Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κοινωνική μηχανική της βίας

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλε­ξί­ου //
Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Αν βγά­λου­με από τη μέση τα πρό­σω­πα, αυτά που χτυ­πού­σαν και κλω­τσού­σαν το Δήμαρ­χο της Θεσ­σα­λο­νί­κης, αλλά και τον ίδιο τον Μπου­τά­ρη ως (πολι­τι­κό) πρό­σω­πο, μένει η ίδια η δομή, δηλα­δή η ίδια η κοι­νω­νία (ως σύστη­μα κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων) που παρά­γει αυτές τις πρα­κτι­κές και κάνει τους ανθρώ­πους να συμπε­ρι­φέ­ρο­νται με αυτό τον τρό­πο. Τις ιδιό­τη­τες αυτής της δομής φέρουν τα άτο­μα (βίαιες συμπε­ρι­φο­ρές, ρίξι­μο, τσα­μπου­κάς κ.λπ.). Σαφώς, όταν ασκείς βία ένα­ντι προ­σώ­πων, όσο και αν προσ­διο­ρί­ζε­σαι από τη δομή, η ευθύ­νη εξα­το­μι­κεύ­ε­ται, υπάρ­χει δηλα­δή προ­σω­πι­κή ευθύ­νη. Νομί­ζω όμως πως αν δεν εστιά­σου­με στη μηχα­νι­κή της βίας και στη δομι­κή βία που βγαί­νει από τη μισθω­τή εργα­σία (στη δου­λειά, στην ανερ­γία, στην αερ­γία κ.λπ.) που διέρ­ρη­ξε ατο­μι­κές βιο­γρα­φί­ες, σχέ­δια ζωής, προσ­δο­κί­ες κ.λπ. που κρα­τού­σαν τα άτο­μα μέσα, ακό­μη, και σε μια «μικρο­α­στι­κή» καθη­με­ρι­νό­τη­τα (δου­λειά-σπί­τι κ.λπ.), θα χάσου­με το δάσος. Είναι αυτή η δομι­κή βία που βγή­κε και υπέ­σκα­ψε πάλι τις συμ­βιω­τι­κές σχέ­σεις (προ­σω­πι­κές σχέ­σεις, παρέ­ες, γει­το­νιά κ.λπ.) μέσα στις οποί­ες οι άνθρω­ποι μάθαι­ναν και αισθά­νο­νταν ως πρό­σω­πα (με ντρο­πές, με ανα­στο­λές, με επι­φυ­λά­ξεις κ.λπ.)

Επο­μέ­νως δεν είναι ούτε «η πόλη των φαντα­σμά­των», ούτε οι Πόντιοι (όπως αυθαί­ρε­τα γενι­κεύ­ε­ται) που κάθε χρό­νο, τέτοια μέρα φέρ­νουν στο νου τους την εικό­να από το Τσά­γιε­ζι, και το ποτι­σμέ­νο με δάκρυα χώμα του Χαρ­μάν-κιοϊ (Φανοί, Νίκος Παπά­ζο­γλου), που κάνουν τη δια­φο­ρά και γεν­νά αυτά τα φαι­νό­με­να, αλλά η ίδια η δομή. Εξάλ­λου όπως έχει δεί­ξει η ιστο­ρι­κή εμπει­ρία, ο φασι­σμός έβα­λε πόδι ακό­μη και σε οργα­νω­μέ­νες εργα­τι­κές κοι­νό­τη­τες (βλ. την κλασ­σι­κή έρευ­να για τους άνερ­γους του Mariental/Αυστρία, δεκα­ε­τία ’30), όπου η κοι­νό­τη­τα ακο­λού­θη­σε τους Ναζί. Εξάλ­λου, ο Παύ­λος Φύσ­σας σε μια εργα­τι­κή πόλη δολο­φο­νή­θη­κε, στο Κερατσίνι.

Αυτό που κατά τη γνώ­μη μου προ­έ­χει είναι εν πρώ­τοις η ανα­σύ­στα­ση αυτών των συστη­μά­των που έχουν διαρ­ρη­χθεί και η επά­νο­δος σε μια «κανο­νι­κό­τη­τα» (της δου­λειάς, των προ­σω­πι­κών σχέ­σε­ων, της παρέ­ας κ.λπ.). Εδώ θα επα­να­κτη­θούν κοι­νω­νι­κές και προ­σω­πι­κές δεξιό­τη­τες, ώστε να δού­με στη συνέ­χεια, μετρώ­ντας το από­θε­μα δύνα­μης μυα­λού, πολι­τι­κού κου­ρά­γιου και οργά­νω­σης, τι μπο­ρού­με να κάνου­με, μέχρι που μπο­ρού­με να προ­χω­ρή­σου­με το πράγ­μα. Φοβά­μαι πως μέχρι τότε αυτά τα φαι­νό­με­να θα εμφα­νί­ζο­νται, όπως έδει­ξε και η περί­ο­δος ων Αγα­να­κτι­σμέ­νων και των Πλα­τειών, ξανά και ξανά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο