Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η “ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΩΝ ΕΚΒΑΤΑΝΩΝ” ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ 

Γρά­φει η Μαρία Ματά­λα //
Δρ. Γαλ­λι­κής και Ελλη­νι­κής Φιλο­λο­γί­ας ‑Εικα­στι­κός- Κρι­τι­κός Τέχνης
Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Κώστα Ευαγ­γε­λά­του «Η Ελε­γεία των Εκβα­τά­νων», εκ. Από­πει­ρα, με ξάφ­νια­σε ευχά­ρι­στα. Είναι τόσο δυνα­τή η ποί­η­ση του, τόσο απο­στο­μω­τι­κά ειλι­κρι­νής, τόσο αλη­θι­νή. Η ποι­η­τι­κή του έκφρα­ση, που θα προ­σεγ­γί­σου­με, απο­τε­λεί άλλη μια ευαί­σθη­τη πτυ­χή της καλ­λι­τε­χνι­κής υπό­στα­σης του. Ποί­η­ση με πυκνά και μεστά νοή­μα­τα, με έντο­νο ρυθ­μό, εντο­νό­τα­τες εικό­νες, βαθύ­τα­τη ενδο­σκό­πη­ση, εκφρα­στι­κό­τα­τα  μηνύ­μα­τα και μέτρο όπως και τα εικα­στι­κά έργα του που προ­σφέ­ρουν ψυχι­κή ανάταση.

Ας ξεκι­νή­σου­με από την επι­λο­γή του τίτλου προ­σπα­θώ­ντας να αντι­λη­φθού­με τι ώθη­σε τον καλ­λι­τέ­χνη σε αυτή την διαδρομή.

Πολύ επι­τυ­χη­μέ­να, ο ποι­η­τής χαρα­κτη­ρί­ζει τα ποι­ή­μα­τά του Ελε­γεί­ες, δηλα­δή προ­τά­σεις μικρές, περιε­κτι­κές.  Αρχι­κά ο όρος ελε­γεία εκ του «έλε­γος» σήμαι­νε θρη­σκευ­τι­κό άσμα σε μορ­φή δίστι­χου ποιήματος.

Οι αρχαί­οι Έλλη­νες  δια­χώ­ρι­ζαν τις ελε­γεί­ες, σύμ­φω­να με τα θέμα­τα τους, σε: Πολε­μι­κές ελε­γεί­ες, που θα ονο­μά­ζα­με και θού­ριους, ελε­γεί­ες αγά­πης, ελε­γεί­ες λύπης, διδα­κτι­κές ελε­γεί­ες, με τις οποί­ες μετα­δί­δο­νταν φιλο­σο­φι­κές ιδέ­ες, σοφι­στι­κές ελε­γεί­ες, που περιεί­χαν απο­φθέγ­μα­τα, θριαμ­βι­κές ελε­γεί­ες με έντο­νο πολι­τι­κό χαρα­κτή­ρα και πολ­λά άλλα είδη.

euaggelatos2

ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Η ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΩΝ ΕΚΒΑΤΑΝΩΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ

Ο ποι­η­τής μας ανα­φέ­ρει επί­σης στον τίτλο του, μια ιστο­ρι­κή πόλη, τα Εκβά­τα­να, την οποία ο Μέγας Αλέ­ξαν­δρος  επι­σκέ­φθη­κε δύο φορές και βρή­κε μεγά­λο θησαυ­ρό. Το χαρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο σημείο της πόλης ήταν η επτά­τει­χη κυκλι­κή οχύ­ρω­ση της ακρό­πο­λής της, μονα­δι­κή στην αρχαιό­τη­τα, συνο­λι­κού περι­με­τρι­κού μήκους περί­που ίδιου με τα τεί­χη της αρχαί­ας Αθή­νας. Συγκε­κρι­μέ­να η ακρό­πο­λη ήταν κτι­σμέ­νη σε λόφο και την περιέ­βα­λαν επτά κυκλι­κά επάλ­λη­λα τεί­χη ανυ­ψού­με­να από έξω προς τα μέσα βαμ­μέ­να με την ακό­λου­θη σει­ρά χρω­μά­των: λευ­κό, μαύ­ρο, πορ­φυ­ρό, μπλε, πορ­το­κα­λί, αργυ­ρό, και χρυ­σό. Η έντο­νη εναλ­λα­γή αυτή των χρω­μά­των των τει­χών καθι­στού­σαν αυτά ορα­τά από μεγά­λη από­στα­ση δίνο­ντάς τους μια ιδιαί­τε­ρη αίγλη.

Ο Ευαγ­γε­λά­τος, καλ­λι­τέ­χνης, ζωγρά­φος και ποι­η­τής, χρω­μα­τί­ζει με τα ίδια χρώ­μα­τα το ποί­η­μά του, όπως και τον καμ­βά του, στην ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή χρη­σι­μο­ποιεί υπέ­ρο­χα σχέ­δια του ιδί­ου για να τονί­σουν τους στοί­χους του και βέβαια εκφρά­ζε­ται μέσω της σύγ­χρο­νης έννοιας της ελε­γεί­ας, δηλα­δή το καλ­λι­τε­χνι­κό δημιούρ­γη­μα με λυρι­κό και θρη­νη­τι­κό ύφος. Προ­χω­ρά­ει ενώ­νο­ντας σπον­δυ­λω­τά όλες αυτές τις μικρές συν­θέ­σεις σε μια μεγα­λύ­τε­ρη. Δομεί έναν οργα­νι­σμό με σπον­δύ­λους τις ελε­γεί­ες. Το σύνο­λο αυτό, η ζωή που δημιουρ­γεί, ορθώ­νει μια τρα­γι­κή κραυ­γή για ζωή μέσα από έναν θεα­τρι­κό μονό­λο­γο. Ανα­πτύσ­σει αυτόν τον μονό­λο­γο μέσα από ελε­γεί­ες, δίστι­χα, τρί­στι­χα, τετρά­στι­χα και άλλο­τε μεγα­λύ­τε­ρα ποι­ή­μα­τα, σκέ­ψεις σε συμπυ­κνω­μέ­νη μορ­φή, δια­μαρ­τυ­ρί­ες που ρέουν. Απο­δο­μεί τα Εκβά­τα­να,  περι­γρά­φο­ντας την ζωή. Βρί­σκει τον θησαυ­ρό , την φλό­γα, που βρί­σκε­ται μέσα στα τεί­χη και προ­σπα­θεί να βγει να τον μοι­ρά­σει στον κόσμο, ως άλλος Προμηθέας.

Το παι­χνί­δι της ζωής με τον θάνα­το, τον μονα­δι­κό αυτό κύκλο με την ενυ­πάρ­χου­σα μνή­μη, αφη­γεί­ται ο ποιητής.

«Δεή­θη­κες εκ γενετής
για τη συνά­ντη­σή μας
στους άφθαρ­τους αρχαγ­γέ­λους της σκέψης
στο πνεύ­μα της αφής και της αγάπης
τους ζήτη­σες τη διδα­χή – εμφύ­τευ­μα ζωής.»

«Ανθί­ζουν φλό­γες στη Νεκρόπολη.
Χιο­νί­ζει η μελ­λο­ντι­κή αυγή
όψεις ζωής που δε θα δούμε.»

Ο Κώστας Ευαγ­γε­λά­τος τονί­ζει την μονα­χι­κό­τη­τα του καλ­λι­τέ­χνη που μετα­φέ­ρει «εκ – φρα­στι­κά» τον λόγο του και την διά­νοιά του, μέσα από τον προ­σω­πι­κό του εξπρε­σιο­νι­σμό παρα­θέ­το­ντας δυνα­μι­κά σύμ­βο­λα και τα αντί­θε­τά τους, θέσεις και αντι­θέ­σεις ζωής, μετα­φο­ρές, αλλη­γο­ρί­ες και αλή­θειες, κραυ­γές και ψίθυ­ρους με στό­χο την ανα­ζή­τη­ση και την κατά­κτη­ση της ελευθερίας.

Θα συμ­φω­νή­σω με την κρι­τι­κή του Λεό­ντιου Πετμε­ζά πως ο ποι­η­τής «Μετα­φέ­ρει συναι­σθή­μα­τα υπαρ­ξια­κής αγω­νί­ας από τα μονο­πά­τια του πολι­τι­σμέ­νου κόσμου όπου όμως υπάρ­χει σεβα­σμός στην ανθρώ­πι­νη οντότητα.»

Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας στην ίδια φρά­ση την θέση και την αντί­θε­ση της, ο Ευαγ­γε­λά­τος συν­θέ­τει μια δομεί μια δυνα­τή θεα­τρι­κή αφή­γη­ση – σκέ­ψη — κραυ­γή, σα σπον­δυ­λω­τό μονό­πρα­κτο, η οποία περ­νά από την επι­φά­νεια και την ενδε­λε­χή παρα­τή­ρη­ση της ανθρώ­πι­νης κατά­στα­σης, σε βαθύ­τε­ρα στρώ­μα­τα του νου, «Στο δώμα της υπό­γειας ζωής…» για να κατα­λή­ξει στην απε­λευ­θέ­ρω­ση μετά από μια δυνα­τή κραυ­γή ελευθερίας.

euaggelatos3

ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, ΕΛΕΓΕΙΑ ΙΙ, ΜΕΛΑΝΗ ΣΕ ΧΑΡΤΟΝΙ

Ξεκι­νά λοι­πόν ο ποι­η­τής του εικο­στού πρώ­του αιώ­να, του αιώ­να της πάλης του ανθρώ­που με την μηχα­νή που ο ίδιος κατα­σκεύ­α­σε, με την παρα­τή­ρη­ση και την γεύ­ση της μονα­ξιάς και του απο­χαι­ρε­τι­σμού, γρά­φο­ντας δια­θή­κη, «με την δρο­σιά του πρω­ι­νού». Η αντί­φα­ση αυτή συνο­δεύ­ει όλο το ποί­η­μα, όλη την ζωή του ανθρώ­που που είναι το ποί­η­μα μιας μεγα­λύ­τε­ρης δύνα­μης. Σταθ­μί­ζει τις θετι­κές και τις αρνη­τι­κές πλευ­ρές της ζωής, προ­σπα­θώ­ντας να «ισορ­ρο­πή­σει» το παρά­λο­γο της ζωής και το αλλό­κο­το που προ­κα­λεί­ται από την έλλει­ψη επικοινωνίας.

 «Προ­σμέ­νεις κάτι ατό­φιο να τυλίξει
την ακα­τέρ­γα­στη μορ­φή που σε ναρκώνει[…]»

[…] Η λογι­κή σου άχρηστη
στο γρί­φο της ελπίδας.
Γερ­νάς και γέρνεις
στο κενό του τεχνι­κού αιώνα […]»

Ζωή γεμά­τη αντι­φά­σεις, που τις δημιουρ­γούν από την μια πλευ­ρά η «υπε­ρη­φά­νεια» του δημιουρ­γού απέ­να­ντι στα δημιουρ­γή­μα­τά του και από την άλλη πλευ­ρά, το δέος και ο φόβος απέ­να­ντι στα δημιουρ­γή­μα­τα αυτά. Ο φόβος αυτός τον υπο­δαυ­λί­ζει, σχε­δόν υποσυνείδητα.

«Πλίν­θοι της Παλαιστίνης
λίθοι της Ιερουσαλήμ
ίπτα­νται στις TV οθόνες.
Πόλεις απο­στει­ρώ­νο­νται
με δάκρυα και αίμα. […]»

Η συνεί­δη­ση του καλ­λι­τέ­χνη εκφρά­ζε­ται μέσα από την ιδε­α­τή αντα­νά­κλα­ση της αντι­κει­με­νι­κής και υπο­κει­με­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, μέσω του πολύ­μορ­φου συνό­λου των ανθρώ­πι­νων ψυχι­κών λειτουργιών.

euaggelatos4

ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, ΕΛΕΓΕΙΑ Ι, ΜΕΛΑΝΗ ΣΕ ΧΑΡΤΟΝΙ

Σε δεύ­τε­ρο επί­πε­δο, ο Ευαγ­γε­λά­τος χρη­σι­μο­ποιεί την τέχνη ως έκφαν­ση της αισθη­τι­κής μορ­φής της κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης. Ανα­φέ­ρε­ται στην αισθη­τι­κή του συνεί­δη­ση, δηλα­δή στην θέση και την σημα­σία αυτής της μορ­φής της κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης μέσα στην ίδια την κοι­νω­νία ως σύστη­μα. Οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις του ποι­η­τή φιλ­τρά­ρο­νται μέσω αισθη­τη­ρια­κών παρα­τη­ρή­σε­ων και συγκρί­σε­ων σε βαθ­μό που συνι­στούν αντα­νά­κλα­ση της ουσί­ας, της νομο­τέ­λειας, μέσω του αισθη­τη­ρια­κού ισο­δύ­να­μού του. Η ουσία και η νομο­τέ­λεια εκφρά­ζο­νται με τον τρό­πο που τους αρμό­ζει στη νόηση.

Υμνεί­ται η ψυχι­κή και η ηθι­κή δύνα­μη να νικη­θούν τα σκο­τά­δια μέσω της πάλης των αντι­θέ­των. Στην αισθη­τι­κή διαρ­χία ο ποι­η­τής δια­κρί­νει την αντί­θε­ση ωραί­ου και άσχη­μου, στην ηθι­κή διαρ­χία κινεί­ται στην αντί­θε­ση του αγα­θού και του κακού, στη λογι­κή διαρ­χία βρί­σκει τις αντί­θε­τες έννοιες και στην νοη­τι­κή διαρ­χία απο­τυ­πώ­νει τη θεω­ρία που ερμη­νεύ­ει τον κόσμο με βάση δύο αντα­γω­νι­στι­κές αρχές ή δυνά­μεις, το αγα­θό και το κακό.

Αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε λοι­πόν ότι η αισθη­τι­κή αυτή συνεί­δη­ση του Κώστα Ευαγ­γε­λά­του χρη­σι­μο­ποιεί σαν όχη­μα την ποί­η­ση για να δώσει στην έκφρα­σή του αισθη­τι­κή φόρ­μα η οποία αφο­ρά στις σχέ­σεις, στην μορ­φή, στις δομές της φύσης και της κοι­νω­νι­κής πρα­κτι­κής. Το μέσον της έκφρα­σης αυτής είναι η παράλ­λη­λη έκφρα­ση των αντι­θέ­των δηλα­δή της αρμο­νί­ας και της δυσαρ­μο­νί­ας, της συμ­με­τρί­ας και της ασυμ­με­τρί­ας, του ρυθ­μού, του μέτρου. Η ανα­ζή­τη­ση ισορ­ρο­πί­ας, «χρυ­σής τομής» συνι­στά χαρα­κτη­ρι­στι­κό σημείο τομής δομών – μορ­φών της φύσης, της κοι­νω­νί­ας, της τεχνι­κής, της τέχνης και της ανθρώ­πι­νης πρόσληψης.

Τέλος, ο ποι­η­τής στο τρί­το επί­πε­δο ανα­λύ­ει την γνώ­ση και τις νοη­τι­κές μορ­φές της: την διά­νοια και τον Λόγο. Το ταξί­δι του αυτό κατα­λή­γει στον νου, την βαθιά ενδο­σκό­πη­ση του ποι­η­τή που λέει χαρακτηριστικά:

«Ο νούς – ναός και νάμα
γεν­νά­ει δίκτυο ανατροπής
κεντρί­ζει με την γλώσ­σα της αλήθειας
και θάβει τα ευρή­μα­τα της γνώσης.»

 «Στο δύσβα­το κενό του χρόνου
ταυ­τί­ζε­ται η μυστι­κή γραφή
κάθε παράλ­λη­λης αλήθειας.»

«Αντι­στα­σια­κή ωδή στον θάνατο
η γλώσ­σα της σκέ­ψης πρου­πάρ­χει» 

Η νοη­τι­κή εγρή­γορ­ση του ποι­η­τή ανα­ζη­τά την λύτρω­ση μέσα από την αλή­θεια, το αντί­θε­το της λήθης και της λησμο­νιάς, ανα­ζη­τά την λύτρω­ση που οδη­γεί στην ελευ­θε­ρία του νου και στην έννοια της ανα­κύ­κλω­σης, με ο,τι αρνη­τι­κό συνε­πα­κό­λου­θο για το σαρ­κίο θα μπο­ρού­σε να προκύψει.

euaggelatos1

ΕΛΕΓΕΙΕΣ, ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο