Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Επέτειος Αποκατάστασης της Δημοκρατίας

 Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

(Η δικτατορία, η αγιοποίηση της αντίστασης και η ψυχική νόσος)

«Πεί­τε μου τώρα, το παι­δί των 17 ετών, που θα ψηφί­σει για πρώ­τη φορά που το ενδια­φέ­ρει πώς θα είναι η Ελλά­δα το 2030, εάν το ενδια­φέ­ρει τι έγι­νε το 1963;». Ανθο­λο­γη­μέ­νο από παλιό­τε­ρη συνέ­ντευ­ξη του πρωθυπουργού.

Τόσο απλά και αφο­πλι­στι­κά! Ιστο­ρι­κή άγνοια, απέ­χθεια για τη γνώ­ση της ιστο­ρί­ας. Αλή­θεια, τον νέο, τον προ­βλη­μα­τι­σμέ­νο νέο, θα ενδια­φέ­ρει η ιστο­ρι­κή γνώ­ση και ασφα­λώς θα του είναι απα­ραί­τη­τη. Ο νέος, ο προ­βλη­μα­τι­σμέ­νος νέος, προ­κει­μέ­νου να δια­μορ­φώ­σει την εθνι­κή του συνεί­δη­ση θα κατα­φύ­γει και στην ιστο­ρία. (Εκτός και αν «είναι ανά­γκη να σβή­σου­με κι αυτήν»). Με την ιστο­ρία οι νέοι θα μάθουν ποιοι κλέ­βουν δια­χρο­νι­κά το παρόν και το μέλ­λον τους… Θα μάθουν αλη­θι­νά και δεν θα παρα­σύ­ρο­νται από οποια­δή­πο­τε ανού­σια δικομ­μα­τι­κή κοκο­ρο­μα­χία. Ο 17χρονος είναι ανά­γκη να γνω­ρί­ζει ότι ο Λαμπρά­κης, δολο­φο­νή­θη­κε! Πέντε μέρες πριν αφή­σει την τελευ­ταία του πνοή, στις 22 Μαΐ­ου 1963 ο οδη­γός από ένα τρί­κυ­κλο — αυτό που είχε πάνω τους «Γκο­τζα­μά­νη­δες» και με σκε­πα­σμέ­νο αριθ­μό «πέφτει» πάνω στον Λαμπρά­κη. Ο Λαμπρά­κης — μετά από χτύ­πη­μα στο κεφά­λι — πέφτει στην άσφαλ­το και στο σημείο σχη­μα­τί­ζε­ται λίμνη αίμα­τος ανά­μει­κτη με εγκε­φα­λι­κά υγρά. Έτσι, είναι δύσκο­λο να σβή­σου­με την ιστο­ρι­κή μνή­μη ενός λαού που γνω­ρί­ζει καλά τα «τρί­κυ­κλα» και τις παρα­φυά­δες τους.

Ακό­μη καλό είναι, μέρες που είναι να γνω­ρί­ζουν όλοι οι Έλλη­νες, να απο­δέ­χο­νται και να θαυ­μά­ζουν τους αγω­νι­στές της επτα­ε­τί­ας που του­λά­χι­στον με τον αγώ­να τους δια­μόρ­φω­σαν μια προ­σω­πι­κό­τη­τα γεμά­τη ελευ­θε­ρία και Ελλά­δα, με όλα τα παθή­μα­τά τους που συνέ­θε­σαν έναν μικρό ανθρώ­πι­νο Γολ­γο­θά, αφού παρέ­μει­ναν στον τόπο τους Ελεύ­θε­ροι Πολιορ­κη­μέ­νοι. Για­τί πρέ­πει να ξέρου­με πως ό,τι έγι­νε υπέρ του ανθρώ­που δεν δόθη­κε δωρε­άν. Χρειά­στη­καν αγώ­νες και πάλι αγώ­νες καθη­με­ρι­νών ανθρώ­πων, με πρω­το­πο­ρία τα νιά­τα, χρειά­στη­κε θυσία αίμα­τος. Ακό­μη και το ηλιο­βα­σί­λε­μα σήμε­ρα έχει μέσα του ως υδα­το­γρα­φία, ένα κόμπο αίμα…

Οποια­δή­πο­τε προ­σπά­θεια άμβλυν­σης της ιστο­ρι­κής μνή­μης απέ­να­ντι στη χού­ντα προ­σβάλ­λει καταρ­χάς τους αγω­νι­στές που δολο­φο­νή­θη­καν, βασα­νί­στη­καν, φυλα­κί­στη­καν ‑εξο­ρί­στη­καν, για να έρθουν καλύ­τε­ρες μέρες για το λαό μας. Και πρέ­πει να γνω­ρί­ζου­με πως ο αντι­δι­κτα­το­ρι­κός αγώ­νας επέ­δρα­σε ουσια­στι­κά στη δια­μόρ­φω­ση μιας αγω­νι­στι­κής συνεί­δη­σης στη νέα γενιά.

Θέλη­σε, με τις ανα­φο­ρές της αυτές, να μειώ­σει την επί­δρα­ση που έχει ο αντι­δι­κτα­το­ρι­κός αγώ­νας στη δια­μόρ­φω­ση αγω­νι­στι­κής συνεί­δη­σης και στά­σης, κυρί­ως, της νέας γενιάς. Να την απο­κό­ψει από τις παρα­δό­σεις του λαϊ­κού κινή­μα­τος, να την κατα­στή­σει ευά­λω­τη στις επι­λο­γές του συστή­μα­τος. Γι’ αυτό και χαρα­κτή­ρι­σε την επι­μο­νή στην διεκ­δι­κη­τι­κή πάλη, ατο­μι­κή αλλά και συλ­λο­γι­κή ψυχι­κή νόσο.

«Ο ισχυ­ρι­σμός πως, “η απώ­λεια της δικτα­το­ρί­ας, για κάποιους από τους αγω­νι­στές, ισο­δυ­να­μεί με την απώ­λεια οικεί­ου προ­σώ­που, γεγο­νός που δεν μπο­ρούν να δια­χει­ρι­στούν, με απο­τέ­λε­σμα να νοσή­σουν ψυχι­κά”, είναι παρά­λο­γος και απα­ρά­δε­κτος καθ’ όσον η δικτα­το­ρία για τους αγω­νι­στές, δεν ήταν οικείο πρό­σω­πο για να το κλά­ψουν. Άλλοι πέν­θη­σαν για την απώ­λεια της. Για τους αγω­νι­στές ήταν ένα μιση­τό καθε­στώς που αντι­πά­λε­ψαν, όπως ο καθέ­νας έκρι­νε και μπο­ρού­σε, ατο­μι­κά ή συλ­λο­γι­κά. Οι διώ­ξεις, οι φυλα­κί­σεις, οι εκτο­πι­σμοί, οι βασα­νι­σμοί, δεν ήταν επι­λο­γή τους. Και φυσι­κά η «απώ­λεια» της δικτα­το­ρί­ας, δεν τους στέ­ρη­σε το λόγο του αγώ­να τους».

46 Χρό­νια μετά την κατάρ­ρευ­ση της δικτα­το­ρί­ας, ο αγώ­νας για την ικα­νο­ποί­η­ση των σύγ­χρο­νων λαϊ­κών ανα­γκών, Συνεχίζεται!

Ο λαϊ­κι­σμός και η αντί­δρα­ση άμα αγριέ­ψουν ενί­ο­τε γίνο­νται και σαρ­κο­βό­ρα τέρατα!!!

«Μην περι­μέ­νεις πια να σ’ ανοί­ξουν. Πρέ­πει μονά­χος να νοιαστείς./Πρέπει να σπά­σου­με την πόρ­τα. Θα τα καταφέρουμε».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο