Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η λογοτεχνία της Παρισινής Κομμούνας

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Η Κομ­μού­να του Παρι­σιού είναι η πρώ­τη στην ιστο­ρία της ανθρω­πό­τη­τας, προ­λε­τα­ρια­κή επα­νά­στα­ση. Είναι η ιστο­ρία των εργα­τών του Παρι­σιού, που ανέ­τρε­ψαν την αστι­κή κυβέρ­νη­ση και άρχι­σαν να οικο­δο­μούν το δικό τους κρά­τος δια­κη­ρύσ­σο­ντας την κατάρ­γη­ση της εκμε­τάλ­λευ­σης ανθρώ­που από άνθρω­πο. Η Κομ­μού­να είχε σύντο­μη ζωή 10 βδο­μά­δες, 72 μέρες. (Από τις 18 Μάρ­τη ως τις 28 Μάη του 1871). Αρκε­τή όμως για να σφρα­γί­σει ολό­κλη­ρη την κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή ζωή. Η τέχνη δεν μπο­ρού­σε να μεί­νει έξω απ’ την ανα­γεν­νη­τι­κή άνοι­ξη του 1871.

Κάθε επο­χή, και κυρί­ως επο­χές που οι κοι­νω­νι­κές συγκρού­σεις βρί­σκο­νται σε όξυν­ση, αντι­κα­θρε­φτί­ζε­ται στα έργα των μεγά­λων καλ­λι­τε­χνών που γεν­νά. Έτσι και η εξέ­γερ­ση των Γάλ­λων εργα­τών στέλ­νει τα μηνύ­μα­τά της και μέσα απ’ την τέχνη. Οι Γάλ­λοι συγ­γρα­φείς δημιουρ­γούν το έργο τους κυρί­ως τις μέρες της «Ματω­μέ­νης Βδο­μά­δας» μέσα στις φυλα­κές, τα παρά­νο­μα σπί­τια και τα μέρη της προ­σφυ­γιάς. Μέσα σ’ αυτό ζει όλο το επα­να­στα­τη­μέ­νο Παρί­σι, οι αγώ­νες και τα ιδα­νι­κά του. Τα μηνύ­μα­τα, όμως, που στέλ­νει η λογο­τε­χνία της Κομ­μού­νας αφο­ρούν και ένα άλλο επί­πε­δο, το καλλιτεχνικό.

Όπως η εξέ­γερ­ση της Κομ­μού­νας είναι το προ­μή­νυ­μα της μελ­λο­ντι­κής Μεγά­λης Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης, έτσι και η λογο­τε­χνία που γρά­φε­ται εκεί­να τα χρό­νια φέρ­νει μέσα της τα πρώ­τα στοι­χεία, που θ’ απο­τε­λέ­σουν τη βάση της πιο ισχυ­ρής καλ­λι­τε­χνι­κής μεθό­δου του και­ρού μας, του σοσια­λι­στι­κού ρεα­λι­σμού. Σήμε­ρα, αν και γρά­φτη­καν εκεί­νη την περί­ο­δο αξιό­λο­γα έργα ―από συγ­γρα­φείς με αδιαμ­φι­σβή­τη­το ταλέ­ντο― που είχαν πλα­τειά απή­χη­ση τόσο στην πρώ­τη εμφά­νι­σή τους, όσο και αργό­τε­ρα, οι αστοί κρι­τι­κοί της λογο­τε­χνί­ας απο­φεύ­γουν να ανα­φερ­θούν σ’ αυτά. Μήπως δεν κρύ­βε­ται πίσω απ’ αυτή τη σιω­πή μια προ­α­πο­φα­σι­σμέ­νη στά­ση για να «ξεχα­στεί» χρό­νο με το χρό­νο μια φλο­γε­ρή σελί­δα της γαλ­λι­κής λογο­τε­χνί­ας, που αντα­να­κλά μιαν άλλη κοσμο­θε­ω­ρία και αισθη­τι­κή αντί­λη­ψη; Μια λογο­τε­χνία που γίνε­ται όπλο στα χέρια της εργα­τι­κής τάξης και του λαού στον αγώ­να για την επα­να­στα­τι­κή ανά­πλα­ση της κοινωνίας;

Η Κομμούνα (Σχέδιο του Τ.Α. Στέινλεν).

Η Κομ­μού­να (Σχέ­διο του Τ.Α. Στέινλεν).

Το κρι­τή­ριό μας για την έκδο­ση αυτή δεν είναι μόνο ένα ιστο­ρι­κό ή φιλο­λο­γι­κό ενδια­φέ­ρον για να δια­φυ­λά­ξου­με αυτή τη λογο­τε­χνία, που συν­δέ­ε­ται άμε­σα με την εργα­τι­κή τάξη και τους αγώ­νες της. Η λογο­τε­χνία της Κομ­μού­νας μάς στέλ­νει τα μηνύ­μα­τά της και για το σήμε­ρα. Για την καθο­ρι­στι­κή επί­δρα­ση που έχουν τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα και οι ταξι­κές συγκρού­σεις στην τέχνη.

Για το πως οι λογο­τέ­χνες για να εκφρά­σουν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στη δυνα­μι­κή της χρειά­ζε­ται να συμ­με­τέ­χουν ενερ­γά σ’ αυτήν και στο λαϊ­κό κίνη­μα. Για το τι πραγ­μα­τι­κά είναι το και­νού­ριο και το πρω­το­πο­ρια­κό στην τέχνη. Από που αντλεί­ται αυτό και με ποια τάξη ―τη μόνη επα­να­στα­τι­κή ως το τέλος― συνδέεται.

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

Εβδο­μή­ντα δύο μέρες είναι λίγες για να μπο­ρέ­σει να δημιουρ­γη­θεί μεγά­λη λογο­τε­χνία. Η πνευ­μα­τι­κή ενέρ­γεια των ποι­η­τών ήταν δοσμέ­νη στις πρα­κτι­κές ανά­γκες του αγώ­να. Αυτό όμως δεν σημαί­νει ότι πίσω απ’ τα οδο­φράγ­μα­τα, στις πλα­τεί­ες, στα πάρ­κα, στις λέσχες, στους λόχους της εθνι­κής φρου­ράς δεν δημιουρ­γή­θη­κε ποί­η­ση, αυθόρ­μη­τα ή συνει­δη­τά, προ­φο­ρι­κά ή γρα­πτά, επι­γράμ­μα­τα ή στι­χά­κια επί­και­ρα, γεμά­τα από ειρω­νεία και σαρ­κα­σμό για τους εχθρούς της Επανάστασης.

Οι Γάλ­λοι ιστο­ρι­κοί της Κομ­μού­νας, στη διάρ­κεια ενός αιώ­να συνέ­λε­ξαν αξιό­λο­γα ντο­κου­μέ­ντα για την περί­στα­ση. Το πιο μεγά­λο όμως μέρος για την ιστο­ρία της λογο­τε­χνί­ας κατα­στρά­φη­κε ανεπανόρθωτα.

Κι εδώ γίνε­ται λόγος για την προ­σω­πι­κή ποι­η­τι­κή δημιουρ­γία, για κεί­νη την κλη­ρο­νο­μιά που έχει διαρ­κή κι ιδιαί­τε­ρη ιδε­ο­λο­γι­κή, κοι­νω­νι­κή και καλ­λι­τε­χνι­κή αξία. Η μέρα της γέν­νη­σης αυτής της δημιουρ­γί­ας, είναι η επό­με­νη της ήττας και συνε­χί­ζε­ται στις 2 επό­με­νες δεκα­ε­τί­ας του ΄70 — ΄80 του 19ου αιώ­να. Για να γίνει όμως κατα­νοη­τή η πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρι­κή και λογο­τε­χνι­κή αξία, καθώς και η ιδε­ο­λο­γι­κο-καλ­λι­τε­χνι­κή σημα­σία αυτής της κλη­ρο­νο­μιάς, πρέ­πει να τη δού­με σε συσχε­τι­σμό με την υπό­λοι­πη γαλ­λι­κή λογο­τε­χνία της σχε­τι­κής ιστο­ρι­κής περιό­δου (το δεύ­τε­ρο μισό του 19ου αι.). Δεν θα στα­θού­με βέβαια στη θολού­ρα των ατά­λα­ντων και πολυ­γρα­φό­τα­των που λίγο ή πολύ συν­δέ­ο­νταν με τις αντι­δρα­στι­κές δυνά­μεις της Δεύ­τε­ρης Αυτο­κρα­το­ρί­ας και της λεγό­με­νης Τρί­της που ακο­λού­θη­σε. Θα γίνει λόγος για τους κολοσ­σούς της Γαλ­λι­κής Λογο­τε­χνί­ας, για κεί­νους που της χάρι­σαν πνεύ­μα, πολυ­χρω­μία, περιε­χό­με­νο και φόρμα.

Έχου­με υπό­ψη μας συγ­γρα­φείς του ύψους του Φλω­μπέρ, Αλφόνς, Ντο­λέ, Προ­σπέρτ Μερι­μέ, Μωπα­σάν, Ουγκώ, του Ζολά, του Μπω­ντλαίρ, του Βερ­λαίν, του Ρεμπώ και μερι­κών άλλων. Αυτοί είναι οι κύριοι εκπρό­σω­ποι των βασι­κών λογο­τε­χνι­κών ρευ­μά­των στη Γαλ­λι­κή λογο­τε­χνία, όπως του κρι­τι­κού ρεα­λι­σμού, του ρομα­ντι­σμού, νατου­ρα­λι­σμού και συμ­βο­λι­σμού. Παρά τις δια­φο­ρε­τι­κές αισθη­τι­κές αντι­λή­ψεις τους (δεν μπο­ρού­με να μιλή­σου­με για καθα­ρή ενό­τη­τα ούτε στα πλαί­σια του έργου ενός και μόνο συγ­γρα­φέα), παρά τις υπο­κει­με­νι­κές κοι­νω­νι­κο-ταξι­κές τους δια­φο­ρές και τις ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κές πεποι­θή­σεις, δια­φο­ρε­τι­κές πάντως με την προ­λε­τα­ρια­κή ιδε­ο­λο­γία ―αρκε­τά συχνά εχθρι­κές μ’ αυτήν― αντι­κει­με­νι­κά η δημιουρ­γία τους σε πολ­λά σημεία της είναι αντια­στι­κή, αντιμπουρζουάδικη.

Η επίσημη ανακήρυξη της Κομμούνας στο Δημαρχείο, στις 28 Μάρτη 1871.

Η επί­ση­μη ανα­κή­ρυ­ξη της Κομ­μού­νας στο Δημαρ­χείο, στις 28 Μάρ­τη 1871.

Με τις αλή­θειες που έκφρα­σαν για το αστι­κό καθε­στώς, με την τίμια εκφρα­ζό­με­νη σχέ­ση τους προς τα φαι­νό­με­να της ιστο­ρι­κής περιό­δου που έζη­σαν, αυτοί αντι­κει­με­νι­κά βοή­θη­σαν στο έργο της προ­λε­τα­ρια­κής επα­νά­στα­σης. Στην ιστο­ρία των λαών υπήρ­ξαν και υπάρ­χουν πάντα μοι­ραί­ες και απο­φα­σι­στι­κές ιστο­ρι­κές στιγ­μές. Τότε δεν φτά­νει να βλέ­πει κανείς τα πράγ­μα­τα όπως είναι, να βλέ­πει μια κοι­νω­νία σάπια και ν’ απει­κο­νί­ζει στο έργο του καθα­ρές μορ­φές φιλό­δο­ξων, που­λη­μέ­νων, υπο­κρι­τών κλπ. Τότε είναι ανα­γκαίο και το άλλο, είναι ανα­γκαία η σωστή ιστο­ρι­κή κατεύ­θυν­ση που κατα­δεί­χνει την κίνη­ση προς τα μπρο­στά, από τη στα­σι­μό­τη­τα στην πρό­ο­δο απ’ το βάλ­το στην ξαστε­ριά των και­ρών που φτάνουν.

Η Κομ­μού­να έθε­σε επι­τα­κτι­κά ένα ζήτη­μα, σ’ όλους τους καλ­λι­τέ­χνες, συγ­γρα­φείς, ζωγρά­φους, μου­σι­κούς, ηθοποιούς.
Ποιος με ποιόν;
Ποιος για τι;

Ο μεγά­λος Γου­σταύ­ος Κουρ­μπέ ―μέλος του συμ­βου­λί­ου της Κομ­μού­νας και αντι­πρό­σω­πος της ένω­σης των καλ­λι­τε­χνών― λέει στους Παρι­ζιά­νους ζωγρά­φους τα εξής:

«Το Παρί­σι δια­φύ­λα­ξε τη Γαλ­λία απ’ τον εξευ­τε­λι­σμό και τη ντρο­πή. Το Παρί­σι μ’ όλη του την ευφυ­ΐα κατά­λα­βε ότι δεν μπο­ρεί απ’ τη μια ν’ αγω­νί­ζε­ται κι απ’ την άλλη ν’ αντι­με­τω­πί­ζει έναν καθυ­στε­ρη­μέ­νο εχθρό με παλιά μέσα… Τώρα το Παρί­σι είναι ελεύ­θε­ρο, ανή­κει στον εαυ­τό του. Αυτή τη στιγ­μή στρέ­φο­μαι στους καλ­λι­τέ­χνες, επι­κα­λού­με­νος το νου, την καρ­διά τους και το συναί­σθη­μα της ευγνω­μο­σύ­νης. Το Παρί­σι τους γέν­νη­σε, τους ανά­θρε­ψε. Τώρα, οι καλ­λι­τέ­χνες έχουν τιμη­τι­κό καθή­κον, μ’ όλες τους τις δυνά­μεις να συμ­βά­λουν στην ανα­γέν­νη­ση της πνευ­μα­τι­κής ζωής και της τέχνης. Επο­μέ­νως είναι ανα­γκαίο το συντο­μό­τε­ρο δυνα­τόν να γίνουν μου­σεία, και να προ­ε­τοι­μά­σου­με εκθέ­σεις… Θα αρχί­σει ο καθέ­νας τη δου­λειά κι ο καλ­λι­τέ­χνης των άλλων φιλι­κών χωρών θ’ αντα­πο­κρι­θεί στην έκκλη­σή μας». (6 Απρί­λη 1871)

Στο κάλε­σμα απα­ντούν 400 καλ­λι­τέ­χνες, εικα­στι­κοί μετα­ξύ των οποί­ων και οι Ντο­μί, Μανέ, Μιλέ. Δεν συμ­βαί­νει το ίδιο όμως και με τους καλ­λι­τέ­χνες του λόγου. Οι πιο πολ­λοί προ­σπέ­ρα­σαν την ιστο­ρία. Από τη μια μπο­ρού­με πραγ­μα­τι­κά να ανα­γνω­ρί­σου­με αυτό το οποίο έφε­ραν στα πλαί­σια της Γαλ­λι­κής Λογο­τε­χνί­ας, αλλά πρέ­πει να πού­με ότι η ιστο­ρία της χώρας τους, σ’ άλλη περί­πτω­ση πέρα­σε απα­ρα­τή­ρη­τη γι’ αυτούς, σε άλλη αδιά­φο­ρη και σε μια τρί­τη περί­πτω­ση μερι­κοί απ’ αυτούς στά­θη­καν κι ανοι­χτά ενά­ντια στην ίδια την Κομ­μού­να και στο μήνυ­μα που έφερ­νε για την Γαλ­λία κι όλο τον κόσμο.

Δεν είναι τιμη­τι­κό γι’ αυτούς, ότι ήταν αρκε­τό να επέλ­θει η θύελ­λα της Κομ­μού­νας, να μπουν σε άμε­σο κίν­δυ­νο τα θεμέ­λια του αστι­κού καθε­στώ­τος, για να δια­πρέ­ψει και να λάμ­ψει η ταξι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή τους στε­νό­τη­τα. (Γίνε­ται λόγος για το υβρε­ο­λό­γιο και την επί­θε­ση που εξα­πέ­λυ­σαν την άλλη μέρα της πτώ­ση της Κομ­μού­νας καλ­λι­τέ­χνες όπως ο Φλω­μπέρ, Αλφόνς, Αλέ­ξαν­δρος Δου­μάς (υιός) και άλλοι. Βαρ­βα­ρό­τη­τες τέτοιου χαρα­κτή­ρα που μας είναι δύσκο­λο ν’ ανα­φέ­ρου­με). Θα ήταν φυσι­κά ουτο­πι­κό να θέλα­με απ’ αυτούς να γίνουν αυτό που δεν ήταν. Υπεν­θυ­μί­ζου­με αυτά τα δυσά­ρε­στα γεγο­νό­τα για να χαρα­κτη­ρί­σου­με έστω και σύντο­μα τη λογο­τε­χνι­κή και κοι­νω­νι­κή κατά­στα­ση κάτω απ* την οποία γεν­νή­θη­κε η Κομ­μού­να και η λογο­τε­χνία της.

Η πυροβολαρχία του κυβερνητικού στρατού στο Φρούριο Μπεκόν.

Η πυρο­βο­λαρ­χία του κυβερ­νη­τι­κού στρα­τού στο Φρού­ριο Μπεκόν.

Η παλιά Γαλ­λία ήταν κου­ρα­σμέ­νη. Η κού­ρα­ση, η ανία, η έλλει­ψη πίστης, ο «Μπο­βα­ρι­σμός» που τόσο εξαί­σια εκφρά­στη­κε απ’ τον Φλω­μπέρ, κατα­δεί­χτη­καν ζωη­ρά, με μεγά­λη μαστο­ριά και ψυχο­λο­γι­κή εμβά­θυν­ση και με μια σει­ρά ικα­νό­τη­τες καλ­λι­τε­χνι­κής από­δο­σης. Αλλά έλει­πε το πάθος, η δύνα­μη, η ζωντά­νια των ηρώ­ων του Μπαλ­ζάκ που και στο «κακό» ακό­μα ήταν μεγάλοι.

Ανε­ξάρ­τη­τα απ’ τις ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κές τους δια­φο­ρές οι ποι­η­τές της Κομ­μού­νας (για­κω­βί­νοι, μπλαν­κι­στές, πρου­ντο­νι­στές, μαρ­ξι­στές) ταυ­τί­στη­καν με το ύψος των ιστο­ρι­κών περι­στά­σε­ων του ΄70 — ΄71. Αυτοί μετάγ­γι­σαν στη Γαλ­λι­κή λογο­τε­χνία νέο, ζωη­ρό, υγιές αίμα. Η Λογο­τε­χνία τους αν και δεν ήταν «υψη­λής» τεχνο­τρο­πί­ας και μεγά­λης, ποι­κί­λης ποσό­τη­τας μπή­κε στη λογο­τε­χνι­κή ζωή της Γαλ­λί­ας γεν­ναία, με απο­φα­σι­στι­κά βήμα­τα. Βέβαια δεν άρχι­σε απ’ το μηδέν. Χρη­σι­μο­ποί­η­σε ό,τι πιο άξιο, πολύ­τι­μο και αθά­να­το υπήρ­ξε στη λογο­τε­χνι­κή κλη­ρο­νο­μιά, αρχί­ζο­ντας απ’ τον Φραν­σουά Βιγιόν. Ειδι­κό­τε­ρα η λογο­τε­χνία της Κομού­νας αυτο­προσ­διο­ρί­ζε­ται σαν το παι­δί της επα­να­στα­τι­κής λογο­τε­χνί­ας του 1789, των επα­να­στά­σε­ων του 1830 και 1848. (Μερι­κοί απ’ τους ποι­η­τές της Κομ­μού­νας συμ­με­τεί­χαν και στην επα­νά­στα­ση του 1848).

Η λογο­τε­χνία της Κομ­μού­νας εμφα­νί­ζε­ται τις πρώ­τες ώρες της «Ματω­μέ­νης βδο­μά­δας». Επο­μέ­νως, κάτω απ’ αυτή την έννοια έχου­με υπ’ όψη μας εκεί­νη τη λογο­τε­χνία που αρχί­ζει να δημιουρ­γεί­ται τις πρώ­τες μέρες τον Ιού­νη του 1871 και συνε­χί­ζει ως το τέλος του 1880. Με κάποιες μικρές εξάρ­σεις όλοι οι δημιουρ­γοί της συμ­με­τεί­χαν ενερ­γά στην Κομ­μού­να. Οι χώροι που γεν­νή­θη­κε και ανα­πτύ­χθη­κε ήταν οι φυλα­κές των Βερ­σα­λιών, Αράι, Ομπε­ρίβ, Σατο­ρί, τα κάτερ­γα της Νέας Καλη­δο­νί­ας κι άλλα νησιά, παρά­νο­μα σπί­τια που έκρυ­ψαν τους Κομ­μου­νά­ρους τις μέρες της «Ματω­μέ­νης βδο­μά­δας» και κύρια τα μέρη της προ­σφυ­γιάς: Αγγλία, Ελβε­τία, Αμε­ρι­κή. Εμφα­νί­στη­κε κύρια σαν ποί­η­ση αλλά και σε διη­γή­μα­τα, αναμνήσεις.

Η δρα­μα­τι­κή τεχνο­τρο­πία λεί­πει σχε­δόν, γι’ αυτό θα στα­θού­με στην ποί­η­ση. Για ποιο πράγ­μα μίλα­γαν οι στί­χοι τους; Ποιες ιδέ­ες, ποιες σκέ­ψεις και ποια συναι­σθή­μα­τα τους συγκί­νη­σαν; Τι νέο έφε­ραν στη Γαλ­λι­κή λογο­τε­χνία; Ποια είναι η θέση τους στην ιστο­ρία της επα­να­στα­τι­κής εργα­τι­κής ποίησης;

Οδόφραγμα κατά την εξέγερση.

Οδό­φραγ­μα κατά την εξέγερση.

Όποιες και όσες ερω­τή­σεις να προ­κύ­ψουν το κεντρι­κό θέμα της ποί­η­σής τους ήταν η Κομ­μού­να, ο αγώ­νας τους για την επι­κρά­τη­σή της. Οι ηρω­ι­κο-δρα­μα­τι­κές στιγ­μές της απ’ την στιγ­μή της επι­βο­λής της και την πτώ­ση της κι ακό­μα μετά απ’ αυτήν. Σ’ αυτούς τους αγώ­νες απο­κά­λυ­ψαν τη μεγα­λο­σύ­νη, τον ηρω­ι­σμό, την αυτα­πάρ­νη­ση, τον πατριω­τι­σμό του απλού Παρι­ζιά­νου, την ντρο­πή, τον ξεπε­σμό, το μίσος των προδοτών.

Η ποι­η­τι­κή σκέ­ψη δεν γνω­ρί­ζει τη χρυ­σή τομή. Κινεί­ται σε δύο κατευ­θύν­σεις αξιο­λό­γη­σης: από τη μια πλευ­ρά εκφρά­ζει την απέ­χθεια και την περι­φρό­νη­ση προς την αντί­δρα­ση κι από την άλλη τον θαυ­μα­σμό, τον ενθου­σια­σμό, την αγά­πη στο νέο κόσμο, που το προ­λε­τα­ριά­το θα γίνει μπρο­στά­ρης του. Αυτές οι δύο κατευ­θύν­σεις έκφρα­σαν καθα­ρά αυτό που σήμε­ρα εμείς καθο­ρί­ζου­με σαν «λαϊ­κό­τη­τα, κομ­μα­τι­κό­τη­τα, ταξι­κό­τη­τα» στην τέχνη.

Η Κομ­μού­να είναι το Παρί­σι σε μια απ’ τις κορυ­φαί­ες στιγ­μές της ιστο­ρί­ας του και γενι­κό­τε­ρα της γαλ­λι­κής ιστο­ρί­ας. Όχι βέβαια το Παρί­σι, η έκφυ­λη πρω­τεύ­ου­σα των ακα­μά­τη­δων αρι­στο­κρα­τών, των τρα­πε­ζι­τι­κών, των κερ­δο­σκό­πων, αλλά το Παρί­σι των μεγά­λων ανθρώ­πων — δια­νο­ου­μέ­νων, φιλό­σο­φων, συγ­γρα­φέ­ων, μου­σι­κών, ζωγρά­φων, αρχι­τε­κτό­νων, το Παρί­σι των επα­να­στά­σε­ων του εργα­ζό­με­νου λαού, της Μον­μάρ­της, του Μπελ­βίλ και των περιχώρων.

Ο Ζυλ Βαλές, ένας απ’ τους πιο γνω­στούς Κομ­μου­νά­ρους γρά­φει γι’ αυτή τη δοξα­σμέ­νη κι ανα­γεν­νη­μέ­νη πόλη στην εφη­με­ρί­δα «Η φωνή του λαού»: «Τι μέρα!! Χει­μω­νιά­τι­κος ήλιος χρυ­σί­ζει τα στό­μια των του­φε­κιών, μυρω­διά από μπα­ρού­τι, ρίγη σημαιών, ο θρύ­λος της επα­νά­στα­σης που κυλά­ει όμορ­φα σαν γαλά­ζιο ποτά­μι, αυτή η φωτει­νό­τη­τα, οι χάλ­κι­νες σάλ­πιγ­γες, οι φλό­γες της ελπί­δας, αυτός ο αγέ­ρας της τιμιό­τη­τας έχει λοι­πόν με τι να μεθύ­σει από περη­φά­νεια ο νικη­τής λαϊ­κός στρα­τός! Ω, δοξα­σμέ­νο Παρί­σι! Μέσα απ’ το φόβο μας σκε­φτό­μα­στε να σ’ εγκα­τα­λεί­ψου­με. Αχ, εμείς οι δει­λοί, πόλη της τιμής, πόλη φυλαγ­μέ­νη, στρα­τό­πε­δο της επα­νά­στα­σης. Ό,τι κι αν γίνει, κι αν ακό­μα νικη­θού­με πάλι, ακό­μα κι αν αύριο πεθά­νου­με, η δικιά μας η γενιά θα έχει μια παρη­γο­ριά πάντα. Είμαστ’ ενθου­σια­σμέ­νοι που ζήσα­με είκο­σι χρό­νια ήττες κι αγώ­νες». (Βλέ­που­με καθα­ρά: θέμα Παρί­σι = θέμα επα­νά­στα­ση, θέμα Κομμούνα).

Όταν δια­βά­ζου­με λογο­τε­χνία της Κομ­μού­νας, προ­κύ­πτουν κάποια ερωτήματα:

1. Από που άντλη­σαν οι δημιουρ­γοί της τόση δύνα­μη ώστε ούτε στιγ­μή να μην πέσουν σε αθυ­μία και απελπισία;

2. Από πέτρα ήταν η καρ­διά τους για να μην στε­νά­ζουν με παρά­πο­νο για την τύχη τους, αλλά να γρά­φουν για τους σκο­τω­μέ­νους συντρό­φους τους, τους διωγ­μέ­νους, τους εξό­ρι­στους, για το πνιγ­μέ­νο στο αίμα Παρί­σι, για τη Γαλ­λία, την ανθρωπότητα;

3. Ή μήπως ήταν πνευ­μα­τι­κά τυφλοί και δεν έβλε­παν ότι σ’ αυτό τον τρο­μα­κτι­κά γιγά­ντιο αγώ­να οι δυνά­μεις ήταν δυσα­νά­λο­γες κι ότι ενά­ντιά τους ξεση­κώ­θη­κε το μίσος και η εκδί­κη­ση όχι μόνο των Βερ­σα­λιών, αλλά ολό­κλη­ρης της αντι­δρα­στι­κής φοβι­σμέ­νης Ευρώπης;

Η γκιλοτίνα καίγεται από τους Κομμουνάρους, κάτω από τα χειροκροτήματα του Βολταίρου (Χαρακτικό του Ντωμέ).

Η γκι­λο­τί­να καί­γε­ται από τους Κομ­μου­νά­ρους, κάτω από τα χει­ρο­κρο­τή­μα­τα του Βολ­ταί­ρου (Χαρα­κτι­κό του Ντωμέ).

Αρκεί να δια­βά­σου­με τις εφη­με­ρί­δες εκεί­νων των ημε­ρών για να βεβαιωθούμε.

Περιτ­τές ερω­τή­σεις, άστο­χες μπρο­στά σ’ αυτό το φαι­νό­με­νο. Χωρίς να ’ναι μυστι­κι­στές οι Κομ­μου­νά­ροι, ήταν «προ­φή­τες». Ανα­δια­τί­μη­σαν αυτό που λέμε ιστο­ρι­κό­τη­τα στη λογο­τε­χνία και την τέχνη. Δημιούρ­γη­σαν μια νέα ποι­η­τι­κή ιστο­ρι­κή συνεί­δη­ση, έδει­ξαν τα δια­πι­στευ­τή­ρια μέσ’ απ’ τα οποία κινεί­ται η ιστο­ρία της ανθρω­πό­τη­τας, κατά­δει­ξαν τις κύριες ιστο­ρι­κές δυνά­μεις που χωρίς αυτές είναι αδύ­να­τη η πρό­ο­δος, η εργα­τι­κή τάξη, το προ­λε­τα­ριά­το, γενι­κά ο εργα­ζό­με­νος λαός. Προ­εί­παν «προ­φη­τι­κά» ότι ο κύριος άξο­νας γύρω απ’ τον οποίο θα κυλή­σει ο τρο­χός της ιστο­ρί­ας τις τελευ­ταί­ες δεκα­ε­τί­ες του 19ου αι. και του 20ου κατό­πιν, θα είναι ο αγώ­νας μετα­ξύ εργα­σί­ας και κεφα­λαί­ου. Ήταν πει­σμέ­νοι ότι όποιες στρο­φές κι αν κάνει η ανθρώ­πι­νη ιστο­ρία, η Κομ­μού­να θα είναι ο πυρ­σός που θα φωτί­ζει ένα μέλ­λον χωρίς ομί­χλη, χωρίς λάσπες, δίχως ντρο­πή, δίχως αίμα, χωρίς τον πόνο των κατα­τρεγ­μέ­νων. Κι ότι αυτό που δεν μπό­ρε­σε αυτή να το πραγ­μα­το­ποι­ή­σει θα το κάνουν αυτοί που θα ’ρθουν. Μ’ αυτές τις σκέ­ψεις αξί­ζει να επι­στρέ­ψου­με στα τελευ­ταία λόγια του υπέ­ρο­χου άρθρου του Ζυλ Βαλές.

«Αγκά­λια­σέ με ασπρο­μάλ­λη σύντρο­φε, ίδιε με μένα, κι εσύ μικρέ που παί­ζεις πίσω απ’ τα οδο­φράγ­μα­τα έλα ν’ αγκα­λια­στού­με. Η 18 του Μάρ­τη φύλα­ξε τη ζωή σου αγό­ρι, δίχως αυτή θα μεγά­λω­νες στην ομί­χλη, θα τσα­λα­βού­τα­γες στη λάσπη και στο αίμα, θα πέθαι­νες από ντρο­πή, δοκι­μά­ζο­ντας τον αμέ­τρη­το πόνο των κατα­τρεγ­μέ­νων. Τέλειω­σε!! Εμείς χύσα­με δάκρυα κι αίμα για σένα. Εσύ θα παρα­λά­βεις την κλη­ρο­νο­μιά μου. Γιε της από­γνω­σης και της απελ­πι­σί­ας, εσύ θα γίνεις Ελεύ­θε­ρος Ανθρωπος».

Πού εξα­πλώ­νο­νταν αυτή η πνευ­μα­τι­κή επα­νά­στα­ση; Παντού στα οχυ­ρώ­μα­τα που υπο­στή­ρι­ζαν την πόλη, πίσω απ’ τα οδο­φράγ­μα­τα, στις συνε­λεύ­σεις των λόχων της λαϊ­κής εθνο­φυ­λα­κής, στα εργα­στή­ρια και στις φάμπρι­κες, στους δρό­μους, στις πλα­τεί­ες, στα πάρ­κα, στις όχθες του Σηκουά­να, στην καρ­διά του Παρι­σιού, στις μακρι­νές του συνοι­κί­ες. Αλλά πολύ περισ­σό­τε­ρο στις λέσχες. Γι’ αυτό θα στρέ­ψου­με λίγο την προ­σο­χή μας σ’ αυτές τις εστί­ες όπου γεν­νιό­ταν νέο πνευ­μα­τι­κό μίγ­μα. Μετα­ξύ των άλλων και για­τί γι’ αυτές τις λέσχες υπάρ­χουν πολύ περισ­σό­τε­ρα ντοκουμέντα.

Οι λέσχες ήταν πραγ­μα­τι­κά πανε­πι­στή­μια. Μέσα εκεί άνα­βαν συζη­τή­σεις κι ανα­ζη­τή­σεις, που γύρι­ζαν τα πάντα ανά­πο­δα, όλα όσα βρί­σκο­νταν σ’ αντι­δια­στο­λή με τα ιδα­νι­κά της Κομ­μού­νας. Αυτές ήταν δεκά­δες και στις τέσ­σε­ρις άκρες του Παρι­σιού. «Δημο­κρα­τι­κή λέσχη», «Λέσχη των Εφαρ­μο­στών», της «Μασ­σα­λιώ­τι­δας», «της Επα­νά­στα­σης», το «Φαμπιέ και Μπελ­βίλ», των «Ελεύ­θε­ρων δια­νοη­τών» κ.ά.

Πολ­λές εκκλη­σί­ες εθε­λο­ντι­κά ή με την υπο­χρε­ω­τι­κή συμ­φω­νία του κλή­ρου, μετα­τρά­πη­καν σε λέσχες με το εξής πρό­γραμ­μα: ως τις 7 μ.μ. γινό­ταν λει­τουρ­γία και μετά, ως τα μεσά­νυ­χτα, ήταν στην υπη­ρε­σία της Δημοκρατίας.

Οι συζη­τή­σεις έπια­ναν όλα τα θέμα­τα που μπο­ρεί να φαντα­στεί κανείς. Από τα ζητή­μα­τα του σύμπα­ντος, έως ζητή­μα­τα της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και θέμα­τα του μέλ­λο­ντος. Για την πολι­τι­κή, την αγρο­τι­κή δου­λειά, τη βιο­μη­χα­νία, την αρι­στο­κρα­τία, τη μπουρ­ζουα­ζία, την ελευ­θε­ρία, την ανα­γκαιό­τη­τα, τους τύραν­νους, τους τσά­ρους και τους ιμπεράτορες.

Η ανακοίνωση των ποινών στη δίκη των Κομμουνάρων.

Η ανα­κοί­νω­ση των ποι­νών στη δίκη των Κομμουνάρων.

Κάνουν διά­φο­ρες προ­τά­σεις συγκε­κρι­μέ­νου χαρα­κτή­ρα: για την ενί­σχυ­ση των στρα­τιω­τι­κών τους δυνά­με­ων, για τον αγώ­να τους ενά­ντια στη λεγό­με­νη «πέμ­πτη στρα­τιά», τους σπιού­νους των Βερ­σα­λιών, για τα νοί­κια, για το νόμο περί δια­ζυ­γί­ων κλπ. Πολύ συχνά αυτά που λέγο­νταν ήταν αθώα κι οι προ­τά­σεις φαντα­στι­κές. Για παρά­δειγ­μα κάποιος ρήτο­ρας στη λέσχη «Νικό­λα ντε Ζαν», προ­τεί­νει να ρίξουν με αερό­στα­το βόμ­βα αερί­ων στις Βερ­σα­λί­ες (κάτι σαν χημι­κός πόλε­μος), για να τελειώ­νουν μια και καλή με τους δολο­φό­νους. Φυσι­κά αντι­με­τω­πί­ζε­ται με γέλια κι απορ­ρί­πτε­ται η πρό­τα­σή του.

Οι ρήτο­ρες στις λέσχες ήταν χιλιά­δες αξιό­λο­γοι κομ­μου­νά­ροι ξυλουρ­γοί, μεταλ­λουρ­γοί, παπου­τσή­δες, φουρ­νά­ρη­δες, έμπο­ροι, ράφτες, πλύ­στρες. Οι γυναί­κες αντι­με­τω­πί­ζο­νται ισό­τι­μα. Οι πιο πολ­λές κρα­τούν τα μωρά στην αγκα­λιά. Το περι­βάλ­λον δια­μορ­φώ­νε­ται εορ­τα­στι­κό, τελε­τουρ­γι­κό, οι συνε­λεύ­σεις αρχί­ζουν με το «Αλόνς ανφάν ντε λα πατρί» και τελειώ­νουν με το «Ζήτω η Κομ­μού­να». Το κόκ­κι­νο χρώ­μα επικρατεί.

Στη λέσχη «Νικό­λα ντε Ζαν» η μεγά­λη εικό­να του Χρι­στού τυλί­χτη­κε προ­σε­κτι­κά με μια κόκ­κι­νη εσάρ­πα. Οι δια­κο­σμη­τές δεν είχαν πρό­θε­ση να γελοιο­ποι­ή­σουν, αλλά πίστευαν σοβα­ρά ότι ο Χρι­στός δεν έχει τίπο­τα κοι­νό με τους αρχιε­πι­σκό­πους και τον Πάπα κι ότι ήταν αδελ­φός των φτω­χών και των κατατρεγμένων.

Το κόκ­κι­νο γίνε­ται λατρεία, αντι­προ­σω­πεύ­ει την αισθη­τι­κή έννοια της ομορ­φιάς. Σε μια άλλη λέσχη κάποιος ρήτο­ρας εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται την ευκαι­ρία για να κάνει ανά­λυ­ση στο κόκ­κι­νο χρώ­μα που προ­κα­λού­σε τους αντι­δρα­στι­κούς. «Το κόκ­κι­νο», λέει, «είναι το χρώ­μα του ήλιου, της φωτιάς, της φύσης και του πολι­τι­σμού… κι αν εσείς οι τελευ­ταί­οι ετοι­μό­λο­γοι των ανα­το­λι­κών γλωσ­σών ψάξε­τε θα βεβαιω­θεί­τε ότι η λέξη κόκ­κι­νο σημαί­νει συγ­χρό­νως και το όμορ­φο: π.χ. στη σλα­βι­κή λέξη “Krassne” το κόκ­κι­νο είναι συνώ­νυ­μο με το ωραίο».

Μέσα στη λέσχη εκφρά­στη­κε η κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή και πνευ­μα­τι­κή ατμό­σφαι­ρα του Παρι­σιού εκεί­νων των ημε­ρών, κι επί­σης, απ’ αυτές τις σπί­θες της επα­νά­στα­σης, άνα­ψε η φωτιά της ποί­η­σης. Επι­κρα­τού­σε πολ­λή έκστα­ση, πολύς ενθου­σια­σμός, πολ­λές ελπί­δες, ψηλό πνευ­μα­τι­κό επί­πε­δο και συγ­χρό­νως απ’ την μια υπερ­τί­μη­ση των δυνά­με­ών τους κι απ’ την άλλη υπο­τί­μη­ση της αντί­δρα­σης, απο­τέ­λε­σμα βέβαια της νεα­νι­κής τους έπαρ­σης. Στην Κομ­μού­να έτρε­χε νέο αίμα κι ανα­πτυσ­σό­ταν νέο πνεύ­μα γεμά­το ενέρ­γεια και προ­σή­λω­ση. Απ’ εδώ ξεκι­νού­σε και η αντί­θε­ση ― το επι­θυ­μη­τό και το δυνα­τό, το ιδα­νι­κό και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αυτού του είδους οι αντι­θέ­σεις καθό­ρι­σαν και τον ηρω­ι­κο-δρα­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα της Κομ­μού­νας και της λογο­τε­χνί­ας της.

Οι Κομ­μου­νά­ροι έβλε­παν τον εαυ­τό τους σαν μπρο­στά­ρη όλης της ανθρω­πό­τη­τας. Πολ­λοί είπαν: «Εμάς βλέ­πει όλος ο κόσμος. Εμείς πρώ­τοι δώσα­με το παράδειγμα!».

Σ’ αυτές τις σκέ­ψεις υπάρ­χει το συναί­σθη­μα της δίκαι­ης περη­φά­νιας, αλλά και μεγά­λη δόση ματαιο­δο­ξί­ας. Όπως και να ’ναι, είναι ιστο­ρι­κός γεγο­νός ότι η Κομ­μού­να έδω­σε το παρά­δειγ­μα, ανέ­λα­βε τη μεγά­λη ιστο­ρι­κή ευθύ­νη ν’ ανοί­ξει την πόρ­τα στο μέλ­λον. Κι αν η πόρ­τα έκλει­σε με φοβε­ρή δύνα­μη μετά απ’ αυτή, η ομορ­φιά της έμει­νε ανε­ξί­τη­λη και πέτα­ξε στους και­ρούς που έρχονταν.

1 091Απο­σπά­σμα­τα από το βιβλίο των Α. Πέσεφ – Λ. Στε­φά­νο­βα «Η λογο­τε­χνία της Παρι­σι­νής Κομ­μού­νας» (απο­τε­λεί μέρος μελέ­της των συγ­γρα­φέ­ων με τίτλο «Η δυτι­κο­ευ­ρω­παϊ­κή λογο­τε­χνία από την Παρι­σι­νή Κομ­μού­να ως τον Α΄ παγκό­σμιο πόλε­μο) σε μετά­φρα­ση Ελέ­νης Λεο­ντί­τση. Έκδο­ση του 11ου Φεστι­βάλ ΚΝΕ-Οδη­γη­τή, Αθή­να 1985.

Εικό­νες και λεζά­ντες από την ίδια έκδοση.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο