Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η επιστροφή της σοσιαλδημοκρατίας στη Λατινική Αμερική: Φάρσα ή τραγωδία;

Γρά­φει ο Νίκος Μότ­τας //

«Ο Χέγκελ κάνει κάπου την παρα­τή­ρη­ση πως όλα τα μεγά­λα κοσμοϊ­στο­ρι­κά γεγο­νό­τα και πρό­σω­πα παρου­σιά­ζο­νται, σαν να λέμε, δυο φορές. Ξέχα­σε να προ­σθέ­σει, τη μια φορά σαν τρα­γω­δία, την άλλη σαν φάρ­σα». Με αυτά τα λόγια ξεκι­νά ο Κ. Μαρξ το σπου­δαίο έργο του «Η 18η Μπρυ­μαίρ του Λου­δο­βί­κου Βονα­πάρ­τη» στο οποίο κατα­πιά­νε­ται με τα πολι­τι­κά γεγο­νό­τα της περιό­δου 1848–1851 στη Γαλλία.

Θυμη­θή­κα­με την φρά­ση του Μαρξ με αφορ­μή την επι­στρο­φή του Λού­λα ντα Σίλ­βα στην προ­ε­δρία της Βρα­ζι­λί­ας, η οποία έρχε­ται ως επι­στέ­γα­σμα της ευρύ­τε­ρης ανο­δι­κής πορεί­ας που έχει κατα­γρά­ψει η σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία την τελευ­ταία τριε­τία σε μια σει­ρά χώρες της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής. Προη­γή­θη­καν οι εκλο­γι­κές νίκες του Λόπες Ομπρα­δόρ στο Μεξι­κό (2018), του Γκά­μπριελ Μπό­ριτς στην Χιλή, του Πέδρο Καστί­γιο στο Περού και της Σιο­μά­ρα Κάστρο στην Ονδού­ρα (2021) και του Γκου­στά­βο Πέτρο στην Κολομ­βία (2022), οι οποί­ες χαι­ρε­τί­στη­καν από πλη­θώ­ρα μέσων ενη­μέ­ρω­σης ως «θρί­αμ­βος της αρι­στε­ράς» που δήθεν μπο­ρεί να προ­σφέ­ρει φιλο­λαϊ­κό αδιέ­ξο­δο στα προ­βλή­μα­τα της εργα­τι­κής τάξης και των λαών.

Μια σει­ρά οπορ­του­νι­στι­κές και σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κές δυνά­μεις, στην Ελλά­δα και το εξω­τε­ρι­κό, συνε­χί­ζουν να σπέρ­νουν αυτα­πά­τες ότι η ανά­δει­ξη στην εξου­σία μιας «αρι­στε­ρής», ή «προ­ο­δευ­τι­κής», κυβέρ­νη­σης απο­τε­λεί θετι­κή εξέ­λι­ξη για τα λαϊ­κά συμ­φέ­ρο­ντα. Ακό­μη και ορι­σμέ­νες απο­κα­λού­με­νες κομ­μου­νι­στι­κές δυνά­μεις, έχο­ντας υιο­θε­τή­σει την βαθύ­τα­τα λαν­θα­σμέ­νη στρα­τη­γι­κή των «ενδιά­με­σων στα­δί­ων», βλέ­πουν κυβερ­νή­σεις τύπου Λού­λα ως… προ­στά­διο για τον σοσιαλισμό.

Μόνο που το έργο το έχου­με ξανα­δεί. Η ιστο­ρία έρχε­ται να επι­βε­βαιώ­σει ότι καμία – ανε­ξαι­ρέ­τως – από τις επο­νο­μα­ζό­με­νες «αρι­στε­ρές-προ­ο­δευ­τι­κές κυβερ­νή­σεις» που κλή­θη­καν να δια­χει­ρι­στούν το καπι­τα­λι­στι­κό σύστη­μα δεν κατά­φε­ρε να λύσει τα μεγά­λα προ­βλή­μα­τα της εργα­τι­κής τάξης και των λαών. Στις καλύ­τε­ρες των περι­πτώ­σε­ων πάρ­θη­καν ορι­σμέ­να φιλο­λαϊ­κά μέτρα κατά της ακραί­ας φτώ­χειας τα οποία, όμως, στην συνέ­χεια αναι­ρέ­θη­καν για­τί ήταν ασύμ­βα­τα με τις ανά­γκες του κεφαλαίου.

Οι θια­σώ­τες των «ενδιά­με­σων στα­δί­ων», στην Ελλά­δα και διε­θνώς, δεί­χνουν πως δεν διδά­χθη­καν τίπο­τε από την ιστο­ρία. Η πικρή εμπει­ρία της «Λαϊ­κής Ενό­τη­τας» το διά­στη­μα 1970–73 απέ­δει­ξε, πέραν πάσης αμφι­βο­λί­ας, ότι ειρη­νι­κός δρό­μος προς τον σοσια­λι­σμό είναι αδύ­να­τον να υπάρ­ξει. Απο­δεί­χθη­κε περί­τρα­να πως καμιά «αντι­μο­νο­πω­λια­κή-αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κή» κυβέρ­νη­ση, όσο καλές προ­θέ­σεις κι’ αν έχει, δεν μπο­ρεί στο έδα­φος του καπι­τα­λι­σμού και της αστι­κής κοι­νο­βου­λευ­τι­κής δημο­κρα­τί­ας να ανοί­ξει το δρό­μο για πραγ­μα­τι­κή αλλα­γή των συσχε­τι­σμών υπέρ της εργα­τι­κής τάξης.

Η οπορ­του­νι­στι­κή θεω­ρία του «σοσια­λι­σμού του 21ου αιώ­να», αυτό το είδος ξανα­ζε­στα­μέ­νης σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας πασπα­λι­σμέ­νης με ριζο­σπα­στι­κή συν­θη­μα­το­λο­γία, απέ­τυ­χε πατα­γω­δώς. Σήμε­ρα, γινό­μα­στε μάρ­τυ­ρες των αρνη­τι­κών επι­πτώ­σε­ων που είχαν για τους εργα­ζό­με­νους της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής οι αυτα­πά­τες περί «αρι­στε­ρής δια­χεί­ρι­σης» του καπι­τα­λι­στι­κού συστήματος.

Στη Βενε­ζου­έ­λα, η σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή κυβέρ­νη­ση του Ενω­μέ­νου Σοσια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος PSUV, υπό την πίε­ση του βορειο­α­με­ρι­κά­νι­κου ιμπε­ρια­λι­σμού και στο πλαί­σιο ενδο­α­στι­κών παζα­ριών με την δεξιά αντι­πο­λί­τευ­ση, οδη­γεί­ται διαρ­κώς σε ολο­έ­να και αντι­δρα­στι­κό­τε­ρες πολι­τι­κές, υιο­θε­τώ­ντας αντερ­γα­τι­κά μέτρα και διο­λι­σθαί­νο­ντας προς τον αυταρ­χι­σμό θέτο­ντας εμπό­δια στη δρά­ση του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Βενε­ζου­έ­λας και πρω­το­πό­ρων συν­δι­κα­λι­στών. Χαρα­κτη­ρι­στι­κά τα λόγια του Πέδρο Έου­σε, μέλους του ΠΓ του ΚΚ Βενε­ζου­έ­λας: «Αυτή η κυβέρ­νη­ση δεν είναι σοσια­λι­στι­κή. Ο σοσια­λι­σμός ουδέ­πο­τε κατα­κτή­θη­κε στη χώρα μας. Ούτε καν ξεκί­νη­σε να οικο­δο­μεί­ται. Είναι αλή­θεια ότι στην επί­ση­μη προ­πα­γάν­δα χρη­σι­μο­ποιού­νται κλι­σέ περί «σοσια­λι­σμού», «επα­νά­στα­σης», «εργα­τι­κής κυβέρ­νη­σης», όμως στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα οι οικο­νο­μι­κές και εργα­τι­κές πολι­τι­κές, ιδιαί­τε­ρα από το 2018 και έπει­τα, έχουν ξεκά­θα­ρα νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρο προσανατολισμό».

Στην Χιλή, ο «φρέ­σκος αέρας» που δήθεν θα έφερ­νε η ανά­δει­ξη του αρι­στε­ρού Γκά­μπριελ Μπό­ριτς στην εξου­σία (με την συμ­με­το­χή του ΚΚ Χιλής) απο­δεί­χθη­κε γρή­γο­ρα… αέρας κοπα­νι­στός. Λίγους μόλις μήνες μετά την εκλο­γή του, ο Χιλια­νός πρό­ε­δρος φρό­ντι­σε να παρα­δώ­σει τα «δια­πι­στευ­τή­ριά» του στον Αμε­ρι­κα­νό ομό­λο­γό του Τζο Μπάι­ντεν, εκφρά­σει την στή­ρι­ξή του στον Ουκρα­νό πρό­ε­δρο Β. Ζελέν­σκι και να εξα­πο­λύ­σει όργιο αστυ­νο­μι­κής κατα­στο­λής κατά δια­δη­λω­τών, στα πρό­τυ­πα του δεξιού προ­κα­τό­χου του Σεμπά­στιαν Πινέρα.

Στο Μεξι­κό, η κυβέρ­νη­ση του πολυ­δια­φη­μι­σμέ­νου Αντρές Μανου­έλ Λόπες Ομπρα­δόρ ακο­λού­θη­σε σε όλα σχε­δόν τα κυρί­αρ­χα ζητή­μα­τα την «πεπα­τη­μέ­νη» των προη­γού­με­νων αστι­κών κυβερ­νή­σε­ων: εκκλή­σεις για «εθνι­κή ενό­τη­τα» και ταξι­κή συμ­φι­λί­ω­ση, αντερ­γα­τι­κές μεταρ­ρυθ­μί­σεις, προ­ώ­θη­ση των συμ­φε­ρό­ντων του μεξι­κά­νι­κου κεφα­λαί­ου και κατα­στο­λή εργα­τι­κών-λαϊ­κών κινη­το­ποί­η­σε­ων. Χαρα­κτη­ρι­στι­κή περί­πτω­ση απο­τέ­λε­σε η βάρ­βα­ρη κατα­στο­λή αστυ­νο­μί­ας και εργο­δο­σί­ας κατά απερ­γών στο εργο­στά­σιο του φιλο­κυ­βερ­νη­τι­κού μεγι­στά­να Κάρ­λος Σλιμ στο Ντος Μπό­κας, τον Οκτώ­βρη του 2021.

Σε ότι αφο­ρά τη Βρα­ζι­λία, το παρελ­θόν του Λού­λα ντα Σίλ­βα δεν αφή­νει κανέ­να περι­θώ­ριο αισιο­δο­ξί­ας. Το ρεύ­μα της αρι­στε­ρής δια­χεί­ρι­σης του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος εκφρά­στη­κε μέσα από της κυβερ­νή­σεις του «Κόμ­μα­τος των Εργα­ζο­μέ­νων» (PT) την περί­ο­δο 2002–2016. Η δια­κυ­βέρ­νη­ση του Λού­λα ντα Σίλ­βα (2003–2010) είχε, πράγ­μα­τι, προ­χω­ρή­σει σε ορι­σμέ­νες φιλο­λαϊ­κές μεταρ­ρυθ­μί­σεις οι οποί­ες, ως έναν βαθ­μό, περιό­ρι­σαν τα ποσο­στά της ακραί­ας εξα­θλί­ω­σης (π.χ τη διε­τία 2004–2005 το πραγ­μα­τι­κό εισό­δη­μα των φτω­χό­τε­ρων νοι­κο­κυ­ρών αυξή­θη­κε κατά 28% και ο κατώ­τα­τος μισθός κατά 25%). Ωστό­σο, ακό­μη και αυτές οι μεταρ­ρυθ­μί­σεις που έγι­ναν εντός του καπι­τα­λι­στι­κού δρό­μου ανά­πτυ­ξης είχαν, όπως απο­δεί­χθη­κε, επι­φα­νεια­κό και ως εκ τού­του προ­σω­ρι­νό χαρα­κτή­ρα, μιας και δεν έρχο­νταν σε πραγ­μα­τι­κή ρήξη με τα συμ­φέ­ρο­ντα του μεγά­λου κεφα­λαί­ου. Ακο­λου­θώ­ντας σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή συντα­γή, η κυβέρ­νη­ση Λού­λα έδι­νε με το ένα χέρι ορι­σμέ­νες παρο­χές στους εργα­ζό­με­νους την ίδια στιγ­μή που με το άλλο έτρε­φε με κάθε τρό­πο την εξου­σία των μονο­πω­λί­ων. Άλλω­στε, ήταν η περί­ο­δος της δια­κύ­βερ­νη­σης του PT κατά την οποία σημα­ντι­κοί τομείς του βρα­ζι­λιά­νι­κου κεφα­λαί­ου γιγα­ντώ­θη­καν, η χώρα έγι­νε η έκτη μεγα­λύ­τε­ρη οικο­νο­μία στον κόσμο και η αστι­κή της τάξη ξεκί­νη­σε να απο­κτά ολο­έ­να και ισχυ­ρό­τε­ρη επιρ­ροή σε περι­φε­ρεια­κό και διε­θνές επί­πε­δο μέσω της συμ­με­το­χής της σε καπι­τα­λι­στι­κές δια­κρα­τι­κές ενώ­σεις και συμ­μα­χί­ες (BRICS, MERCOSUR, UNASUR, κλπ). Χαρα­κτη­ρι­στι­κό είναι το γεγο­νός ότι 2001 τα έσο­δα των βρα­ζι­λιά­νι­κων επεν­δυ­τι­κών τρα­πε­ζών ανέρ­χο­νταν σε 200 εκατ. δολά­ρια ενώ το 2007 είχαν εκτο­ξευ­θεί στα 1,6 δισεκ. Δολάρια.

Η σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κής κοπής δια­χεί­ρι­ση που άσκη­σαν ο Λού­λα ντα Σίλ­βα και η διά­δο­χός του, Ντίλ­μα Ρου­σέφ, όχι μόνο δεν άλλα­ξε τις άθλιες συν­θή­κες δια­βί­ω­σης των φτω­χών λαϊ­κών στρω­μά­των της Βρα­ζι­λί­ας αλλά, επι­πλέ­ον, απο­δεί­χθη­κε ευνοι­κή για το μεγά­λο κεφά­λαιο. Το 2011, έπει­τα από οκτώ χρό­νια «αρι­στε­ρής κυβέρ­νη­σης» του PT, τα στοι­χεία του ΟΗΕ έκα­ναν λόγο για 60 εκα­τομ­μύ­ρια φτω­χούς, με πάνω από 8 εκα­τομ. Βρα­ζι­λιά­νους σε συν­θή­κες από­λυ­της εξα­θλί­ω­σης. Οι κοι­νω­νι­κές ανι­σό­τη­τες εντά­θη­καν, τα εγχώ­ρια και διε­θνή μονο­πώ­λια έστη­σαν «φαγο­πό­τι» με τις διορ­γα­νώ­σεις του Παγκο­σμί­ου Κυπέλ­λου ποδο­σφαί­ρου (2014) και των Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων του Ρίο (2016), ενώ η δια­φθο­ρά στους κόλ­πους του κυβερ­νώ­ντος «Κόμ­μα­τος των Εργα­τών» πήρε δια­στά­σεις επιδημίας.

Η ενδο­α­στι­κή σύγκρου­ση που κλι­μα­κώ­θη­κε βαθ­μιαία μετά το ξέσπα­σμα της παγκό­σμιας καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, σε συν­δια­σμό με την ανά­δει­ξη κυβερ­νη­τι­κών σκαν­δά­λων, άλλα­ξε τους συσχε­τι­σμούς δύνα­μης στο αστι­κό πολι­τι­κό σήστη­μα της χώρας. Τμή­μα­τα της αστι­κής τάξης που επί μια σχε­δόν δεκα­ε­τία συνέ­δε­σαν τα συμ­φέ­ρο­ντά τους με την πολι­τι­κή του σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού PT, άρχι­σαν να στρέ­φο­νται σε άλλες λύσεις. Έτσι, στο έδα­φος της απο­γο­ή­τευ­σης πλα­τιών εργα­το­λαϊ­κών μαζών από τις κυβερ­νή­σεις του «Κόμ­μα­τος των Εργα­ζό­με­νων» άνοι­ξε ο δρό­μος για τον ερχο­μό, το 2018, του ακρο­δε­ξιού Ζαϊχ Μπολσονάρου.

Φάρσα ή τραγωδία;

Σήμε­ρα, τηρου­μέ­νων όλων των ανα­λο­γιών και υπο δια­φο­ρε­τι­κές ιστο­ρι­κές συν­θή­κες, η Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή ζει μια επα­νά­λη­ψη αυτού που συνέ­βη στις αρχές του 21ου αιώ­να. Την ανά­δει­ξη στην εξου­σία κυβερ­νή­σε­ων με αρι­στε­ρό πρό­ση­μο που συνο­δεύ­ο­νται από υπο­σχέ­σεις περί φιλο­λαϊ­κής δια­χεί­ρι­σης, ή και μεταρ­ρύθ­μι­σης, του εκμε­ταλ­λευ­τι­κού συστή­μα­τος. Από κοντά σπέρ­νο­νται και οι γνω­στές αυτα­πά­τες περί «πολυ­πο­λι­κού κόσμου», υπό την ηγε­σία ανερ­χό­με­νων καπι­τα­λι­στι­κών δυνά­με­ων όπως η Κίνα και η Ρωσία, που δήθεν θα οδη­γή­σουν τους λαούς της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής μακριά από την επιρ­ροή του βορειο­α­με­ρι­κά­νι­κου ιμπεριαλισμού.

Μόνο που, πλέ­ον, υπάρ­χει συσ­σω­ρευ­μέ­νη πεί­ρα. Οι εργα­ζό­με­νοι, οι λαοί γνω­ρί­ζουν πλέ­ον καλά ότι «φιλο­λαϊ­κός» καπι­τα­λι­σμός δεν υπάρ­χει και πως καμιά «αρι­στε­ρή» κυβέρ­νη­ση, όσο καλές προ­θέ­σεις κι’ αν έχει, δεν πρό­κει­ται να αμφι­σβη­τή­σει την καπι­τα­λι­στι­κή ιδιο­κτη­σία στα μέσα παρα­γω­γής, ούτε να έρθει σε σύγκρου­ση με την εξου­σία των μονοπωλίων.

Η ιστο­ρία όμως δεί­χνει να επα­να­λαμ­βά­νε­ται. Κι’ αν για τα λαϊ­κά συμ­φέ­ρο­ντα η «πρώ­τη φορά αρι­στε­ρά» στη Λατι­νι­κή Αμε­ρι­κή απο­δεί­χθη­κε μια «φάρ­σα», το πιθα­νό­τε­ρο είναι πως η επά­νο­δος της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας στην εξου­σία θα σημα­δευ­τεί από τρα­γω­δί­ες, με μονα­δι­κούς χαμέ­νους, ως συνή­θως, την εργα­τι­κή τάξη και τα φτω­χά λαϊ­κά στρώματα.

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

«Τσε Γκε­βά­ρα, πρε­σβευ­τής της Επα­νά­στα­σης», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο