Ξέρεις ότι ο αγροτικός χαρακτήρας του τόπου δεν σημαίνει κάτι καινούργιο. Το Λασίθι θεωρούνταν ανέκαθεν ο σιτοβολώνας της Κρήτης και ενώ στην περίοδο της Ενετοκρατίας, η Βενετία ήταν που διέταξε το χίλια τριακόσια σαράντα τρία, όχι μόνο την ερήμωσή του αλλά και το γκρέμισμα όλων των σπιτιών καθώς και το ξερίζωμα των οπωροφόρων δέντρων και των αμπελιών, απειλώντας πως όποιος συλλαμβανόταν να μένει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη του Οροπεδίου ή να βόσκει τα ζώα του, θα του έκοβαν το ένα πόδι ή θα τον σκότωναν, όταν τον δέκατο πέμπτο αιώνα, άρχισε να πέφτει στην Κρήτη πείνα και οι Ενετοί δεν μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες του στρατού, ο Δούκας του Χάντακα, εισηγήθηκε στην Βενετία την εκ νέου κατοίκηση και καλλιέργεια του Λασιθιού, αφού δεν υπήρχε πια κίνδυνος επαναστάσεων.
Όμως, το Οροπέδιο μετά την μακροχρόνια ερήμωση για να καλλιεργηθεί, έπρεπε να αποστραγγισθεί και να εκχερσωθεί, οπότε η Βενετία έστειλε μηχανικούς οι οποίοι χάραξαν και άνοιξαν µε δαπάνες του Ενετικού κράτους οριζόντια και κάθετα βαθιά χαντάκια, τις περίφημες λίνιες που σώζονται μέχρι σήμερα.
Γνωστές από εκείνα τα δύσκολα χρόνια, έμειναν στις χρυσές σελίδες της ιστορίας, οι επαναστάσεις των Αγιοστεφανιτών, των Χορτατσών, των Καψοκαλύβων, και των αδελφών Καλλέργη, που ξεκίνησαν όλες τους από το Οροπέδιο Λασιθίου το επονομαζόμενο εξ’ αιτίας αυτών ακριβώς των εξεγέρσεων, «αγκάθι στην καρδιά της Βενετιάς».
Για την αξία του ιστορικού παρελθόντος θα υποστηρίξεις ό,τι, η ιστορία έρχεται να υπενθυμίσει πως τον πολιτισμό τον δημιουργεί ο άνθρωπος κι εσύ επιδιώκεις συνειδητά να ξεφυλλίζεις σελίδες σαν κι αυτή, γνωρίζοντας πως ο τοπικός πολιτισμός επιβιώνει μόνο όταν γίνεται η σύνδεση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.
Αρμενίζει το αιώνιο. Στάρι του ανέμου κι αγριόροδο της Μαδάρας. Τ’ αγιόκλημα στα πόδια. Ξεσπυρίζει λάμψεις η πάχνη. Στα χέρια μια φωλιά τ’ άστρα που αγάπησες. Συγκρατείς λέξεις, όχι αυτές που ζαρώνουν με το πέρασμα του χρόνου στο κιτρινισμένο χαρτί, όχι. Λέξεις μέλισσες είναι αυτές που κατακτούν το άσπρο φως του ασβεστωμένου τοίχου μέσα από τη δόνηση τους στη σκέψη σου.
Με αυτές σου έχουν μιλήσει για τον θρύλο της Κρηταρχόντισσας που αγνόησε την εντολή του Δόγη και ανέβαινε με τ’ άλογο της στο Λασίθι κρυφά, από τη στράτα της Κασταμονίτσας για να συναντιέται με τον καλό της στα όρη.
Την τελευταία φορά αντί για εκείνον, βρήκε τη λευκή γρανάτζα, αυτή που ή ίδια είχε πάρει κρυφά από το σεντούκι του πατέρα της και του την είχε χαρίσει. Την βρήκε κρεμασμένη από την κουκούλα, στο μεγάλο πρίνο, στη Τζόγια. Πλησίασε και την αγκάλιασε. Χαμογέλασε. Αρχικά νόμισε πως ήταν εκεί κοντά κρυμμένος και πως αυτό ήταν μόνο ένα αστείο απ’ αυτά που συνήθιζε.
Μα δεν άργησε να συλλαβίσει το ζεστό ακόμη αίμα πάνω στις μεταξωτές ραφές και το σκίσιμο του ακριβού πανωφοριού στο μέρος της καρδιάς. Ο πόνος της απώλειας την τύλιξε σύγκορμη. Το μαύρο πεπρωμένο είχε προλάβει. Ένα ποτάμι δάκρυα μούσκεψαν το χώμα.
Έτριξαν οι ρίζες των δέντρων και στα πράσινα κλωνάρια κιτρίνισαν τα φύλλα λογαριάζοντας το κρίμα και τ’ άδικο. Έσυρε φωνή. Οι πέτρες ξεκόρμισαν από τα διάσελα κατρακυλώντας στην οδύνη του δικού της σπαραγμού. Και οι αχνίστρες σ’ όλες κορφές πιο σπαραχτικά αντιλάλησαν, «Νικήταααα…»
Στο σπηλιάρι, δίπλα στη ρίζα του πρίνου το νερό στην ανήλιαγη λέσκα, ακόμη κρύσταλλο παχύ. Έσφιξε το άδολο χέρι σε γροθιά και τό ’σπασε. Ύστερα πήρε το πιο κοφτερό κομμάτι από τα ξεσκλίδια του πάγου και το κάρφωσε δίχως δεύτερη σκέψη στον κρουσταλλένιο λαιμό.
Λεία και διάφανη άγγιξε τη φλούδα της γης. Το σείστρο του χρόνου ήχησε λυπημένα στις τελευταίες στιγμές. Πέρα από το χώμα και τους άγνωρους ίσκιους, το πέρασμα κράτησε το φέγγος εκείνου του έρωτα κι απ’ το δέος της πρώτης αγάπης οι πέτρες έκαμαν ειρήνη και ανθούν άσπρα κρινάκια στη μνήμη της. Και η λέσκα στην ίδια θέση, βρύση πια ξεδιψά τους διψασμένους πεζολάτες.
Η κρήνη της Λασικρήνης, αν έχεις ακουστά…
Όταν γεννιέται η μέρα νά ’ρχεσαι εδώ, κι όταν μπερδεύεσαι στα υπόγεια του κόσμου και νιώθεις να φυλλομαδιέται η ελπίδα σου, να βρίσκεις το θάρρος να γυρίζεις την πλάτη, και να συνεχίζεις ν’ αγαπάς, για ν’ αγαπιέσαι πάλι. Μα πώς γλιστράς και χάνεσαι έτσι. Ο τόπος έχει ειρηνέψει. Εκείνη η όμορφη ρήγισσα, η γαϊτανοφρυδάτη, πέρασε στην αθανασία με την πένα σου. Μην κλαις, η Λασικρήνη έχει ρηγάτο της έν’ άστρο στο Λασιθιώτικο ουρανό. Έλα τώρα, γύρισε σελίδα, τα παιδιά περιμένουν, δεν είναι ώρα να επιστρέφεις στην άλλη δίψα.
Η άλλη δίψα θα μείνει στην καρδιά. Όλοι τρέφουμε την ελπίδα πως το ίδιο εκείνο σώμα που άναψε τη φλόγα τόσο νωρίς μπορεί και να έρθει να τη σβήσει ύστερα από χρόνια. Μα πώς;
Η Άνοιξη μαυλίστρα, καταφέρνει και μας ξεγελάει με χρώματα και είδωλα παντού. Τα χέρια αβέβαια στην απρόσμενη συνάντηση, θα αναζητήσουν και θα διατρέξουν το σώμα σε μια προσπάθεια να αποσπάσουν τουλάχιστον αυτή τη φορά κάτι από τα τρυφερά εκείνα ανέγγιχτα βλαστάρια της αθωότητας, αυτά που κράτησαν τον ανθό της νιότης φυλακτό μα όσο κι αν σφιχταγκαλιάζονται άπληστα δεν θα καταφέρουν να χαθούν ποτέ ο ένας μέσα στο σώμα του άλλου. Μένουμε να κοιτάζουμε έστω για λίγο τη μανιασμένη πυρκαγιά χωρίς να είμαστε βέβαιοι πως έχουμε ανάγκη πια να ζητούμε να κατακτήσουμε αυτό που κάποτε ποθήσαμε.
Η φτερωτή του μύλου με τα οκτώ πανιά τρίζει στην παλιά σκουριά όπως φυσά το μελτέμι. Επιστρέφεις στον αυθορμητισμό του παιδιού που υπήρξες. Προσηλώνεσαι στον στόχο σου με τόλμη. Το θεμέλιο του μεγάλου ονείρου χτίζεται και κερδίζεται με κόπο. Το καθήκον σου είναι γεμάτο πρόκληση.
Επιστρέφεις συνειδητά στο Λασίθι…
Απόσπασμα από το βιβλίο «Λασίθι, Τόπος Μέγας»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
|> Ζωή Δικταίου
Χαρούλα Βερίγου
Γεννήθηκα στην Κρήτη το 1962. Στο Τζερμιάδων μεγάλωσα, εκεί έμαθα και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Με κέρδισε η Τουριστική Εκπαίδευση. Ζω στην Κέρκυρα.
Πιστεύω στην αγάπη. Με γοητεύουν φεγγάρια, γιασεμιά, κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, όσο και οι ξεφτισμένες δαντέλες του παλιού καιρού. Καινούρια ανάγνωση πάντα η βροχή. Όχημα μαγείας οι λέξεις.
Δεν αναρωτιέμαι πια γιατί γράφω. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και η ανάγκη μου να γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν, όμως η λέξη που με καθορίζει είναι το «Αύριο».
Με το μολύβι του έρωτα σπασμένο στο χέρι και την προοπτική του ονείρου στ‘ ανοικτά της ψυχής, αύριο, ακριβή η άνθηση της άνοιξης μέσα στην αλήθεια του φθινοπώρου.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Γιάννη Νικολάου, τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη και τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη.
Εργογραφία
- Ιστορίες για φεγγάρια, παιδική λογοτεχνία
- Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, μυθιστόρημα
- Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, μυθιστόρημα
- Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, διηγήματα
- Αύριο, στάχυα οι λέξεις, ποιητική συλλογή
- Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, διηγήματα
- Λασίθι, Τόπος Μέγας, αφήγημα
Συμμετοχές
- Μονόλογοι, ποιητική ανθολογία
- Γράμματα της ποίησης, ποιητική ανθολογία