Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Η ζωή σε διάλεξε για να την υπηρετήσεις» ― Γ. Φαρσακίδης: “Ημερολόγιο του βουνού – 1944”

Γρά­φει ο Οικο­δό­μος //

«Την ευτυ­χία ή θα την γευ­τείς ή θα την προ­ε­τοι­μά­σεις για τους άλλους. Και τα δυο μαζί δε γίνε­ται. Η ζωή σε διά­λε­ξε για να την υπη­ρε­τή­σεις», έγρα­φε ο Μενέ­λα­ος Λου­ντέ­μης. Η μοί­ρα τα φέρ­νει κάποιοι, λίγοι, να κατα­φέρ­νουν στη ζωή τους και τα δυο. Πολύ περισ­σό­τε­ρο αν οι ίδιοι, από τα πρώ­τα βήμα­τά τους, υπό­τα­ξαν τη μοί­ρα τους σε ανώ­τε­ρο σκο­πό και δεν αφέ­θη­καν στις βου­λές της.

Στις εννιά σχε­δόν δεκα­ε­τί­ες της πολυ­κύ­μα­ντης ζωής του ο Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης δεν έπα­ψε ποτέ να «προ­ε­τοι­μά­ζει την ευτυ­χία για τους άλλους». Από τα μικρά­τα του ―όταν η οικο­γέ­νειά του ανα­γκα­στι­κά εγκα­τα­λεί­πει την «πρώ­τη πατρί­δα»― που διέ­σχι­σε τη Μαύ­ρη Θάλασ­σα και έφτα­σε στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, η ζωή τού επι­φυ­λάσ­σει πολ­λές τρι­κυ­μι­σμέ­νες «θάλασ­σες». Μέχρι σήμε­ρα που, αν και δεν κατά­φε­ρε να δέσει τους κάβους του στο λιμά­νι που ονει­ρεύ­τη­κε, γεύ­ε­ται την ευτυ­χία να μοι­ρά­ζε­ται μαζί μας ―μοι­ρα­σιά απλό­χε­ρη και γεν­ναιό­δω­ρη― την ομορ­φιά της τέχνης του και της ακρι­βής σοφί­ας του και σε όσους έχουν την τύχη να βρε­θούν κοντά του τη συναρ­πα­στι­κή συντρο­φιά του, τον γεν­ναιό­δω­ρο λόγο του, τη ζεστα­σιά της ψυχής του.

farsakidis1

«ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ – 1944» είναι ο τίτλος του φρε­σκο­τυ­πω­μέ­νου βιβλί­ου του αει­κί­νη­του αγω­νι­στή εικα­στι­κού καλ­λι­τέ­χνη και συγ­γρα­φέα. Το εικο­στό τέταρ­το στη σει­ρά, πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο από τον χει­μαρ­ρώ­δη μα και τρυ­φε­ρό λόγο του, εικα­στι­κά έργα του και φωτο­γρα­φί­ες από τα χρό­νια της πρώ­της Αντί­στα­σης, απέ­να­ντι στους Γερ­μα­νούς και Βούλ­γα­ρους κατα­χτη­τές. Από τα χρό­νια τα πιο γλυ­κά της νιό­της, τότε που το «ρου­σά­κι» νιώ­θει να πνί­γε­ται στις σκλα­βω­μέ­νες από τους ναζί γει­το­νιές του Ντε­πό και ανα­ζη­τά ανυ­πό­μο­να τη ―μονα­δι­κή γι’ αυτόν― διέ­ξο­δο στο βου­νό. Εκεί τον σπρώ­χνει η περη­φά­νια του, αλλά και η αγά­πη του για τη ζωή. Εκεί δίνει όρκο να γυρί­σει πίσω με τη λευτεριά.

Παρά το νεα­ρό της ηλι­κί­ας του, δεν είναι η εφη­βι­κή ορμή ή η απε­ρι­σκε­ψία που τον σπρώ­χνουν στο βου­νό. Επο­χές δύσκο­λες, σκλη­ρές. Τα γεγο­νό­τα κυλούν σαν χιο­νο­στι­βά­δα, «βαραί­νουν» τις νεα­νι­κές ψυχές, ωρι­μά­ζουν πρώ­ι­μα οι συνει­δή­σεις. Ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης, μαζί με πολ­λά ακό­μα παι­διά της ηλι­κί­ας του (και ακό­μα μικρό­τε­ρα) συμ­με­τέ­χει ήδη στην αντι­στα­σια­κή οργά­νω­ση των Γερ­μα­νι­κών Φούρ­νων όπου δού­λευε ως αρτεργάτης.

Είναι δεκα­ο­χτώ χρο­νών όταν εντάσ­σε­ται στον ΕΠΟ­Νί­τι­κο λόχο του Τάγ­μα­τος Χορ­τιά­τη και έχει στον ώμο του το του­φέ­κι του ΕΛΑΣ. Ένα όπλο που θα το τιμή­σει όσο και­ρό μπο­ρούν να το κρα­τή­σουν τα χέρια του, μέχρι μια εχθρι­κή ριπή να τα σακα­τέ­ψει για πάντα. Από την πρώ­τη στιγ­μή, στο σακί­διό του βρί­σκο­νται ένα μπλοκ και το προ­σω­πι­κό του ημε­ρο­λό­γιο, όπου κατα­γρά­φει με σκί­τσα και λέξεις τα συμ­βά­ντα της αντάρ­τι­κης ζωής. Πυκνο­γραμ­μέ­να κομ­μά­τια χαρ­τί, μικρά σε μέγε­θος για να μπο­ρούν να κατα­στρα­φούν εύκο­λα, αν χρεια­στεί. Θα το ενη­με­ρώ­νει όσο τα χέρια του είναι γερά και θα γίνει η έγνοια του να φτά­σει στα χέρια της οικο­γέ­νειάς του, όταν τραυ­μα­τι­σμέ­νος βαριά θα δώσει μάχη για να κρα­τη­θεί στη ζωή. Μέσα σε αυτά τα μικρά κομ­μά­τια χαρ­τί ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης θα «χωρέ­σει» τις «απο­τρό­παιες όψεις του πολέ­μου, τόσο δια­φο­ρε­τι­κές από τα όσα ρομα­ντι­κά είχα δια­βά­σει για τους πολέμους».

Οι αντάρ­τες στο βου­νό δεν είχαν να πολε­μή­σουν μόνο τους Γερ­μα­νούς και Βούλ­γα­ρους κατα­χτη­τές αλλά και έναν μεγα­λύ­τε­ρο και πιο ύπου­λο «κατα­χτη­τή», την πεί­να. «Έβρα­σα μια χελώ­να σ’ ένα κον­σερ­βο­κού­τι, χωρίς αλά­τι, με το λιγο­στό στά­ρι και χόρ­τα και με την πεί­να που είχα­με την βρή­κα­με νοστι­μό­τα­τη. Ήταν το πρώ­το πλά­σμα που είχα σκο­τώ­σει! Κι ένιω­θα άσχη­μα και νιώ­θω άσχη­μα να το θυμά­μαι έως και σήμερα.»

Ο συγ­γρα­φέ­ας θα έρθει πολ­λές φορές αντι­μέ­τω­πος με τη «φρι­κτή ανα­γκαιό­τη­τα και λογι­κή του πολέμου».

«Ο οδη­γός του αυτο­κι­νή­του όπως τον αφή­σα­με, πεσμέ­νος στο τιμό­νι, ακί­νη­τος. Δια­πι­στώ­νου­με ότι είναι ζωντα­νός και ο Σταύ­ρα­κας του ταρα­κου­νά­ει τον ώμο. Ο οδη­γός ανα­ση­κώ­νει αργά το κεφά­λι. Για μια στιγ­μή αντι­κρί­ζου­με ένα όμορ­φο παι­διά­στι­κο πρό­σω­πο, και στην άλλη μεριά το μάγου­λο κι ένα μάτι που κρέ­με­ται κι έχου­νε γίνει μια φρι­χτή αιμά­τι­νη μάζα. Με συγκλο­νί­ζει αυτή η απρό­σμε­νη εναλ­λα­γή, που θα με σφρα­γί­σει για μια ζωή μ’ αυτή την εικό­να. Θα είμα­στε κοντά συνο­μή­λι­κοι και σκέ­φτο­μαι ότι θα μπο­ρού­σα­με ίσως να ήμα­σταν φίλοι και ότι σίγου­ρα θα είχα­με να πού­με πολλά».

Μια λογι­κή που θα γίνει απο­δε­χτή από το μυα­λό του, μα που δεν θα μπο­ρέ­σει ποτέ να βρει χώρο στην ψυχή του.

«Μισώ τον πόλε­μο, τον Χίτλερ, την αλα­ζο­νεία του φασι­σμού. Όλους αυτούς που βασα­νί­ζουν, που σκο­τώ­νουν, που καί­νε. Ωστό­σο θα ήθε­λα, αν το μπο­ρού­σα, πολε­μώ­ντας το φασι­σμό να μη βρι­σκό­μουν στην ανά­γκη να σκο­τώ­σω κανέ­να. Ούτε και τώρα νιώ­θω μίσος γι’ αυτούς με τους οποί­ους θα αλλη­λο­σκο­τω­θού­με σε λίγο.
Σίγου­ρα απο­τε­λώ την εξαί­ρε­ση κι αυτά που νιώ­θω δεν είναι παρά «απα­ρά­δε­κτοι συναι­σθη­μα­τι­σμοί», όπως λέει ο Γρη­γο­ρά­κης, που έχουν τις ρίζες τους στη μικρο­α­στι­κή μου καταγωγή.
Έτσι θα είναι. Δεν εξη­γεί­ται αλλιώς τού­τη η εικό­να που τόσο επί­μο­να στή­νε­ται μπρο­στά μου σαν εφιάλτης:
Έχω γυρί­σει. Η μάνα ράβει καθι­στή στην ψάθι­νη πολυ­θρό­να της. Με ρωτά­ει συγκρα­τη­μέ­να και τάχα αδιά­φο­ρα (όπως το συνη­θί­ζει, όταν κάτι την ενδια­φέ­ρει πολύ): «Έχεις σκο­τώ­σει;». Ξέρω, πως δε θέλει να ξέρει αν ήταν Γερ­μα­νός, Βούλ­γα­ρος, Έλλη­νας. Αν ανα­γκά­στη­κα, αν έπρε­πε να σκο­τώ­σω, για να είμαι τώρα κοντά της. Της απα­ντάω πως ναι.
Η μάνα ανα­ση­κώ­νει για λίγο τα μάτια της πάνω μου κι αμί­λη­τη ξανα­σκύ­βει στο ράψι­μο. Και είναι η ματιά της σαν μαχαιριά!
Έγι­νε κι άλλες φορές. Αγω­νιώ­ντας πριν από τη μάχη, να νιώ­θω στα χέρια μου τρέ­μου­λο που στα­μα­τά­ει με τα πρώ­τα πυρά. Άντε όμως να πεί­σεις τους άλλους ότι δεν είναι από φόβο. Και κρύ­βω τα χέρια και βιά­ζο­μαι, πότε επί τέλους θ’ αρχίσει».

Από τις πιο συγκλο­νι­στι­κές σελί­δες του βιβλί­ου είναι η περι­γρα­φή του τραυ­μα­τι­σμού του Γ. Φαρ­σα­κί­δη, στη μάχη της Κρή­νης, και οι μέρες που ακο­λου­θούν. Μια ριπή γερ­μα­νι­κού πολυ­βό­λου θα σακα­τέ­ψει τα δυο του χέρια, για πάντα.

«Και τώρα… μια ζωή δίχως χέρι… Σκατά…
Δεν αισθά­νο­μαι πόνο. Μονά­χα μια ζεστα­σιά, ένα μού­δια­σμα. Έτσι θα πρέ­πει να είναι κι ο θάνα­τος, απα­λός και ανώ­δυ­νος! Κι αν μεί­νω για λίγο;
Το αρχέ­γο­νο ένστι­κτο μπο­λια­σμέ­νο τη λογι­κή αντι­πα­λεύ­ει τον πει­ρα­σμό. Είναι και η λευ­τε­ριά που περί­με­νες, κι οι δικοί σου που σε προ­σμέ­νουν κι όλα εκεί­να που δεν έχεις ακό­μα γνω­ρί­σει! Η ζωή βαραί­νει στη ζυγα­ριά. Τώρα θέλω να ζήσω, πρέ­πει να ζήσω! […] ευτυ­χώς που κου­νιού­νται τα δάχτυ­λα. Να μπο­ρώ να ζωγρα­φί­σω αν τα κατα­φέ­ρω και επι­ζή­σω με τόση αιμορραγία».

Η αγά­πη του για τη ζωγρα­φι­κή αξε­χώ­ρι­στη από την αγά­πη του για τη ζωή. Μέχρι τον τραυ­μα­τι­σμό του γεμί­ζει τις σελί­δες του μπλογκ με σκί­τσα που απει­κο­νί­ζουν την καθη­με­ρι­νό­τη­τα της αντάρ­τι­κης ζωής, αλλά και σχε­δια­γράμ­μα­τα με τις θέσεις που κατα­λαμ­βά­νουν οι δυνά­μεις του εχθρού, πολύ­τι­μα για την επι­τυ­χή αντι­με­τώ­πι­σή τους από τον ΕΛΑΣ.

Μετά τον τραυ­μα­τι­σμό του οι σύντρο­φοί του δεν τον εγκα­τα­λεί­πουν στο πεδίο της μάχης. Χάρη στην αυτο­θυ­σία τους και μετά από πολ­λές περι­πέ­τειες ο Φαρ­σα­κί­δης θα νική­σει το θάνα­το. Καθο­ρι­στι­κή στη νίκη του αυτή στά­θη­κε η άσβε­στη δίψα του για ζωή. Και μέσα σ’ αυτή, σε ξεχω­ρι­στή θέση, ο έρωτας.

«Κλεί­νω τα μάτια να κοι­μη­θώ. Ο πόνος επί­μο­νος, ελέγ­χει την κάθε μου αίσθη­ση. Μένω στην παρα­ζά­λη κάνα μισά­ω­ρο και ξανα­νοί­γω τα μάτια.
―Κορί­τσια, δεν κοι­μά­ται, ελάτε.
Το δωμά­τιο και πάλι έχει γεμί­σει κοπέ­λες, ένα χαρού­με­νο σμά­ρι. Φέρα­νε δώρα. Εγγλέ­ζι­κο δίκο­χο με ΕΛΑ­Σί­τι­κο σήμα, καρα­μέ­λες, λεμο­νά­δα σε σκόνη.
―Το σήμα, μου λένε, το κεντή­σα­με εμέις. Σου αρέσει;
―Μπα­μπά, κάνει να πιει λεμονάδα;
―Αρκεί να το θέλει, της απα­ντά ο γιατρός.
Ώστε κόρη γιατρού!
Μα… είναι; Και βέβαια, είναι το Ζαρ­κα­δά­κι! Έχει αλλά­ξει στα ρού­χα, στο χτέ­νι­σμα. Μου ανα­σή­κω­σε το κεφά­λι και με βοη­θά­ει να πιω.
―Λίγο-λίγο, μου λέει, θα σου κάνει καλό.
Την λοξο­κοι­τάω και σκέ­φτο­μαι ότι δεν ξέρει και δε θα μάθει ποτέ για τις τόσες ώρες που έχω ξερο­στα­λιά­σει στη γέφυ­ρα του Ντε­πώ. Μόνο και μόνο για την δω να περ­νά, έτσι χαμο­γε­λα­στή, λυγε­ρό­κορ­μη, μ’ εκεί­νο το τσου­λου­φά­κι της και την ποδιά του Β’ Θηλαίων!».

Τον Μάρ­τη του 1945 παίρ­νει εξι­τή­ριο από το νοσο­κο­μείο. Ανά­πη­ρος, έρχε­ται από­το­μα αντι­μέ­τω­πος με «την πεζό­τη­τα των καθη­με­ρι­νών ανα­γκών». Όλα αυτά που σαν σκέ­ψεις τον επι­σκέ­πτο­νταν συχνά πυκνά στο κρε­βά­τι του πόνου γίνο­νται τώρα εμπό­δια με σάρ­κα και οστά, που πρέ­πει να τα υπερνικήσει.

«Το αρι­στε­ρό μου χέρι κρέ­με­ται ανή­μπο­ρο και με το δεξί δυσκο­λεύ­ο­μαι να κρα­τή­σω κέρ­μα ή εισι­τή­ριο. […] Το σπί­τι μας πρέ­πει να επι­βιώ­σει από την ισχνή αμοι­βή των ξενό­γλωσ­σων μαθη­μά­των της αδελ­φής μου. Νιώ­θω στό­μα περίσ­σιο… Την Τρί­τη μέρα βρή­κα δου­λειά. Πλάι σ’ ένα φούρ­νο να που­λάω μικρά στα­φι­δό­ψω­μα. Κατο­χι­κά, έχω κάνει δου­λειές και δου­λειές και ποτέ μου δεν σκέ­φτη­κα πως θα πρέ­πει να ντρέ­πο­μαι. Όμως τώρα, στη­μέ­νος στην Εγνα­τί­ας… να σε καλη­με­ρί­ζουν ξαφ­νια­σμέ­νοι συνα­γω­νι­στές και γνω­στοί, και οι κοπε­λιές που σε είχαν γνω­ρί­σει να κοι­τά­νε τα σακα­τε­μέ­να σου χέρια και να μετρά­νε τα κέρ­μα­τα, αν φτά­νου­νε να αγο­ρά­σουν απ’ τον «ανά­πη­ρο».

Σε αυτές τις δύσκο­λες στιγ­μές θα βρε­θεί δίπλα του, στή­ριγ­μά του, ο «Φιλό­σο­φος» Ιππο­λύτ Αντρέ­γιε­βιτς Γκοφ­στέ­τερ, ο πνευ­μα­τι­κός του πατέρας:

«―Νιώ­θω περή­φα­νος, είπε, που δεν έχεις προ­δώ­σει τον εαυ­τό σου. Η φωνή του είχε ραγί­σει. Ένιω­σα κι εγώ έναν κόμπο να μου κλεί­νει το λαι­μό. Ένα μονά­χα θα πω: συνέ­χι­σε, τρά­βα το δρό­μο σου. Όμως τα όσα σωστά κι όσα ωραία, απ’ όποιον κι αν είναι, έλεγ­ξέ τα με τη δική σου την κρί­ση πριν τα κάνεις δικά σου».

Το «Ημε­ρο­λό­γιο του βου­νού», είναι γεμά­το από πόλε­μο για λευ­τε­ριά και ανθρώ­πι­νο συναί­σθη­μα. Από τις πρώ­τες σελί­δες του ο ανα­γνώ­στης νιώ­θει να απα­ντώ­νται πολ­λά ερω­τή­μα­τά του σχε­τι­κά με τη γενιά («δρα­κο­γε­νιά» την απο­κα­λεί ο Φαρ­σα­κί­δης) των αγω­νι­στών που πέρα­σαν ―όχι αλώ­βη­τοι― από «σαρά­ντα κύμα­τα», χωρίς οι συμπλη­γά­δες της ιστο­ρί­ας να τους συν­θλί­ψουν, και που συνο­ψί­ζο­νται στο εξής ένα: Από τι υλι­κό φτιά­χνο­νται οι ήρω­ες; Η απά­ντη­ση είναι απλή, γι’ αυτό και δύσκο­λη: από τα ίδια υλι­κά που είναι φτιαγ­μέ­νος ο άνθρωπος.

hmerologio boynoy

Τα βιβλία του Γ. Φαρ­σα­κί­δη μοσχο­βο­λά­νε τον ιδρώ­τα και το αίμα αυτής της δρα­κο­γε­νιάς. Τα όνει­ρα, τις αγω­νί­ες, τον πόνο, την πίστη, τη συνέ­πεια όσων έπε­σαν και όσων επέ­ζη­σαν. Άξιος γιος αυτής της δρα­κο­γε­νιάς ο Γ. Φαρ­σα­κί­δης, με τα τελευ­ταία λόγια του «Φιλό­σο­φου» να ηχούν στ’ αυτιά του, συνέ­χι­σε το δρό­μο του σ’ ένα αδιά­κο­πο ταξί­δι γεμά­το φουρ­τού­νες, πολ­λές, αλλά και στιγ­μές μπου­νά­τσας. Αλύ­γι­στος σαν ατσά­λι στη μάχη ενά­ντια στο άδι­κο, μα με τη φλό­γα της ψυχής του αναμ­μέ­νη από την αγά­πη για το δίκιο, για τη ζωή, για τον άνθρω­πο. «Οι κομ­μου­νι­στές έχου­νε δέρ­μα μαλα­κό και καρ­διά τρυ­φε­ρή», έγρα­φε κάπου ο παναν­θρώ­πι­νος Νερού­δα. Ο κομ­μου­νι­στής Γιώρ­γος Φαρ­σα­κί­δης συνε­χί­ζει το ταξί­δι. Το «Ημε­ρο­λό­γιο του βου­νού — 1944» είναι ένας σταθ­μός αυτού του ταξι­διού. Του ευχό­μα­στε να είναι γερός και να μας χαρί­σει πολ­λούς ακόμα.

Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από το ιστο­λό­γιο Οικο­δό­μος

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο