Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Μαρία Σιδέρη της δρακογενιάς των αλύγιστων της ταξικής πάλης (Φωτο/Βίντεο αφιέρωμα)

Η συντρό­φισ­σα Μαρία Σιδέ­ρη, δεν είναι πια μαζί μας…

Από τις τελευ­ταί­ες επι­ζή­σα­σες στις φυλα­κές Αβέ­ρωφ — περι­μέ­νο­ντας συνε­χώς στο μπου­ντρού­μι να φωνά­ξουν το όνο­μα της για εκτέ­λε­ση. Επο­νί­τισ­σα, κατα­δι­κα­σμέ­νη πέντε φορές σε θάνα­το, πέρα­σε τα περισ­σό­τε­ρα χρό­νια του εγκλει­σμού της στις γυναι­κεί­ες φυλα­κές Αβέρωφ.

Μαρία Σιδέρη ΕΟΠΥ Καισαριανής πανό

Από την κινη­το­ποί­η­ση και συγκέ­ντρω­ση υπο­γρα­φών για την επα­να­λει­τουρ­γία Κέντρου Υγεί­ας στην Καισαριανή

Δίπλα μας παντού σε κάθε εκδή­λω­ση του Κόμ­μα­τος και στην Και­σα­ρια­νή (όπου διέ­με­νε) κάθε ώρα, κάθε στιγ­μή, μέχρι την τελευ­ταία της πνοή στα «εύκο­λα» και στα δύσκολα …

Θα τη θυμό­μα­στε πάντα σαν μία από τις χιλιά­δες –αλλά και ξεχω­ρι­στή, των αλύ­γι­στων της ταξι­κής πάλης. Την απο­χαι­ρε­τά­με με περη­φά­νια και σεβα­σμό, έχο­ντας κλεί­σει έναν μεγά­λο και γεμά­το κύκλο ζωής, αδιά­λει­πτης δρά­σης και ανυ­πο­χώ­ρη­των αγώνων.

Η Μαρία Δεμ­σε­ρή — Σιδέ­ρη (όπως ανα­φέ­ρε­ται στην ανα­κοί­νω­ση της ΚΕ του ΚΚΕ γεν­νή­θη­κε στην Κοζά­νη το 1923.

Το 1943 εντά­χθη­κε στην ΕΠΟΝ και είχε ενερ­γή συμ­με­το­χή σε όλες τις δρα­στη­ριό­τη­τές της ενά­ντια στη ναζι­στι­κή κατο­χή. Αργό­τε­ρα οργα­νώ­θη­κε και στο ΚΚΕ.

Συνε­λή­φθη δύο φορές για τη δρά­ση της, την πρώ­τη στις 5 Δεκέμ­βρη 1946, τη δεύ­τε­ρη στις 7 Ιού­λη 1947, οπό­τε και κατα­δι­κά­στη­κε πέντε φορές σε θάνα­το. Έμει­νε στη φυλα­κή 14 χρό­νια, περι­μέ­νο­ντας κάθε μέρα την εκτέ­λε­σή της.

Απο­φυ­λα­κί­στη­κε στις 23 Νοέμ­βρη 1959 με τα μέτρα ειρήνευσης.

Το 1981 εκδό­θη­κε από τον εκδο­τι­κό οίκο «Ερμής» το πρώ­το της βιβλίο «Δεκα­τέσ­σε­ρα Χρό­νια», έργο βιο­γρα­φι­κό που παρου­σιά­ζει τη ζωή της από τη σύλ­λη­ψη μέχρι και την απε­λευ­θέ­ρω­σή της, με εικο­νο­γρά­φη­ση από έργα δικά της τα οποία φιλο­τε­χνή­θη­καν κατά τη διάρ­κεια της πολύ­χρο­νης φυλά­κι­σής της.

Το 1992 παρου­σί­α­σε το δεύ­τε­ρο βιβλίο της με τίτλο «Χρό­νια Οδύ­νης». Ήταν μέλος της Εται­ρεί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών από το 1984.

Η συντρό­φισ­σα Μαρία, μία από τις χιλιά­δες των αλύ­γι­στων της ταξι­κής πάλης, ήταν από τις τελευ­ταί­ες επι­ζή­σα­σες των φυλα­κών Αβέ­ρωφ, υπεύ­θυ­νη της γυναι­κεί­ας χορω­δί­ας των κρα­τού­με­νων γυναι­κών. Υπήρ­ξε σύζυ­γος του κομ­μου­νι­στή ποι­η­τή Γιώρ­γου Σιδέ­ρη, με τον οποίο γνω­ρί­στη­κε ενώ ήταν κρα­τού­με­νος στις φυλα­κές της Αίγινας.

ΕΠΟΝ-ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ

Μαρία Σιδέρη

Εγώ δεν ήμουν ακό­μη κομ­μου­νί­στρια, λέει σε μια της συνέ­ντευ­ξη, επο­νί­τισ­σα ήμουν. Τότε που μπή­κα­με στην ΕΠΟΝ δεν ξέρα­με ακό­μη για το κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα, αντάρ­τες, αγω­νι­στές από το ΕΑΜ ξέρα­με. Μπή­κα στην ΕΠΟΝ το ’43 στην Κοζά­νη. Με κάνα­νε γραμ­μα­τέα. Τότε γρά­φα­με προ­κη­ρύ­ξεις, γρά­φα­με στους τοί­χους, μετα­φέ­ρα­με κάποιο σημεί­ω­μα κ.λπ.

Τον Οκτώ­βρη του ’44 φύγα­νε οι Γερ­μα­νοί. Είχα­με τα γρα­φεία μας ανοι­χτά. Οργα­νώ­θη­καν κι άλλα κορί­τσια. Κάνα­με γιορ­τές, δεν μας ενο­χλού­σε κανέ­νας· στην αρχή. Μετά άρχι­σαν και μας καί­γαν και να μας σπά­νε τα γρα­φεία οι χίτες, οι ΠΑΟ­τζή­δες. Ηταν γνω­στοί αυτοί οι ΠΑΟ­τζή­δες στη δυτι­κή Μακε­δο­νία. Φυλα­γό­μα­σταν αλλά είχα­με τους χίτες, δεν μπο­ρού­σα­με να στε­ριώ­σου­με γραφείο.

Μετά κάποια στιγ­μή μας συλ­λαμ­βά­να­νε. Πέρα­σα τρεις μήνες σε κρα­τη­τή­ριο για προ­κη­ρύ­ξεις. Δεύ­τε­ρη φορά όταν ψάχνα­νε να βρουν πολύ­γρα­φο – ξέραν ότι ήμου­να στέ­λε­χος. Ξύλο, χαστού­κια… Ήταν Χρι­στού­γεν­να του ’46.

Το ’47 πια με συλ­λαμ­βά­νουν για την «Ελέ­νη». Ένα βρά­δυ, νύχτα, ήρθαν καμιά δεκα­ριά χωρο­φύ­λα­κες σπί­τι μου. Με πήγα­νε στην ασφά­λεια. Ο μοίραρχος …

«Για­τί, κορι­τσά­κι μου; Τι ζητά­νε; Να πεις ένα όνο­μα; Πες το, να τελειώ­νου­με… Τις φιλε­νά­δες σου τι θα τις κάνουν;». Προ­σπα­θού­σε να με ξεγε­λά­σει, αλλά εγώ δεν έλε­γα: «Ελέ­νη μου τη σύστη­σαν, Ελέ­νη την ξέρω». Ήξε­ρα ότι είχαν αρχί­σει οι εκτε­λέ­σεις … Δεν ήξε­ρα ότι είχαν πιά­σει την «Ελέ­νη». Τότε αρχί­σα­νε πολ­λές συλ­λή­ψεις στην περιο­χή. Μόνο που ξέρα­νε ότι είσαι με τους αντάρ­τες, με τους αντι­στα­σια­κούς, σε συλλαμβάνανε.

Τρεις μήνες με κρά­τη­σαν στην ασφά­λεια. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω» έλε­γα. Με βάζα­νε κι έβλε­πα τα παι­διά που βασα­νί­ζα­νε. Ήξε­ρα αυτά τα παι­διά, ήμα­σταν φίλοι, χορεύ­α­με, κάνα­με εκδρομές.

Τελι­κά με στρώ­σα­νε κι εμέ­να στο ξύλο. Άκου­γα φάλαγ­γα και δεν ήξε­ρα τι ήταν … Τη δοκί­μα­σα τελι­κά κι έτσι την έμα­θα – Είχα αδυ­να­τί­σει και είδαν αίμα και στα­μά­τη­σαν. Αλλά έτρω­γα κάτι χαστού­κια που νόμι­ζα ότι το χέρι τους δεν είναι σαν το δικό μας, είναι πιο μεγά­λο. Μετά εφαρ­μό­σα­νε ένα άλλο βασα­νι­στή­ριο, αγκα­λιά το λέγα­νε. Με έπια­νε ο ένας χωρο­φύ­λα­κας όπως με έσπρω­χνε ένας άλλος· μετά δεν μ’ έπια­νε, έπε­φτα κάτω και με κλω­τσού­σαν να σηκω­θώ, όπου μ’ έπαιρ­νε το πόδι τους. Το πρωί με πηγαί­να­νε στον μοί­ραρ­χο και με βλέ­πα­νε πώς ήμου­να πρησμένη.

Τάχα έκα­νε τον καλό. Τελι­κά έγι­νε κι αυτός κακός. Περί­με­νε να πω «όχι» – «ναι» δεν ακού­σα­νε ποτέ από μένα, όλο «όχι» έλε­γα– κι εγώ είπα «ναι» και μου δίνει ένα χαστού­κι! Μου ’πε μάλι­στα «που­τα­νά­κι» και βρι­σιές –τα πρώ­τα άσχη­μα λόγια– και μου ’δωσε τότε δυο χαστού­κια μεγά­λα που αυτά τα θυμά­μαι πάντα – όλα τ’ άλλα τα ’χω ξεχά­σει, αυτά τα χαστού­κια δεν τα ξεχνάω. Είπε «πάρ­τε την από δω και κάντε τη ό,τι θέλε­τε» – κατα­λα­βαί­νε­τε, ξύλο. Όταν με πηγαί­να­νε σε αυτόν μου έλε­γε να κάνω δήλω­ση. Ολο «δεν ξέρω, δεν ξέρω» και «όχι», δεν ήξε­ρα άλλη κουβέντα.

Πέρα­σα χωρίς να κάνω δήλωση.

Πιά­στη­κα το ’47, έμει­να υπό­δι­κη οχτώ μήνες. Όλοι σε θάνα­το, 30 ήμα­σταν, οι 18 κατα­δι­κα­στή­κα­με σε θάνα­το παμ­ψη­φεί, κατα­δι­κα­στή­κα­με και γελού­σα­με δεν φοβη­θή­κα­με καθό­λου. Δεν είδα κανέ­νας να δει­λιά­ζει, το είχα­με απο­φα­σί­σει ότι θα μας εκτε­λέ­σου­νε για­τί κάθε μέρα γίνο­νταν εκτελέσεις.

Μαρία Σιδέρη Βιβλία

Αδημονία για την εκτέλεση!

Ξανα­πή­γα στον θάλα­μό μου και περί­με­να όρθια πίσω από την πόρ­τα να με πάρουν το πρωί για να με εκτε­λέ­σουν. Δεν είχα­με κρε­βά­τια, ήταν άλλες εφτά στο πάτω­μα. Τα παι­διά έλε­γαν όλη τη νύχτα τρα­γού­δια που είχαν και το όνο­μα «Μαρία». Το πήραν μαζί τους το τρα­γού­δι. Κάτι ανα­φέ­ρα­νε για μας που κατα­δι­κα­στή­κα­με. Ξημέ­ρω­σε. Σηκώ­θη­καν και οι κοπέ­λες, ήρθα­νε δίπλα μου· δεν κλαί­γα­νε όμως για να μη με στε­να­χω­ρή­σουν. Και περί­με­να να ’ρθουν, αλλά δεν ερχό­ντου­σαν. Ξαφ­νι­κά ακούω το αυτο­κί­νη­το και φεύ­γει. Τα παι­διά φωνά­ζα­νε «γεια σας». Δεν με πήραν κι άρχι­ζα να φωνά­ζω, να χτυ­πάω την πόρ­τα και να κλαίω: «Για­τί δεν με πήραν εμέ­να!» Προ­σπα­θούν οι κοπέ­λες να με παρη­γο­ρή­σουν. Ανέ­βη­κε ο φύλα­κας, έπρε­πε να ανοι­χτεί και ο άλλος θάλα­μος –δυο ήταν με γυναί­κες–, ήρθα­νε, με αγκα­λιά­σα­νε. Εγώ έκλαι­γα, φώνα­ζα, ήθε­λα να δια­μαρ­τυ­ρη­θώ. Με αγκά­λια­σε η πιο μεγά­λη σε ηλι­κία κρα­τού­με­νη, παπα­διά ήταν. «Ησύ­χα­σε, κορί­τσι μου, μην κλαις. Μπο­ρεί να σε πάρουν αύριο εσέ­να». Τα ’χασε κι εκεί­νη η καη­μέ­νη. Και πέσαν οι άλλες απά­νω: «Παπα­διά, τι είναι αυτά που λες;». Ήθε­λα να με πάρουν να με σκο­τώ­σουν. Το ήθε­λα! Τώρα απο­ρώ. Ήξε­ρα τα παι­διά που δεν ξέραν την «Ελέ­νη» και τα σκο­τώ­νουν. Δεν είχαν άλλη κατη­γο­ρία. Και σκο­τώ­νουν αυτά, κι εγώ που το ξέρω το όνο­μα. Το θεω­ρού­σα άδι­κο. Από τους 18 σκο­τώ­σα­νε δέκα.

Μας κρά­τη­σαν λίγες μέρες στην Κοζά­νη και μετά μας πήγαν στο Γεντί Κου­λέ, στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, για τρεις μήνες. Κάθε μέρα γίνο­νταν εκτε­λέ­σεις· τους ακού­γα­με, δεν τους βλέ­πα­με. Μαζέ­ψα­νε κι άλλους για­τί γίνο­νταν στρα­το­δι­κεία και σε άλλες πόλεις, Έδεσ­σα, Νάου­σα, Φλώ­ρι­να. Από εκεί μας φορ­τώ­σα­νε ένα από­γευ­μα του 1948 και μας πήγα­νε Πει­ραιά και από εκεί με φέρα­νε στου Αβέ­ρωφ. Μας μοι­ρά­σα­νε. Η φυλα­κή είχε δύο θαλά­μους μελ­λο­θα­νά­των, ο ένας ήταν για τους παμ­ψη­φεί και ο άλλος για τους τρία κατά δύο. Οταν ήταν να εκτε­λέ­σουν τις κλεί­να­νε στο υπό­γειο της φυλα­κής. Εκεί ήταν πολύ άσχη­μα, τρε­λά­θη­κε η μία κρα­τού­με­νη, η Φεβρω­νία, υπάλ­λη­λος ήταν.

Στη φυλα­κή δεν είχα­με βασα­νι­στή­ρια. Δεν κατα­λα­βαί­να­με την ψυχο­φθό­ρα ανα­μο­νή για εκτέ­λε­ση για­τί όλη η φυλα­κή φρό­ντι­ζε εμάς. Κάθε δεύ­τε­ρη Κυρια­κή μας φέρ­να­νε κρέ­ας, κατε­ψυγ­μέ­να, τότε δεν τα ξέρα­με. Ολό­κλη­ρες πλά­τες φέρ­να­νε και τα βλέ­πα­με, σάπια ήταν όλα. Ξέρα­με ότι τη Δευ­τέ­ρα όλες θα ήμα­σταν έξω από τις τουα­λέ­τες με πόνο στην κοι­λιά, αλλά το τρώ­γα­με, τι να κάνου­με; Μόνο φασό­λια και φακές; Και το φαγη­τό μαρ­τύ­ριο… Ηταν μαρ­τύ­ριο, μαρ­τύ­ριο το μελλοθανατείο.

Το ΚΚΕ γεννά Μπελογιάννηδες

Καλλέργης και Μπελογιάννης

Όταν ήμουν στον θάλα­μό μου στο Αβέ­ρωφ, από το ’48 μέχρι το ’55 –τότε είχαν καταρ­γη­θεί οι εκτε­λέ­σεις– πήραν 17 και εκτέ­λε­σαν. Μια Δευ­τέ­ρα που βγά­ζα­με έξω όλα τα ρού­χα μας και τα ράν­τζα για να καθα­ρί­σου­με ήρθε η αρχι­φύ­λα­κας και λέει ότι η Λαμπρι­νή θα ’ρθεί στον δικό σας θάλα­μο. Μας φάνη­κε παρά­ξε­νο, ήταν τρία κατά δύο. Ένα από­γευ­μα μάθα­με ότι θα γίνουν εκτε­λέ­σεις –δύο υπάλ­λη­λοι, η Λίζα και η Γκόλ­φω, μας λέγα­νε τα μυστι­κά της διεύ­θυν­σης– αλλά δεν ξέρα­με ποια θα εκτε­λέ­σουν. Ολες οι άλλες ετοι­μα­στή­κα­με, φορέ­σα­με τα καλά μας, γρά­ψα­με και δυο λόγια στους δικούς μας, να μην κλά­ψουν, να μη στε­να­χω­ρη­θού­νε, και ξαπλώ­σα­με στα ράν­τζα μας. Η Λαμπρι­νή Καπλά­νη, αυτή που μας φέρα­νε, ήταν ανε­βα­σμέ­νη στο ράν­τζο, προ­σπα­θού­σε να κρε­μά­σει κάτι στον τοί­χο. Εκεί­νη την ώρα έρχε­ται ο αρχι­φύ­λα­κας των αντρι­κών με φύλα­κα, άνοι­ξε την πόρ­τα και περί­με­νε και δεν μίλα­γε. Ολες σηκω­θή­κα­με και περι­μέ­να­με το όνο­μά μας. Τον κοι­τά­γα­με και δεν έλε­γε – πάντα το ’καμε αυτό, να έχου­με αγω­νία· ήταν πολύ κακός. Φώνα­ξε ο αρχι­φύ­λα­κας από την πόρ­τα: «Ελα, μην πας παρα­μέ­σα, η Λαμπρι­νή Καπλά­νη». Ακού­στη­κε ένα «ααα», δεν μπο­ρώ να σας το περι­γρά­ψω, δεν το περι­μέ­να­με, Η Λαμπρι­νή κατε­βαί­νει, φορά­ει το ρού­χο που ήταν να κρε­μά­σει, αρπά­ζει τον αρχι­φύ­λα­κα από το μπρά­τσο: «Πάμε! Εγώ θα τους κλεί­σω τους τάφους, μην κλά­ψει καμιά…» Και τους έκλει­σε, ήταν η τελευ­ταία που πήραν. Αυτή ήταν η κομμουνίστρια …

Δεν μαθαί­να­με νέα πολ­λά. Είχα­με οργά­νω­ση. Τη λέγα­με ομά­δα για­τί αν ακού­γα­νε οργά­νω­ση θα σε περ­νού­σαν από στρα­το­δι­κείο. Είχα­με την Καί­τη Ζεύ­γου, τη Μαρ­γα­ρί­τα Κωτσά­κη, τη γυναί­κα του Ζαχα­ριά­δη, τη Ρού­λα Κου­κού­λου, αυτές ήταν τα στε­λέ­χη, αυτές κανό­νι­ζαν τη ζωή μας κανο­νί­ζα­νε μαθή­μα­τα και ψυχα­γω­γία. Απα­λαί­να­νε τη φυλα­κή μας.

Στο επι­σκε­πτή­ριο απα­γο­ρευό­ταν να κου­βε­ντιά­σου­με πολι­τι­κά. Δεν μπο­ρού­σα­με να πού­με «τι νέα;», ρωτά­γα­με «τι νέα από το σπί­τι». Από έναν μαθαί­να­με πάντα, από τον Λυκούρ­γο Καλ­λέρ­γη, τον ηθο­ποιό. Είχε εκεί τη γυναί­κα του, τη Μαρία. Στο επι­σκε­πτή­ριο είχα­με δύο υπαλ­λή­λους για να μη μιλή­σου­με πολι­τι­κά, μία καλό­γρια και μία πολί­τη, αλλά συνή­θως ήταν καλό­γριες· μία από την πλευ­ρά του επι­σκέ­πτη και μία από την άλλη, του κρα­του­μέ­νου. Τι έκα­νε εκεί­νος; Αφού έλε­γε: «Τι κάνεις, Μαρά­κι μου, χρυ­σό μου», άρχι­ζε: «Εχθές στον ύπνο μου σε είδα, σ’ αγκά­λια­ζα» και άρχι­ζε να τα λέει χοντρά. Άκου­γε η καλό­γρια κι έφευ­γε. Ο,τι νέο ζητού­σε η ομά­δα απέ­ξω, μέσω του Καλ­λέρ­γη το μαθαίναμε.

Στην αρχή κάνα­με και γιορ­τές, σκετς. Πάντα το θέμα ήταν μέσα από τη ζωή μέσα της φυλα­κής, το γρά­φα­νε οι κρα­τού­με­νες, και τα τρα­γού­δια που λέγα­με κρα­τού­με­νες τα γρά­φα­νε σε γνω­στούς σκο­πούς. Τα γρά­φω σε ένα βιβλίο, θα τα δημο­σιεύ­σω. Στην αρχή κάνα­με χορω­δία, τρα­γου­δώ­ντας αυτά τα τρα­γού­δια, τα ’χει γρά­ψει μάλι­στα η ηθο­ποιός Ολυ­μπία Παπα­δού­κα· είχε κάνει και τη χορω­δία. Μετά ανέ­λα­βε μια άλλη που ήξε­ρε μου­σι­κή, η Αννα Παρ­λιά­ρου. Βγή­κε κι εκεί­νη και ανέ­λα­βα τέσ­σε­ρα-πέντε χρό­νια μαέ­στρος της χορω­δί­ας. Δεν ήμουν τότε μελ­λο­θά­να­τη, ήμουν ισό­βια. Μετά το ίδιο έγι­νε και με τη γυμνα­στι­κή. Πρώ­τα ήταν γυμνά­στριες, απο­φυ­λα­κί­στη­καν και μετά ανέ­λα­βα εγώ για­τί ξέραν ότι ήμουν αθλή­τρια. Μάλι­στα μία κρα­τού­με­νη ήταν δασκά­λα της γυμνα­στι­κής ακα­δη­μί­ας και μου είχε χαρί­σει ένα βιβλίο. Δηλα­δή τελεί­ω­σα τη φυλα­κή μου με τη χορω­δία και με τη γυμναστική.

Έκα­να και παι­χνί­δια στα παι­δά­κια, είχα­με αρκε­τά. Ηταν και ο γιος του Μπε­λο­γιάν­νη – ήταν χωρι­στά, δεν ήταν με τα άλλα παι­διά. Τα έπαι­ζα και με συμπα­θού­σε. Ηθε­λε να είναι κοντά μου το παι­δί: «Θέλω το Μαρά­κι, θέλω το Μαρά­κι», κι επει­δή μ’ έλε­γε «το Μαρά­κι», η μάνα του με ονό­μα­ζε «Τομά­ρι». Ε, το δεχό­μου­να κι εγώ. Η Ελλη Ιωαν­νί­δου ήταν πια στέ­λε­χος – δεν τη λέγα­νε Μπε­λο­γιάν­νη, δεν ήταν σύντρο­φος του Μπε­λο­γιάν­νη, φιλε­νά­δα του ήτα­νε. Στις φυλα­κές Κάστο­ρος –μόνο ο Νίκος ήταν το παι­δά­κι που είχα­με εκεί– ήθε­λε να βγει έξω και με έβγα­ζαν κι έπαι­ζα με τον Μπε­λο­γιάν­νη. Ημουν η συμπά­θεια του Νικά­κη, αλλά τώρα ούτε ξέρω πού βρί­σκε­ται. Δεν τον συνά­ντη­σα από τότε.
(…)

Δεκα­ε­πτά ήταν οι εκτε­λε­σμέ­νες, 13 τρε­λά­θη­καν, 11 που πέθα­ναν από αρρώ­στια και είχα­με αρκε­τές που βιά­στη­καν, δύο μάλι­στα γέν­νη­σαν κιό­λας. Η μία, η Σού­λα Μον­δά­νου, ήταν οδο­ντί­α­τρος, τρε­λά­θη­κε στη φυλα­κή. Όταν την πήγαν στο τρε­λο­κο­μείο αυτοκτόνησε.

Στιγμιότυπα Αβέρωφ

Κάτω από το τρί­κλι­νό μου ήταν μία κοπέ­λα, η Άννα Εφραι­μί­δου, που ζωγρά­φι­ζε κι έκα­νε κάρ­τες που στέλ­να­με οι κρα­τού­με­νες τις γιορ­τές. Παρα­κο­λου­θού­σα που ζωγρά­φι­ζε. Μια μέρα της ζήτη­σα να ζωγρα­φί­σω. Γέλα­σε. Μου κάνα­νε όλα τα χατί­ρια. Αμέ­σως μου έδω­σε μολύ­βια, πινέ­λο. Το πρώ­το που έκα­να της άρε­σε. Ένα καρά­βι είχα κάνει κι ένα σπί­τι και τον φοί­νι­κα – είχε έναν φοί­νι­κα η φυλα­κή, ένα δέντρο είχε μόνο. Αφού είδα ότι άρε­σαν στην Άννα που είναι ζωγρά­φος, πήρα και ζωγρά­φι­ζα. Τα πήγαι­να πάρα πολύ καλά.

(…)
Όταν απο­φυ­λα­κί­στη­κα, με πήραν δύο χωρο­φύ­λα­κες από τις φυλα­κές Αβέ­ρωφ και με πήγαν στην ασφά­λεια για να κάνω δήλω­ση. Καλά, λέω, δεν έκα­να δήλω­ση τόσα χρό­νια που περί­με­να να με πάρουν για εκτέ­λε­ση και θα κάνω τώρα; Με βρί­σα­νε, μου είπαν ότι δεν πρό­κει­ται να σ’ αφή­σου­με ήσυ­χη. «Κάντε τη δου­λειά σας» λέω εγώ. Πραγ­μα­τι­κά ερχό­ντα­νε από κοντά. Τους ήξερα.

Φυλακές Αβερωφ

Ξύλο για μιαν “Ελένη”

Τρεις μήνες με κρά­τη­σαν στην ασφά­λεια. Κάθε βρά­δυ –όχι στην αρχή– με φέρ­να­νε σε αντι­πα­ρά­στα­ση με αγό­ρια. Μου λέγα­νε ονό­μα­τα γνω­στά, ποιους ήξε­ρα. «Δεν ξέρω, δεν ξέρω» έλε­γα. Με βάζα­νε κι έβλε­πα τα παι­διά που βασα­νί­ζα­νε. Ήξε­ρα αυτά τα παι­διά, δεν το αρνιό­μου­να, ήμα­σταν φίλοι, χορεύ­α­με, κάνα­με εκδρο­μές. Τελι­κά με στρώ­σα­νε κι εμέ­να στο ξύλο. Άκου­γα φάλαγ­γα και δεν ήξε­ρα τι ήταν η φάλαγ­γα. Τη δοκί­μα­σα τελι­κά κι έτσι την έμα­θα – όταν μου έκα­ναν τη φάλαγ­γα δεν ήξε­ρα τι ήταν, μετά το έμα­θα. Τρεις φορές μόνο. Είχα αδυ­να­τί­σει και είδαν αίμα και στα­μά­τη­σαν. Αλλά έτρω­γα κάτι χαστού­κια που νόμι­ζα ότι το χέρι τους δεν είναι σαν το δικό μας, είναι πιο μεγά­λο. Μετά εφαρ­μό­σα­νε ένα άλλο βασα­νι­στή­ριο, αγκα­λιά το λέγα­νε. Με έπια­νε ο ένας χωρο­φύ­λα­κας όπως με έσπρω­χνε ένας άλλος· μετά δεν μ’ έπια­νε, έπε­φτα κάτω και με κλω­τσού­σαν να σηκω­θώ, όπου μ’ έπαιρ­νε το πόδι τους. Το πρωί με πηγαί­να­νε στον μοί­ραρ­χο και με βλέ­πα­νε πώς ήμου­να πρη­σμέ­νη. Τάχα έκα­νε τον καλό. Τελι­κά έγι­νε κι αυτός κακός. Περί­με­νε να πω «όχι» – «ναι» δεν ακού­σα­νε ποτέ από μένα, όλο «όχι» έλε­γα– κι εγώ είπα «ναι» και μου δίνει ένα χαστού­κι! Μου ’πε μάλι­στα «που­τα­νά­κι» και βρι­σιές –τα πρώ­τα άσχη­μα λόγια– και μου ’δωσε τότε δυο χαστού­κια μεγά­λα που αυτά τα θυμά­μαι πάντα – όλα τ’ άλλα τα ’χω ξεχά­σει, αυτά τα χαστού­κια δεν τα ξεχνάω. Είπε «πάρ­τε την από δω και κάντε τη ό,τι θέλε­τε» – κατα­λα­βαί­νε­τε, ξύλο. Όταν με πηγαί­να­νε σε αυτόν μου έλε­γε να κάνω δήλω­ση. Ολο «δεν ξέρω, δεν ξέρω» και «όχι», δεν ήξε­ρα άλλη κου­βέ­ντα. Πέρα­σα χωρίς να κάνω δήλωση.

Εν τω μετα­ξύ μου λέγα­νε για την «Ελέ­νη». Θέλαν να μάθουν για την «Ελέ­νη». Οταν φύγαν οι Γερ­μα­νοί η «Ελέ­νη» είχε φύγει από την Κοζά­νη και πήγε σε ένα χωριό. Ήταν στέ­λε­χος. Πιά­σα­νε πολ­λά παι­διά από εκεί­να τα χωριά και ένα από αυτά είχε φέρει την Ειρή­νη σπί­τι μου για να της πάρω μία μαντί­λα, μάλ­λι­νες κάλ­τσες και γου­ρου­νο­τσά­ρου­χα να ντυ­θεί χωρια­το­πού­λα. Και αυτό το παι­δί, ο Γιώρ­γος, 20–25 χρό­νων θα ’τανε, «έσπα­σε» στο ξύλο και είπε ότι μπο­ρεί η Μαρία να ξέρει το πραγ­μα­τι­κό όνο­μα της Ελέ­νης. Δεν είπε ότι το ξέρω. Φεύ­γο­ντας ο Γιώρ­γος είπε ότι η Ελέ­νη μου άφη­σε την ταυ­τό­τη­τά της και το ρολόι της. Σου λέει, δεν είδες το όνο­μά της; «Οχι» λέω εγώ – πραγ­μα­τι­κά. Το όνο­μά της το έμα­θα αργό­τε­ρα στη φυλα­κή: Μάρ­θα Ξαν­θο­πού­λου. Θέλαν την Ελέ­νη, φαντά­ζο­νταν ότι ήταν κάτι σπου­δαίο. Μια αγω­νί­στρια ήταν.

Στρατοδικείο με χαμόγελο

Πιά­στη­κα το ’47, έμει­να υπό­δι­κη οχτώ μήνες για­τί συλ­λαμ­βά­να­νε συνέ­χεια για να βρουν την «Ελέ­νη». Πέρα­σα στρα­το­δι­κείο τον Αύγου­στο στην Κοζά­νη. Όλοι σε θάνα­το, 30 ήμα­σταν, οι 18 κατα­δι­κα­στή­κα­με σε θάνα­το παμ­ψη­φεί, οι άλλοι με τρία κατά δύο – αυτοί δεν εκτε­λού­νταν. Κατα­δι­κα­στή­κα­με και γελού­σα­με δεν φοβη­θή­κα­με καθό­λου. Δεν είδα κανέ­νας να δει­λιά­ζει, το είχα­με απο­φα­σί­σει ότι θα μας εκτε­λέ­σου­νε για­τί κάθε μέρα γίνο­νταν εκτελέσεις.

Όταν κατα­δι­κα­στή­κα­με, ξεση­κώ­θη­καν οι Κοζα­νί­τες. Η οικο­γέ­νειά μου ήταν πολύ γνω­στή. Είχε έξι δασκά­λους κι ο πατέ­ρας μου τελειό­φοι­τος σχο­λαρ­χεί­ου. Τη δεύ­τε­ρη μέρα μετά την κατα­δί­κη μου, με πήρε με ένα τζιπ ο βασι­λι­κός επί­τρο­πος. Δεν ήξε­ρα πού με πάει; Για εκτέ­λε­ση; Δεν γίνε­ται. Ξεση­κώ­θη­κε όλη η φυλα­κή. Με πέρα­σε μέσα από το κέντρο της Κοζά­νης, η γει­το­νιά μου μάλι­στα ήταν στον κεντρι­κό δρό­μο. Τελι­κά με πήγε στον στρα­τη­γό στην 9η Μεραρ­χία. Με περί­με­ναν. Μόλις μπή­κα­με μέσα, σηκώ­νε­ται ο στρα­τη­γός, με κοι­τά­ει από πάνω μέχρι κάτω – ποιος ξέρει τι περί­με­νε, δεν του γέμι­ζα το μάτι. Κι αρχί­ζει ο στρα­τη­γός: «Κι εσύ έχεις τόσο καλή οικο­γέ­νεια, ο πατέ­ρας σου, οι αδερ­φές σου κάνα­νε τέτοιες καλές οικο­γέ­νειες, που όλοι τους εκτι­μού­νε». Είχα ένα δαχτυ­λί­δι εκεί πέρα κι άρχι­σα να το στρι­φο­γυ­ρί­ζω. «Είδες κανέ­ναν» –εγώ συνέ­χεια το δαχτυ­λί­δι– «από αυτούς τους αλή­τες, τους κομ­μου­νι­στές να κάνει καλή οικο­γέ­νεια;» Τότε σήκω­σα το κεφά­λι: «Μήπως τους αφή­σα­νε;» Σηκώ­νε­ται πάνω ο στρα­τη­γός: «Ξέρεις ότι μπο­ρώ να σε κάνω αύριο να μη δεις τον ήλιο;» Εγώ έσκυ­βα το κεφά­λι κι άρχι­ζα το δαχτυ­λί­δι. Κάθε­ται. Αρχί­ζει πάλι.

«Είστε όλοι ανό­η­τοι, το κρά­τος σας έδω­σε ευκαι­ρί­ες να γλι­τώ­σε­τε. Και το κρά­τος όταν υπό­σχε­ται κρα­τά­ει τον λόγο του». Κου­νιό­ταν ολό­κλη­ρος. «Ναι», λέω, «πολύ που κρα­τά­ει τον λόγο του». «Για­τί;» μου λέει. «Για­τί την άλλη φορά», λέω, «γέμι­σε τον ουρα­νό με προ­κη­ρύ­ξεις. Έλε­γαν ότι όσους –δεν θυμά­μαι ακρι­βώς τη λέξη– αδι­κή­σα­με αμνη­στεύ­ο­νται, αλλά από το ’47 και πέρα θα είναι αμεί­λι­κτο». Είχαν αρχί­σει οι εκτε­λέ­σεις. Του λέω: «Η Ελέ­νη που ήρθε στο σπί­τι μου και της πήρα τη μαντί­λα και τα υπό­λοι­πα ήτα­νε το ’46. Δεν την ξανα­εί­δα ύστε­ρα που αγρί­ε­ψαν τα πρά­μα­τα». Γυρί­ζει και λέει στον βασι­λι­κό επί­τρο­πο: «Ε, τότε, τι μου τη φέρα­τε;» Δηλα­δή είχες έναν λόγο να μην τη δικά­σεις με τέτοια ποι­νή. Κι έτσι γλίτωσα.

“Πέρασα καλά” στη φυλακή

Εδώ που τα λέμε –το λέω και δεν ντρέ­πο­μαι– πέρα­σα καλά στη φυλα­κή. Πέρα­σα καλά για­τί όλοι εμέ­να φρο­ντί­ζα­νε. Πεντά­κις εις θάνα­τον – την πιο βαριά ποι­νή είχα, πάνω απ’ όλες ήμουν. Τα στε­λέ­χη με προ­σέ­χα­νε πάρα πολύ. Η Καί­τη Ζεύ­γου… Mέσα στη φυλα­κή έγι­να γυμνά­στρια, μαέ­στρος, χόρευα… Καζά­σκα μόνο εγώ χόρευα, καμία άλλη. Καλο­πέ­ρα­σα (γελά­ει).
Όλες οι κρα­τού­με­νες κάτι κάνα­με για να ενι­σχύ­σου­με τα οικο­νο­μι­κά μας, άλλη έπλε­κε, άλλη κεντού­σε, άλλη έφτια­χνε κού­κλες. Εγώ ζωγρά­φι­ζα: ένα λου­λού­δι, ένα σπί­τι, ένα δέντρο, ένα που­λί. Εκεί­νη που ζωγρά­φι­ζε πού και πού –και η Μαρ­γα­ρί­τα Κωτσά­κη ζωγρά­φι­ζε– ήταν η Ιου­λία Πλου­μπί­δου, γυναί­κα του Πλου­μπί­δη, δασκά­λα ήταν. Είχα­με πολ­λές δασκά­λες, πολ­λές καθη­γή­τριες, τέσ­σε­ρις-πέντε για­τρί­νες, τέσ­σε­ρις-πέντε δικη­γο­ρί­νες. Αυτές ήταν κομ­μου­νί­στριες αλλά εμείς τα κορι­τσά­κια δεν ήμα­σταν. Και τις βλέ­πα­με πια, σπου­δαία πρό­σω­πα, και τις ζηλεύ­α­με. Στο σπί­τι μου τους πίνα­κες που έχω είναι όλοι από τη φυλα­κή. Στιγ­μιό­τυ­πα. Πρό­σω­πα δεν τα πετύ­χαι­να. Ωραία πρό­σω­πα έκα­νε η Βίρ­γω Βασι­λεί­ου. Ηταν η αδερ­φή της μαζί. Εκα­νε ωραί­ες προ­σω­πο­γρα­φί­ες, τη ζήλευα.

(Γρά­φει η Μ.Οι. — «ιστο­ρί­ες πίσω από τη κουίντα»)

Όταν γνώ­ρι­σα τη Μαρία η Σιδέ­ρη τα χρό­νια της 7ετίας ήταν μια όμορ­φη γυναί­κα δυνα­μι­κή και πάντα είναι ! και εγώ θα ήμουν δέκα τότε… ήταν τη περί­ο­δο που κρύ­βα­με στο σπί­τι μας τρεις κομ­μου­νι­στές μετα­ξύ αυτών ο άντρας της ο αγω­νι­στής-ποι­η­τής Γιώρ­γος Σιδέ­ρης άκου­γα λοι­πόν για τις εξο­ρί­ες τους και τα βασα­νι­στή­ρια που πέρα­σαν και η Μαρία δεν μου είχε πει ποτέ τίπο­τα για τον εαυ­τό της! 14 χρό­νια φυλα­κή έκα­νε και από το 1967 μέχρι το 1981 ποτέ δε μίλη­σε για ότι πέρα­σε! εγώ τα έμα­θα αργότερα…

Δεκατέσσερα χρόνια…

“Με τις ανα­μνή­σεις μου αυτές ξανα­ζω­ντα­νεύ­ουν τρα­γι­κές μέρες που έζη­σε η γενιά μας. Πιστεύω πως οι μνή­μες αυτές, αν φτά­σουν στους νεώ­τε­ρους, γίνο­νται χτή­μα κοι­νό και συνεί­δη­ση της κοι­νής ευθύ­νης που μας βαραί­νει όλους. Γρά­φω για να μη συνε­χί­ζο­νται αυτά που­θε­νά στον κόσμο, για να μην επα­να­λη­φθούν ποτές στον τόπο μας. Και για να ζητά­με πάντο­τε δικαιο­σύ­νη και ειρή­νη”. Μ.Σ.

Γιώργος Σιδέρης

Γιώρ­γος Σιδέ­ρης ‑σύζυ­γος της Μαρί­ας, γνώ­ρι­σε από παι­δί την αδι­κία και τις διώ­ξεις — 5χρονος πήρε το δρό­μο της προ­σφυ­γιάς, από τη Σμύρ­νη, μαζί με την οικο­γέ­νειά του. Εντά­χθη­κε πολύ νωρίς στο προ­ο­δευ­τι­κό κίνη­μα, αγω­νί­στη­κε στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση και “βρα­βεύ­τη­κε” από τις τότε κυβερ­νή­σεις με εξο­ρί­ες και φυλα­κές για δεκα­πέ­ντε χρό­νια… Έφυ­γε από τη ζωή το Γενά­ρη του 1998

Σιδέρης εκδηλώσεις Δήμου Καισαριανής Πρωτομαγιάς 44

Πρώ­τα χρό­νια της μετα­πο­λί­τευ­σης δήμαρ­χος Και­σα­ρια­νής ο Πανα­γιώ­της Μακρής και οι εκδη­λώ­σεις για τους 200 της πρω­το­μα­γιάς του 1944 ‑κομ­μου­νι­στές εκτε­λε­σμέ­νους από τους Ναζί κατα­κτη­τές παίρ­νουν δια­στά­σεις εθνι­κής επε­τεί­ου με πολι­τι­κό αντί­κτυ­πο. Κυρια­κή πρωί με επι­κε­φα­λής τον Δήμαρ­χο υπο­δέ­χο­νται την αντι­προ­σω­πεία του Κ.Κ.Ε. και μετά συγκέ­ντρω­ση — πορεία στο Σκο­πευ­τή­ριο. Τον Πανα­γιώ­τη συνο­δεύ­ουν οι Δημο­τι­κοί σύμ­βου­λοι ‑αντι­στα­σια­κοί Γιώρ­γος Σιδέ­ρης, Μιχά­λης Λια­ρού­τσος κά. Πίσω ο Χαρί­λα­ος, ο Μίκης, ο Δ. Γόντι­κας και πλή­θος κόσμου

Μαρία Σιδέρη ΟΓΕ Καισαριανής

ℹ️  Με πλη­ρο­φο­ρί­ες από τα ΜΚΔ της σ.σας Μαρί­ας, του άντρα της Γιώρ­γου Σιδέ­ρη, που «έφυ­γε» τον Γενά­ρη 1998  και όπως πάντα από τον Ριζο­σπά­στη

ΑΘΑΝΑΤΗ!

“Η ιστορία δεν είναι τουριστική ατραξιόν είναι μνήμη και δράση”

(σσ. σημεία των καιρών)

Την Πέμ­πτη 9–4‑2020 η εκπο­μπή της ΕΡΤ 2 «Από πέτρα και χρό­νο» ήταν αφιε­ρω­μέ­νη στην Και­σα­ρια­νή. Η βαριά Ιστο­ρία της Και­σα­ρια­νής εμφα­νί­στη­κε ως φολ­κλόρ προ­σαρ­μο­σμέ­νη βέβαια στη γνω­στή αλλοί­ω­ση όλης της αλήθειας.

Παρα­κο­λου­θή­σα­με την περι­ή­γη­ση μέσα στα προ­σφυ­γι­κά μας σπί­τια και τις πυρο­βο­λη­μέ­νες, την ανα­φο­ρά στην ιδιαί­τε­ρη αρχι­τε­κτο­νι­κή με τα γνω­στά «τετρά­γω­να». Αλλά καμία κου­βέ­ντα για τον πόλε­μο που ξερί­ζω­σε τους παπ­πού­δες μας, για τις συν­θή­κες με τις οποί­ες στοι­βά­χτη­καν, για την εκμε­τάλ­λευ­ση που υπέ­στη­σαν. Δεν ακού­σα­με μια ανα­φο­ρά για την ανά­γκη διά­σω­σης όλων αυτών και το πώς κωφεύ­ουν δια­χρο­νι­κά οι κυβερνήσεις.

Περι­η­γή­θη­καν κατό­πιν στον ιστο­ρι­κό χώρο του Σκο­πευ­τη­ρί­ου. Παρα­κο­λου­θή­σα­με και εδώ πώς μπο­ρεί να φτω­χο­ποι­η­θεί η ιστο­ρία μιας πόλης. Μια ιστο­ρία που με περη­φά­νια διη­γού­νται τα μέλη του παραρ­τή­μα­τος μας της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Αγω­νι­στών Εθνι­κής Αντί­στα­σης ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ στους δεκά­δες χιλιά­δες μαθη­τές επι­σκέ­πτες, αλλά και φορείς από όλη την Ελλά­δα και το εξω­τε­ρι­κό στον χώρο εκτέ­λε­σης, στο «ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ».

Για τους παρα­γω­γούς και καλε­σμέ­νους της εκπο­μπής, ανά­με­σα τους και ο Δήμαρ­χος (σσ. Βοσκό­που­λος) και Πρό­ε­δρος του «ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ.-Α.Σ.Ι.» (που έχει στην ευθύ­νη του τη λει­τουρ­γία του μου­σεί­ου), το «Μου­σείο ΕΑΜι­κής Εθνι­κής Αντί­στα­σης» είναι ανύ­παρ­κτο, παρό­λο που η κάμε­ρα πέρα­σε ακρι­βώς δίπλα πριν στα­θεί στο γνω­στό «ΧΑΡΑΜΑ». Ένα μου­σείο με… χιλιά­δες καλε­σμέ­νους και εκθέματα.

Δεν έμει­ναν μόνο στην παντε­λή απο­σιώ­πη­ση του μου­σεί­ου της ΕΑΜι­κής Εθνι­κής Αντί­στα­σης. Αλλά έκα­ναν ανι­στό­ρη­τη ανα­φο­ρά στο Σκο­πευ­τή­ριο, που “ως εκ θαύ­μα­τος βρί­σκε­ται στην καρ­διά της πόλης”, σε αυτή την κατά­στα­ση, από τους κόπους των προη­γού­με­νων δημο­τι­κών αρχών και τον αγώ­να του και­σα­ρια­νιώ­τι­κου λαού, που έδω­σαν μακρο­χρό­νια μάχη για να το χαί­ρε­ται σήμε­ρα ο λαός της πόλης.

ΠΕΑΕΑ ΔΣΕ Καισαριανής Καταγγελία ΕΡΤ - Βοσκόπουλου

Στον τοί­χο του Σκο­πευ­τη­ρί­ου ακού­σα­με διά­φο­ρα ονό­μα­τα εκτε­λε­σμέ­νων όπως των Ακύ­λα, Περί­κου, Ιβά­νωφ (εκτε­λέ­στη­κε σε ελεύ­θε­ρη βολή εκτός του χώρου), αλλά κου­βέ­ντα για τους ΕΠΟ­Νί­τες Κων­στα­ντο­πού­λου, την Χατζηε­σμέρ και τον μικρό Λικου­ρί­νο τον νεό­τε­ρο εκτε­λε­σμέ­νο. Και κυρί­ως δεν ανα­φέρ­θη­κε η εκτέ­λε­ση των 200 Πατριω­τών Κομ­μου­νι­στών της μαύ­ρης πρω­το­μα­γιάς του 1944 και τα ονό­μα­τα των Σου­καν­τζί­δη, Μαρια­κά­κη, Πανταζή.

Και αυτά όλα δεν ήταν μια αστο­χία. Παρέ­βλε­ψαν όλα τα στοι­χεία που δεί­χνουν την Ανταρ­το­μά­να Και­σα­ρια­νή και την σχέ­ση της με το ΕΑΜ. Στο όνο­μα μιας ψευ­δε­πί­γρα­φης ενό­τη­τας παρα­γω­γοί και καλε­σμέ­νοι της εκπο­μπής ανέ­φε­ραν την αντι­στα­σια­κή οργά­νω­ση Π.Ε.Α.Ν., (μια οργά­νω­ση του Π. Κανελ­λό­που­λου που κρά­τη­σε 2 χρό­νια, δεν είχε δεσμούς με την πόλη και στο τέλος της άλλα­ξε πορεία συνερ­γά­στη­κε με τους Άγγλους και στα Δεκεμ­βρια­νά χτυ­πού­σε την ίδια την Και­σα­ρια­νή και τους ΕΑΜί­τες).

Κου­βέ­ντα για Ε.Α.Μ., Ε.Λ.Α.Σ., Ε.Π.Ο.Ν. και τους ήρω­ές τους που ελευ­θέ­ρω­σαν τον τόπο και έδω­σαν τη ζωή τους. Τις πιο μαζι­κές αντι­στα­σια­κές οργα­νώ­σεις με καθα­ρούς σκο­πούς με τις οποί­ες η Και­σα­ρια­νή ήταν νύχι-κρέ­ας.

Προ­φα­νώς δεν πρό­κει­ται για απλή παρά­λει­ψη, αλλά για προ­σπά­θεια παρα­χά­ρα­ξης της Ιστο­ρί­ας, και μάλι­στα καθό­λου τυχαία, όταν αυτό συμ­βαί­νει λίγες μέρες πριν από την Πρω­το­μα­γιά.

Το απο­δει­κνύ­ει τόσο ο ρόλος του Δημάρ­χου που δεν έκα­νε καν ανα­φο­ρά στην ύπαρ­ξη του Μου­σεί­ου, ή έστω στην έκθε­ση που υπάρ­χει στον 3° όρο­φο του Δημαρ­χεί­ου και είναι αφιε­ρω­μέ­νη στην Αντί­στα­ση, από την οποία περά­σα­νε μπρο­στά πηγαί­νο­ντας στο γρα­φείο του, του καλε­σμέ­νου που δεν έκα­νε καμιά ανα­φο­ρά στην ύπαρ­ξη των αντι­στα­σια­κών οργα­νώ­σε­ων Ε.Α.ΛΛ. ‑Ε.Λ.Α.Σ. — Ε.Π.Ο.Ν., στις οποί­ες ήταν ενταγ­μέ­νοι σχε­δόν όλοι οι Και­σα­ρια­νιώ­τες (πάνω από το 90% όπως ανα­φέ­ρει σε μαρ­τυ­ρία ο δάσκα­λος, συγ­γρα­φέ­ας, αντι­στα­σια­κός Γιάν­νης Κου­βάς), όσο και η στά­ση της ΕΡΤ που δεν έκα­νε καμιά προ­σπά­θεια να έρθει σε επα­φή με το παράρ­τη­μα μας ώστε να ειπω­θεί η αλη­θι­νή ιστο­ρία της Και­σα­ρια­νής, να ανα­φερ­θούν οι πάνω από 40 μάχες που έδω­σε η Και­σα­ρια­νή απέ­να­ντι στους κατα­κτη­τές, οι πάνω από 200 Και­σα­ρια­νιώ­τες ήρω­ες που έδω­σαν τη ζωή τους για την λευ­τε­ριά της πατρί­δας, οι γυναί­κες που πολέ­μη­σαν ισά­ξια και τραυ­μα­τί­στη­καν όπως η Μάνα της Και­σα­ρια­νής Ευτυ­χία Μορίκη, οι Και­σα­ρια­νιώ­τες εκτε­λε­σμέ­νοι στο Σκο­πευ­τή­ριο.

Κατα­λα­βαί­νου­με φίλοι και φίλες, συνα­γω­νι­στές και συνα­γω­νί­στριες, την προ­σπά­θεια από­κρυ­ψης της ιστο­ρί­ας και τους χώρους που την ανα­δει­κνύ­ουν, και δηλώ­νου­με κατη­γο­ρη­μα­τι­κά ότι εμείς οι από­γο­νοι και φίλοι του παραρ­τή­μα­τος της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Αγω­νι­στών Εθνι­κής Αντί­στα­σης και Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας θα είμα­στε παρό­ντες στη μάχη για να μην αλλοιω­θεί η ιστο­ρία της ηρώ­ισ­σας Και­σα­ρια­νής. Και αφιε­ρώ­νου­με σε όλους αυτούς που δεν αντέ­χουν την αλη­θι­νή ιστο­ρία, ένα στι­χά­κι από το ποί­η­μα «Και­σα­ρια­νής εσπε­ρι­νός» του Μικρα­σιά­τη Και­σα­ρια­νιώ­τη αντι­στα­σια­κού ποι­η­τή — λογο­τέ­χνη Γιώρ­γου Σιδέ­ρη.

“Σαν θες να μάθεις για Καισαριανή νωρίς στο γλυκοχάραμα ξύπνα ν’ αφουγκραστείς την κάθε πέτρα αυτής της γης π’ όπου πατείς κ’ όπου σταθείς βογκά κι ένας καημός κι ένας νεκρός στο χώμα”

vivlio mpelogiannis

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο