Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η μοναρχία ως θεσμός της αστικής εξουσίας κρίθηκε. Η αστική εξουσία;

Ο θάνα­τος του έκπτω­του Κων­στα­ντί­νου Γκλύξ­μπουργκ επα­να­φέ­ρει ως θέμα συζή­τη­σης και επα­νε­κτί­μη­σης τον μοναρ­χι­κό θεσμό και τον ρόλο του στην Ελλά­δα. Προ­κύ­πτουν μια σει­ρά ερω­τή­μα­τα: Ποιος ήταν ο χαρα­κτή­ρας του θεσμού; Ποια συμ­φέ­ρο­ντα εξέ­φρα­σε; Ποιες ήταν οι πρά­ξεις του; Αυτο­νό­η­τα, η κάθε τοπο­θέ­τη­ση επί του θέμα­τος εντάσ­σε­ται σε μια συνο­λι­κό­τε­ρη πολι­τι­κή — ταξι­κή οπτική.

Συνο­πτι­κά, από διά­φο­ρα πρό­σω­πα των αστι­κών κομ­μά­των δια­μορ­φώ­νο­νται οι παρα­κά­τω τοπο­θε­τή­σεις: Ορι­σμέ­νοι, υπό τη φρά­ση «θα κρι­θεί από την ιστο­ρία ο Κων­στα­ντί­νος», μετα­το­πί­ζουν στο μέλ­λον την ορι­στι­κή κρί­ση και του ίδιου και του μοναρ­χι­κού θεσμού. Γενι­κό­τε­ρα, απο­σιω­πούν προς ώρας το αρνη­τι­κό του παρελ­θόν για τα λαϊ­κά — εργα­τι­κά στρώ­μα­τα και επι­διώ­κουν μια ευνοϊ­κό­τε­ρη αντι­με­τώ­πι­σή του μετέ­πει­τα και από τμή­μα των στρω­μά­των αυτών, ως έναν θεσμό ο οποί­ος πρό­σφε­ρε στην αστι­κή συγκρό­τη­ση και θωρά­κι­ση της Ελλάδας.

Αλλοι, υπό τη φρά­ση «έλη­ξε το θέμα το 1974 με το δημο­ψή­φι­σμα», μιλούν για ορι­στι­κή κατα­δί­κη των Γκλύξ­μπουργκ και της μοναρ­χί­ας. Επί της ουσί­ας, απο­μο­νώ­νουν τον μοναρ­χι­κό θεσμό από το αστι­κό σύστη­μα του οποί­ου υπήρ­ξε τμή­μα και θεω­ρούν την καθιέ­ρω­ση της προ­ε­δρευο­μέ­νης κοι­νο­βου­λευ­τι­κής δημο­κρα­τί­ας ως «λύση» όλων των συνυ­φα­σμέ­νων και με τον μοναρ­χι­κό θεσμό προβλημάτων.

Οι συγκε­κρι­μέ­νες δύο τοπο­θε­τή­σεις «τέμνο­νται» στην ίδια θεμε­λια­κή επι­δί­ω­ξή τους για τη δια­σφά­λι­ση του αστι­κού συστή­μα­τος, στην καλ­λιέρ­γεια περαι­τέ­ρω εμπι­στο­σύ­νης προς αυτό και εν τέλει στην ισχυ­ρο­ποί­η­σή του.

Από τις μαζι­κές λαϊ­κές δια­δη­λώ­σεις τον Ιού­λη του 1965.

Μια ανα­δρο­μή ωστό­σο στους βασι­κό­τε­ρους σταθ­μούς του μοναρ­χι­κού θεσμού στην Ελλά­δα δίνει άλλες απα­ντή­σεις. Ο εισα­γό­με­νος μοναρ­χι­κός θεσμός ενσω­μα­τώ­θη­κε από την αρχή — και ίσχυ­σε αυτό και στη συνέ­χεια — στη δια­δι­κα­σία συγκρό­τη­σης του σύγ­χρο­νου ελλη­νι­κού αστι­κού κρά­τους και προ­φα­νώς ουδέ­πο­τε υπήρ­ξε ένα φεου­δαρ­χι­κό ή βυζα­ντι­νό κατάλοιπο.

Εν πρώ­τοις, η θέσπι­ση του μοναρ­χι­κού θεσμού (προ­βλέ­φθη­κε στο πρω­τό­κολ­λο του Λον­δί­νου το 1830 και εγκρί­θη­κε στη συνέ­χεια και από την Ε’ Εθνο­συ­νέ­λευ­ση στις 5.12.1831)1 ήταν από­φα­ση τμή­μα­τος της εγχώ­ριας αστι­κής τάξης και επι­δί­ω­ξη ορι­σμέ­νων «Μεγά­λων Δυνά­με­ων» (Αγγλία, Γαλ­λία) στην οποία συνη­γό­ρη­σε και η Ρωσία, με στό­χους την ταχύ­τε­ρη από ό,τι πρω­τύ­τε­ρα συγκρό­τη­ση ενός συγκε­ντρω­τι­κού αστι­κού κρά­τους στην τότε Ελλά­δα αντί των υπαρ­χό­ντων ακό­μη τοπι­κών διοι­κή­σε­ων και οργά­νων, την κατά το δυνα­τόν ισχυ­ρο­ποί­η­ση αυτού του κρά­τους και τη ρύθ­μι­ση των ανι­σό­τι­μων σχέ­σε­ων αυτού του κρά­τους με καθε­μία από τις «Μεγά­λες Δυνάμεις».

Ενδει­κτι­κά είναι τα παρα­κά­τω γεγο­νό­τα. Στη διάρ­κεια της βασι­λεί­ας του Οθω­να προ­ω­θή­θη­καν σημα­ντι­κές αστι­κές μεταρ­ρυθ­μί­σεις και συγκε­ντρω­τι­κοί θεσμοί (αυτο­κέ­φα­λο της ελλη­νι­κής εκκλη­σί­ας, Συμ­βού­λιο της Επι­κρα­τεί­ας, Ελεγ­κτι­κό Συνέ­δριο). Και το 1911, προ των Βαλ­κα­νι­κών πολέ­μων, οι μεταρ­ρυθ­μί­σεις Ελ. Βενι­ζέ­λου (ασυμ­βί­βα­στο μετα­ξύ βου­λευ­τι­κής και στρα­τιω­τι­κής ιδιό­τη­τας, μονι­μό­τη­τα δικα­στι­κών και κρα­τι­κών υπαλ­λή­λων) υπο­στη­ρί­χτη­καν από τον Γεώρ­γιο Α’. Η επι­δο­κι­μα­ζό­με­νη από την αστι­κή ιστο­ριο­γρα­φία «προ­σαρ­μο­στι­κό­τη­τα» του τελευ­ταί­ου ήταν «προ­σαρ­μο­στι­κό­τη­τα» του μοναρ­χι­κού θεσμού στις εμφα­νι­ζό­με­νες τότε ανά­γκες του ελλη­νι­κού καπιταλισμού.

Ο μοναρ­χι­κός θεσμός λει­τούρ­γη­σε επί­σης, κάποιες κρί­σι­μες φορές του­λά­χι­στον, ως ενο­ποι­η­τι­κός παρά­γο­ντας των τμη­μά­των της εγχώ­ριας αστι­κής τάξης, ως «εγγυ­η­τής της εθνι­κής ενό­τη­τας», σύμ­φω­να με τη σχε­τι­κή ρητορική.

Ο Οθω­νας για παρά­δειγ­μα πρώ­τος και έπει­τα όλοι οι μετέ­πει­τα βασι­λείς υιο­θέ­τη­σαν τον μεγα­λοϊ­δε­α­τι­σμό, τον προ­σα­να­το­λι­σμό ο οποί­ος θεω­ρή­θη­κε ανα­γκαί­ος από την πλειο­ψη­φία των αστι­κών δυνά­με­ων για την εδα­φι­κή επέ­κτα­ση του αστι­κού κρά­τους και συνε­πα­κό­λου­θα και την ανά­πτυ­ξή του. Εξ ου και στή­ρι­ξαν όλες τις εξε­γέρ­σεις των υπό οθω­μα­νι­κή κατο­χή περιο­χών, ακό­μη και όταν δεν υπήρ­χαν οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις επι­τυ­χί­ας (Ηπει­ρος και Θεσ­σα­λία το 1854, πόλε­μος του 1897 κ.ά.).

Η άνο­δος πάλι του Γεωρ­γί­ου Α’ στον θρό­νο της Ελλά­δας επι­σφρά­γι­σε τον τερ­μα­τι­σμό της ενδο­α­στι­κής σύγκρου­σης πεδι­νών — ορει­νών το 1862. Η συμ­φω­νία έπει­τα του ίδιου με τον Ελ. Βενι­ζέ­λο το 1910 για την ανά­λη­ψη της πρω­θυ­πουρ­γί­ας από τον τελευ­ταίο οδή­γη­σε στην απο­κα­τά­στα­ση της στα­θε­ρό­τη­τας, μετά το κίνη­μα στου Γου­δή. Για τον ίδιο λόγο και ο Ελ. Βενι­ζέ­λος δια­τή­ρη­σε τον μοναρ­χι­κό θεσμό με όλες τις εξου­σί­ες του στο Σύνταγ­μα του 1911.

Ο μοναρ­χι­κός θεσμός λει­τούρ­γη­σε ασφα­λώς ενο­ποι­η­τι­κά, όπο­τε το αστι­κό σύστη­μα αμφι­σβη­τή­θη­κε, ιδί­ως κατά τον ταξι­κό αγώ­να του ΔΣΕ την τριε­τία 1946–1949.

Κατά το δημο­ψή­φι­σμα τον Σεπτέμ­βρη 1946, η επά­νο­δος του Γεωρ­γί­ου Β’ Γκλύξ­μπουργκ στην Ελλά­δα υπο­στη­ρί­χτη­κε από όλες τις αστι­κές δυνά­μεις, ακό­μη και από όσες δυνά­μεις της παρά­τα­ξης των Φιλε­λευ­θέ­ρων ήταν προη­γου­μέ­νως πολέ­μιοι της μοναρ­χί­ας (π.χ. Γιώρ­γος Παπαν­δρέ­ου). Υπο­στη­ρί­χτη­κε ακρι­βώς για­τί ο μοναρ­χι­κός θεσμός απο­τε­λού­σε μια «δικλί­δα ασφα­λεί­ας» για το ίδιο το αστι­κό σύστημα.

Για αυτό και σήμε­ρα αστοί ιστο­ρι­κοί με άνε­ση κατα­δι­κά­ζουν το δημο­ψή­φι­σμα του Κον­δύ­λη το 1935, με ερώ­τη­μα και τότε την επά­νο­δο ή όχι του Γεωρ­γί­ου Β’, ως μια δια­δι­κα­σία νοθεί­ας και εξα­να­γκα­σμού, ελά­χι­στα όμως ανα­φέ­ρο­νται στο δημο­ψή­φι­σμα του 1946. Ανα­με­νό­με­να την τριε­τία 1946–1949 και μετά, ο μοναρ­χι­κός θεσμός τίθε­ται επι­κε­φα­λής του αντι­κομ­μου­νι­στι­κού αγώ­να (στρα­τιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις στο όνο­μα του βασι­λιά, ανα­γκα­στι­κοί νόμοι και δια­τάγ­μα­τα, τόποι εξο­ρί­ας, παι­δου­πό­λεις της Φρει­δε­ρί­κης κ.ά.). Το αστι­κό Σύνταγ­μα του 1952 δίνει στον βασι­λιά τη δυνα­τό­τη­τα εξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κών παρεμ­βά­σε­ων στο πολί­τευ­μα. Αυτή η δυνα­τό­τη­τα θα αξιο­ποι­η­θεί από τη μοναρ­χία, με από­φα­σή της φυσι­κά, στις κατά και­ρούς εξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κές της παρεμβάσεις.

Παράλ­λη­λα, όσο στε­ρε­ω­νό­ταν η καπι­τα­λι­στι­κή εξου­σία στην Ελλά­δα και δεν ενσω­μα­τω­νό­ταν ο μοναρ­χι­κός θεσμός σε αυτήν ως ένα «δια­κο­σμη­τι­κό» και ως εκ τού­του λει­τουρ­γι­κό στοι­χείο, όπως συνέ­βη σε άλλα κρά­τη, παρέ­με­νε πάντα ένας θεσμός προ­ερ­χό­με­νος από έξω, σε έναν βαθ­μό αυτό­νο­μος, παρεμ­βα­τι­κός και συνε­πώς εμπό­διο σε διά­φο­ρες φάσεις για την ανά­πτυ­ξη του καπι­τα­λι­στι­κού συστή­μα­τος στην Ελλάδα.

Διαρ­κής υπήρ­ξε ο αντα­γω­νι­σμός της μοναρ­χί­ας και των Ενό­πλων Δυνά­με­ων των οποί­ων προ­ΐ­στα­το με άλλους αστι­κούς θεσμούς, με την εκτε­λε­στι­κή εξου­σία και με ορι­σμέ­νες αστι­κές πολι­τι­κές δυνά­μεις κάθε περιό­δου, με αντι­κεί­με­νο τον καθο­ρι­σμό των εξου­σιών της μοναρ­χί­ας. Στο πλαί­σιο αυτό, η Επα­νά­στα­ση της 3ης Σεπτέμ­βρη 1843 οδή­γη­σε στην ψήφι­ση Συντάγ­μα­τος, το οποίο αντι­κα­τέ­στη­σε την από­λυ­τη μοναρ­χία με τη συνταγ­μα­τι­κή και εγκαι­νί­α­σε το εκλεγ­μέ­νο κοινοβούλιο.

Το Σύνταγ­μα του 1864 ορί­ζει ως πολί­τευ­μα τη βασι­λευο­μέ­νη δημο­κρα­τία και ως πηγή της εξου­σί­ας την Εθνο­συ­νέ­λευ­ση και όχι τον βασι­λιά. Το 1878, η καθιέ­ρω­ση της «αρχής της δεδη­λω­μέ­νης» με πρό­τα­ση του Χαρί­λα­ου Τρι­κού­πη υπο­χρέ­ω­σε τον βασι­λιά να δίνει εντο­λή σχη­μα­τι­σμού κυβέρ­νη­σης σε πρό­σω­πο του πρώ­του σε ψήφους κόμ­μα­τος. Το κίνη­μα στου Γου­δή το 1909 ζητού­σε την απο­μά­κρυν­ση της βασι­λι­κής οικο­γέ­νειας από το στράτευμα.

Τα επό­με­να χρό­νια ο αντα­γω­νι­σμός και η δυσλει­τουρ­γι­κό­τη­τα του μοναρ­χι­κού θεσμού οξύν­θη­καν. Στη διάρ­κεια του ονο­μα­ζό­με­νου «Εθνι­κού Διχα­σμού» η μοναρ­χία εξέ­φρα­σε εκεί­νο το τμή­μα της αστι­κής τάξης το οποίο αντι­τί­θε­το στην άμε­ση συμ­με­το­χή στον πόλε­μο στο πλευ­ρό της Αντάντ, υπέρ της ουδε­τε­ρό­τη­τας η οποία ωφε­λού­σε την Γερμανία.

Μετά την εκλο­γι­κή ήττα του Ελ. Βενι­ζέ­λου το 1920, η φιλο­μο­ναρ­χι­κή κυβέρ­νη­ση συνέ­χι­σε τη Μικρα­σια­τι­κή Εκστρα­τεία έως την ήττα της. Υπό το βάρος της Μικρα­σια­τι­κής Κατα­στρο­φής, της συσ­σω­ρευ­μέ­νης λαϊ­κής οργής και του κιν­δύ­νου για το αστι­κό σύστη­μα ο τότε βασι­λιάς Κων­στα­ντί­νος Α’ (Γκλύξ­μπουργκ) εγκα­τα­λεί­πει την Ελλά­δα και το 1924 η μοναρ­χία καταρ­γεί­ται για πρώ­τη φορά.

Μετά τη λήξη του αγώ­να του ΔΣΕ και όσο προ­χω­ρού­σε η επα­να­στα­θε­ρο­ποί­η­ση της καπι­τα­λι­στι­κής εξου­σί­ας, τόσο έρχο­νταν στην επι­φά­νεια τα προη­γού­με­να αδιέ­ξο­δα. Ολο και πιο φανε­ρά η μοναρ­χία συνι­στού­σε εμπό­διο στους ανα­γκαί­ους αστι­κούς εκσυγ­χρο­νι­σμούς. Η προ­σπά­θεια του παλα­τιού να παρεμ­βαί­νει στον στρα­τό και τον σχη­μα­τι­σμό των κυβερ­νή­σε­ων το έφε­ρε αντι­μέ­τω­πο με τα αστι­κά κόμ­μα­τα και τις κυβερ­νή­σεις τους.

Σε μια επο­χή επί­σης στην οποία προ­ε­τοι­μα­ζό­ταν η σύν­δε­ση της Ελλά­δας με την τότε ΕΟΚ και στην οποία οι ενδο­α­στι­κοί αντα­γω­νι­σμοί οξύ­νο­νταν με επί­κε­ντρο την επί­λυ­ση του κυπρια­κού ζητή­μα­τος και δια­πλέ­κο­νταν με τους ενδοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κούς αντα­γω­νι­σμούς στην Ανα­το­λι­κή Μεσό­γειο, τα αδιέ­ξο­δα του αστι­κού συστή­μα­τος και τα προ­βλή­μα­τα στη σχέ­ση του με τη βασι­λεία διο­γκώ­θη­καν. Σε αυτές τις συν­θή­κες, η προι­κο­δό­τη­ση της πρι­γκί­πισ­σας Σοφί­ας, η δολο­φο­νία Λαμπρά­κη και τα Ιου­λια­νά, γεγο­νό­τα στα οποία κατα­γρά­φε­ται ιδιαί­τε­ρη ευθύ­νη της βασι­λεί­ας, προ­κα­λούν τερά­στιες λαϊ­κές διαμαρτυρίες.

Στη συνέ­χεια η δικτα­το­ρία απο­τέ­λε­σε μια προ­έ­κτα­ση των χαρα­κτη­ρι­στι­κών και των αδιε­ξό­δων του αστι­κού πολι­τι­κού συστή­μα­τος και μια προ­σπά­θεια επί­λυ­σης των τελευ­ταί­ων από εκεί­νο το τμή­μα της αστι­κής τάξης το οποίο διέ­θε­τε τις μεγα­λύ­τε­ρες δυνά­μεις στον Στρατό.

Ετσι, παρά τον αρχι­κό συμ­βι­βα­σμό του Κων­στα­ντί­νου Β’ (Γκλύξ­μπουργκ) μαζί της και την προ­ε­τοι­μα­σία δικού του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος προ αυτού των συνταγ­μα­ταρ­χών, το πρό­βλη­μα «βασι­λεία» παρα­μέ­νει. Ο ορι­σμός του Ζωι­τά­κη ως αντι­βα­σι­λέα από την κυβέρ­νη­ση και όχι από τον βασι­λιά μετά το απο­τυ­χη­μέ­νο κίνη­μα του Κων­στα­ντί­νου το απο­δει­κνύ­ει. Το ίδιο απο­δει­κνύ­ει και το δημο­ψή­φι­σμα για το χου­ντι­κό σύνταγ­μα του 1973, το οποίο καταρ­γού­σε τη βασιλεία.

Τελι­κά, η βασι­λεία καταρ­γεί­ται ορι­στι­κά σε συν­θή­κες αστι­κής κοι­νο­βου­λευ­τι­κής δημο­κρα­τί­ας, με μεγά­λη λαϊ­κή πλειο­ψη­φία (69,18%) στο δημο­ψή­φι­σμα του 1974.

Η βασι­λεία υπήρ­ξε θεσμός συμ­βα­τός το μεγα­λύ­τε­ρο διά­στη­μα με την αστι­κή εξου­σία, τα συμ­φέ­ρο­ντα, τις αντι­θέ­σεις και τις διε­θνείς συμ­μα­χί­ες της εξέ­φρα­σε, αυτήν την αστι­κή εξου­σία υπη­ρέ­τη­σε με τις πρά­ξεις της. Ασφα­λώς, ευθύ­νε­ται στον βαθ­μό που της ανα­λο­γεί για πολ­λά και τρα­γι­κά (πόλε­μοι, δολο­φο­νί­ες, αντι­λαϊ­κές πολι­τι­κές, αυταρ­χι­σμός, οπι­σθο­δρό­μη­ση, παρα­σι­τι­κή της λει­τουρ­γία). Το ΚΚΕ πάλε­ψε από την ίδρυ­σή του για να γίνει η κατάρ­γη­ση της μοναρ­χί­ας λαϊ­κή υπό­θε­ση. Στα­θε­ρά παλεύ­ει για να ανα­τρα­πεί η αστι­κή εξου­σία, οι θεσμοί και οι μηχα­νι­σμοί της.

1. Αλέ­κα Παπα­ρή­γα, «Για το αστι­κό σύνταγ­μα και τις ανα­θε­ω­ρή­σεις του», Κομ­μου­νι­στι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση τ. 5, 2018, σ. 19–60.

Του Βασί­λη ΜΟΣΧΟΥ*
* Ο Β. Μόσχος είναι μέλος του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ
Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από τον «Ριζο­σπά­στη του Σαββατοκύριακου»

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο