Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κρήνη της Λασικρήνης, της Κρηταρχόντισσας αν έχεις ακουστά…

Ξέρεις ότι ο αγρο­τι­κός χαρα­κτή­ρας του τόπου δεν σημαί­νει κάτι και­νούρ­γιο. Το Λασί­θι θεω­ρού­νταν ανέ­κα­θεν ο σιτο­βο­λώ­νας της Κρή­της και ενώ στην περί­ο­δο της Ενε­το­κρα­τί­ας, η Βενε­τία ήταν που διέ­τα­ξε το χίλια τρια­κό­σια σαρά­ντα τρία, όχι μόνο την ερή­μω­σή του αλλά και το γκρέ­μι­σμα όλων των σπι­τιών καθώς και το ξερί­ζω­μα των οπω­ρο­φό­ρων δέντρων και των αμπε­λιών, απει­λώ­ντας πως όποιος συλ­λαμ­βα­νό­ταν να μένει μέσα στην απα­γο­ρευ­μέ­νη ζώνη του Ορο­πε­δί­ου ή να βόσκει τα ζώα του, θα του έκο­βαν το ένα πόδι ή θα τον σκό­τω­ναν, όταν τον δέκα­το πέμ­πτο αιώ­να, άρχι­σε να πέφτει στην Κρή­τη πεί­να και οι Ενε­τοί δεν μπο­ρού­σαν να καλύ­ψουν τις ανά­γκες του στρα­τού, ο Δού­κας του Χάντα­κα, ειση­γή­θη­κε στην Βενε­τία την εκ νέου κατοί­κη­ση και καλ­λιέρ­γεια του Λασι­θιού, αφού δεν υπήρ­χε πια κίν­δυ­νος επαναστάσεων.

Όμως, το Ορο­πέ­διο μετά την μακρο­χρό­νια ερή­μω­ση για να καλ­λιερ­γη­θεί, έπρε­πε να απο­στραγ­γι­σθεί και να εκχερ­σω­θεί, οπό­τε η Βενε­τία έστει­λε μηχα­νι­κούς οι οποί­οι χάρα­ξαν και άνοι­ξαν µε δαπά­νες του Ενε­τι­κού κρά­τους ορι­ζό­ντια και κάθε­τα βαθιά χαντά­κια, τις περί­φη­μες λίνιες που σώζο­νται μέχρι σήμερα.

Γνω­στές από εκεί­να τα δύσκο­λα χρό­νια, έμει­ναν στις χρυ­σές σελί­δες της ιστο­ρί­ας, οι επα­να­στά­σεις των Αγιο­στε­φα­νι­τών, των Χορ­τα­τσών, των Καψο­κα­λύ­βων, και των αδελ­φών Καλ­λέρ­γη, που ξεκί­νη­σαν όλες τους από το Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου το επο­νο­μα­ζό­με­νο εξ’ αιτί­ας αυτών ακρι­βώς των εξε­γέρ­σε­ων, «αγκά­θι στην καρ­διά της Βενετιάς».

Για την αξία του ιστο­ρι­κού παρελ­θό­ντος θα υπο­στη­ρί­ξεις ό,τι, η ιστο­ρία έρχε­ται να υπεν­θυ­μί­σει πως τον πολι­τι­σμό  τον  δημιουρ­γεί ο  άνθρω­πος κι εσύ επι­διώ­κεις συνει­δη­τά να ξεφυλ­λί­ζεις σελί­δες σαν κι αυτή, γνω­ρί­ζο­ντας πως ο τοπι­κός πολι­τι­σμός επι­βιώ­νει μόνο όταν γίνε­ται η σύν­δε­ση του παρελ­θό­ντος, του παρό­ντος και του μέλλοντος.

Αρμε­νί­ζει το αιώ­νιο. Στά­ρι του ανέ­μου κι αγριό­ρο­δο της Μαδά­ρας. Τ’ αγιό­κλη­μα στα πόδια. Ξεσπυ­ρί­ζει λάμ­ψεις η πάχνη. Στα χέρια μια φωλιά τ’ άστρα που αγά­πη­σες. Συγκρα­τείς λέξεις, όχι αυτές που ζαρώ­νουν με το πέρα­σμα του χρό­νου στο κιτρι­νι­σμέ­νο χαρ­τί, όχι. Λέξεις μέλισ­σες είναι αυτές που κατα­κτούν το άσπρο φως του ασβε­στω­μέ­νου τοί­χου μέσα από τη δόνη­ση τους στη σκέ­ψη σου.

Με αυτές σου έχουν μιλή­σει για τον θρύ­λο της Κρη­ταρ­χό­ντισ­σας που αγνό­η­σε την εντο­λή του Δόγη και ανέ­βαι­νε με τ’ άλο­γο της στο Λασί­θι κρυ­φά, από τη στρά­τα της Καστα­μο­νί­τσας για να συνα­ντιέ­ται με τον καλό της στα όρη.

Την τελευ­ταία φορά αντί για εκεί­νον, βρή­κε τη λευ­κή γρα­νά­τζα, αυτή που ή ίδια είχε πάρει κρυ­φά από το σεντού­κι του πατέ­ρα της και του την είχε χαρί­σει. Την βρή­κε κρε­μα­σμέ­νη από την κου­κού­λα, στο μεγά­λο πρί­νο, στη Τζό­για. Πλη­σί­α­σε και την αγκά­λια­σε. Χαμο­γέ­λα­σε. Αρχι­κά νόμι­σε πως ήταν εκεί κοντά κρυμ­μέ­νος και πως αυτό ήταν μόνο ένα αστείο απ’ αυτά που συνήθιζε.

Μα δεν άργη­σε να συλ­λα­βί­σει το ζεστό ακό­μη αίμα πάνω στις μετα­ξω­τές ραφές και το σκί­σι­μο του ακρι­βού πανω­φο­ριού στο μέρος της καρ­διάς.  Ο πόνος της απώ­λειας την τύλι­ξε σύγκορ­μη. Το μαύ­ρο πεπρω­μέ­νο είχε προ­λά­βει. Ένα ποτά­μι δάκρυα μού­σκε­ψαν το χώμα.

Έτρι­ξαν οι ρίζες των δέντρων και στα πρά­σι­να κλω­νά­ρια κιτρί­νι­σαν τα φύλ­λα λογα­ριά­ζο­ντας το κρί­μα και τ’ άδι­κο. Έσυ­ρε φωνή. Οι πέτρες ξεκόρ­μι­σαν από τα διά­σε­λα κατρα­κυ­λώ­ντας στην οδύ­νη του δικού της σπα­ραγ­μού. Και οι αχνί­στρες σ’ όλες κορ­φές πιο σπα­ρα­χτι­κά αντι­λά­λη­σαν, «Νική­τα­α­αα…»

Στο σπη­λιά­ρι, δίπλα στη ρίζα του πρί­νου το νερό στην ανή­λια­γη λέσκα, ακό­μη κρύ­σταλ­λο παχύ. Έσφι­ξε το άδο­λο χέρι σε γρο­θιά και τό ’σπα­σε. Ύστε­ρα πήρε το πιο κοφτε­ρό κομ­μά­τι από τα ξεσκλί­δια του πάγου και το κάρ­φω­σε δίχως δεύ­τε­ρη σκέ­ψη στον κρου­σταλ­λέ­νιο λαιμό.
Λεία και διά­φα­νη άγγι­ξε τη φλού­δα της γης. Το σεί­στρο του χρό­νου ήχη­σε λυπη­μέ­να στις τελευ­ταί­ες στιγ­μές. Πέρα από το χώμα και τους άγνω­ρους ίσκιους, το πέρα­σμα κρά­τη­σε το φέγ­γος εκεί­νου του έρω­τα κι απ’ το δέος της πρώ­της αγά­πης οι πέτρες έκα­μαν ειρή­νη και ανθούν άσπρα κρι­νά­κια στη μνή­μη της. Και η λέσκα στην ίδια θέση, βρύ­ση πια ξεδι­ψά τους διψα­σμέ­νους πεζολάτες.

      Η κρήνη της Λασικρήνης, αν έχεις ακουστά…

Όταν γεν­νιέ­ται η μέρα νά ’ρχε­σαι εδώ, κι όταν μπερ­δεύ­ε­σαι στα υπό­γεια του κόσμου και νιώ­θεις να φυλ­λο­μα­διέ­ται η ελπί­δα σου, να βρί­σκεις το θάρ­ρος να γυρί­ζεις την πλά­τη, και να συνε­χί­ζεις ν’ αγα­πάς, για ν’ αγα­πιέ­σαι πάλι. Μα πώς γλι­στράς και χάνε­σαι έτσι. Ο τόπος έχει ειρη­νέ­ψει. Εκεί­νη η όμορ­φη ρήγισ­σα, η γαϊ­τα­νο­φρυ­δά­τη, πέρα­σε στην αθα­να­σία με την πένα σου. Μην κλαις, η Λασι­κρή­νη έχει ρηγά­το της έν’ άστρο στο Λασι­θιώ­τι­κο ουρα­νό. Έλα τώρα, γύρι­σε σελί­δα, τα παι­διά περι­μέ­νουν, δεν είναι ώρα να επι­στρέ­φεις στην άλλη δίψα.

Η άλλη δίψα θα μεί­νει στην καρ­διά. Όλοι τρέ­φου­με την ελπί­δα πως το ίδιο εκεί­νο σώμα που άνα­ψε τη φλό­γα τόσο νωρίς μπο­ρεί και να έρθει να τη σβή­σει ύστε­ρα από χρό­νια. Μα πώς;
Η Άνοι­ξη μαυ­λί­στρα,  κατα­φέρ­νει και μας ξεγε­λά­ει με χρώ­μα­τα και είδω­λα παντού. Τα χέρια αβέ­βαια στην απρό­σμε­νη συνά­ντη­ση, θα ανα­ζη­τή­σουν και θα δια­τρέ­ξουν το σώμα σε μια προ­σπά­θεια να απο­σπά­σουν του­λά­χι­στον αυτή τη φορά κάτι από τα τρυ­φε­ρά εκεί­να ανέγ­γι­χτα βλα­στά­ρια της αθω­ό­τη­τας, αυτά που κρά­τη­σαν τον ανθό της νιό­της φυλα­κτό μα όσο κι αν σφι­χτα­γκα­λιά­ζο­νται άπλη­στα  δεν θα κατα­φέ­ρουν να χαθούν ποτέ ο ένας μέσα στο σώμα του άλλου. Μένου­με να κοι­τά­ζου­με έστω για λίγο τη μανια­σμέ­νη πυρ­κα­γιά χωρίς να είμα­στε βέβαιοι πως έχου­με ανά­γκη πια να ζητού­με να κατα­κτή­σου­με αυτό που κάπο­τε ποθήσαμε.

Η φτε­ρω­τή του μύλου με τα οκτώ πανιά τρί­ζει στην παλιά σκου­ριά όπως φυσά το μελ­τέ­μι. Επι­στρέ­φεις στον αυθορ­μη­τι­σμό του παι­διού που υπήρ­ξες. Προ­ση­λώ­νε­σαι στον στό­χο σου με τόλ­μη. Το θεμέ­λιο του μεγά­λου ονεί­ρου χτί­ζε­ται και κερ­δί­ζε­ται με κόπο. Το καθή­κον σου είναι γεμά­το πρόκληση.

Επι­στρέ­φεις συνει­δη­τά στο Λασίθι…


Από­σπα­σμα από το βιβλίο «Λασί­θι, Τόπος Μέγας»
Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
|> Ζωή Δικταί­ου
Χαρού­λα Βερίγου

Χαρούλα Βερίγου Ζωή ΔικταίουΓεν­νή­θη­κα στην Κρή­τη το 1962. Στο Τζερ­μιά­δων μεγά­λω­σα, εκεί έμα­θα και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Με κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγά­πη. Με γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και οι ξεφτι­σμέ­νες δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Και­νού­ρια ανά­γνω­ση πάντα η βρο­χή. Όχη­μα μαγεί­ας οι λέξεις.
Δεν ανα­ρω­τιέ­μαι πια για­τί γρά­φω. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και η ανά­γκη μου να γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που με καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο».
Με το μολύ­βι του έρω­τα σπα­σμέ­νο στο χέρι και την προ­ο­πτι­κή του ονεί­ρου στ‘ ανοι­κτά της ψυχής, αύριο, ακρι­βή η άνθη­ση της άνοι­ξης μέσα στην αλή­θεια του φθινοπώρου.
Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη και τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζηνικολιδάκη.

Εργο­γρα­φία

  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, παι­δι­κή λογοτεχνία
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, μυθιστόρημα
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, μυθιστόρημα
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, διηγήματα
  • Αύριο, στά­χυα οι λέξεις, ποι­η­τι­κή συλλογή
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, διηγήματα
  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας, αφήγημα

Συμ­με­το­χές

  • Μονό­λο­γοι, ποι­η­τι­κή ανθολογία
  • Γράμ­μα­τα της ποί­η­σης, ποι­η­τι­κή ανθολογία
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο