Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ΛΑΝΤΖΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Κρι­τι­κή παρου­σί­α­ση Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Σύγ­χρο­νο Θέα­τρο» ανε­βαί­νει ένα αξιό­λο­γο έργο, το οποίο ακυ­ρώ­νει την ψευ­δαί­σθη­ση, για όσους την έχουν ακό­μα, ότι δεν ζού­με σε ταξι­κή κοι­νω­νία. Είναι του Κανα­δού Morris Panych, που τοπο­θε­τεί το θεα­τή στο υπό­γειο ενός πολυ­τε­λούς εστια­το­ρί­ου, όπου μπαί­νουν τα άπλυ­τα πια­τι­κά από τον πάνω όρο­φο και τα ανε­βά­ζουν πάλι πλυ­μέ­να οι λαν­τζέ­ρη­δες. Ο συμ­βο­λι­σμός σαφής. Οι από κάτω “(ξε)πλένουν” τους από πάνω.

Τρεις άντρες σε τρεις δια­φο­ρε­τι­κές ηλι­κί­ες δου­λεύ­ουν εκεί αντι­προ­σω­πεύ­ο­ντας τρεις δια­φο­ρε­τι­κές στά­σεις απέ­να­ντι στη ζωή τους ως εργα­ζό­με­νοι-λαν­τζέ­ρη­δες. Ένας είναι γέρος πια και πεθαί­νει-κυριο­λε­κτι­κά — στη δου­λειά. Η λέξη «σύντα­ξη» στο έργο ακού­γε­ται μόνο μια φορά και , εκφρα­σμέ­νη διστα­κτι­κά από το γέρο, ακού­γε­ται περί­ερ­γα στα αυτιά των άλλων. Δεν απα­ντούν, αλλά η έκφρα­ση στο πρό­σω­πό τους προ­δί­δει ένα «σύντα­ξη; Τι λέει αυτός!», αλλά ταυ­τό­χρο­να μια από­μα­κρη νοσταλ­γία. Για τι; Για μια καλύ­τε­ρη κοι­νω­νία; Ο νέος ονει­ρεύ­ε­ται άλλα πράγ­μα­τα, του τη δίνει η χαμο­ζωή και φεύ­γει κάποια στιγ­μή για να τον ξανα­δού­με αργό­τε­ρα να κατε­βαί­νει κου­στου­μα­ρι­σμέ­νος τις σκά­λες προς το υπό­γειο. Έτρω­γε πάνω. Ανέ­βη­κε κοι­νω­νι­κά. Κατέ­βη­κε λίγο για να δει τους παλαιούς του συνά­δελ­φους λαν­τζέ­ρη­δες. Κάτω χλευά­ζει τους άλλους, αλλά ωστό­σο, από κάποια ημι-μαση­μέ­να λόγια του, φαί­νε­ται ότι δεν έγι­νε και τόσο απο­δε­κτός από την πάνω τάξη, με την οποία συντρώ­ει πια. Στους κάτω, ναι μεν, δίνουν φαγη­τό, αλλά …όχι απ’ αυτό που τρώ­νε πάνω. Ψυχο­λο­γι­κά ο νέος, που «τα κατά­φε­ρε», δεν είναι καθό­λου καλά, καθό­λου «φτα­σμέ­νος». Παντρεύ­τη­κε πλού­σια, αλλά δεν τον χωνεύ­ει ο πεθε­ρός του. Η τρί­τη στά­ση είναι αυτή του «αρχι-λαν­τζέ­ρη» που είναι χρό­νια στη δου­λειά. Έχει συμ­βι­βα­στεί, έχει υιο­θε­τή­σει ρόλο αφ’ υψη­λού έως και «λάιτ» τυραν­νι­κό απέ­να­ντι στους συνά­δελ­φους λαν­τζέ­ρη­δες. Τα ξέρει όλα…Η ψυχο­λο­γία του είναι αυτή του κυριαρ­χι­κού απέ­να­ντι σ’ αυτούς με τους οποί­ους μοι­ρά­ζε­ται το μόχθο και τη χαμο­ζωή. Κάτι είναι κι αυτό. Όμως έτσι, δια­σπά­ται κάθε ενδε­χό­με­νη εργα­τι­κή ενό­τη­τα. Κάνο­ντας τον εαυ­τό του ένα είδος «αφε­ντι­κό» του υπο­γεί­ου, νοιώ­θει, ότι τα έχει βολέ­ψει. Ίσως, στο βάθος όμως, να υπάρ­χει ένα σαρά­κι μέσα του. Ένα ψήγ­μα σκέ­ψης συν­δι­κα­λι­σμού και κατά­κτη­σης δικαιω­μά­των αιω­ρεί­ται κάποια στιγ­μή στον αέρα ξεκι­νώ­ντας από το νέο λαν­τζέ­ρη. Δηλα­δή, απ’ αυτόν που αργό­τε­ρα κάνει καριέ­ρα και «ανε­βαί­νει». Ωστό­σο, δεν προ­χω­ρά­ει η έστω ελά­χι­στη συλ­λο­γι­κή συνει­δη­το­ποί­η­ση και ο καθέ­νας βυθί­ζε­ται στη μίζε­ρη ατο­μι­κό­τη­τά του. Πεθαί­νει ο γέρος και προς το τέλος του έργου μπαί­νει ένας και­νούρ­γιος λαν­τζέ­ρης, αρκε­τά νέος κι αυτός, χαζο­χα­ρού­με­νος και πανευ­τυ­χής. Αφού βρή­κε δου­λειά. Δέχε­ται με χαμό­γε­λο τον αυταρ­χι­σμό του κυριαρ­χι­κού αρχι-λαν­τζέ­ρη. Δεν ξέρου­με τι θα απο­γί­νει. Το έργο τελειώνει. 

Μαζί με το μονό­το­νο ήχο των τερά­στιων πλυ­ντη­ρί­ων πιά­των που στιγ­μές στιγ­μές «κου­φαί­νει» το θεα­τή, ο μόχθος και το βύθι­σμα στη μοί­ρα συνε­χί­ζο­νται. Ατο­μι­κή λύση δεν υπάρ­χει. Η ταξι­κό­τη­τα του έργου ανα­δει­κνύ­ε­ται πιο πολύ μέσα από την α‑ταξικότητα των εργα­ζο­μέ­νων κι ας ακού­γε­ται αντι­φα­τι­κό. Ο συγ­γρα­φέ­ας έκα­νε με το έργο αυτό μια πολύ σωστή ψυχο­λο­γι­κή ακτινογραφία. 

Αξί­ζει να το δείτε. 

«Σύγ­χρο­νο Θέα­τρο», Ευμολ­πι­δών 45, Γκά­ζι. Στά­ση μετρό: Κερα­μει­κός. Τηλ.:210–3464380

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο