Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η μάχη του Καμπραί (ή Καμπρέ)- (20 Νοεμβρίου 1917 έως 7 Δεκεμβρίου 1917)

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας //

Η μάχη του Καμπραί ήταν αιμα­τη­ρή μάχη του Πρώ­του Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, στην οποία για πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία έγι­νε μεγά­λη χρή­ση τεθω­ρα­κι­σμέ­νων. Ήταν η πρώ­τη απο­τε­λε­σμα­τι­κή ανά­πτυ­ξη ενός μεγά­λου αριθ­μού αρμά­των σε μάχη που έχει γίνει ποτέ. Ωστό­σο, δεν ήταν η πρώ­τη φορά που ανα­πτύ­χθη­καν άρμα­τα μάχης. Ο κόσμος είδε το άρμα μάχης στο πεδίο της μάχης για πρώ­τη φορά τον Σεπτέμ­βριο του 1916. Άρμα­τα μάχης, επί­σης, ανα­πτύ­χθη­καν σε μεγά­λους αριθ­μούς από την Βρε­τα­νία κατά την τρί­τη μάχη του «Υπρ» και από την Γαλ­λία στις αρχές του 1917.

Η προετοιμασία της μάχης

Τον Ιού­νιο του 1917 οι Τζον Φούλ­λερ και Χέν­ρι Χιουζ Τούτ­νορ εξα­πό­λυ­σαν επί­θε­ση με τα τανκς στην Καμπραί. Ο στρα­τη­γός  Τζού­λιαν Μπριν, διοι­κη­τής της Τρί­της Βρε­τα­νι­κής Στρα­τιάς, ενώ αρχι­κά απο­σκο­πού­σε στην κατά­λη­ψη της Καμπραί, υιο­θέ­τη­σε την συμ­βου­λή που πήρε και άλλα­ξε τα σχέ­δια, με νέο στό­χο να δια­πε­ρά­σει το γερ­μα­νι­κό μέτω­πο. Έδω­σε μάλι­στα την δια­τα­γή να δια­σπά­σει το γερ­μα­νι­κό μέτω­πο στο σημείο αυτό, αφή­νο­ντας πύλη ανοι­χτή με πρό­σβα­ση στα μετό­πι­σθεν του εχθρού. Η επι­λο­γή της Καμπραί βασί­ζο­νταν κυρί­ως στην φυσι­κή δια­μόρ­φω­ση του εδά­φους της περιο­χής που ήταν πιο επί­πε­δο και πιο σκλη­ρό και άντε­χε το πέρα­σμα των τανκς.

Το Βρε­τα­νι­κό σχέ­διο ήταν να διεισ­δύ­σουν στην Γερ­μα­νι­κή «Γραμ­μή Χίντε­μπουργκ». Αυτή η αμυ­ντι­κή γραμ­μή κατά το παρελ­θόν θεω­ρή­θη­κε απόρ­θη­τη. Οι Βρε­τα­νι­κές δυνά­μεις είχαν επι­τυ­χί­ες κατά την πρώ­τη μέρα της μάχης. Ωστό­σο, τη δεύ­τε­ρη ημέ­ρα προ­έ­κυ­ψαν μηχα­νι­κά προ­βλή­μα­τα με τα Βρε­τα­νι­κά Mark IV από τις άμυ­νες του Γερ­μα­νι­κού πεζι­κού και πυρο­βο­λι­κού. Δύο Βρε­τα­νι­κά Σώμα­τα (ένα στρα­τιω­τι­κός σχη­μα­τι­σμός που θεω­ρη­τι­κά θα μπο­ρού­σε να απο­τε­λεί­ται από 20000 έως 40000 στρα­τιώ­τες) και ένα Γερ­μα­νι­κό Σώμα συμ­με­τεί­χαν στην μάχη.

Το δαι­δα­λώ­δες σχέ­διο της μάχης προ­έ­βλε­πε την συγκέ­ντρω­ση της σφο­δρής επί­θε­σης σε ένα περιο­ρι­σμέ­νο χώρο πλά­τους πέντε χιλιο­μέ­τρων μετα­ξύ Canal du Nord και Canal de Saint-Quentin για να δια­σπά­σει την άμυ­να των Γερ­μα­νών. Την πρώ­τη μέρα τα γινό­ταν επί­θε­ση του 3ου σώμα­τος από τον Νότο με κατεύ­θυν­ση πορεί­ας προς Crèvecoeur και Bonavis. Το ιππι­κό θα ενί­σχυε την επί­θε­ση αυτή. Το 4ο σώμα θα επι­τί­θο­νταν στο βορά και θα κατα­λάμ­βα­ναν τις πόλεις Havrincourt, Flesquières, Graincourt και Marcoing. 216 τανκς θα έπαιρ­ναν μέρος στην πρώ­τη επί­θε­ση, ενώ 96 εφε­δρι­κά θα περίμεναν.

Κατά την διάρ­κεια της μάχης δοκι­μά­στη­καν για πρώ­τη φορά νέες τακτι­κές πολέ­μου, και νέοι συν­δυα­σμοί επί­θε­σης με τανκς, πεζι­κό και αερο­πλά­να. Μπρο­στά προ­έ­λαυ­ναν τα τανκς, ακο­λου­θού­με­να από πεζι­κό σε μια από­στα­ση 45–50 μέτρων. Μερι­κά από τα τανκς ξεδί­πλω­ναν γέφυ­ρες πάνω από τα χαρα­κώ­μα­τα για να περ­νάν οι πεζι­κά­ριοι που ακο­λου­θού­σαν. Άλλα τανκς μετέ­φε­ραν πυρο­μα­χι­κά για εφο­δια­σμό μέσα στο πεδίο της μάχης.

Η διεξαγωγή της μάχης

Ο βρε­τα­νι­κός στρα­τός στην αρχή της μάχης είχε παρα­τα­χθεί από δεξιά προς τα αρι­στε­ρά ως εξής: η 55η μεραρ­χία West Lancashire Jeudwine, η 12η ‘ανα­το­λι­κή μεραρ­χία Άρθουρ Σκοτ, η 20ή ελα­φρή μεραρ­χία Ντά­γκλας Σμιθ, η 6η μεραρ­χία Τόμας Μάρ­ντεν, η 51η μεραρ­χία των Highland Τζωρτζ Χάρ­περ, η 62η μεραρ­χία 2nd West Riding Γουόλ­τερ Μπράιθ­γου­εϊτ, και η 36η μεραρ­χία Ulster Όλι­βερ Νάγκετ. Μία ακό­μα εφε­δρι­κή, η 29η βρε­τα­νι­κή μεραρ­χία Henry de Beauvoir de Lisle ήταν έτοι­μη να εκτε­λέ­σει εντολές.

Κέρ­δη και ζημιές για τις αντί­πα­λες δυνά­μεις ήταν περί­που ισο­δύ­να­μες, μέχρι το τέλος της μάχης και το απο­τέ­λε­σμα της μάχης ήταν σχε­δόν μια αδιέ­ξο­δη κατά­στα­ση. Οι Βρε­τα­νοί είχαν 44000 θύμα­τα και ο αντί­στοι­χος αριθ­μός για τους Γερ­μα­νούς ήταν 45000. 179 Βρε­τα­νι­κά άρμα­τα μάχης κατα­στρά­φη­καν. Πολ­λά διδάγ­μα­τα προ­έ­κυ­ψαν από την μάχη, τα οποία οδή­γη­σαν στην βελ­τί­ω­ση της σχε­δί­α­σης των Βρε­τα­νι­κών αρμά­των μάχης το 1918, όπου χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν με επι­τυ­χία στις τελι­κές επι­θέ­σεις του πολέμου.

Ο υπο­στρά­τη­γος Φούλ­λερ σημειώ­νει στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του « Η επί­θε­ση εστέ­φθη με τερά­στια επι­τυ­χία. Ο εχθρός έχα­σε τελεί­ως την ισορ­ρο­πία του. Όποιος δεν έφευ­γε πανι­κό­βλη­τος, παρε­δί­δε­το. Την 4μ.μ είχε κερ­δη­θεί μία από τις πιο εκπλη­κτι­κές μάχες της παγκο­σμί­ου ιστορίας».

Ο δε υπαρ­χη­γός του Γερ­μα­νι­κού  Γενι­κού Επι­τε­λεί­ου Έριχ Φρί­ντριχ Βίλ­χελμ Λού­ντε­ντορφ στα δικά του απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα σημε­ώ­νει: «Επί πλά­τους 20 χλμ είχε δια­σπα­σθεί το μέτω­πο. 10.000 Γερ­μα­νοί συλ­λαμ­βά­νο­νται αιχ­μά­λω­τοι και 200 τηλε­βό­λα πέφτουν στα χέρια των Άγγλων… Αυτή είναι μαύ­ρη ημέ­ρα του γερ­μα­νι­κού στρατού…»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο