Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κόκκινη Ρόζα

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Η κόκ­κι­νη Ρόζα. Η Ρόζα μας.

Που έπε­σε νεκρή μια μέρα σαν και σήμε­ρα από τους τρα­μπού­κους των ξεπου­λη­μέ­νων σοσια­λι­στών ηγε­τών (Έμπερτ, Νόσκε), που τέθη­καν στην υπη­ρε­σία της αντεπανάστασης.
Που έζη­σε στο κορ­μί της, μαζί με το σύντρο­φό της, Καρλ Λίμπ­κνεχτ, την προ­δο­σία των ρεφορ­μι­στών και πώς αυτή στρώ­νει το δρό­μο στο φασισμό.
Που μπή­κε επι­κε­φα­λής στο πιο δυνα­τό, το πιο ωραίο κίνη­μα της γερ­μα­νι­κής ιστο­ρί­ας, που δεν ήταν δυστυ­χώς αρκε­τά ώρι­μο, αλλά αν κατά­φερ­νε να νική­σει, θα άλλα­ζε το ρου της παγκό­σμιας ιστορίας.

Που άφη­σε πίσω της πολύ­τι­μη παρα­κα­τα­θή­κη με το θεω­ρη­τι­κό της έργο, και μια σει­ρά αξιό­λο­γες και επί­και­ρες μπρο­σού­ρες, όπως το «Μεταρ­ρύθ­μι­ση ή Επα­νά­στα­ση», σαν πρω­θύ­στε­ρο «κατη­γο­ρώ» σε όσους καπη­λεύ­τη­καν το όνο­μά της, και το έδω­σαν σε ένα ίδρυ­μα του ευρω­κομ­μου­νι­στι­κού αναθεωρητισμού.
Που ήταν η πιο φλο­γε­ρή και συνε­πής πολέ­μιος του σωβι­νι­σμού και του μιλι­τα­ρι­σμού. Και διέ­θε­τε οξυ­μέ­νο, κρι­τι­κό πνεύ­μα, ακό­μα κι απέ­να­ντι στην ίδια την επα­νά­στα­ση, ακό­μα κι όταν λάθευε. Όπως είχε πει για αυτήν ο Λένιν, ήταν ένας από τους αετούς της επα­νά­στα­σης, ακό­μα κι αν πετού­σε κάπο­τε πολύ χαμη­λά, εκεί που φτά­νουν οι κότες.
Που είχε πλα­κου­τσω­τή μύτη και μάλ­λον καχε­κτι­κό σώμα, αλλά ασκού­σε ακα­τα­μά­χη­τη γοη­τεία στους συντρό­φους και τους συνο­μι­λη­τές της, όχι με την εμφά­νι­ση, αλλά με το επα­να­στα­τι­κό πνεύ­μα, τις ικα­νό­τη­τες και την αφο­σί­ω­σή της στον αγώνα.

Που η ακτι­νο­βο­λία της φτά­νει ως την επο­χή μας και τη φωτί­ζει με το παρά­δειγ­μά της.
Που εμπνέ­ει πολ­λούς γονείς να βαφτί­σουν προς τιμήν της τα κορί­τσια τους με το όνο­μά της.
Που την τρα­γού­δη­σαν ο Μητρο­πά­νος κι η Δημη­τριά­δη. Ενέ­πνευ­σε τον Καζαν­τζά­κη, το Μικρού­τσι­κο και τον Αλκαίο με τη Ρόζα του, που τον κοι­τού­σε μου­δια­σμέ­νο να βλέ­πει πώς η ανά­γκη γίνε­ται ιστο­ρία, αλλά οπι­σθο­χω­ρεί καμιά φορά, και γίνε­ται σιωπή…

Η δική μας Ρόζα, η κόκ­κι­νη Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ –τι σου ‘χω φυλαγμένα…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο