Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η κόκκινη τσάντα (Διήγημα με αφορμή το Φεστιβάλ ΚΝΕ-ΟΔΗΓΗΤΗ στην Θεσσαλονίκη) — του Αλέκου Χατζηκώστα

«Μανία» και αυτή που είχε η μητέ­ρα του. Να κατα­χω­νιά­ζει-με θρη­σκευ­τι­κή ευλά­βεια- ό,τι αφο­ρού­σε το παρελ­θόν του. Και σε κάθε ανα­καί­νι­ση του πατρι­κού σπι­τιού να ανα­κα­λύ­πτει κάτι από αυτό και να του προ­σφέ­ρει με εκεί­νο το πλα­τύ χαμόγελο.

Από τους βαθ­μούς του στο Δημο­τι­κό, τις εκθέ­σεις στο Γυμνά­σιο, αλλά και τις στο­λές και τα μετάλ­λια από το μπά­σκετ, τις εφη­με­ρί­δες με σημα­ντι­κά γι’ αυτήν γεγο­νό­τα (π.χ θάνα­τος Ν. Ξυλού­ρη, την μέρα που παρου­σιά­στη­κε στον στρα­τό κ.α).

Και τώρα ήταν αυτή. «Έλα σπί­τι να σου δεί­ξω τι βρή­κα» του είπε στο τηλέ­φω­νο με φωνή που δεν σήκω­νε αντιρρήσεις.

Την είχε σε μια σακού­λα, που την άνοι­ξε αστρά­φτο­ντας τα γερα­σμέ­να μάτια της

«Τη θυμά­σαι; Είναι η κόκ­κι­νη τσά­ντα σου που έβα­ζες τα αθλη­τι­κά σου ρού­χα όταν πηγαί­να­τε για τα εκτός έδρας παιχνίδια»

Την πήρε στα χέρια του. Δάκρυ­σε. Άλλω­στε το να κρα­τάς στα χέρια σου ένα κομ­μά­τι της ζωής σου, έστω και αν ήταν 40 ετών σίγου­ρα δεν είναι συνη­θι­σμέ­νο γεγο­νός και κυρί­ως δεν χρειά­ζε­ται να κρύ­βε­ται και από την ίδια την μητέ­ρα του.

«Α, ρε μάνα, πόσα χρό­νια με πήγες πίσω. Αλλά μια και μου είπες για τις απο­στο­λές, θα σου πω και εγώ για κάποιες άλλες, που τα παι­χνί­δια ήταν η πρό­φα­ση, τα αθώα μου ψέματα»

«Όπως τότε στα 1977 που είπα ότι πήγα στο Βόλο για αγώ­νες. Ψέμα­τα μαμά, στην Αθή­να ήμουν στο 3ο φεστι­βάλ της ΚΝΕ. Ή τότε το 1976 που είχα­με δήθεν αγώ­νες με την ΧΑΝΘ και τον ΒΑΟ. Πάλι σε φεστι­βάλ ήμουν μαμά, στο 1ο φεστι­βάλ της ΚΝΕ στη Θεσ­σα­λο­νί­κη στο Θέα­τρο Κήπου που είχα και την ευθύ­νη από την οργά­νω­ση για να βοηθήσω»

«Και από πότε σου επι­τρέ­πει η ιδε­ο­λο­γία σου να λες ψέμα­τα στην ίδια σου τη μητέ­ρα» του είπε με ένα βλέμ­μα γεμά­το παράπονο.

«Ας είναι μία μικρή θυσία στην ιδέα της επα­νά­στα­σης όλα αυτά τα αθώα ψέμα­τα» της απά­ντη­σε χαμογελώντας.

«Και εκεί­νος ο ακρο­δε­ξιός γεί­το­νας, που σου είχε πει τότε ότι είδε τον γιο σου να κου­βα­λά κόκ­κι­νες σημαί­ες στο κέντρο της Θεσ­σα­λο­νί­κης, αλή­θεια σου είπε μητέρα».

Και έτσι συνε­χί­στη­κε η συζή­τη­ση, με την μητέ­ρα του τελι­κά να μην του δίνει την κόκ­κι­νη τσάντα.

Επέ­στρε­ψε σπί­τι γεμά­τος ανα­μνή­σεις. Πόσες άρα­γε από αυτές χωρά μία κόκ­κι­νη τσάντα ;

Για τις εξορ­μή­σεις με τον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, την Κυρια­κή πριν τους αγώ­νες εντός έδρας. Για τους ΟΔΗΓΗΤΕΣ που έκρυ­βε κάτω από τα αθλη­τι­κά του ρού­χα. Αλά και για εκεί­να τα λου­λού­δια μαζί με τα σημειώ­μα­τα από τα κορί­τσια από το διπλα­νό στο μπά­σκετ Θηλέ­ων, που τους τα έβα­ζαν ανε­βαί­νο­ντας στα αποδυτήρια…

Το πρω­το­σέ­λι­δο της εφη­με­ρί­δας τον έστει­λε και πάλι στα 1976. «Ανοί­γει αύριο τις πύλες του στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, στο πρώ­ην στρα­τό­πε­δο «Παύ­λου Μελά», το 45ο Φεστι­βάλ ΚΝΕ — «Οδη­γη­τή», για να ακου­στεί ηχη­ρά το κεντρι­κό του σύν­θη­μα: «Με τους αγώ­νες, τα όνει­ρα, τη δύνα­μή μας… “θα χτί­σου­με έναν κόσμο λέφτε­ρο, ανοι­χτό, γεμά­το ελπί­δα…” τον Σοσια­λι­σμό», δανει­σμέ­νο από τους στί­χους του μεγά­λου κομ­μου­νι­στή ποι­η­τή Ναζίμ Χικ­μέτ. Το Φεστι­βάλ στη Θεσ­σα­λο­νί­κη θα διαρ­κέ­σει τρεις μέρες, γεμά­τες με έναν πλού­το εκδη­λώ­σε­ων και δρά­σε­ων στις Σκη­νές και σε όλους τους χώρους του»

Η κατεύ­θυν­ση από το ανώ­τε­ρο όργα­νο ήταν σαφής. «Όλοι όσοι μπο­ρούν να βρί­σκο­νται στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, για να βοη­θή­σουν στο στή­σι­μο του 1ου Φεστι­βάλ, αλλά και να δώσουν το παρών για­τί θα πρέ­πει να έχει επιτυχία».

Δεν το σκέ­φτη­κε καθό­λου. Αν και μαθη­τής θα έπρε­πε να δώσει το δικό του παρών. Έφυ­γε από νωρίς, κου­βα­λώ­ντας την κόκ­κι­νη τσά­ντα και χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το συνη­θι­σμέ­νο του ψέμα. Κατευ­θύν­θη­κε στο διπλα­νό στα ΚΤΕΛ φτη­νό ξενο­δο­χείο, και μαζί με τους συντρό­φους του, που είχαν συντα­ξι­δέ­ψει από ολό­κλη­ρο το νομό έκλει­σαν ένα δωμά­τιο για 4 άτο­μα, για δύο μέρες. (Ας είναι καλά το χαρ­τζι­λί­κι που κρά­τη­σε εδώ και δύο βδο­μά­δες, αλλά και το τσο­ντά­ρι­σμα της φοι­τή­τριας αδελ­φής του).

Και μετά όλοι μαζί στα γρα­φεία. Ο μυστα­κο­φό­ρος γραμ­μα­τέ­ας της οργά­νω­σης περιο­χής, τους υπο­δέ­χτη­κε με πλα­τύ χαμό­γε­λο (αν και αργό­τε­ρα στο 13ο συνέ­δριο ήταν οπα­δός της υπέρ­βα­σης του κόμ­μα­τος…) και τους έδω­σε τα καθήκοντα;

«Να βοη­θή­σε­τε στη μετα­φο­ρά των υλι­κών και στη συνέ­χεια θα αξιο­ποι­η­θεί­τε στην περιφρούρηση».

Και το Φεστι­βάλ, έγι­νε με τη δική τους μικρή συμ­βο­λή και ήταν επι­τυ­χη­μέ­νο, έκα­νε αίσθη­ση στην συμπρω­τεύ­ου­σα και έγι­νε αφορ­μή χιλιά­δες να προ­σεγ­γί­σουν τη νεο­λαία και το κόμμα.

Δεν πήγαι­νε τακτι­κά τα επό­με­να χρό­νια στις εκδη­λώ­σεις του.

Αφορ­μές πολ­λές. Όμως τα τελευ­ταία 20 χρό­νια υπήρ­χε μία άλλη αιτία. Εκεί­νη που η μεγά­λη αγά­πη που της είχε δεν φαι­νό­ταν να περ­νά εύκο­λα. Στις εκδη­λώ­σεις του Φεστι­βάλ είχαν γνω­ρι­στεί, ερω­τευ­τεί και μετά χώρι­σαν τρα­βώ­ντας ο καθέ­νας τον δρό­μο του.

«Επαγ­γελ­μα­τι­κές και οικο­γε­νεια­κές υπο­χρε­ώ­σεις», έλε­γε συχνά στους φίλους του που τον ρωτού­σαν για­τί δεν πηγαί­νει πια εκεί.

Φέτος όμως και μετά την κόκ­κι­νη τσά­ντα απο­φά­σι­σε να το επι­σκε­φθεί. Ήταν και παν­σέ­λη­νος και είπε να την περά­σει συντρο­φιά με τα τρα­γού­δι του Βασί­λη της γενιάς του.

«Αλλά όσα φέρ­νει η ώρα δεν φέρ­νει ο χρό­νος», όπως του έλε­γε συχνά η μητέ­ρα του. Την γνώ­ρι­σε από μακριά αν και είχε 15 χρό­νια να την δει. Ο κυμα­τι­σμός που είχε το βάδι­σμα της, όπως τότε, τον συνε­πή­ρε στο χορό της.

Αυτή όπως πάντα ήταν ψύχραι­μη. Τον αγκά­λια­σε και φιλώ­ντας τον στο μάγου­λο, του είπε όλο χάρη:

«Ο δολο­φό­νος ξανα­γυρ­νά στον τόπο του εγκλή­μα­τος όπως μου έλε­γες τότε, εξαι­τί­ας της αγά­πης που είχες στις νουάρ ται­νί­ες και στα αστυ­νο­μι­κά μυθιστορήματα»

Ένοιω­σε τα πόδια του να τρέ­μουν. Αυτό που απέ­φευ­γε όλα αυτά τα χρό­νια γινό­ταν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Φόβος, δεμέ­νος με προ­σμο­νή και νοσταλγία.

Πήρε την πρω­το­βου­λία να του προ­τεί­νει να παρα­κο­λου­θή­σουν μαζί την συναυ­λία πίνο­ντας μπύ­ρα και τρώ­γο­ντας το πατρο­πα­ρά­δο­το σουβλάκι.

Δεν τον ρώτη­σε τίπο­τε για όλα αυτά τα χρό­νια, ούτε είπε τίπο­τε για τη ζωή της. Άλλω­στε τέτοιες στιγ­μές ποιον θα ενδιέ­φε­ρε πραγματικά;

Και εκεί­νο το ολό­γιο­μο φεγ­γά­ρι φαι­νό­ταν να τους παρα­κο­λου­θού­σε και να τους περι­γε­λού­σε για τον δισταγ­μό που είχαν για εξομολογήσεις.

«Πρώ­τη φορά βρι­σκό­μα­στε με Παν­σέ­λη­νο» της είπε.

Δεν του απά­ντη­σε, απλά τον κοί­τα­ξε γεμά­τη περιέργεια.

«Αλή­θεια πόσες Παν­σέ­λη­νους μπο­ρώ ν’ αντέ­ξω μαζί σου;» συνέχισε.

Ο Βασί­λης εξα­κο­λου­θού­σε να τρα­γου­δά. Είχε φτά­σει πια στο

Σ’ ακο­λου­θώ, σ’ αγγί­ζω και πονάω
κλεί­νω τα μάτια και σ’ ακολουθώ.»

Του έσφι­ξε το χέρι λέγοντας:

«Μια ζωή πιστεύω»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο