Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κοινωνική διαστρωμάτωση, οι τρόποι κατανάλωσης, το «ξεβλάχεμα»

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλεξίου
Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Ανα­φέ­ρει κάπου ο Μαρξ στα Grundrisse (Κρι­τι­κή της Πολι­τι­κής Οικο­νο­μί­ας) πως η καπι­τα­λι­στι­κή παρα­γω­γή δεν παρά­γει μόνο την κατα­νά­λω­ση αλλά και τους τρό­πους κατα­νά­λω­σης, δηλα­δή τι και πως θα κατα­να­λώ­σου­με. Π.χ. η παρα­γω­γή του προ­σω­πι­κού αυτο­κι­νή­του, ‑εξα­το­μι­κεύ­ο­ντας την ικα­νο­ποί­η­ση μιας κοι­νω­νι­κής ανά­γκης, όπως είναι η μετακίνηση‑, επέ­βαλ­λε τρό­πους κατα­νά­λω­σης και τρό­πους ζωής (Lifestyles). Συνε­πώς τα κατα­να­λω­τι­κά ήθη, τα Lifestyles εξαρ­τώ­νται αν δεν επι­βάλ­λο­νται κιό­λας από την ανά­γκη πώλη­σης των εμπο­ρευ­μά­των (πραγ­μά­τω­ση της υπε­ρα­ξί­ας). Σε αυτό συμ­βάλ­λουν επί­σης η διεύ­ρυν­ση της κατα­νά­λω­σης (νέες κατα­να­λω­τι­κές ανάγκες/εμβόλιμες ανά­γκες) και ο εκδη­μο­κρα­τι­σμός (πλου­ρα­λι­σμός) τρό­πων ζωής.

Από τη σφαίρα παραγωγής στη σφαίρα της κατανάλωσης: η φετιχοποίηση των εμπορευμάτων

Με εαυ­τή την έννοια ο καπι­τα­λι­σμός ευνό­η­σε αν δεν υπο­βο­ή­θη­σε κιό­λας μέσω ενός νέου εργα­σια­κού ήθους («μετα­φορ­ντι­κό») τη δια­μόρ­φω­ση νέων Lifestyles για το σώμα, την υγεία, την επι­κοι­νω­νία, τη σεξουα­λι­κό­τη­τα, τη δια­σκέ­δα­ση κ.λπ. (αθλη­τι­κά κέντρα, κοσμη­τι­κή χει­ρουρ­γι­κή, προ­ϊ­ό­ντα, μου­σι­κά ρεύ­μα­τα, είδη ένδυ­σης, μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης κ.λπ.). Μέρος αυτού του εγχει­ρή­μα­τος είναι και η επι­κά­λυ­ψη της σφαί­ρας παρα­γω­γής από τη σφαί­ρα της κατα­νά­λω­σης όπως και το σβή­σι­μο κάθε ίχνους εργα­σί­ας από τα εμπο­ρεύ­μα­τα που να θυμί­ζει τις συν­θή­κες εργα­σί­ας (φετι­χι­σμός των εμπο­ρευ­μά­των). Εδώ πατά­ει, εν μέρει, η ιδε­ο­λο­γία της άυλης εργα­σί­ας που δια­τεί­νε­ται πως επει­δή η εργα­σία δεν είναι πλέ­ον μετρή­σι­μη (όπως Negri κ.ά.) παύ­ει να ισχύ­ει και η θεω­ρία της αξί­ας (σύν­δε­ση τιμής με την εργα­σία που ανα­λώ­θη­κε για την παραγωγή).

Ωστό­σο ο φετι­χι­σμός των εμπο­ρευ­μά­των απο­συν­δέ­ει την αξία των πραγ­μά­των από την εργα­σία που ενσω­μα­τώ­νουν και τη συν­δέ­ει με τον «εσω­τε­ρι­κό κόσμο», με τις επι­θυ­μί­ες και τα υπο­κει­με­νι­κά νοή­μα­τα. Κατά κάποιο τρό­πο σε δια­κύ­βευ­μα ανα­δει­κνύ­ε­ται πλέ­ον όχι η αξία των αντι­κει­μέ­νων αλλά ο τρό­πος χρή­σης τους. Με αυτή την έννοια, και εφό­σον τα άτο­μα είναι φορείς πολι­τι­σμι­κού κεφα­λαί­ου, αισθη­τι­κής κρί­σης κ.λπ. (στοι­χεία που είναι απόρ­ροια και ομό­λο­γα των ταξι­κών θέσε­ων), δηλα­δή «ξέρουν» να κατα­να­λώ­νουν, μπο­ρούν να προ­σλά­βουν και να επι­δεί­ξουν (πρα­κτι­κές διά­κρι­σης). Εξάλ­λου οι κατα­να­λω­τι­κές πρα­κτι­κές ως πρα­κτι­κές διά­κρι­σης  αφο­ρούν αντι­κεί­με­να που εμπε­ριέ­χουν (εκτός της χρη­στι­κής του αξί­ας) πρω­τί­στως μια συμ­βο­λι­κή αξία ή, τεί­νουν να σπα­νί­ζουν. Αυτό θα αφο­ρά πρω­τί­στως την κατα­νά­λω­ση (πρό­σλη­ψη) αντι­κει­μέ­νων ή, υπη­ρε­σιών μέσω των οποί­ων τα άτο­μα θα μπο­ρούν να δια­κρι­θούν για να τοπο­θε­τη­θούν στην  κοι­νω­νι­κή δια­στρω­μά­τω­ση (έργα τέχνης, είδη μου­σι­κής, συν­θή­κες του κατοι­κείν, αυτόνομες/δημιουργικές μορ­φές εργα­σί­ας κ.λπ.). Περιο­ρι­σμέ­να θα αφο­ρά επί­σης αγα­θά μαζι­κής κατα­νά­λω­σης που έχουν μόνο αξία χρή­σης (πατά­τες, ψωμί, κρέ­ας κ.λπ.), όπως και δημό­σια αγα­θά που κατα­να­λώ­νο­νται μαζι­κά (υγεία, εκπαί­δευ­ση, δημό­σιες συγκοι­νω­νί­ες κ.λπ.). Από την άλλη η πολ­λα­πλή επι­βά­ρυν­ση του δομη­μέ­νου περι­βάλ­λο­ντος ανα­δει­κνύ­ει σε σπά­νια αγα­θά, τη φύση, το χώρο, τον καθα­ρό αέρα, την ησυ­χία κ.ά. δημιουρ­γώ­ντας μια νέα βάση διά­κρι­σης. Αυτό, ότι δηλα­δή τα είδη ανά­γκης δεν συνι­στούν αντι­κεί­με­νο διά­κρι­σης, κατα­δει­κνύ­ε­ται και στους δια­φο­ρι­κούς δεί­κτες δαπα­νών ανά­με­σα στους εργά­τες και τα ανώ­τε­ρα στε­λέ­χη (διευ­θυ­ντι­κά). Ο λόγος εργά­τες προς ανώ­τε­ρα στε­λέ­χη είναι μόλις 100 προς 135 για τα είδη πρώ­της ανά­γκης (ψωμί, κατοι­κία, ένδυ­ση κ.ά.) ενώ αυξά­νε­ται κατα­κό­ρυ­φα και είναι 390 προς 100 για τη σχό­λη (κατοι­κείν, φύση, καθα­ρός αέρας, δια­μόρ­φω­ση ελεύ­θε­ρου χρό­νου κ.ά.) (Μπω­ντρι­γιάρ 2005: 56).

Οι παρα­πά­νω θέσεις έχουν νόη­μα εφό­σον δεχτού­με πως τα κοι­νω­νι­κά υπο­κεί­με­να (άτο­μα, κοι­νω­νι­κές τάξεις) δε συγκρο­τού­νται στη σφαί­ρα παρα­γω­γής του κοι­νω­νι­κού πλού­του αλλά στη σφαί­ρα κατα­νά­λω­σης. Εφό­σον δηλα­δή δεχτού­με πως το οικο­νο­μι­κό στοι­χείο, ‑ο τρό­πος με τον οποίο η κοι­νω­νία οργα­νώ­νει την παρα­γω­γή του κοι­νω­νι­κού πλού­του (πολι­τι­κή οικο­νο­μία)-, συνι­στά μέρος της κουλ­τού­ρας (πολι­τι­σμι­κή πρα­κτι­κή), ως να είναι ένθε­το στο κοι­νω­νι­κό-πολι­τι­σμι­κό στοι­χείο. Τότε όμως ποιος και πως θα θέσει το ζήτη­μα στο σύστη­μα παρα­γω­γής και κοι­νω­νι­κής οργά­νω­σης της εργα­σί­ας; Οι κατα­να­λω­τές βρί­σκο­νται έξω από τη σφαί­ρας παρα­γω­γής ενώ συνι­στούν εκτός των άλλων ένα δια­τα­ξι­κό και ανο­μοιο­γε­νές μόρ­φω­μα; Σε αυτό ανή­κουν οι αστοί αλλά και οι εργά­τες, οι χωρι­κοί κ.ά. Επο­μέ­νως τα Lifestyles και οι κατα­να­λω­τι­κές πρα­κτι­κές που τα υπο­βα­στά­ζουν, δια­με­σο­λα­βούν αν δεν αντα­να­κλούν κιό­λας τις κοι­νω­νι­κές θέσεις των ατό­μων. Για τους ίδιους λόγους οι «φυλές» (ομά­δες με στιλ ζωής, κλί­μα­κες στά­σε­ων και συμπε­ρι­φο­ρών κ.ά.) που στις νεο­φυ­λε­τι­κές (neo-tribal) προ­σεγ­γί­σεις (όπως Maffesoli 1988) αντι­κα­θι­στούν τις κοι­νω­νι­κο-επαγ­γελ­μα­τι­κές κατη­γο­ρί­ες, δια­θέ­τουν επί­σης πεπε­ρα­σμέ­νες δυνα­τό­τη­τες δρά­σης. Εκτός αν εννοιο­λο­γή­σου­με την κοι­νω­νι­κή δρά­ση με βιτα­λι­στι­κούς όρους (élan vital), ανα­γνω­ρί­ζο­ντας αυτή απο­κλει­στι­κά στις «ανώ­τε­ρες τάξεις» και όχι στην εργα­τι­κή τάξη που συνι­στά, όπως υπο­στή­ρι­ζε ο M. Halbwachs, μια «αδρα­νή και μηχα­νι­κή μάζα» (Desjeux 2007:18). Εφό­σον λοι­πόν ορί­σου­με την κατα­να­λω­τι­κή συν­θή­κη ως πεδίο κοι­νω­νι­κού αυτο­προσ­διο­ρι­σμού είναι σαν να ανα­γο­ρεύ­ου­με σε κύριο κοι­νω­νι­κό υπο­κεί­με­νο τα μεσαία στρώ­μα­τα , πόσο μάλ­λον όταν αυτά έχουν στην κατο­χή τους πολι­τι­σμι­κό κεφά­λαιο και μπο­ρούν να αμφι­σβη­τούν τις ιεραρ­χί­ες γού­στου (ανώ­τε­ρη, λαϊ­κή) απο­κτώ­ντας πρα­κτι­κές «πολι­τι­σμι­κής παμ­φα­γί­ας» (R. Peterson). Έτσι τη στιγ­μή που έχουν πρό­σβα­ση, ας πού­με στην συμ­φω­νι­κή μου­σι­κή, την όπε­ρα, το χορο­θέ­α­τρο κ.λπ. μπο­ρούν να έχουν πρό­σβα­ση και στη λαϊ­κή κουλ­τού­ρα (country, δημο­τι­κά, εθνικ κ.λπ.) δια­χέ­ο­ντας ορι­ζο­ντί­ως και προς τα πάνω (trickle-up effect)  κατα­να­λω­τι­κές πρα­κτι­κές και Lifestyles (βλ. Sassatelli 2016:136).

Η «επιδεικτική κατανάλωση» και οι κοινωνικές θέσεις

Αυτό όμως που προσ­δί­δει δια­χρο­νι­κό σχε­δόν διϊ­στο­ρι­κό χαρα­κτή­ρα στην κατα­νά­λω­ση και τη συν­δέ­ει με την κοι­νω­νι­κή δια­στρω­μά­τω­ση είναι πως αυτή υπάρ­χει χάριν ενός δομι­κού πλε­ο­νά­σμα­τος (μερί­διο του θεού, δαπά­νη γοή­τρου, υπε­ρα­ξία κ.ο.κ.) που συνυ­πάρ­χει όμως με μια δομι­κή σπά­νη (βλ. κοι­νω­νι­κές ανι­σό­τη­τες, κοι­νω­νι­κή εξα­θλί­ω­ση) (βλ. Μπω­ντρι­γιάρ 2005). Η «επι­δει­κτι­κή κατα­στρο­φή» αυτού του πλε­ο­νά­σμα­τος (πότλατς, περί­βλε­πτη κατα­νά­λω­ση, πρα­κτι­κές κατα­νά­λω­σης κ.λπ.) που παρά­γε­ται από την ανθρώ­πι­νη εργα­σία, υπο­δη­λώ­νει την κοι­νω­νι­κή θέση σε ένα σύστη­μα εξου­σί­ας και αντα­γω­νι­σμών, επει­δή, παρό­λο που είναι «αντι­πα­ρα­γω­γι­κή» δαπά­νη, δεί­χνει πως κάποιες κοι­νω­νι­κές ομά­δες είναι μακριά από την ανά­γκη και δεν χρειά­ζε­ται να μοχθή­σουν και να εργα­στούν, γεγο­νός που τις τοπο­θε­τεί υψη­λά σε ένα σύστη­μα ιεράρ­χη­σης κύρους, γοή­τρου και τιμής. Η από­στα­ση από την ανά­γκη και η απο­πο­ποί­η­ση του κοι­νω­νι­κού κόσμου, του κόσμου της εργα­σί­ας (βλ. και Veblen 1994), δηλα­δή οι ίδιες οι συν­θή­κες ζωής και εργα­σί­ας είναι που δια­μορ­φώ­νουν πάλι, σύμ­φω­να με τον P. Bourdieu, τάξεις αισθη­τι­κού γού­στου και υπο­τάσ­σουν τη λει­τουρ­γία στη μορ­φή (βλ. κυρί­αρ­χη κουλ­τού­ρα) ή, υπο­τάσ­σουν τη μορ­φή στη λει­τουρ­γία, (βλ. λαϊ­κή κουλ­τού­ρα), εμβα­θύ­νο­ντας τις υφι­στά­με­νες διακρίσεις.
Ωστό­σο η ανα­διάρ­θρω­ση της παρα­γω­γής και η διεύ­ρυν­ση των νέων μεσαί­ων στρω­μά­των (δια­τα­ξι­κό μόρ­φω­μα) που απα­σχο­λού­νται κυρί­ως στον τομέα των υπη­ρε­σιών που κατα­να­λώ­νο­νται όμως πάραυ­τα, απο­δέ­σμευ­σε την κατα­νά­λω­ση από τις κοι­νω­νι­κές θέσεις δια­μορ­φώ­νο­ντας μια απο­σπα­σμα­τι­κή και εφή­με­ρη αντί­λη­ψη για την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Σε μεγά­λο βαθ­μό αυτές οι ανα­κα­τα­τά­ξεις θεμα­το­ποιού­νται προ­νο­μια­κά από την αντί­λη­ψη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας ως παρά­θε­ση σημαι­νό­ντων χωρίς ανα­φο­ρά σε ένα εξω­τε­ρι­κό σημείο, σε ένα σημαι­νό­με­νο (εργα­σία ή, κοι­νω­νι­κή τάξη) (θεω­ρία του μετα­μο­ντέρ­νου). Μεθο­δο­λο­γι­κή συνέ­πεια αυτής της αλλα­γής παρα­δείγ­μα­τος είναι η πλη­θυ­ντι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με έμφα­ση πλέ­ον τις επι­μέ­ρους πρα­κτι­κές ατό­μων, ομά­δων και υπο­πο­λι­τι­σμι­κών μορ­φω­μά­των, πράγ­μα που επι­τρέ­πει την πλή­ρη αυτο­νό­μη­ση της κατα­να­λω­τι­κής συν­θή­κης από δια­στρω­μα­τι­κούς δεί­κτες (εισό­δη­μα, πολι­τι­σμι­κό κεφά­λαιο κ.λπ.). Έτσι λοι­πόν μετα­βαί­νου­με από τις ποσο­τι­κές μορ­φές κατα­νά­λω­σης (πολυ­τέ­λεια, πλού­τος κ.λπ.) σε λεπτε­πί­λε­πτες μορ­φές διά­κρι­σης (κουλ­τού­ρα, αισθη­τι­κό γού­στο, “αίσθη­ση του κατοι­κείν” κ.λπ.). Με βεμπε­ρια­νούς όρους και έχο­ντας κανείς στο μυα­λό του την Προ­τε­στα­ντι­κή Ηθι­κή θα μιλού­σε για την ανά­δει­ξη της «λιτό­τη­τας» σε πρα­κτι­κή διά­κρι­σης, πράγ­μα που απο­τυ­πώ­νε­ται, εξάλ­λου στη μινι­μα­λι­στι­κή κομ­ψό­τη­τα της μόδας κ.ο.κ. Ωστό­σο εδώ πρό­κει­ται πάλι για πρα­κτι­κές του φαί­νε­στε που βασί­ζο­νται στον «εκλε­κτι­κό ασκη­τι­σμό» της κυρί­αρ­χης τάξη (βλ. δια­τρο­φι­κή κατα­νά­λω­ση) σε αντι­δια­στο­λή με τον «ανα­γκα­στι­κό ασκη­τι­σμό» του είναι των εργα­τι­κών και λαϊ­κών στρω­μά­των (Bourdieu 2008).

Τρόποι κατανάλωσης, Livestyles και «ξεβλάχεμα»: η ελληνική εκδοχή

Προ­βάλ­λο­ντας αυτή την ανά­λυ­ση για την κατα­νά­λω­ση πάνω στην ελλη­νι­κή κοι­νω­νία μέσα από την ιθα­γε­νή κατη­γο­ρία («ξεβλά­χε­μα») (όπως τη νοη­μα­το­δο­τούν τα ίδια τα υπο­κεί­με­να), έννοια που περι­γρά­φει την αλλα­γή νοο­τρο­πιών και την προ­σαρ­μο­γή σε νέες θα εντο­πί­ζα­με δύο κύρια χαρα­κτη­ρι­στι­κά για την επί­μα­χη περί­ο­δο (δεκα­ε­τία ΄80 και ’90). Από τη μια έχου­με ένα δομι­κό πλε­ό­να­σμα, απλή­ρω­τη εργα­σία (υπε­ρα­ξία), μέρος του οποί­ου που ανα­ζη­τά τρό­πους «επι­δει­κτι­κής κατα­στρο­φής» α λα πότλατς (αφο­ρά κυρί­ως λεφτά από επι­δο­τή­σεις και ευρω­παϊ­κά προ­γράμ­μα­τα κ.λπ.), όπως δεί­ξα­με παρα­πά­νω, από την άλλη έχου­με την ανέ­λι­ξη μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των αλλά και την διεύ­ρυν­ση των μεσαί­ων στρω­μά­των που είναι φορείς εκπαι­δευ­τι­κού και μορ­φω­τι­κού κεφα­λαί­ου. Μέρος αυτής της «επι­δει­κτι­κής κατα­νά­λω­σης» είναι και η φιλαν­θρω­πι­κή δρά­ση, τα μορ­φω­τι­κά ιδρύ­μα­τα των Τρα­πε­ζών, τα Ιδρύ­μα­τα εται­ρι­κών ομί­λων κ.ά. που εκτός των άλλων νομι­μο­ποιούν κοι­νω­νι­κά την από­σπα­ση του παρα­γό­με­νου πλούτου.

Σε αυτό το ρευ­στό κοι­νω­νι­κό τοπίο η σύν­δε­ση κοι­νω­νι­κών θέσε­ων με πρα­κτι­κές κατα­νά­λω­σης και Lifestyles συμ­βάλ­λει σε διερ­γα­σί­ες υπο­κει­με­νο­ποί­η­σης και δόμη­σης ταυ­το­τή­των. Πολύ δύσκο­λα οι συντη­ρη­τι­κές κατα­να­λω­τι­κές πρα­κτι­κές προη­γού­με­νων δεκα­ε­τιών θα μπο­ρού­σαν να επε­ξερ­γα­στούν και να προ­βάλ­λουν ανά­γκες που προ­έ­κυ­ψαν από την γυναι­κεία χει­ρα­φέ­τη­ση, τη δυνα­μι­κή εμφά­νι­ση της νεο­λαί­ας ως παρά­γο­ντα αλλα­γής, την εμφά­νι­ση νέων στρω­μά­των. Η ηγε­μο­νία του ιδε­ο­λο­γι­κού τρί­πτυ­χου (Πατρίς-Θρη­σκεία-Οικο­γέ­νεια) δεν άφη­νε σχε­δόν κανέ­να περι­θώ­ριο για ένα πλου­ρα­λι­σμό και εκδη­μο­κρα­τι­σμό τρό­πων ζωής και συμπε­ρι­φο­ρών (νεω­τε­ρι­στι­κές στά­σεις, στυλ ένδυ­σης και εμφά­νι­σης, σεξουα­λι­κές ταυ­τό­τη­τες κ.ά.). Παρό­λο που αυτές οι ανά­γκες θεμα­το­ποιού­νταν εν μέρει στις νεο­λαι­ί­στι­κες πολι­τι­κές οργα­νώ­σεις (ΚΝΕ, Ρήγας Φεραί­ος κ.ά.) του­λά­χι­στον μέχρι τη δεκα­ε­τία του ΄90, η πολι­τι­κή κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση με τον εγγε­νή της εξορ­θο­λο­γι­σμό έθε­τε εκ των πραγ­μά­των όρια στον ευδαι­μο­νι­σμό και στις επι­θυ­μί­ες ανέ­λι­ξης. Μόνο τα νέα κοι­νω­νι­κά κινή­μα­τα (φεμι­νι­στι­κό, οικο­λο­γι­κό, πόλης κ.ά.) θα μπο­ρού­σαν να ρευ­στο­ποι­ή­σουν ανά­γκες και επι­θυ­μί­ες και να τις δεξιωθούν.

Ωστό­σο η εμφά­νι­σή τους δεν είναι ζήτη­μα χρο­νι­κής συγκυ­ρί­ας αλλά δομι­κό που εξαρ­τά­ται από τις ανά­γκες της παρα­γω­γής (αυτο­α­ξιο­ποί­η­ση του κεφα­λαί­ου), όπως αρθρώ­θη­κε στο λόγο του «Μετα­φορ­ντι­σμού», όταν η αμφι­σβή­τη­ση των τεϊ­λο­ρι­κών δια­χω­ρι­σμών από τα μέσα (εργα­τι­κή δυσφο­ρία, λευ­κή απερ­γία, κατα­λή­ψεις εργο­στα­σί­ων κ.λπ.) συν­δέ­θη­κε με την «καλ­λι­τε­χνι­κή κρι­τι­κή» από τα έξω (Αλε­ξί­ου 2003). Παρό­λα αυτά το εγχεί­ρη­μα «εξαν­θρω­πι­σμού της εργα­σί­ας» που ακο­λού­θη­σε δεν μπό­ρε­σε να αμβλύ­νει τις επι­πτώ­σεις αυτών των δια­χω­ρι­σμών, καθώς προ­σέ­κρου­σε στη δομή της καπι­τα­λι­στι­κής επι­χεί­ρη­σης. Φορέ­ας της δεύ­τε­ρης κρι­τι­κής (απ’ έξω) έγι­ναν τα κινή­μα­τα πολι­τι­σμι­κής δια­μαρ­τυ­ρί­ας του ΄60 και ΄70 (βλ. Βoltanski 2003). Αυτά ακο­λου­θώ­ντας τις εμπει­ρί­ες του σώμα­τος και του ψυχι­σμού (σεξουα­λι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση, ψυχε­δέ­λεια, παραι­σθη­σιο­γό­να κ.λπ.), ανα­ζη­τού­σαν τα αυθε­ντι­κό και το ανα­παλ­λο­τρί­ω­το, προ­λειαί­νο­ντας το έδα­φος για μια νέα κατα­να­λω­τι­κή αγο­ρά ταυ­το­τή­των και αντι­κει­μέ­νων (χίπις, μου­σι­κή ροκ, ενδυ­μα­το­λο­γι­κές πρα­κτι­κές, χρή­ση του τζιν κ.λπ.).

Εφό­σον η κατα­νά­λω­ση λει­τουρ­γεί ως πρα­κτι­κή διά­κρι­σης θα αφο­ρά, εφό­σον μιλά­με για τη δεκα­ε­τία του ΄80 στη χώρα μας, πρω­τί­στως τα μικρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα που δεν έχουν πολι­τι­σμι­κό κεφά­λαιο. Αυτά επι­χει­ρούν να εξι­σορ­ρο­πή­σουν τα κενά που προ­έ­κυ­ψαν από την κοι­νω­νι­κή τους «ανέ­λι­ξη» μέσα από ένα επι­δει­κτι­κό κατα­να­λω­τι­σμό (αυτο­κί­νη­τα, οικια­κός εξο­πλι­σμός, εξο­χι­κό κ.λπ.). Η αισθη­τι­κή τους αντί­λη­ψη θα εξα­ντλη­θεί σέ «κάνα θέα­τρο», σε «καμιά συναυ­λία» κ.ο.κ., όπως δια­κω­μω­δεί­ται στους στί­χους του Γιάν­νη Νεγρε­πό­ντη «διά­λε­ξη εδί­δε­το υπερ του Μαλα­κά­ση, και είπε και αυτός ο έρη­μος να πάει να ξεσκά­σει” (Μικρο­α­στι­κά). Συχνά μάλι­στα οι αγο­ραί­ες δεξιό­τη­τες (καπα­τσο­σύ­νη, ρίξι­μο, μαγκιά κ.λπ.) ανα­γο­ρεύ­ο­νται στο πλαί­σιο ενός ευδαι­μο­νι­κού κυνι­σμού σε καθω­σπρέ­πει συμπε­ρι­φο­ρές, καθώς συμ­βάλ­λουν στην κοι­νω­νι­κή ανέ­λι­ξη. Το έθνος γίνε­ται περισ­σό­τε­ρο αντι­λη­πτό ως κοι­νό­τη­τα (παρά ως φυλή) και εκκο­σμι­κεύ­ε­ται. Η εθνι­κή ταυ­τό­τη­τα χάνει την επι­θε­τι­κό­τη­τά της, συνε­χί­ζει όμως να απο­τε­λεί σημείο ανα­φο­ράς των μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των. Σε κάθε περί­πτω­ση αυτό δεν προ­σλαμ­βά­νε­ται ως «φαντα­σια­κή κοι­νό­τη­τα» (B. Anderson) αλλά, όπως στο Μακρυ­γιάν­νη, ως οργα­νι­κή κοι­νό­τη­τα (προ­έ­κτα­ση της παρέ­ας, του χωριού κ.λπ.).

Κάπου εδώ ξεκι­νά και μια προ­σπά­θεια προ­σαρ­μο­γής των μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των στη νέα κατά­στα­ση. Η ανά­δει­ξη και η πρό­σλη­ψη νεω­τε­ρι­στι­κών Lifestyles (το «ξεβλά­χω­μα») μπαί­νει στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη (περιο­δι­κά, δια­φη­μί­σεις, ιδιω­τι­κά ΜΜΕ κ.λπ.) Η εθνι­κή ταυ­τό­τη­τα αρχί­ζει να μετα­σχη­μα­τί­ζε­ται σε ευρω­παϊ­κή ταυ­τό­τη­τα με φορέα το εκσυγ­χρο­νι­στι­κό εγχεί­ρη­μα (δεκα­ε­τία του ΄90). Στην περί­ο­δο αυτή μετριά­ζε­ται επί­σης και εκεί­νος ο μικρο­α­στι­κός κον­φορ­μι­σμός που εμφο­ρού­νταν από πατριαρ­χι­κές και σεξι­στι­κές αντι­λή­ψεις, καθώς απο­τε­λού­σε τρο­χο­πέ­δη στο συγ­χρω­τι­σμό αυτών των στρω­μά­των με άλλα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα που η οικο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη έφε­ρε μαζί της (επαγ­γελ­μα­τί­ες ευρω­παϊ­κών προ­γραμ­μά­των, ελεύ­θε­ροι επαγ­γελ­μα­τί­ες, επαγ­γελ­μα­τί­ες ακτι­βι­στές κοι­νω­νι­κών κινη­μά­των, κρα­τι­κά στε­λέ­χη κ.ά.).

Προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας τη χώρα για την ΟΝΕ ο εκσυγ­χρο­νι­σμός θα απο­δο­μή­σει την στε­ρε­ο­τυ­πι­κή ταυ­τό­τη­τα του «νεο­έλ­λη­να» («έξω καρ­διά», «φιλό­τι­μος», «ωραί­ος» κ.λπ.) δημιουρ­γώ­ντας αμη­χα­νί­ες και ενο­χές για την κοι­νω­νι­κή του αυτο­α­ντί­λη­ψη και το εργα­σια­κό του ήθος (τζα­μπα­τζή­δες, τεμπέ­λη­δες, αργό­σχο­λοι, διε­φθαρ­μέ­νοι κ.ο.κ.). Ως γνω­στόν αυτοί οι χαρα­κτη­ρι­σμοί θα ενερ­γο­ποι­η­θούν εκ νέου με το ξέσπα­σμα της οικο­νο­μι­κής κρί­σης από Έλλη­νες και Ευρω­παί­ους πολι­τι­κούς. Μια ταξι­κή διευ­θέ­τη­ση του μικρο­α­στι­κού ζητή­μα­τος θα επέλ­θει εν μέρει με την «φού­σκα» του χρη­μα­τι­στη­ρί­ου (1999), όταν μεγά­λο μέρος κυρί­ως των μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των που «έπαι­ξαν και έχα­σαν», εκπί­πτουν κοι­νω­νι­κά, με τις περιου­σί­ες τους (κάπου 136 δισ. Ευρώ) να περ­νούν στις διά­φο­ρες μερί­δες της αστι­κής τάξης. Ωστό­σο μέρος του «δομι­κού πλε­ο­νά­σμα­τος» (κέρ­δη στο χρη­μα­τι­στή­ριο, επι­δο­τή­σεις, εοκι­κά κον­δύ­λια κ.λπ.) που αφο­ρά πάλι μικρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα αλλά και μεσαία στρώ­μα­τα θα κατα­να­λω­θεί επι­δει­κτι­κά, κυρί­ως από νεό­πλου­τους, μέσα από πρα­κτι­κές πότλατς στην Αρά­χω­βα, στη Μύκο­νο, στο «πρώ­το τρα­πέ­ζι πίστα» κ.ο.κ.

Συμπέρασμα

Κλεί­νο­ντας θα λέγα­με πως η επι­δει­κτι­κή κατα­νά­λω­ση με τους ομό­λο­γους τρό­πους ζωής (Lifestyles) έρχε­ται να επι­βε­βαιώ­σεις κοι­νω­νι­κές θέσεις μικρο­α­στι­κών στρω­μά­των, ας πού­με νεό­πλου­των, που βιώ­νουν, εξαι­τί­ας της ταξι­κής τους αμφι­ση­μί­ας, την ανα­σφά­λεια και την αμη­χα­νία. Αντί­θε­τα τα μεσαία στρώ­μα­τα και τα αστι­κά δια­θέ­το­ντας πολι­τι­σμι­κό κεφά­λαιο δίνουν έμφα­ση σε εκλε­πτυ­σμέ­νους και «καλ­λιερ­γη­μέ­νους» τρό­πους ζωής και κατα­νά­λω­σης. Τα δεύ­τε­ρα (αστι­κά) έχουν επί­σης πρό­σβα­ση σε σπά­νια αγα­θά (υψη­λές υπη­ρε­σί­ες εκπαί­δευ­σης, υγεί­ας, ελεύ­θε­ρου χρό­νου, ταξι­διών κ.ά.). Η κατα­να­λω­τι­κή συν­θή­κη ως διερ­γα­σία δόμη­σης ταυ­τό­τη­τας θα αφο­ρά λιγό­τε­ρο την εργα­τι­κή τάξη, καθώς αυτή αδυ­να­τεί εξαι­τί­ας της ταξι­κής της κατά­στα­σης να πάρει από­στα­ση από την ανά­γκη και την πρα­κτι­κό­τη­τα. Εξάλ­λου τα αντι­κεί­με­να πρώ­της ανά­γκης που κατα­να­λώ­νει κάθε άλλο παρά μπο­ρούν να απο­τε­λέ­σουν αντι­κεί­με­νο επί­δει­ξης και διάκρισης.

Βιβλιο­γρα­φία
Θ. Αλε­ξί­ου, «Το εργα­σια­κό ήθος του Μετα­φορ­ντι­σμού», στο Ρ. Πανα­γιω­το­πού­λου, Σ. Κονιόρ­δος, Λ. Αλι­μπρά­ντη-Μαρά­του (επιμ.), Παγκο­σμιο­ποί­η­ση και σύγ­χρο­νη κοι­νω­νία, Αθή­να 2003.
L. Boltnaski, E. Chiapello, Der neue Geist des Kapitalismus, Konstanz 2003.
P. Bourdieu, H διά­κρι­ση. Κοι­νω­νι­κή κρι­τι­κή της καλαι­σθη­τι­κής κρί­σης, Αθή­να 2008.
Ζ. Μπω­ντρι­γιάρ, Η κατα­να­λω­τι­κή κοι­νω­νία, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2005.
D. Desjeux, Η κατα­νά­λω­ση, Αθή­να 2007
M. Maffesoli, Le temps des tribus. Le déclin de l’individualisme dans les sociétés de masse, Paris 1988
R. Sassatelli, Κατα­να­λω­τι­κή κουλ­τού­ρα. Ιστο­ρία, θεω­ρία και πολι­τι­κή, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2016.
Thor. Veblen, Η θεω­ρία της αργό­σχο­λης τάξης, Αθή­να 1994.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο