Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η λαϊκή καρδιά για τον προλετάριο ποιητή Φώτη Αγγουλέ

Με γνω­στο­ποί­η­ση του θανά­του του Φώτη Αγγου­λέ φτά­νουν στα γρα­φεία της Αυγής στι­χά­κια, ποι­ή­μα­τα, γραμ­μέ­να σε φύλ­λα από σχο­λι­κά τετρά­δια ή επι­στο­λό­χαρ­τα. Με γράμ­μα­τα αδέ­ξια, μα γρά­φουν οι άνθρω­ποι του λαού για τον δικό τους Φώτη «που έκα­νε απλό, σεμνό τρα­γού­δι τον καη­μό της εργα­τιάς, της θάλασ­σας, της φτω­χο­λο­γιάς και το θάρος, το πάθος του αγώ­να στην έρη­μο με τον αδυ­σώ­πη­το ήλιο και στο σκο­τει­νό κελί της φυλακής.

Οι πιο πολ­λοί θα τον έχουν γνω­ρί­σει φαί­νε­ται, μερι­κοί μάλι­στα ανα­φέ­ρο­νται σε τόπους και γεγο­νό­τα ή και υπο­ση­μειώ­νουν κάτι χαρακτηριστικό.
“Εκ μέρους των Ντε­κα­μα­ρι­τών συγκρα­του­μέ­νων του” σημειώ­νει ο Χρί­στος Χρι­στο­δου­λί­δης κάτω από τρία τετρά­στι­χα που μας στέλ­νει με ημε­ρο­μη­νία 30 Μαρ­τί­ου, πριν ακό­μη ταφεί ο Αγγουλές:
Στα λυβι­κά στρατόπεδα
και στο Ντεκαμαρέ
αντι­βουί­ζει η σάλπιγγα
του Φώτη Αγγουλέ.
Ο δρό­μος μας φράζεται
δε στα­μα­τά ποτές.
Στ’ αχνά­ρια μας πορεύονται 
μυριά­δες μαχητές.
Αγά­ντα και ζυγώνουμε
τον ήλιο αδερφέ…
Στ’ απέ­ρα­ντο ταξί­δι σου
Τρα­γού­δα Αγγουλέ.
Άλλος, ο Μ. Αθα­να­σί­ου από τη Σάμο, επι­γρά­φει τους στί­χους του: “Δυο λόγια στο νεκρό φίλο μου ποι­η­τή Φώτη Αγγουλέ”:
Σου πήραν απ’ τα μάτια σου
το φως κι από τα χείλια
σου πήραν τα τριαντάφυλλα.
Μα κάτου στη μοσχο­βό­λο ρεματιά
της Χίος η καρ­διά η ματωμένη
με μια παλιά δακρύ­φυλ­λη ιτιά
μιρο­λα­γά­ει την αλή­θεια πεθαμένη.
Ο Σταύ­ρος Καλο­γρί­δης παραγ­γέλ­νει στον Αγγουλέ:
… να δώσεις χαι­ρε­τί­σμα­τα σε όλους μας τους φίλους
Και συνεχίζει:
Εκεί ψηλά όπου πετάς και πας εσύ το αηδόνι
να πεις πως ταξι­δεύ­ου­με με τον «Κολο­κο­τρώ­νη».
Λυρι­σμός, θρή­νος και μαζί ρεαλισμός.
Και κεί­νο το συμ­βο­λι­κό: ταξι­δεύ­ου­με με τον «Κολο­κο­τρώ­νη» είναι ποι­η­τι­κό­τα­τα συμβολικό.
Άλλοι λένε πως πέθα­νες, εγώ δεν το πιστεύω
απλά μας αστιεύ­τη­κες κι είπες παι­διά σας φεύγω
Ο Ν. Μύτι­κας (πραγ­μα­τι­κό όνο­μα τάχα ή ψευ­δώ­νυ­μο από το βου­νό μας;), με τον επι­τά­φιό του ανα­φέ­ρε­ται στο θλι­βε­ρό και εξορ­γι­στι­κό περι­στα­τι­κό της τελευ­ταί­ας άδι­κης κι άναν­δρης βαναυ­σό­τη­τας κατά του Αγγουλέ:
Στη μέση της πλατείας
σ’ έσυ­ρε ο χωροφύλακας
απο­φα­σί­ζο­ντας το θάνα­τό σου
Στη μέση της πλατείας
στα­λα­μα­τιές – σταλαματιές
Άφη­σες να κυλήσουνε
τα τελευ­ταία σου ρόδα.
Στη μέση της πλατείας
σ’ είδε ο λαός και κράτησε 
στα δόντια την οργή του.
Στη μέση της πλατείας
θαρ­θεί μιαν ανοιξιάτικη
μέρα και το μαρμάρινο 
θα στέ­ψει σου κεφάλι».
Αυγή 4/4/1964 «Η λαϊ­κή καρ­διά για τον ποι­η­τή — δεσμώ­τη Φώτη Αγγουλέ»
Στην κεντρι­κή φωτό από­σπα­σμα από φωτό που τρά­βη­ξε ο φωτο­γρά­φος της Αυγής Στ. Κασσιμάτης
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο