κός ρομα­ντι­σμός απευ­θύ­νε­ται  στις εξω­κοι­νω­νι­κές-εξω­ι­στο­ρι­κές εμπει­ρί­ες του σώμα­τος και της ψυχής (βιτα­λι­σμός, νομα­δι­σμός, νεο­βάρ­βα­ροι) (όπως A. Negri κ.ά.) εγκα­τα­λεί­πει τον ορθό λόγο και μαζί την Ιστο­ρία. Διο­λι­σθαί­νει δηλα­δή στην ανθρω­πο­λο­γία (φυσι­κή) και στο κοι­νω­νι­κό δαρ­βι­νι­σμό και μετα­τρέ­πε­ται σε αντι­δρα­στι­κό ρομα­ντι­σμό. Ωστό­σο, όταν το «απω­θη­μέ­νο» επα­νέρ­χε­ται στην Ιστο­ρία,  απο­κτά τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά των κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των πού έρχε­ται να εκφρά­σει (συμ­μα­χία μονο­πω­λια­κού κεφα­λαί­ου και μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των). Με αυτή την έννοια ο φασι­σμός συνι­στά μια από τις εκδο­χές που μπο­ρεί να πάρει ιστο­ρι­κά ο αντια­στι­κός μοντερνισμός.

*Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

(Το εικα­στι­κό είναι του Τάσσου)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο