Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΡΟΖΑ , ΜΙΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΡΙΑ ΔΑΣΚΑΛΑ

Γρά­φει η Ελέ­νη Κακνα­βά­του //

Η Ρόζα Ιμβριώ­τη γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1898. Σπού­δα­σε στη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή της Αθή­νας κι αργό­τε­ρα μετεκ­παι­δεύ­τη­κε στο Βερο­λί­νο και το Παρί­σι. Από το 1920–1930 υπη­ρέ­τη­σε ως φιλό­λο­γος σε διά­φο­ρα Γυμνά­σια. Το 1924, κατη­γο­ρή­θη­κε για τον τρό­πο που δίδα­σκε το μάθη­μα της Ιστο­ρί­ας στο Μαρά­σλειο Διδα­σκα­λείο , με βάση την υλι­στι­κή θεω­ρία, κι αυτό έγι­νε αφορ­μή να ξεσπά­σουν τα «Μαρα­σλεια­κά», που είχαν στό­χο και τον αγώ­να του Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου για την καθιέ­ρω­ση της Δημο­τι­κής γλώσ­σας , στον οποίο εντά­χθη­κε η Ρόζα, κάνο­ντας μια προ­σω­πι­κή πολι­τι­κή επι­λο­γή, και εκεί συνερ­γά­στη­κε με τον μεγά­λο δάσκα­λο Δ. Γλη­νό. Για τη δρά­ση και τις από­ψεις της πλή­ρω­σε με την από­λυ­σή της αλλά στη συνέ­χεια επα­νήλ­θε την εκπαί­δευ­ση. Το 1934 έγι­νε η πρώ­τη γυναί­κα γυμνα­σιάρ­χης και το 1936 ίδρυ­σε το Πρό­τυ­πο Ειδι­κό σχο­λείο Αθη­νών στην Και­σα­ρια­νή, όπου συνερ­γά­στη­κε με δια­πρε­πείς δασκά­λους και ψυχο­λό­γους. Στα χρό­νια που δίδα­ξε στα σχο­λειά και στο Ειδι­κό σχο­λείο η Ρόζα απέ­δει­ξε έμπρα­κτα τη θέση της για μια ανθρω­πι­στι­κή παι­δεία που έχει ανά­γκη το σύνο­λο του λαού. Στο βιβλίο της «Ανθρω­πι­στι­κή Παι­δεία- Γενι­κή και πολυ­τε­χνι­κή μόρ­φω­ση» γρά­φει ότι « ο γνή­σιος ανθρω­πι­σμός ξανα­δί­νει στον άνθρω­πο εκεί­νο που του ανή­κει, την ανθρω­πιά του, τα δικαιώ­μα­τά του και την αξιο­πρέ­πεια της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του».

imvrioti2Από τον αγώ­να του λαού μας ενά­ντια στο φασι­σμό και από τη μεγα­λειώ­δη πάλη του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και των γυναι­κών της Αντί­στα­σης δε θα μπο­ρού­σε να λεί­ψει μια τέτοια φλο­γε­ρή αγω­νί­στρια. Το 1943 συμ­με­τεί­χε στο ΚΣ της ΕΠΟΝ και το 1944 πηγαί­νει στην Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα. Διευ­θύ­νει το Φρο­ντι­στή­ριο της Τύρ­νας και συμ­με­τέ­χει στην εκπό­νη­ση του προ­γράμ­μα­τος της εκπαί­δευ­σης της Κυβέρ­νη­σης του Βου­νού ( ΠΕΕΑ) μαζί με τον Κ. Σωτη­ρί­ου και το Μ. Παπα­μαύ­ρο. Συγ­χρό­νως δημιουρ­γεί ένα ανα­γνω­στι­κό για μικρούς μαθη­τές, «Τα Αετό­που­λα». Μετά την κατο­χή δρα­στη­ριο­ποιεί­ται στην Πανελ­λή­νια Ομο­σπον­δία Γυναι­κών (ΠΟΓ) και η προ­σφο­ρά της για την ισο­τι­μία των γυναι­κών είναι πολύ μεγά­λη. Στο βιβλίο «Παι­δεία και κοι­νω­νία» γρά­φει μετα­ξύ άλλων: «Γυναί­κα και άντρας πλάι πλάι στην εργα­σία, αγω­νί­ζο­νται κι οι δύο για το ψωμί[…] έχουν τα ίδια προ­βλή­μα­τα, τους ίδιους αγώ­νες, την ίδια κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση, τις ίδιες ελπί­δες… Να προ­χω­ρή­σου­με σε γενι­κή πολι­τι­κή δράση».

imvriotiΗ Ρόζα ήταν παντρε­μέ­νη με τον μεγά­λο παι­δα­γω­γό και φιλό­σο­φο, Γιάν­νη Ιμβριώ­τη, ο οποί­ος απο­λύ­θη­κε από τη θέση του καθη­γη­τή του Πανε­πι­στη­μί­ου και εξο­ρί­στη­κε, όπως κι αργό­τε­ρα στην περί­ο­δο της δικτα­το­ρί­ας του 1967.

Η Ρόζα Ιμβριώ­τη συμ­με­τεί­χε στην ΕΔΑ την δεκα­ε­τία του 1960, αντι­τά­χθη­κε στη «μεταρ­ρύθ­μι­ση» Γ. Παπαν­δρέ­ου του 1964 κι έγι­νε μέλος του ΚΚΕ το 1968. Τέλος δού­λε­ψε το 1975 για την ίδρυ­ση και οργά­νω­ση του ΚΜΕ ( Κέντρου Μαρ­ξι­στι­κών Ερευνών).

Για τη δρά­ση και για τα «πιστεύω» της η Ρόζα εξο­ρί­στη­κε από το 1948 έως το 1951 στο Τρί­κε­ρι μαζί με άλλες γυναί­κες κομ­μου­νί­στριες και αγω­νί­στριες και στη Μακρό­νη­σο, παρά την κλο­νι­σμέ­νη υγεία της.

Πέθα­νε το 1977 αφή­νο­ντας πολύ­τι­μο παι­δα­γω­γι­κό, επι­στη­μο­νι­κό, συγ­γρα­φι­κό αλλά κυρί­ως έργο αγώ­να και θυσί­ας στους κατο­πι­νούς προ­ο­δευ­τι­κούς και κομ­μου­νι­στές δασκά­λους, στις νεό­τε­ρες γενιές. Δού­λε­ψε ατα­λά­ντευ­τα για μια παι­δεία για όλο το λαό, για μια παι­δεία πραγ­μα­τι­κά ανθρω­πι­στι­κή σε ένα σοσια­λι­στι­κό κρά­τος. Βασα­νί­στη­κε και διώ­χθη­κε, όπως κι άλλοι δάσκα­λοι της επο­χής της, κι αντι­με­τω­πί­ζο­ντας με σθέ­νος και καρ­τε­ρία τους βασα­νι­στές, απέ­δει­ξε ότι ο άνθρω­πος μπο­ρεί να νική­σει τα σκο­τά­δια και να φέρει το φως, με τη στά­ση του, με τον αγώ­να του στη ζωή και με τις θυσί­ες του.

Κλεί­νο­ντας αυτή τη μικρή ανα­φο­ρά στο έργο και τη ζωή της Ρόζας θα παρα­θέ­σου­με ένα από­σπα­σμα από το κεί­με­νο αφή­γη­σης της Ν. Απο­στο­λο­πού­λου από το βιβλίο ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ Β΄ ΤΟΜΟΣ, που δεί­χνει την προ­σω­πι­κό­τη­τα αυτής της εξέ­χου­σας μορ­φής του γυναι­κεί­ου, κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος της χώρας μας. Της κόκ­κι­νης Ρόζας, της κόκ­κι­νης δασκάλας.

Το Δεκέμ­βρη του 1949 η Ρόζα Ιμβριώ­τη αρπά­χτη­κε από το Τρί­κε­ρι και σιδη­ρο­δέ­σμια οδη­γή­θη­κε στο Στρα­τη­γείο Κεντρι­κής Ελλά­δας ( ΣΚΕ) Λάρι­σας με άλλες 10 συνε­ξό­ρι­στές της. Μα εκεί­νη ατσα­λω­μέ­νη με «την κοσμο­θε­ω­ρία της εργα­τι­κής τάξης», όχι μόνο νίκη­σε τον ταξι­κό εχθρό , μα άφη­σε και στους νέους που λάτρευε μια αθά­να­τη υπο­θή­κη: Πώς νικιέ­ται η βία και η σύγχυση!

Η αφή­γη­ση από την ίδια τη Ρόζα συνε­χί­ζε­ται πιο κάτω

[..] « Σε στέλ­νω στη Μακρό­νη­σο, μα ο φάκε­λος είναι σαφής, δε θα πεθά­νεις από φυσι­κό θάνα­το». Ο Μαγκριώ­της κάνει κάποια ελα­φρά νεύ­μα­τα. Ο Στρα­τη­γός στα­μα­τά­ει από­το­μα. «Θέλε­τε καφέ;»

Καθώς με είχε επη­ρε­ά­σει το μήνυ­μα που για μένα ήταν λύτρω­ση, απά­ντη­σα: « Πολύ θα τον ήθε­λα. Αφού είμαι μελ­λο­θά­να­τη» τον πίνω. Σηκώ­νε­ται έπει­τα με πλη­σιά­ζει και μου δίνει το χέρι. 

«Τύχη αγα­θή» λέει ειρωνικά. 

«Σας εύχο­μαι ομοί­ως, Στρα­τη­γέ», απαντώ. 

Φωτει­νή μέρα. Με πλη­μυ­ρί­ζει το αίσθη­μα της αυτο­πε­ποί­θη­σης, της εσω­τε­ρι­κής σιγου­ριάς καθώς περ­πα­τάω στους δρό­μους της Λάρι­σας. Με γυρί­ζουν στο στρα­τό­πε­δο με τα πόδια. Όλα μου φαί­νο­νται χαρού­με­να τώρα που βγή­κα από την κόλα­ση ορι­στι­κά. Οι γυναί­κες καθώς περ­νούν δίπλα μου με όμορ­φα φορέ­μα­τα στη­ριγ­μέ­νες στο μπρά­τσο του καλού τους, είναι μια χτυ­πη­τή αντί­θε­ση με όσα έβλε­πα μήνες τώρα στο ΣΚΕ. Κυλού­σαν δίπλα μου θαυ­μά­σια αυτο­κί­νη­τα με άψο­γα ντυ­μέ­νες κυρί­ες και φρε­σκο­ξυ­ρι­σμέ­νους αξιω­μα­τι­κούς. Τα ζαχα­ρο­πλα­στεία ήταν γεμά­τα κόσμο ανύ­πο­πτο από το δρά­μα που παι­ζό­ταν. Γελού­σαν και μιλού­σαν ελεύ­θε­ρα τού­τοι οι άνθρω­ποι. Ένας νέος πρό­σφε­ρε λου­λού­δια στην αγα­πη­μέ­νη του. Γέμι­σε χαρά η ψυχή μου. Αγό­ρα­σα μια εφη­με­ρί­δα, πρώ­τη φορά από τότε που είμαι εξό­ρι­στη, και φρού­τα. Ο συνο­δός, ένα παι­δί 25 χρο­νών, φαι­νό­ταν απορημένος.

«Το ξέρε­τε που πάτε στη Μακρόνησο;»

Πώς δεν το ‘ξερα. Και τού­το με γέμι­ζε ευτυ­χία. Θα γυρ­νού­σα πια στο περι­βάλ­λον μου, στους δικούς μου. Πόσο το’ νιω­σα βαθιά τού­το «στους δικούς μου». Αυτή τη στιγ­μή με ένω­νε με αυτόν τον κόσμο ένας βαθύ­τε­ρος δεσμός, η ηθι­κή συνεί­δη­ση. Είμα­στε οι άνθρω­ποι που μεί­να­με ελεύ­θε­ροι και πιστοί στη δική μας πεποί­θη­ση, ακό­μα κι όταν ολό­κλη­ρος ο κόσμος στά­θη­κε ενα­ντί­ον μας. Μπο­ρεί να μην είχα σπί­τι, να μην είχα πια φίλους, να μην είχα πια πού να πατή­σω το πόδι μου, χωρίς να φέρω τον κατα­τρεγ­μό. Μπο­ρεί να μην έχω θέση ανά­με­σα σε τού­τους τους ανθρώ­πους που πάνε κι έρχο­νται γύρω μου ελεύ­θε­ρα, που μιλά­νε και γελά­νε και πράτ­του­νε κατά πώς τους αρέ­σει- έτσι νομί­ζου­νε… Όμως, εκεί στη Μακρό­νη­σο είναι το σπι­τι­κό μου. Είναι οι δικοί μου. Εκεί δε νιώ­θεις μόνη, ολό­τε­λα μόνη, έστω και την ώρα του μαρ­τυ­ρί­ου. Κάποιος άλλος θα είναι κοντά σου, θα βασα­νί­ζε­ται μπο­ρεί κι εκεί­νος, όμως θα πεις μια κου­βέ­ντα την ώρα της ανά­παυ­λας, θα νιώ­σεις τη ζέστη και τη συμπό­νια, η κοι­νή συνεί­δη­ση σου παρα­στέ­κει και σε λυτρώνει. [..]

Αύριο, μεθαύ­ριο φεύ­γω για τη Μακρό­νη­σο.[…] Ξανα­γυ­ρί­ζω στα νερά μου, πάω πίσω στις αδερ­φές μου.

PENTAX DIGITAL CAMERA

Αυτή ήταν η κόκ­κι­νη Ρόζα! Έτσι αντι­με­τώ­πι­σε τη Μακρό­νη­σο και τα βασα­νι­στή­ρια, όπως και χιλιά­δες άλλοι, άνδρες και γυναί­κες, πολι­τι­κοί και στρα­τιω­τι­κοί κρα­τού­με­νοι, κι έτσι μπό­ρε­σαν και νίκη­σαν το θάνα­το και τον αντίπαλο.

Η κοι­νή συνεί­δη­ση, η κοι­νή συνεί­δη­ση και το χρέ­ος απέ­να­ντι στον άνθρωπο!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ, Ιστο­ρι­κός Τόπος, τ. 2, (Συλ­λο­γι­κή εργα­σία), 2003, Αθή­να: Σύγ­χρο­νη εποχή
Ρόζα Ιμβριώ­τη, Ανθρω­πι­στι­κή Παι­δεία, Γενι­κή και Πολυ­τε­χνι­κή μόρ­φω­ση, 1955, Αθή­να.
Θέμα­τα Παι­δεί­ας, τ. 28, σελ. 73 και 43–44 σ. 97
Ρόζα Ιμβριώ­τη- Γιάν­νης Ιμβριώ­της, Προ­σφο­ρά στην Παι­δεία και τον Αγώ­να, άρθρο εφ. Ριζο­σπά­στης 7/12/2003
Ηρ. Κακα­βά­νη, Μαρα­σλεια­κά, εφ. Ριζο­σπά­στης 20/3/2007
Τασία Κοντο­γιάν­νη, Για το ρόλο του κομ­μου­νι­στή εκπαι­δευ­τι­κού, άρθρο ΚΟΜΕΠ 4–5, 2006

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο