Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Κυριακή Καμαρινού για το «Μακρόνησος, μια υπόμνηση», καρπός πολύχρονης μελέτης Ρ. Λευκαδίτου

Παρου­σιά­ζει η Κυρια­κή Καμα­ρι­νού //

Βιβλίο «Μακρό­νη­σος, μια υπό­μνη­ση, για ό,τι έγι­νε, για ό,τι γρά­φτη­κε», Ρένας Λευ­κα­δί­του-Παπα­ντω­νί­ου, εκδ. ΕΝΤΟΣ, 2018

Επι­τρέψ­τε μου να μοι­ρα­στώ μαζί σας τη συγκί­νη­ση και τον καλά φυλαγ­μέ­νο στις καρ­διές μας, αβά­στα­χτο, πλην όμως τρυ­φε­ρό, πόνο, που νιώ­θου­με όλοι μας και μόνο στο άκου­σμα της Μακρονήσου. 

Παρά τις προ­σπά­θειες του μετεμ­φυ­λια­κού αστι­κού κρά­τους να σβή­σει την αιμά­τι­νη αυτή κηλί­δα της νεό­τε­ρης ιστο­ρί­ας μας από το «δημο­κρα­τι­κο­φα­νές» προ­σω­πείο του, το στίγ­μα της πρω­το­φα­νούς, απάν­θρω­πης βαναυ­σό­τη­τας, των βασα­νι­σμών, των στυ­γε­ρών δολο­φο­νιών όχι απλώς θα το κατα­τρέ­χει, αλλά θα γιγα­ντώ­νε­ται, σε πεί­σμα των προ­σπα­θειών (του) για μονο­με­ρή λήθη.

Για­τί αυτό που δεν μπο­ρεί να σβη­στεί είναι η αλή­θεια των ιστο­ρι­κών γεγο­νό­των που ανα­δει­κνύ­ουν ότι τα πραγ­μα­τι­κά αίτια βρί­σκο­νται στον τρό­μο, τον πανι­κό, της κυρί­αρ­χης αστι­κής τάξης (ντό­πιας και ξένης) μπρο­στά στον κίν­δυ­νο να χάσει την εξου­σία της- και η αλή­θεια είναι ότι οι αγώ­νες του λαού μας στα χρό­νια της Εθν. Αντί­στα­σης και του ΔΣΕ τρα­ντά­ξα­νε συθέ­με­λα το βάθρο της.

Ίδιας υφής τρό­μος οδη­γεί και σήμε­ρα τις προ­σπά­θειες του Υπ. Παι­δεί­ας της χώρας μας σχε­τι­κά με τη διδα­σκα­λία της Ιστο­ρί­ας στη δευ­τε­ρο­βάθ­μια εκπαί­δευ­ση, να εξαϋ­λώ­σει την ιστο­ρία του 20 αιώ­να, να «εξο­ρί­σει» (γνώ­ρι­μη τακτι­κή !) από τη διδα­κτέα ύλη όλα εκεί­να τα κεφά­λαια που ανα­φέ­ρο­νται στις οικο­νο­μι­κές κρί­σεις, τους δύο παγκό­σμιους πολέ­μους, μα κυρί­ως στις κινη­τή­ριες ωστι­κές δυνά­μεις του λαϊ­κού παρά­γο­ντα που ανα­δύ­θη­κε από τα κοσμοϊ­στο­ρι­κά αυτά γεγο­νό­τα και επι­βε­βαί­ω­σε το πεπε­ρα­σμέ­νο όριο του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος. Δεν μπο­ρεί όμως να το απο­φύ­γει! Σ αυτό θα συντε­λεί η ίδια η εξέ­λι­ξη του ανθρώ­πι­νου πολι­τι­σμού, οι αγώ­νες και οι κατα­κτή­σεις της εργα­τι­κής τάξης, που σε πεί­σμα των δυσκο­λιών, θα φέρει στα μέτρα της μια νέα κοι­νω­νία, όπου οι εργα­ζό­με­νοι θα δια­φε­ντεύ­ουν τον πλού­το που παράγουν!

Το φέγ­γος αυτής της προ­ο­πτι­κής το δίνουν οι νικη­φό­ρες στιγ­μές του ανθρώ­πι­νου μεγα­λεί­ου, όταν η δύνα­μη της συνεί­δη­σης γίνε­ται δύνα­μη κρού­σης και υπερ­νι­κά τη σωμα­τι­κή /ψυχική κακο­ποί­η­ση. Γίνε­ται δύνα­μη υλι­κή, φλο­γο­βό­λα μάζα υπε­ρο­πλί­ας του δίκιου στα πεδία των ταξι­κών ανα­με­τρή­σε­ων. Αυτό το φως μάς στάλ­θη­κε από τη Μακρό­νη­σο, από τη Γυά­ρο , από τη Λέρο, τους άλλους τόπους εξο­ρί­ας και φυλα­κί­σε­ων, τις «μόνες περ­γα­μη­νές μας», για να θυμη­θού­με τον Γ. Ρίτσο1, αλλά και από όλα τα παναν­θρώ­πι­να κάστρα πει­σμα­τι­κής απα­ντο­χής, Ντα­χά­ου, Μπού­χεν­βαλτ κ.ά. όπου «υψώ­θη­καν στο φως κορ­μιά που δε λυγούν στην καται­γί­δα…»2, για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με στί­χους με οικου­με­νι­κή αύρα κι ας είναι αγνώ­στου Μακρο­νη­σιώ­τη ποιητή. 

Για­τί η Μακρό­νη­σος απο­τε­λεί Κορυ­φαίο Τόπο ανα­μέ­τρη­σης δυο κόσμων!. Για­τί η Μακρό­νη­σος δεν ήταν μια ατυ­χής , αλλά απε­να­ντί­ας , μια συνει­δη­τή επι­λο­γή των λαβω­μέ­νων ιμπε­ρια­λι­στι­κών δυνά­με­ων μετά τον πόλε­μο, και των ντό­πιων εκφρα­στών τους. Για­τί το μένος τής πολι­τι­κά ανέ­ντι­μης και απο­τρό­παι­ης βαρ­βα­ρό­τη­τας στρά­φη­κε κατά των νικη­τών του Β Παγκό­σμιου Πολέ­μου, κατά του σοσια­λι­σμού και των υπε­ρα­σπι­στών του, των κομ­μου­νι­στών, όπου γης. Γι αυτό, το τερά­στιο από­θε­μα της δύνα­μης των ιδα­νι­κών, επά­ξια ταυ­τί­στη­κε διε­θνώς με τον τιμη­τι­κό τίτλο του Μακρονησιώτη! 

Σ αυτή τη δύνα­μη μετα­λα­μπα­δεύ­ε­ται ο αρχι­κός μας πόνος, σ΄ αυτή τη δύνα­μη μάς καλεί να στη­ρι­χθού­με το βιβλίο της Ρένας Λευ­κα­δί­του-Παπα­ντω­νί­ου, αρχι­τέ­κτο­να, για πολ­λές θητεί­ες μέλους του του Δ.Σ του ΣΑΔΑ (Συλ­λό­γου Αρχι­τε­κτό­νων). Το βιβλίο της είχα­με την τιμή να το παρου­σιά­σου­με και από τις σελί­δες του περιο­δι­κού «Θέμα­τα Παι­δεί­ας»3, στο πλαί­σιο των προ­τά­σε­ών μας για τα βιβλία- συνο­δοι­πό­ρους γνώ­σης και ζωής. Από τις σελί­δες του, δεν ήταν δυνα­τό να λεί­ψει και ειδι­κό αφιέ­ρω­μα στη Μακρό­νη­σο.4

Καρ­πός πολύ­χρο­νης μελέ­της το πόνη­μά της κ. Λευ­κα­δί­του-Παπα­ντω­νί­ου, με στό­χους που υπη­ρε­τή­θη­καν με επι­στη­μο­νι­κή και αγω­νι­στι­κή συνέ­πεια από το 1989, όταν μετά από αγώ­νες και πιέ­σεις επι­σφρα­γί­ζε­ται με υπουρ­γι­κή από­φα­ση5 ο χαρα­κτη­ρι­σμός ολό­κλη­ρου του νησιού ως ιστο­ρι­κού τόπου για να, «… απο­τε­λεί χώρο μνή­μης όχι μόνο γι αυτούς που έζη­σαν όλη τη φρι­κα­λε­ό­τη­τα της περιό­δου 1946–1953, αλλά για όλους τους Έλλη­νες, και κυρί­ως για τις νέες γενιές…»6 και ιστο­ρι­κά δια­τη­ρη­τέα μνη­μεία όλα τα κτή­ρια των στρα­το­πέ­δων «για­τί πολ­λά από αυτά κτί­στη­καν από τους ίδιους τους κρα­τού­με­νους, μέσα στα οποία έζη­σαν κάτω από τις γνω­στές συν­θή­κες και τα οποία χαρα­κτη­ρί­ζουν την επο­χή στο συγκε­κρι­μέ­νο χώρο και την ιστο­ρία του»7. Σωστά δια­τυ­πω­μέ­νοι στό­χοι, χωρίς πραγ­μα­τι­κή όμως βού­λη­ση. Για κάθε επό­με­νο βήμα θα χρεια­στούν δρα­στι­κοί αγώ­νες , για­τί ιστο­ρι­κός τόπος σημαί­νει να υπάρ­χουν μνη­μεία, προ­σβα­σι­μό­τη­τα, δυνα­τό­τη­τα αξιο­ποι­ή­σι­μης λει­τουρ­γί­ας, χρηματοδότηση..….

Έτσι, συνα­ντά­με τη συγ­γρα­φέα να συμ­με­τέ­χει στη συγκρό­τη­ση Ομά­δας Εργα­σί­ας, το 1990, για την προ­στα­σία και ανά­δει­ξη της ιστο­ρι­κό­τη­τας του τόπου, να αφο­σιώ­νε­ται ολό­ψυ­χα συμ­με­τέ­χο­ντας σε όλες τις δια­δι­κα­σί­ες-συνέ­δρια-πρω­το­βου­λί­ες φορέ­ων, προ­κει­μέ­νου να θεσμο­θε­τη­θούν οι χρή­σεις γης (1995) και να μετου­σιώ­νει κυριο­λε­κτι­κά σε υπό­θε­ση ζωής αυτό που ριζώ­θη­κε μέσα της ως χρέ­ος απέ­να­ντι στους νεκρούς, όπως σημειώ­νει η ίδια στον πρόλογο:

«…δέθη­κα με την Ιστο­ρία του νησιού, έφρι­ξα με την κτη­νω­δία, υπο­κλί­θη­κα στον ηρω­ι­σμό και την αυτα­πάρ­νη­ση των συντρό­φων και είχα την τύχη να γνω­ρί­σω πολ­λούς απ΄αυτούς. Πολ­λά χρό­νια μετά, όταν δια­πί­στω­σα ότι δεν υπήρ­χαν κατά­λο­γοι των αγω­νι­στών που έζη­σαν-όπως έζη­σαν-στη Μακρό­νη­σο εκεί­να τα φοβε­ρά χρό­νια, σκέ­φτη­κα να προ­σπα­θή­σω να συγκε­ντρώ­σω από τα βιβλία- μαρ­τυ­ρί­ες όλα τα ονό­μα­τα που ανα­φέ­ρο­νται και να κατα­γρά­ψω, όσο το δυνα­τό, τη δια­δρο­μή του καθενός…»

Μια στο­χο­θε­σία που υπο­δη­λώ­νε­ται στον υπό­τι­τλο του βιβλί­ου ως «υπό­μνη­ση» και συμπλη­ρώ­νε­ται στη συνέ­χεια με τη δια­κρι­τι­κή επι­σή­μαν­ση «…για ό,τι έγι­νε, για ό,τι γρά­φτη­κε». Με συγκι­νη­τι­κή ειλι­κρί­νεια και εντι­μό­τη­τα η συγ­γρα­φέ­ας ανα­φέ­ρε­ται με σεβα­σμό στο τρί­το­μο συλ­λο­γι­κό έργο του ΚΚΕ για τη Μακρό­νη­σο8, που απο­τέ­λε­σε την κύρια πηγή της προ­σπά­θειάς της να απο­δελ­τιώ­σει βασι­κές πλευ­ρές της «τιτά­νιας και άνι­σης» ανα­μέ­τρη­σης, καθώς και σε άλλες μαρ­τυ­ρί­ες που μπό­ρε­σε να συλ­λέ­ξει, ώστε να μη λεί­ψει η παρα­μι­κρή πινε­λιά, για να μπο­ρέ­σει να αισθη­το­ποι­η­θεί από τις επό­με­νες γενιές κάθε πτυ­χή του μεγα­λεί­ου, μέσα από την ταυ­το­ποί­η­ση χιλιά­δων αγω­νι­στών. Υπό­μνη­ση όμως απο­τε­λεί και η αγω­νιώ­δης διεκ­δί­κη­ση όλων αυτών των δεκα­ε­τιών για την ανά­δει­ξη και προ­στα­σία της ιστο­ρι­κό­τη­τας του τόπου από κάθε είδους αρπα­κτι­κές οικο­πε­δο­φα­γι­κές δια­θέ­σεις της δήθεν του­ρι­στι­κής και κερ­δο­φό­ρας αξιο­ποί­η­σης του νησιού. Όπως ανα­φέ­ρει η ίδια, σχε­δόν όλα τα κτή­ρια σήμε­ρα, πλην του ανα­και­νι­σμέ­νου θεά­τρου , στο ΑΕΤΟ και το κτή­ριο αρτο­κλι­βά­νων, έχουν εξα­φα­νι­στεί ή κεί­το­νται ως μη ανα­γνω­ρί­σι­μα ερείπια. 

Η δομή του βιβλί­ου ακο­λου­θεί μια προ­σε­κτι­κά σχε­δια­σμέ­νη κλι­μα­κω­τή διά­τα­ξη, που κυριο­λε­κτι­κά υπα­κού­ει στο πενά­κι αρχι­τε­κτο­νι­κής ακρί­βειας της συγ­γρα­φέ­ως. Σα να ανε­βαί­νου­με σκα­λιά, κεφά­λαιο-κεφά­λαιο, από τη γενι­κή κατα­τό­πι­ση για τη χωρο­τα­ξι­κή λει­τουρ­γία, το σύντο­μο ιστο­ρι­κό, τους επτά κύριους σταθ­μούς μακά­βριων γεγο­νό­των, ξετυ­λί­γε­ται μπρο­στά μας η ζοφε­ρή καθη­με­ρι­νό­τη­τα των «γιγά­ντων» αγω­νι­στών και των άλλων, των «μικρών» ανθρω­ποει­δών, ενός συνον­θυ­λεύ­μα­τος πρώ­ην Χιτών, ταγ­μα­τα­σφα­λι­τών, δωσί­λο­γων, βια­στών κ.α, αυτών που οι ίδιοι οι πάτρω­νές τους απο­κα­λού­σαν «άθλιους εθνι­κό­φρο­νες» (Τσα­κα­λώ­τος). Από τις σελί­δες του βιβλί­ου «περ­νούν» και οι τρα­γι­κές φιγού­ρες των «ανα­νη­ψά­ντων» βασα­νι­στών, πρώ­ην αγω­νι­στών, που όχι μόνο «έσπα­σαν», αλλά κατέ­λη­ξαν ναυά­για ενός, επί­σης, άθλιου γενιτσαρισμού.

Ξεχω­ρι­στή μνεία γίνε­ται, δικαί­ως, στις γυναί­κες κρα­τού­με­νες, που μετα­φέρ­θη­καν από το Τρί­κε­ρι στα τέλη του ΄49. Στα τέλη του Γενά­ρη 1950 στο χώρο του θεά­τρου παί­χθη­κε η πιο σκλη­ρή τρα­γω­δία. Χτύ­πη­σαν τις γυναί­κες! Με φασι­στι­κές σαδι­στι­κές μεθό­δους βασά­νι­σαν τις νεα­ρές μητέ­ρες, απο­σπώ­ντας από την αγκα­λιά τους τα παι­διά. Επι­τρέψ­τε μου στο σημείο αυτό να επι­κα­λε­στώ μια προ­σω­πι­κή μαρ­τυ­ρία της Ν. Απο­στο­λο­πού­λου, που μου την εμπι­στεύ­τη­κε. Μού είπε πως , θεω­ρού­σε ευτυ­χή συγκυ­ρία, που στα τέλη του καλο­και­ριού του ΄49, ενώ ήταν εξό­ρι­στη στο Τρί­κε­ρι, είχε στεί­λει τα δυο αγο­ρά­κια της στη για­γιά τους, στο χωριό. Για πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα μέσα από θύμη­σες, βίω­νε συχνά τον εφιάλ­τη της Μακρο­νή­σου, τον σπα­ραγ­μό των παι­διών, τον εκβια­σμό των δημί­ων και τον απάν­θρω­πο βίαιο απο­χω­ρι­σμό. Πίστευε ότι δε θα μπο­ρού­σε να αντέ­ξει αυτό που άντε­ξαν οι απλές γυναί­κες του λαού μας, μανά­δες, αδελ­φές, σύζυ­γοι αγω­νι­στών, οι οποί­ες με πεί­σμα αρνιό­νταν να κηλι­δώ­σουν το όνο­μα του καλού τους. Τα γεμά­τα οδύ­νη λόγια της , σημά­δευαν αυτή την τρα­γι­κό­τη­τα, όμως, από όσα δια­βά­σα­με στα έργα της, μεγά­λο μέρος των οποί­ων εκδό­θη­κε από τον εκδο­τι­κό οίκο « Εντός»- πιστό συνο­δοι­πό­ρο διά­σω­σης της ιστο­ρι­κής μνή­μης ‑θα ήταν κι αυτή μέρος της «πέτρι­νης» γυναι­κεί­ας συλ­λο­γι­κό­τη­τας, όπως αυτή απα­θα­να­τί­στη­κε στους στί­χους της Μ. Αλει­φε­ρο­πού­λου-Χαλ­βα­τζή9, στη δική της…Προμηθεϊκή Μακρόνησο 

«… Κι οι μάνες πέτρα γίνα­νε, μια ψυχή, ένα σώμα
Σφι­χτο­δε­μέ­νες σκού­ξα­νε, μια κραυ­γή, ένα στόμα
«Σκυ­λιά δεν υπο­γρά­φου­με, κρα­τά­με Θερμοπύλες
Το κλά­μα τού­των των παι­διών, μια μέρα θα σας πνίξει
Φωτιά θα γίνει, κεραυ­νός, τ΄ άδι­κο να σκορπίσει»…»

Ο ανα­γνώ­στης κυριο­λε­κτι­κά με κομ­μέ­νη ανά­σα έχει τη δυνα­τό­τη­τα να παρα­κο­λου­θή­σει στιγ­μές του αένα­ου καθη­με­ρι­νού αγώ­να ηθι­κής και σωμα­τι­κής επι­βί­ω­σης των «ελεύ­θε­ρων πολιορ­κη­μέ­νων». Τι σημαί­νει να αξιο­ποιείς κάθε ζωντα­νό μόριο της ύπαρ­ξής σου, την παρα­μι­κρή χαρα­μά­δα ζωτι­κού χώρου, ρανί­δα χρό­νου για να ανα­συ­ντα­χθείς, να αντέ­ξεις, να στη­ρί­ξεις τον διπλα­νό σου. Από τις σελί­δες του βιβλί­ου περ­νούν στιγ­μές ανεί­πω­του ηρω­ι­σμού των αφα­νών αλλά και γνω­στών αγω­νι­στών-του Δ. Τατά­κη, του Στ. Σαρά­φη, Γ. Σαμπα­τά­κου, του Ν. Νικη­φο­ρί­δη , του Ν. Μαλί­κη, του Π. Ελλή κ.α . Γύρω από ένα ιδιό­τυ­πο ανθρώ­πι­νο χωνευ­τή­ρι περι­πλέ­κε­ται η κοι­νή μοί­ρα όλων των αγω­νι­στών, όπου η ξεχω­ρι­στή ιδιό­τη­τα του καθε­νός-του μόνι­μου αξιω­μα­τι­κού, του φαντά­ρου, του εργά­τη, του αγρό­τη, της αγρό­τισ­σας, των δια­νο­ού­με­νων κτλ- μπο­λιά­ζει την λαϊ­κή ψυχή με την αφο­βιά απέ­να­ντι στο θάνατο.

Το ξεπέ­ρα­σμα του φόβου δεν μπο­ρεί να απο­τυ­πω­θεί αριθ­μη­τι­κά, ούτε έχει να κάνει με την υπο­γρα­φή ή μη των «δηλώ­σε­ων μετα­νοί­ας», όπως αναί­σχυ­ντα επι­διώ­χτη­κε πριν από δύο χρό­νια σε μια εκπο­μπή , αφιέ­ρω­μα στη Μακρό­νη­σο, της Ετ.1 ( «ιστο­ρι­κοί περί­πα­τοι», με τη δημο­σιο­γρά­φο Κατσί­μη), όπου παρερ­μη­νεύ­τη­κε επι­δει­κτι­κά το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο και αγνο­ή­θη­καν τα επι­στη­μο­νι­κά δεδο­μέ­να που αφο­ρούν την τάση για ανυ­πα­κοή, την κίνη­ση της άρνη­σης. Ένας τέτοιος αδιαμ­φι­σβή­τη­τος δεί­κτης ήταν οι εκλο­γές του 1950, όταν σε συν­θή­κες από­λυ­της τρο­μο­κρα­τί­ας, το 90% των φαντά­ρων κατα­ψή­φι­σε τα «επί­ση­μα» κόμ­μα­τα των δυνα­στών! Δεί­κτης απτός, της πολι­τι­κής νίκης είναι η υπο­χώ­ρη­ση του αντι­πά­λου, η εξ ανά­γκης ανα­γνώ­ρι­ση της ιστο­ρι­κό­τη­τας των τόπων Μακρο­νή­σου, Γυά­ρου κ.α. Δεί­κτης ανα­γνώ­ρι­σης, σεβα­σμού και συνέ­πειας του λαού μας είναι η υπε­ρά­σπι­ση των ιστο­ρι­κών μνη­μεί­ων του αγώ­να με την οικο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη από το υστέ­ρη­μα του καθε­νός, η οποία πρέ­πει να εντα­θεί, τώρα μάλι­στα που το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα τιμώ­ντας τους αγω­νι­στές στή­νει τα μνη­μεία στη Γυά­ρο και το Μακρονήσι.(!) 

Ένα ακό­μα βάθρο προ­σπά­θη­σε να στή­σει και η Ρένα Λευ­κα­δί­τη. Αυτό, των κοντά εξή­μι­σι χιλιά­δων ονο­μά­των, που με ιδιαί­τε­ρο κόπο κατά­φε­ρε να συγκε­ντρώ­σει, δια­τη­ρώ­ντας ταυ­τό­χρο­να μεγά­λο από­θε­μα προσ­δο­κί­ας για τη συνέ­χεια του έργου της.

Ανα­φε­ρό­με­νη στους τρεις κατα­λό­γους ονο­μά­των, «των εξό­ρι­στων στη Μακρό­νη­σο Αντρών, των εξό­ρι­στων Γυναι­κών και ενός ακό­μα, με τα ονό­μα­τα των παρα­γω­γών της φρί­κης» η συγ­γρα­φέ­ας σημειώ­νει: Τους δύο πρώ­τους κατα­λό­γους τούς παρα­δί­δω σε νεό­τε­ρους μελε­τη­τές με την ευχή να τους συμπλη­ρώ­σουν με τα ονό­μα­τα όλων των αγω­νι­στών, που πέρα­σαν τη φοβε­ρή δοκι­μα­σία. Τον τρί­το τον κατά­λο­γο τον «παρα­δί­δω» στην κατά­ρα των γενε­ών» .

Τα όρια του ιστο­ρι­κού χρέ­ους για τη συμπλή­ρω­ση των ονο­μά­των, έχουν προ πολ­λού ξεπε­ρά­σει τα σύνο­ρα της χώρας μας. Το Μακρο­νη­σιώ­τι­κο άγος, τρα­γι­κά συμπλη­ρώ­νει τον μακρύ κατά­λο­γο των εγκλη­μά­των του φασι­σμού κατά της ανθρω­πό­τη­τας. Απο­τε­λεί αδιά­ψευ­στο μάρ­τυ­ρα της κτη­νω­δί­ας του ιμπε­ρια­λι­σμού, στην τελι­κή, επι­θε­τι­κή του φάση. Κάθε όνο­μα αγω­νι­στή, είναι επώ­νυ­μο βόλι και ταυ­τό­χρο­να συσ­σώ­ρευ­ση οργής ενός τερά­στιου ανθρώ­πι­νου κύμα­τος συγ­γε­νών, φίλων, συντρό­φων, που βίω­σαν, πόνε­σαν αλλά και στή­ρι­ξαν τους… «ακρι­βούς τους». 

Μέχρι σήμε­ρα , το επί­ση­μο αστι­κό κρά­τος αρνεί­ται να παρα­δώ­σει αρχεία με ονό­μα­τα ή να διευ­κο­λύ­νει οποια­δή­πο­τε έρευ­να γύρω από το θέμα. (κατα­νοη­τό το γιατί!!!).

Οι γρα­πτές πηγές και οι μαρ­τυ­ρί­ες των γεγο­νό­των, δεν ανα­φέ­ρουν πολ­λά ονό­μα­τα. Θα μπο­ρού­σα­με να δια­κρί­νου­με την αντι­κει­με­νι­κή βάση αυτής της δυσκο­λί­ας, μέσα στο ίδιο το ιστο­ρι­κό πλαί­σιο ολό­κλη­ρης της μετεμ­φυ­λια­κής περιό­δου. Το κρά­τος τρό­μου και εκφο­βι­σμού, με τις απη­νείς διώ­ξεις, τον κοι­νω­νι­κό στιγ­μα­τι­σμό , λόγω κοι­νω­νι­κών φρο­νη­μά­των, τις στε­ρή­σεις δικαιω­μά­των κτλ. οδή­γη­σε στη συνει­δη­τή από­κρυ­ψη πολ­λών ονο­μά­των, ως μέτρο «περι­φρού­ρη­σης» από τους ίδιους τους αγω­νι­στές. Να μη μας δια­φύ­γει ότι οι επι­φυ­λά­ξεις και οι φόβοι δια­τη­ρή­θη­καν για πολύ και­ρό, με δια­φο­ρε­τι­κά ποιο­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά, και στη μετα­πο­λί­τευ­ση, κάτι που οδή­γη­σε αρκε­τούς σε απογοήτευση .

Δεν ήταν λίγοι οι αγω­νι­στές που φύλα­ξαν στα κατά­βα­θα της μνή­μης τους όσα έζη­σαν, κατά την προ­σφι­λή τους έκφρα­ση «τα πήραν μαζί τους», μην και μετα­δώ­σουν άθε­λά τους τον φόβο ή πλη­γώ­σουν τα παι­διά και τα αγα­πη­μέ­να τους πρό­σω­πα για όσα ανα­γκά­στη­καν να υπο­στούν. Μια ακό­μα ερμη­νεία μπο­ρεί να δοθεί από τη στά­ση πολ­λών αγω­νι­στών, να μη θεω­ρούν ιδιαί­τε­ρα ηρω­ι­κό ένα αυτο­νό­η­το ταξι­κό καθή­κον τους, αντά­ξιο των θυσιών της ατέ­λειω­της στρα­τιάς των ομοϊ­δε­α­τών συντρό­φων τους, από τη μια και από την άλλη, να μη θίξουν, να μην πικρά­νουν όσους συντρό­φους τους λύγι­σαν για λίγο και παρέ­μει­ναν στη συνέ­χεια με εντι­μό­τη­τα στις επάλξεις. 

Τη λεπτή αυτή πτυ­χή μιας ιδιαί­τε­ρης σεμνό­τη­τας και ήθους είχα­με την τιμή να τη δια­κρί­νου­με όσοι από μας γνώ­ρι­σαν από κοντά τη γενιά αυτών των αγω­νι­στών. Σίγου­ρα το πρώ­το που μας έρχε­ται στο νου , όταν τους φέρ­νου­με μπρο­στά μας , όταν τους παρα­τη­ρού­με στις φωτο­γρα­φί­ες, είναι ένα ιδιαί­τε­ρο χαμό­γε­λο. Ακό­μα και αν δε φαί­νε­ται στα χεί­λη , βρί­σκε­ται στα μάτια τους, φλο­γο­βό­λο, γεμά­το πεί­σμα και αισιο­δο­ξία. Όσο περισ­σό­τε­ρο μελε­τά­με την ιστο­ρία τους, όσα περισ­σό­τε­ρα βιβλία σαν αυτό της συνα­γω­νί­στριας Ρένας θα δια­βά­ζου­με, τόσο περισ­σό­τε­ρο κατα­νο­ού­με την πηγή του, όπως μονα­δι­κά μας τη μετα­φέ­ρει ο Τ. Λειβαδίτης:

«… Ακό­μα λίγο
Ο τοί­χος είναι δίπλα
Σύντρο­φε μ ακούς
Ο άλλος χαμο­γε­λά­ει πίσω από τον τοίχο
Ένα μικρό βασα­νι­σμέ­νο γέλιο
Ένα γέλιο
Σαν μια χαρα­μά­δα φως
Ένα γέλιο που φέρ­νει το θάνατο
Σ όσους ξεχά­σουν αυτό το γέλιο
Σύντρο­φε
Σ ακού­με
Αυτό το γέλιο ταπεί­νω­σε τους εχθρούς.»
10 (!!)

(Η ομι­λία της Κυρια­κής Καμα­ρι­νού στην παρου­σί­α­ση του βιβλί­ου της Ρένας Λευ­κα­δί­του — Παπα­ντω­νί­ου, «Μακρό­νη­σος μια υπό­μνη­ση για ό,τι έγι­νε, για ό,τι γράφτηκε»)

________________________________________________________________________________

1 «Πέτρες, επα­να­λή­ψεις, κικλίδωμα»,1972
2 Εισα­γω­γή στον Α τ. «Μακρό­νη­σος ιστο­ρι­κός τόπος», Σ.Ε .2002.
3 Ελ. Μπι­μπί­ρη, «Θέμα­τα Παι­δεί­ας», τχ 65–68, σελ. 159–160.
4 «Μακρό­νη­σος (1947–1955)», ό.π., τχ.61–64, σελ.238–241
5 ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/1285/24225–16Μαϊου 1989
6 «…, για­τί απο­τε­λεί σύμ­βο­λο κατα­δί­κης του εμφυ­λί­ου πολέ­μου, όλων των βασα­νι­στη­ρί­ων και κάθε κατα­πί­ε­σης από οπου­δή­πο­τε προ­ερ­χό­με­νης, βωμό ελευ­θε­ρί­ας της σκέ­ψης και των ιδε­ών…», ό.π.
7 Ό.π.
8 «Μακρό­νη­σος Ιστο­ρι­κός Τόπος», Σ.Ε 2002, 2003
9 Μ. Αλει­φε­ρο­πού­λου-Χαλ­βα­τζή, «Προ­μη­θέ­ων Τόποι», Σ.Ε 2008.
10 Τ. Λει­βα­δί­της «Μάχη στην άκρη της νύχτας. Το χρο­νι­κό της Μακρονήσου»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο