Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η μάχη της οδού Μπιζανίου — Καλλιθέα 23/24 Ιουλίου 1944

 Επι­μέ­λεια Τασ­σώ Γαΐ­λα //

Αρχή του αφιε­ρώ­μα­τος στην Μάχη της οδού Μπι­ζα­νί­ου στην Καλ­λι­θέα με κεί­με­νο του Βασί­λη Λιό­γκα­ρη από το βιβλίο του: Συνοι­κι­σμός Χαροκόπου

Τίτλος:Μπιζάνεια.

Αυτές τις μέρες (Οκτώ­βρης) γιορ­τά­ζο­νται στην Καλ­λι­θέα τα Μπι­ζά­νεια. Ρώτη­σα ένα νεα­ρό φοι­τη­τή αν γνω­ρί­ζει τι είναι τα Μπι­ζά­νεια και μου είπε: ΟΧΙ.

Όμως, εκεί­νο το πρωί, στις 23 του Ιού­λη 1944, φάνη­κε πως κάτι δεν πήγαι­νε καλά. Έκα­νε ζέστη κι είχε θαμπού­ρα πολ­λή, σαν θώρα­γες στον ορί­ζο­ντα. Καθι­σμέ­νοι κάτω από την ακα­κία της Νενές βλέ­πα­με ύπο­πτες κινή­σεις. Τα ‘παι­διά μας’ με τα όπλα παρα­μά­σχα­λα πέρα­σαν φου­ριό­ζι­κα μπρο­στά μας, βγή­καν στη Σαπ­φούς κι από του Μπό­τσα­ρη τρά­βη­ξαν κατά το ποτά­μι. Έγι­νε ησυ­χία. Ύστε­ρα ακού­στη­καν ανά­ριες πιστο­λιές και κατά τις 10 πλημ­μύ­ρι­σε καμιό­νια η Χαρο­κό­που, η Σαπ­φούς και η Θησέ­ως. Το πιστο­λί­δι άρχι­σε να πυκνώ­νει κι αργό­τε­ρα άνα­ψε για καλά. Γέμι­σε ο τόπος μπου­ρα­ντά­δες και Γερ­μα­νούς. Μπή­καν στον συνοι­κι­σμό, έβρι­ζαν Χρι­στο­πα­να­γί­ες κι απει­λού­σαν να μας κάψουν όλους. Άδεια­σαν τα σοκά­κια κι όλοι κλει­δα­μπα­ρω­θή­κα­με στα σπί­τια. Περ­νού­σε η ώρα και το πιστο­λί­δι δεν έλε­γε να κοπάσει.

«Δόξα και τιμή στα παλι­κά­ρια του ΕΛΑΣ που έπε­σαν». Ξυλο­γρα­φία του Κ. Πλακωτάρη

Οι ψίθυ­ροι και οι δια­δό­σεις δεν είχαν τελειω­μό. Καθέ­νας το δικό του. Ένας λόχος του ΕΛΑΣ συγκρού­ε­ται στη γέφυ­ρα του Ιλι­σού της Χαρο­κό­που μ’ ένα τάγ­μα Γερ­μα­νο­τσο­λιά­δων… Ύστε­ρα λέγαν πως ήρθαν ενι­σχύ­σεις. Ο εφε­δρι­κός λόχος της Καλ­λι­θέ­ας κι ένας άλλος λόχος απ’ τον Ταύ­ρο. Κατά τις 2 το μεση­μέ­ρι νέα καμιό­νια στα­μά­τη­σαν μπρο­στά στην Ευαγ­γε­λί­στρια. Επί­λε­κτα στε­λέ­χη της Βέρ­μαχτ και των Ες-Ες μ’ αυτό­μα­τα και πολυ­βό­λα πλημ­μυ­ρί­ζουν την γει­το­νιά. Ακού­με τις αγριο­φω­νά­ρες τους και μας πάει… να! Αρχί­ζου­με να πιστεύ­ου­με πως είναι τα τελευ­ταία μας. Τέτοιο κακό δεν είχε ματα­γί­νει. Τώρα ριπές πολυ­βό­λου απα­νω­τές δια­σχί­ζουν τον αέρα και μας έρχο­νται ρίγη. Ύστε­ρα φτά­νουν στ’ αυτιά μας μακρι­νές φωνές από αγκο­μα­χη­τά και σει­ρή­νες από γερ­μα­νι­κά ασθενοφόρα.

Η ώρα περ­νά­ει και κανέ­νας δεν ξέρει τι να υπο­θέ­σει. Κάποιος περα­στι­κός πέτα­ξε πως κατέ­βη­καν αντάρ­τες απ’ την Πάρ­νη­θα να λευ­τε­ρώ­σουν την Αθή­να. Η Καλ­λι­θέα γερ­μα­νο­κρα­τεί­ται κι οι δρό­μοι έχουν ερη­μώ­σει. Το τετρά­γω­νο από ηλε­κτρι­κό σταθ­μό μέχρι πλα­τεία Δαβά­κη. Από Δαβά­κη, όλη τη Θησέ­ως μέχρι στά­ση Καρα­γιάν­νη κι από ‘κει μέχρι το ποτά­μι και τις Τρείς Γέφυ­ρες δεν κινεί­ται ψυχή. Οι Γερ­μα­νοί περι­φέ­ρο­νται και λυσ­σο­μα­νούν. Κανείς δεν ξέρει που έχει ταμπου­ρω­θεί ο εχθρός και πόσοι είναι.

Ο ήλιος παίρ­νει την καμπύ­λη και τίπο­τα δεν προ­μη­νύ­ει πως το κακό θα στα­μα­τή­σει. Ακού­γο­νται τρε­χα­λη­τά και σφυ­ρίγ­μα­τα, ύστε­ρα πάλι ντου­φε­κιές. Βαρά­νε όπου βρί­σκου­νε, όπου νομί­ζουν και σ’ ότι κινεί­ται. Φοβού­νται και τη σκιά τους. Πάνε τοί­χο-τοί­χο και στα μου­λω­χτά. Σε κάθε παρά­θυ­ρο ανοι­χτό, και­ρο­φυ­λα­χτεί γι’ αυτούς ένα ντου­φέ­κι. Τα φορεία πηγαι­νο­έρ­χο­νται φορ­τω­μέ­να. Μα ο εχθρός είναι σκιά και δεν χτυ­πιέ­ται. Αξιω­μα­τι­κοί και παρα­ξιω­μα­τι­κοί κατα­στρώ­νουν σχέ­δια και δίνουν εντο­λές. Αν χρεια­στεί, να κατε­βά­σουν κι άλλες ενι­σχύ­σεις. Όλη η δύνα­μη τους στην Αθή­να είναι σε συνα­γερ­μό. Τα σκυ­λιά ουρ­λιά­ζουν και μας έχει πιά­σει πανι­κός. Δεν πει­νά­σα­με, δεν νυστά­ξα­με. Νερό μονά­χα σαν κορά­κια ν’ απα­λύ­νει τον τρό­μο. Μεγά­λη μέρα. Ατέ­λειω­τη. Ήλιος δεν βασι­λεύ­ει. Ρολόι που στα­μά­τη­σε το χρό­νο αχρη­στε­μέ­νο. Πέρα στο βάθος η ζέστη αφή­νει υδρα­τμούς σε κύμα­τα. Μετά τις πέντε αρχί­ζει η πρά­ξη η στερ­νή. Τέτοιο πατιρ­ντί δεν ξανα­κού­στη­κε. Βάζω τα χέρια στ’ αυτιά να γλυ­κά­νω το θόρυ­βο. Κάτι σε λίγο φάνη­κε πως, να, κοπά­ζει. Ύστε­ρα απλώ­θη­κε ησυ­χία. Μετρά­με τα λεπτά. Κάθε λεπτό κι ένας χρό­νος ολάκερος.

Ένα… δύο… τρία… πέντε… δέκα!

Ύστε­ρα πέντε αργές, από­κο­σμες, ντου­φε­κιές, παρά­ται­ρες και ξεχα­σμέ­νες, σ’ όλο εκεί­νο το ντα­βα­ντού­ρι. Μετά νέκρα παγε­ρή μέσα στην τόση κάψα κι αργό­τε­ρα ο σαμα­τάς από τις μηχα­νές των καμιο­νιών που βάζουν να κινήσουν.

Πήρε το σού­ρου­πο σαν κάθε μέρα. Ένας τερά­στιος κόκ­κι­νος ήλιος γλεί­φει τη ραχο­κο­κα­λιά του Αιγά­λεω, αδιά­φο­ρος στα γενό­με­να, χαμο­γε­λά­ει καληνύχτα.

Ξεχύ­θη­κε στους δρό­μους ο κόσμος να μάθει τα μαντά­τα. Από κοντά κι εμείς το παι­δο­μά­νι. Ένα στε­νά­κι ήταν αυτό χωμέ­νο ανά­με­σα Κρέ­μου και Λασκα­ρί­δου, στο ύψος Αγί­ων Πάντων και πριν την Χαροκόπου.

Οδός Μπι­ζα­νί­ου. Όνο­μα σημαδιακό.

Δεν ήταν οι αντάρ­τες που’ ρθαν να λευ­τε­ρώ­σουν την Αθή­να. Δεν ήταν ο λόχος απ’ την Καλ­λι­θέα. Και μήτε σαν ενί­σχυ­ση εκεί­νος απ’ τον Ταύρο.

Δέκα παι­διά, όλα κι όλα. Δέκα απλά αμού­στα­κα αγό­ρια, λια­νά και χλο­μια­σμέ­να. Με το δάκτυ­λο ακό­μα στη σκα­ντά­λη και την αρά­δα το αίμα στο μισά­νοι­χτο μέλι. Με το μάτι σβη­σμέ­νο και την ψυχή φευ­γά­τη στην αιω­νιό­τη­τα και την αθανασία.

Ήταν τα παι­διά που πριν λίγο και­ρό κλο­τσού­σαν ανέ­με­λα το πάνι­νο τόπι στα κολο­νά­κια. Τα παι­διά με τα ξηλω­μέ­να μπα­τζά­κια και τα κοντο­βρά­κια. Τα παι­διά με την ξερα­μέ­νη γόπα, τα ξεχει­λω­μέ­να φανε­λά­κια και τα ξυπό­λη­τα πόδια. Ήταν τα παι­διά που οι μεγα­λό­σχη­μες κυρά­δες των έξω σπι­τιών ονο­μά­τι­ζαν περι­φρο­νη­τι­κά ‘κου­κου­έ­δες’.

Σε μένα δε μένει τίπο­τα άλλο , παρά να στα­θώ ένα λεπτό στο προ­σκε­φά­λι τους. Να σκου­πί­σω τα’ αταί­ρια­στο δάκρυ στην κόγ­χη του ματιού, ν’ απο­τί­σω φόρο τιμής και δόξας στο μεγα­λείο τους και ν’ ανα­φέ­ρω τα ονό­μα­τα τους.

Θανά­σης Αλε­ξί­ου 18 χρονών.

Δημή­τρης Βασι­λειά­δης 19 χρονών.

Στέ­λιος Βιτσέν­τζος 20 χρονών.

Δημή­τρης Γαλιά­τσος 19 χρονών.

Γιάν­νης Ιωα­κει­μί­δης 17 χρονών.

Γιώρ­γος Γυμνό­που­λος 21 χρονών.

Παύ­λος Λιγνό­που­λος 18 χρονών.

Γαβρή­λος Μυρι­δι­νός 25 χρονών.

Ιορ­δά­νης Παπα­δό­που­λος 20 χρονών.

Σπύ­ρος Χατζη­που­λη­μέ­νος 17 χρονών.

«Κάστρο δεν ήταν μ’ άντε­ξε σαν Κάστρο»

Την άλλη μέρα, στο σπί­τι της οδού Μπι­ζα­νί­ου έγι­νε θρύ­λος για λαϊ­κό προ­σκύ­νη­μα. Όλη η Καλ­λι­θέα έκλα­ψε, τίμη­σε και κήδε­ψε τα παι­διά της. Τα μαγα­ζιά κλεί­νουν. Τμή­μα­τα του ΕΛΑΣ περι­φρου­ρούν την κηδεία. Γίνε­ται για ένα λεπτό ησυχία.

Μέσα απ’ τις φουρ­του­νια­σμέ­νες ψυχές ξεχύ­νε­ται ανά­λα­φρο, σαν γάρ­γα­ρο νερό το μοιρολόγι:

Επέ­σα­τε θύμα­τα, αδέλ­φια εσείς,

σε άνι­ση μάχη κι αγώνα

Πως γίνα­νε τα πρά­μα­τα ακρι­βώς κανείς δεν ξέρει. Παγι­δεύ­τη­κε η ομά­δα μετα­ξύ Ιλι­σού-Χαρο­κό­που. Στη Θησέ­ως τμή­μα­τα τσο­λιά­δων τους εντο­πί­ζουν και τους ρίχνουν. Χώνο­νται στην Σχο­λή Λαζαροπούλου(γωνία Αγί­ων Πάντων και Λασκα­ρί­δου) να ξεφύ­γουν. Τους χτυ­πούν. Από ένα τοι­χά­κι της σχο­λής πηδούν στην αυλή του σπι­τιού της Μπι­ζα­νί­ου που συνό­ρευε. Εκεί βρί­σκο­νται πια περι­κυ­κλω­μέ­νοι απ’ όλες τις μεριές. Οι τσο­λιά­δες καλούν ενι­σχύ­σεις κι η άνι­ση μάχη αρχί­ζει. Αργό­τε­ρα κάνουν σινιά­λο μ’ ένα άσπρο μαντή­λι. Απε­λευ­θε­ρώ­νουν δυο γυναί­κες και τρία παι­διά που βρί­σκο­νται στο σπί­τι και το ντου­φε­κί­δι συνεχίζεται.

Πλή­ρω­σαν ακρι­βά οι Γερ­μα­νο­τσο­λιά­δες. Πάνω από πενή­ντα νεκρούς και τραυ­μα­τί­ες. Τίμη­μα βαρύ για θριαμ­βο­λο­γία. Για μας παχιά η σοδειά της συμ­φο­ράς τους.

Κεί­με­νο του Βασί­λη Λιό­γκα­ρη συγ­γρα­φέα, μέλους ΕΕΛ και ΚΚΕ. Κεί­με­νο γραμ­μέ­νο με ‘φιλο­λο­γι­κή ματιά’ και κατα­γρα­φή των γεγο­νό­των της μάχης του Μπι­ζα­νί­ου όπως τα βίω­σε τότε ο ίδιος μικρό 7χρονο παι­δί κάτοι­κος του προ­σφυ­γι­κού συνοι­κι­σμού τη οδού Χαροκόπου.

Κι από την γλα­φυ­ρή περι­γρα­φή του συγ­γρα­φέα Βασί­λη Λιό­γκα­ρη των δρα­μα­τι­κών γεγο­νό­των της 23ης Ιου­λί­ου 1944 στην καρ­διά της Γερ­μα­νο­κρα­τού­με­νης Αθή­νας στην Καλ­λι­θέα και σ το σπί­τι –Κάστρο της Καλ­λι­θέ­ας που σαφώς απο­τε­λεί <ένα κομ­μά­τι της νεό­τε­ρης ιστο­ρί­ας μας>, της τελευ­ταί­ας περιό­δου του αντι­φα­σι­στι­κού αγώ­να, με εστία-ανά­χω­μα και θυσια­στή­ριο 10 νεα­ρών Επο­νι­τών, περ­νά­με, λοι­πόν, για το μικρό αυτό σπί­τι- Κάστρο και για την ημέ­ρα διε­ξα­γω­γής του γεγο­νό­τος της θυσί­ας των 10 ηρώ­ων Επο­νι­τών στην συνο­πτι­κή παρου­σί­α­ση του ιστο­ρι­κού γεγο­νό­τος από τις σελί­δες του Αθη­ναϊ­κού τύπου.

23 Ιου­λί­ου 1944: είναι η ημέ­ρα που ένα μηχα­νο­κί­νη­το τμή­μα του δια­βό­η­του συνταγ­μα­τάρ­χη, ταγ­μα­τα­σφα­λί­τη Μπου­ρα­ντά με ισχυ­ρές δυνά­μεις των Ες Ες κύκλω­σαν την Καλ­λι­θέα. Σκο­πό είχαν να δια­λύ­σουν τα ένο­πλα τμή­μα­τα του ΕΛΑΣ που δρού­σαν στην περιο­χή και να πάρουν ομή­ρους εργά­τες για τα εργο­στά­σια της χιτλε­ρι­κής Γερ­μα­νί­ας. Το πρώ­το Σύνταγ­μα του ΕΛΑΣ τους αντι­με­τώ­πι­σε με επι­τυ­χία, αλλά την επο­μέ­νη ακο­λού­θη­σε νέα επι­δρο­μή από 1.500 περί­που Γερ­μα­νούς και ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες. Τμή­μα­τα του ΕΛΑΣ από Νέα Σμύρ­νη, Κοκ­κι­νιά, Δρου­γού­τη, Σφα­γεία, Πετρά­λω­να και Παγκρά­τι ήρθαν για να συνδράμουν.

Στην πορεία της μάχης, σ’ αυτό το σπι­τά­κι 10 Επο­νί­τες με ομα­δάρ­χη τον 19χρονο Δημή­τρη Βασι­λειά­δη και οπλι­σμό 3 αυτό­μα­τα, 7 ντου­φέ­κια, 10 χει­ρο­βομ­βί­δες και λίγα πυρο­μα­χι­κά, μετά από πολύ­ω­ρη μάχη αφή­νουν την τελευ­ταία τους πνοή, αφού προ­φτά­σουν και φυγα­δεύ­σουν από το σπι­τά­κι με ασφά­λεια, μια μητέ­ρα με δύο μικρά παι­διά. Η ημέ­ρα έκλει­σε με τη νίκη των Ελλή­νων πατριω­τών, παρά τη θυσία των 10 παι­διών. Συνέ­πεια ήταν η ματαί­ω­ση της σύλ­λη­ψης και απο­στο­λής εργα­τών στην Γερ­μα­νία, αλλά και η γενι­κή απερ­γία που αμέ­σως κηρύ­χθη­κε στην περιο­χή με την κινη­το­ποί­η­ση του λαού της Καλ­λι­θέ­ας-περιο­χή με μεγά­λη Αντι­στα­σια­κή δράση.

 

***

Ο πασί­γνω­στος λόγιος, ερευ­νη­τής της λογο­τε­χνί­ας και εκδό­της Γιώρ­γος Βαλέ­τας μέλος του ΚΚΕ , κάτοι­κος για μεγά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα της Καλ­λι­θέ­ας όπου δίδα­ξε στη Μέση Εκπαί­δευ­ση και διε­τέ­λε­σε και δημο­τι­κός σύμ­βου­λος, έγρα­ψε για τη μάχη της οδού Μπιζανίου:

Στις 24 του Ιού­λη 1944 η Εθνι­κή Αντί­στα­ση, ύστε­ρα από τόσους θριάμ­βους επε­τέ­λε­σε το μεγα­λύ­τε­ρο κατόρ­θω­μα της με το ηρω­ι­κό ομα­δι­κό, ασύλ­λη­πτο σε μεγα­λείο, σε τόλ­μη και λεβε­ντιά ολο­καύ­τω­μα των 10 νέων αγω­νι­στών του ΕΛΑΣ που αντι­με­τω­πί­ζο­ντας αμέ­τρη­τους λυσ­σα­σμέ­νους Γερ­μα­νο­τσο­λιά­δες, έδω­σαν τη μάχη της τιμής και της θυσί­ας και θερί­ζο­ντας με τα ηρω­ι­κά τους άρμα­τα τους ανα­ρίθ­μη­τους πολιορ­κη­τές τους που είχαν σφί­ξει τον κλοιό τους το κάστρο τους, ένα μικρό ισό­γειο σπι­τά­κι στην οδό Μπι­ζα­νί­ου της βορει­νής Καλ­λι­θέ­ας κατά τα Σφα­γεία απ’ όπου ξεκί­νη­σαν οι περισ­σό­τε­ροι. Το χρο­νι­κό είναι μονα­δι­κό και γρά­φτη­κε μέσα σε δύο ώρες. 10 παλ­λη­κά­ρια απ’ το λόχο Χαρο­κό­που, πήδη­σαν τη μάντρα του σχο­λεί­ου Λαζα­ρο­πού­λου τα ξημε­ρώ­μα­τα και οχυ­ρώ­θη­καν σ’ αυτό το απί­θα­νο κάστρο. Ο οπλι­σμός τους ήταν όλος-όλος 3 αυτό­μα­τα, 7 του­φέ­κια, μερι­κές χει­ρο­βομ­βί­δες και λίγα πυρο­μα­χι­κά. Μ’ αυτά πολέ­μη­σαν σκλη­ρά χωρίς αντα­πό­κρι­ση στα καλέ­σμα­τα του εχθρού για παρά­δο­ση και αφού εξα­ντλή­σα­νε τα πυρά τους έρι­ξαν ύστε­ρα από μικρή δια­κο­πή 5 πυρο­βο­λι­σμούς. Μ’ αυτούς οι ηρω­ι­κοί μαχη­τές έθε­σαν τέρ­μα στη ζωή τους, σαν άλλοι Τρα­κό­σιοι, για να μην πέσουν ζωντα­νοί στα βρω­με­ρά χέρια των εχθρών. Πέρα­σαν όμως στην αθα­να­σία. Το ολο­καύ­τω­μα τους λάμπει φωτο­βό­λο στην ιστο­ρία της Αντί­στα­σης και απο­τε­λεί ένα από τα πιο κατα­πλη­κτι­κά και μεγά­λα θαυ­μα­τουρ­γή­μα­τα της, που μέχρι σήμε­ρα προ­κα­λεί το θαυ­μα­σμό του κόσμου και αντι­λα­λεί το μήνυ­μα των ηρώ­ων για την ειρή­νη„ την λευ­τε­ριά και την ανε­ξαρ­τη­σία, για την οποία θυσί­α­σαν τη νιό­τη τους. Το Κάστρο γίνε­ται σήμε­ρα προ­σκύ­νη­μα των ελεύ­θε­ρων ανθρώ­πων του κόσμου και Μου­σείο της Αθά­να­της Εθνι­κής Αντίστασης.

***

  • Το Περι­φε­ρεια­κό Συμ­βού­λιο στη συνε­δρί­α­ση του της 12ης Ιανουα­ρί­ου 2018 παρου­σία εκπρο­σώ­πων της διοί­κη­σης και των παρα­τά­ξε­ων του Δήμου Καλ­λι­θέ­ας καθώς και Αντι­στα­σια­κών που έζη­σαν εκεί­νες τις ιστο­ρι­κές στιγ­μές του 1944, το Π.Σ., λοι­πόν, ενέ­κρι­νε την απο­κα­τά­στα­ση του ιστο­ρι­κού κτι­ρί­ου επι της οδού Μπι­ζα­νί­ου , ώστε να ανα­δει­χθεί σε σύμ­βο­λο Αντί­στα­σης και μνή­μης του Ελλη­νι­κού λαού. Έργο προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού 365.000 ευρώ σύμ­φω­να με την εισή­γη­ση του Αντι­πε­ρι­φε­ρειάρ­χη Νοτί­ου Τομέα κ. Χρή­στου Καπάταη.
  • Σημεί­ω­ση: Η Σοφία Μαυ­ροει­δή – Παπα­δά­κη ‚στην οποία δεν γίνε­τε ανα­φο­ρά στο παρόν αφιέ­ρω­μα, δημο­σί­ευ­σε στο τεύ­χος υπ. Αρ. 9 του κατο­χι­κού περιο­δι­κού της ΕΠΟΝ< ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ> εκτε­νές αφιέ­ρω­μα στο γεγο­νός της μάχης της οδού Μπι­ζα­νί­ου με τίτλο Της Καλ­λι­θέ­ας η μάχη όπου και συνα­ντά­με το περί­φη­μο επί­γραμ­μα της για την θυσία των 10 νεα­ρών Επονιτών.(Η Σ.Μ.Π., συνέ­γρα­ψε και τον ύμνο του ΕΛΑΣ)

Βοη­θή­μα­τα:

Βασί­λη Λιό­γκα­ρη: Συνοι­κι­σμός Χαροκόπου/Εκδόσεις Σύγ­χρο­νη Επο­χή- 1998.

Χρή­στου Παπά­ζο­γλου : Η ΚΑΛΛΙΘΕΑ του χτες και του σήμερα./Αθήνα 2000.

www. Kallithea.gr . ΔΗΜΟΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ / Μάχες του ΕΛΑΣ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο