Η φύτρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως και ο Α’ (1914–1918), γεννήθηκε στους κόλπους του καπιταλιστικού συστήματος ως συνέπεια της μεγάλης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Δε διεξήχθη αμιγώς ανάμεσα στα δύο αντίθετα κοινωνικοοικονομικά συστήματα, το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, παρότι κοινός εχθρός και στόχος όλων των καπιταλιστικών δυνάμεων ήταν η Σοβιετική Ένωση, που ήθελαν να εξαφανίσουν από προσώπου Γης.
Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, σε συνδυασμό με το νόμο της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης — άρα και της ανισόμετρης πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης των καπιταλιστικών κρατών — που αναπόφευκτα γεννά και τον ανταγωνισμό για το μοίρασμα αγορών και σφαιρών επιρροής, οδήγησε στην εκ νέου αναβάθμιση κρατών στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, κυρίως της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Η ισχυροποίησή τους έδινε τη δυνατότητα, μαζί με την Ιταλία, να επιδιώξουν και να επιτύχουν την ανατροπή των σε βάρος τους αποτελεσμάτων του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η ύπαρξη του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, της ΕΣΣΔ, καθώς και η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929–1933, που υπονόμευσε τη σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος, όξυναν ακόμη περισσότερο τις αντιθέσεις ανάμεσα στα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη.
Η κρίση του 1929–1933 επιτάχυνε τις ανακατατάξεις στο συσχετισμό των δυνάμεων, κυρίως οδήγησε στην παραπέρα στρατιωτικοποίηση της οικονομίας των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών.Ας παρακολουθήσουμε αυτές τις εξελίξεις μέσα από την Έκθεση στο XVIII Συνέδριο του ΚΚ (ΜΠ) της ΕΣΣΔ, στις 10 Μάρτη 1939, που εισηγήθηκε ο Ι. Β. Στάλιν:
«Η οικονομική κρίση, που άρχισε στις καπιταλιστικές χώρες στο δεύτερο μισό του 1929, συνεχίστηκε ως το τέλος του 1933. Υστερα απ’ αυτό, η κρίση πέρασε σε ύφεση και αργότερα άρχισε κάποια αναζωογόνηση της βιομηχανίας, κάποια άνοδός της. Η αναζωογόνηση όμως αυτή της βιομηχανίας δεν πέρασε σε άνθηση, όπως γίνεται συνήθως στην περίοδο της αναζωογόνησης. Αντίθετα, από το δεύτερο μισό του 1937 άρχισε νέα οικονομική κρίση, που αγκάλιασε πρώτ’ απ’ όλα τις ΕΠΑ κι αμέσως μετά την Αγγλία, τη Γαλλία και μια σειρά άλλες χώρες.
Ετσι, οι καπιταλιστικές χώρες, πριν προλάβουν ακόμα να συνέλθουν από τα χτυπήματα της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, βρέθηκαν μπροστά σε μια νέα οικονομική κρίση.
Αυτό το περιστατικό οδήγησε φυσικά στην αύξηση της ανεργίας. Ο αριθμός των ανέργων στις καπιταλιστικές χώρες, που από 30 εκατομμύρια το 1933 είχε πέσει σε 14 εκατομμύρια το 1937, αυξήθηκε τώρα ξανά σε 18 εκατομμύρια, σαν αποτέλεσμα της νέας κρίσης.
Η χαρακτηριστική ιδιομορφία της νέας κρίσης είναι ότι διαφέρει σε πολλά από την κρίση που προηγήθηκε. Και η διαφορά δεν είναι προς το καλύτερο, μα προς το χειρότερο.
Πρώτα, η νέα κρίση δεν άρχισε ύστερα από μια άνθηση της βιομηχανίας, όπως έγινε το 1929, μα ύστερα από μια ύφεση και μια κάποια αναζωογόνηση, που ωστόσο δεν πέρασε σε άνθηση. Αυτό σημαίνει ότι η σημερινή κρίση θα είναι πιο βαριά και η καταπολέμησή της πιο δύσκολη από την προηγούμενη κρίση.
(Παρακάτω). Η σημερινή κρίση δε διαδραματίζεται σε ειρηνική περίοδο, μα σε μια περίοδο που έχει κιόλας αρχίσει ο δεύτερος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, όταν η Ιαπωνία, που για δεύτερο κιόλας χρόνο πολεμά με την Κίνα, αποδιοργανώνει την απέραντη κινέζικη αγορά και την κάνει σχεδόν απρόσιτη για τα εμπορεύματα των άλλων χωρών, όταν η Ιταλία και η Γερμανία έβαλαν πια την εθνική τους οικονομία στο δρόμο της πολεμικής οικονομίας, κι έχουν κατασπαταλήσει γι’ αυτό όλα τα αποθέματά τους σε πρώτες ύλες και συνάλλαγμα, όταν όλες οι υπόλοιπες μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις αρχίζουν ν’ αναδιοργανώνονται πάνω σε πολεμική βάση.
Αυτό σημαίνει ότι ο καπιταλισμός θα έχει πολύ λιγότερα μέσα για μια ομαλή έξοδο από τη σημερινή κρίση, παρά στην περίοδο της προηγούμενης κρίσης.
Τέλος, η σημερινή κρίση, σε διάκριση από την προηγούμενη κρίση, δεν είναι γενική, μα αγκαλιάζει για την ώρα κυρίως τις οικονομικά ισχυρές χώρες, που δεν πέρασαν ακόμα στο δρόμο της πολεμικής οικονομίας.
Όσο για τις επιθετικές χώρες σαν την Ιαπωνία, τη Γερμανία και την Ιταλία, που έχουν πια αναδιοργανώσει την οικονομία τους πάνω σε πολεμική βάση, δεν περνούν ακόμα την κατάσταση μιας κρίσης υπερπαραγωγής, αν και πλησιάζουν προς αυτή, επειδή αναπτύσσουν εντατικά την πολεμική τους βιομηχανία. Αυτό σημαίνει ότι τον καιρό που οι οικονομικά ισχυρές, μη επιθετικές χώρες θ’ αρχίσουν να βγαίνουν από τη φάση της κρίσης, οι επιθετικές χώρες, αφού θα έχουν εξαντλήσει τ’ αποθέματά τους σε χρυσό και σε πρώτες ύλες στην πορεία του πολεμικού πυρετού, θα πρέπει να μπουν στην περίοδο της πιο άγριας κρίσης…
Είναι ευνόητο ότι η τέτοια δυσμενής τροπή των οικονομικών υποθέσεων δεν μπορούσε να μην οδηγήσει στην όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στις δυνάμεις.
Η προηγούμενη ακόμα κρίση ανακάτωσε όλα τα χαρτιά και οδήγησε στην όξυνση της πάλης για τις αγορές κατανάλωσης, για τις πηγές πρώτων υλών. H κατάληψη της Μαντζουρίας και της Βόρειας Κίνας από την Ιαπωνία, η κατάληψη της Αβησσυνίας από την Ιταλία, όλα αυτά αντανακλούσαν την οξύτητα της πάλης ανάμεσα στις δυνάμεις. Η νέα οικονομική κρίση θα έπρεπε να οδηγήσει και πραγματικά οδηγεί στην παραπέρα όξυνση της ιμπεριαλιστικής πάλης. Δεν πρόκειται πια για το συναγωνισμό στις αγορές, για τον εμπορικό πόλεμο, για το ντάμπινγκ. Αυτά τα μέσα πάλης έχουν από καιρό πια αναγνωριστεί ανεπαρκή. Τώρα πια πρόκειται για το νέο ξαναμοίρασμα του κόσμου, των σφαιρών επιρροής, των αποικιών, με πολεμικές ενέργειες.
Η Ιαπωνία άρχισε να δικαιολογεί τις επιθετικές της ενέργειες με το ότι, όταν είχε συναφθεί το σύμφωνο των εννέα δυνάμεων, την αδίκησαν στη μοιρασιά και δεν την άφησαν να ευρύνει το έδαφός της σε βάρος της Κίνας, τη στιγμή που η Αγγλία και η Γαλλία κατέχουν τεράστιες αποικίες. Η Ιταλία θυμήθηκε πως την αδίκησαν στη μοιρασιά της λείας ύστερα από τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο και πως θα πρέπει ν’ αποζημιωθεί σε βάρος των σφαιρών επιρροής της Αγγλίας και της Γαλλίας. Η Γερμανία, που σαν αποτέλεσμα του πρώτου ιμπεριαλιστικού πολέμου και της ειρήνης των Βερσαλλιών έπαθε σοβαρές ζημιές, συνενώθηκε με την Ιαπωνία και την Ιταλία και απαίτησε την εύρυνση του εδάφους της στην Ευρώπη, την επιστροφή των αποικιών που της αφαίρεσαν οι νικητές στον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Ετσι άρχισε να διαμορφώνεται ο συνασπισμός των τριών επιθετικών κρατών.
Στην ημερήσια διάταξη μπήκε το ζήτημα του νέου ξαναμοιράσματος του κόσμου με πόλεμο».
Οι σχέσεις των καπιταλιστικών κρατών στη 10ετία του ’30
Η Γερμανία, λοιπόν, έγινε και πάλι μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη, δύναμη κρούσης του διεθνούς ιμπεριαλισμού, χάρη και στην ενίσχυση που της παρείχαν οι νικήτριες καπιταλιστικές δυνάμεις του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, προκειμένου να τη στρέψουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Βοηθήθηκε με όλους τους τρόπους, επειδή ήταν φανερό πως δε θα μπορούσε να επιτεθεί στηριγμένη μόνο στις δικές της δυνατότητες και των συμμάχων της.
Οικονομικοί γίγαντες των ΗΠΑ («Στάνταρτ Οϊλ», «Ντιπόν», «Φορντ» κ.ά.) συντέλεσαν ουσιαστικά στην ταχύτατη οικονομική ανόρθωση και την ενδυνάμωση της Γερμανίας, με συμφέρουσες συναλλαγές. Πραγματοποίησαν τεράστιες επενδύσεις, χρηματοδότησαν αφειδώς το «εθνικοσοσιαλιστικό» κόμμα και την ανάπτυξη του εξοπλισμού και της στρατιωτικοποίησης της Γερμανίας, όπως έκαναν και τα γερμανικά μονοπώλια και οι τράπεζες («Κρουπ», «Τίσεν», «Φλικ» κ.ά.). Οικονομικοί κολοσσοί των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Βρετανίας συνέχισαν τις εμπορικές σχέσεις με τη Γερμανία και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στήριξη τα μονοπώλια («Τέξας Οϊλ», «Ρενό» κ.ά.) πρόσφεραν και στον Φράνκο.
Το φασιστικό — ναζιστικό τέρας είναι γέννημα των κεφαλαιοκρατικών αναγκών και στοχεύσεων, τις οποίες υπηρέτησαν τα συντηρητικά αστικά κόμματα, αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά.
Ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα της στάσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είναι εκείνο της γαλλικής κυβέρνησης του «Λαϊκού Μετώπου» (με πρωθυπουργό τον Λεόν Μπλουμ), που βοήθησε πολιτικά τον Φράνκο στην επίθεση κατά του ισπανικού λαού και άφησε ανενόχλητη τη φασιστική οργάνωση στη Γαλλία. Και αυτά, την ίδια ώρα που η γαλλική αστική τάξη, πιο ειδικά οι μεγιστάνες της βιομηχανίας, μαζί με τους Γάλλους μεγαλογαιοκτήμονες, πολιτικές δυνάμεις τους και την Καθολική Εκκλησία, δημιουργούσαν, ενίσχυαν, εξόπλιζαν και ανέπτυσσαν τις φασιστικές οργανώσεις («Πύρινοι Σταυροί» κ.ά).
Στην Ιταλία, ο σχηματισμός κυβέρνησης ανατέθηκε στον Μουσολίνι από τον βασιλιά Βίκτωρα Εμανουήλ (29 Οκτώβρη 1922), ενώ από το 1920 η ιταλική κυβέρνηση χρηματοδοτούσε τους «μελανοχίτωνες» και το Γενικό Επιτελείο Στρατού τούς εφοδίαζε με όπλα.
Αυτός ο ρόλος των αστικών κομμάτων φάνηκε ακόμη πιο ανάγλυφα μετά το τέλος του πολέμου, όταν στελέχη του ναζισμού (στο στρατό, στο Δικαστικό Σώμα κλπ.) ανέλαβαν ηγετικούς ρόλους για την ανασύνταξη του γερμανικού («δημοκρατικού» πλέον) αστικού κράτους.
Τέτοια στελέχη επιλέχθηκαν από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για την επάνδρωση οργανώσεων στο πλαίσιο του σχεδίου «Stay Behind» («Γκλάντιο», «Κόκκινη Προβιά» κ.ά.).
Ανάμεσα στους αντιμαχόμενους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρέθηκε το πρώτο στην ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης επαναστατικό, εργατικό κράτος, η ΕΣΣΔ.
Και οι μεν και οι δε, και ο Αξονας και η Αγγλο-γαλλική Συμμαχία στην οποία προσχώρησαν και οι ΗΠΑ στόχο είχαν να χρησιμοποιήσουν ο καθένας τον αντίπαλό τους ιμπεριαλιστικό συνασπισμό ενάντια στην ΕΣΣΔ. Στόχος τους ήταν να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις του αντιπάλου για την επίθεση ενάντια στο σοσιαλισμό. Η κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία επεδίωκε και τον ταξικό αντίπαλο σε διεθνές επίπεδο να εξοντώσει, την ΕΣΣΔ, και στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό να βγει κερδισμένη, μετά τον πόλεμο.
Αλλά οι εξελίξεις δεν ήρθαν όπως τις σχεδίαζαν. Ετσι Γερμανία — Ιαπωνία — Ιταλία ξεκίνησαν τον πόλεμο αρχικά κατά των Μ. Βρετανίας — ΗΠΑ — Γαλλίας και άλλων καπιταλιστικών κρατών.
Στο επόμενο: Πώς διαμορφώθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στις τότε ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις;