Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η νεοφιλελεύθερη αμηχανία μπροστά στην ποίηση της καπιταλιστικής κρίσης

Παρου­σιά­ζει ο Ειρηναί­ος Μαρά­κης  //

Πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε το καλο­καί­ρι του 2017 και με αφορ­μή την έκδο­ση του (τότε) νέου τεύ­χους του περιο­δι­κού Θρά­κα εκδή­λω­ση – συζή­τη­ση με θέμα «Πως μιλά­με για την σύγ­χρο­νη ελλη­νι­κή ποί­η­ση» με ομι­λη­τές τον Γιάν­νη Μπα­σκό­ζο, συγ­γρα­φέα και δημο­σιο­γρά­φο, τον Θωμά Τσα­λα­πά­τη, ποι­η­τή καθώς και τον Βασί­λη Λαμπρό­που­λο, καθη­γη­τή Πανεπιστημίου. 
«Αρι­στε­ρή μελαγχολία»

Στο σημεί­ω­μα που ακο­λου­θεί δεν έχου­με σκο­πό να περι­γρά­ψου­με και να ανα­λύ­σου­με το σύνο­λο της συζή­τη­σης την οποία μπο­ρεί­τε να παρα­κο­λου­θή­σε­τε δια­δι­κτυα­κά (εδώ και εδώ). Αντί­θε­τα, θα επι­κε­ντρω­θού­με σε μια πολύ ενδια­φέ­ρου­σα πλευ­ρά του ζητή­μα­τος που ανέ­δει­ξε στη βασι­κή του παρέμ­βα­ση ο καθη­γη­τής Βασί­λης Λαμπρό­που­λος. Συγκε­κρι­μέ­να στο σημείο όπου διε­ρευ­νά­ται στο πώς (μπο­ρού­με να) τοπο­θε­τού­με, δια­πραγ­μα­τευό­μα­στε και δια­χει­ρι­ζό­μα­στε την σύγ­χρο­νη ελλη­νι­κή ποί­η­ση σήμε­ρα. Στην παρέμ­βα­ση του αυτή ο Λαμπρό­που­λος χρη­σι­μο­ποιεί τον όρο της «αρι­στε­ρής μελαγ­χο­λί­ας» για να καθο­ρί­σει και να περι­γρά­ψει μία τάση στο σύνο­λο της ελλη­νι­κής ποι­η­τι­κής παρα­γω­γής σε βάθος του­λά­χι­στον δεκα­πε­ντα­ε­τί­ας (επι­ση­μαί­νο­ντας πως δεν θέλει να ορί­σει το σύνο­λο της ποι­η­τι­κής παρα­γω­γής), θέτο­ντας μία ιδέα υπό «επι­φύ­λα­ξη και αμφι­σβή­τη­ση», όπως δηλώ­νει ο ίδιος, περι­γρά­φο­ντας παράλ­λη­λα μία τάση «με έναν όρο που προ­έρ­χε­ται από αλλού, αχρω­μά­τι­στο, που προ­έρ­χε­ται εκτός της ελλη­νι­κής παρα­δό­σε­ως». Αξί­ζει να σημειώ­σου­με πως ο Λαμπρό­που­λος, δεν δέχε­ται τον όρο «ποί­η­ση της κρί­σης», ο οποί­ος, όπως έχου­με σημειώ­σει μέσα από αυτές τις σελί­δες, ότι γνω­ρί­ζει μετα­ξύ των ποι­η­τών της νέας γενιάς και διά­φο­ρων κρι­τι­κών μια κάποια ανα­γνώ­ρι­ση, απο­τε­λώ­ντας παράλ­λη­λα ένα μάλ­λον ασφα­λές βήμα για την καλύ­τε­ρη ανά­γνω­ση και μελέ­τη της περιό­δου που δια­νύ­ου­με, ποι­η­τι­κά και κοι­νω­νι­κά, μακριά από εξω­κοι­νω­νι­κές και εξω­λο­γο­τε­χνι­κές θεωρίες.

Άρνηση

Ο Λαμπρό­που­λος στην άρνη­ση του αυτή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί προ­τάσ­σο­ντας διά­φο­ρα σημεία που, προ­σω­πι­κά του­λά­χι­στον, μας θυμί­ζουν τις (νέο)φιλελεύθερες ερμη­νεί­ες για την κρί­ση και το ευρύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον στα μέρες μας. Η παρά­θε­ση του συνό­λου της κεντρι­κής του εισή­γη­σης του Βασί­λη Λαμπρό­που­λου μπο­ρεί να μας δώσει αυτή την εικό­να, την οποία θα προ­σπα­θή­σου­με να σχο­λιά­σου­με στη συνέχεια:

«Δεν είναι ποί­η­ση της κρί­σης διό­τι δεν είναι ποί­η­ση που καθρε­φτί­ζει, αυτή είναι μια ποί­η­ση η οποία δεν καθρε­φτί­ζει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γι’ αυτό βλέ­που­με ακρι­βώς πολ­λοί από αυτούς τους ποι­η­τές όταν τους απέ­δω­σαν μια προ­σπά­θεια να σχο­λιά­σουν την κρί­ση αρνή­θη­καν, αντι­στά­θη­καν. Αν πού­με ότι είναι ποί­η­ση της κρί­σης κάνου­με δύο λάθη, πρώ­τον, αυτό σημαί­νει ότι έτσι και ξεπε­ρα­στεί κάποια στιγ­μή η κρί­ση ξεπε­ρά­στη­καν και αυτοί και ξεχά­στη­καν άρα είναι απλώς ένα επι­και­ρι­κό φαι­νό­με­νο που είναι πολύ άδι­κο απέ­να­ντι σε αυτό το πολύ πλού­σιο ποι­η­τι­κό έργο, οπό­τε και για αυτό το λόγο δεν είναι, για­τί αυτή η ποί­η­ση θα διαρ­κέ­σει δεν θα εξα­φα­νι­στεί , η κρί­ση δεν θα την παρα­σύ­ρει μαζί της . Και το δεύ­τε­ρο είναι ότι είναι ποί­η­ση της ποι­η­τι­κής κρί­σης, είναι ποί­η­ση της λογο­τε­χνι­κής κρί­σης, της πολι­τι­στι­κής κρί­σης, οπό­τε μας προ­σκα­λεί να σκε­φτού­με και προ­κύ­πτει όχι από φαι­νό­με­να κοι­νω­νι­κά και οικο­νο­μι­κά, παρό­λο που φυσι­κά σχε­τί­ζε­ται με αυτά, αλλά από πολι­τι­στι­κές, λογο­τε­χνι­κές, γλωσ­σι­κές, κωδι­κές διερ­γα­σί­ες που οι ίδιοι οι ποι­η­τές αντι­λή­φθη­καν και επε­ξερ­γά­στη­καν κι έτσι εάν μας ενδια­φέ­ρει αξί­ζει να συνε­χί­σου­με να την παρα­κο­λου­θού­με. Είναι ακρι­βώς μία κρί­ση πολι­τι­σμού, ελλη­νι­κού ή και παγκό­σμιου, αν θέλε­τε και όχι μόνο οικο­νο­μι­κή. Και θα κλεί­σω με ένα τελευ­ταίο σχό­λιο, που έχει να κάνει και με την ιστο­σε­λί­δα της Θρά­κας, ξαφ­νι­κά εμείς οι οποί­οι ζού­με στην Αμε­ρι­κή και ξαφ­νι­κά μια ημέ­ρα ξημε­ρω­θή­κα­με με Ντό­ναλντ Τραμπ αντι­λη­φθή­κα­με τι θα πει ακρι­βώς αρι­στε­ρή μελαγ­χο­λία που είναι όχι η μελαγ­χο­λία να έχεις τον Τραμπ πρό­ε­δρο αλλά η μελαγ­χο­λία του να αντι­λη­φθείς τι συνέ­βη στο Δημο­κρα­τι­κό Κόμ­μα τα τελευ­ταία οκτώ χρό­νια και πως πράγ­μα­τα μέσα στην, ας την πού­με, αμε­ρι­κα­νι­κή Αρι­στε­ρά, δεν εμπό­δι­σαν αυτό το φαι­νό­με­νο. Επο­μέ­νως ξαφ­νι­κά οι σύγ­χρο­νοι Έλλη­νες και Αμε­ρι­κα­νοί ποι­η­τές έχουν πολ­λά πράγ­μα­τα να συζη­τή­σουν και να πού­νε μετα­ξύ τους, ακρι­βώς διό­τι από πολύ δια­φο­ρε­τι­κούς δρό­μους ζού­νε αυτό το ερώ­τη­μα ότι η ποί­η­ση τον 20ο αιώ­να σημαί­νει τι; κάνει τι;»

Προβληματική τοποθέτηση

Κατά τη γνώ­μη μας το παρα­πά­νω απο­τε­λεί μια πολύ προ­βλη­μα­τι­κή τοπο­θέ­τη­ση. Αρχι­κά, για­τί διεκ­δι­κεί να ερμη­νεύ­σει την σύγ­χρο­νη ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή, έστω ένα μέρος της, εκτός της υπάρ­χου­σας κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κής κατά­στα­σης η οποία δεν είναι άλλη από την δεκα­ε­τή κρί­ση, τόσο στο οικο­νο­μι­κό πεδίο, όσο και στο ιδε­ο­λο­γι­κό, του κυρί­αρ­χου πολι­τι­κού και οικο­νο­μι­κού συστή­μα­τος, του καπι­τα­λι­σμού και στη συνέ­χεια για­τί η αξιο­ποί­η­ση της θέσης σχε­τι­κά με την «αρι­στε­ρή μελαγ­χο­λία» δεν είναι τίπο­τα άλλο από μία στεί­ρα ελλη­νο­κε­ντρι­κή ανά­λυ­ση της νεο­ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης (ή έστω ενός τμή­μα­τος της), που βέβαια δεν πρω­το­τυ­πεί εφό­σον μας θυμί­ζει τις σχε­τι­κές και μάλ­λον ξεπε­ρα­σμέ­νες ανα­λύ­σεις για την «Ποί­η­ση της Ήττας». Για να είμα­στε μάλι­στα ειλι­κρι­νείς και τίμιοι στις εκτι­μή­σεις μας η «αρι­στε­ρή μελαγ­χο­λία» ξεκι­νά­ει από μια ιδιαί­τε­ρα συντη­ρη­τι­κή βάση, η οποία προ­κα­τα­λαμ­βά­νει την ιστο­ρι­κή και πολι­τι­κή εξέ­λι­ξη, εφό­σον προ­σπα­θεί να απο­δεί­ξει και να ερμη­νεύ­σει μια θεω­ρη­τι­κή (και μόνο) ήττα του κόσμου της εργα­σί­ας και της δια­νό­η­σης, που υπο­τί­θε­ται ήρθε από την διά­ψευ­ση των ελπί­δων που υπο­σχέ­θη­κε αλλά δεν έκα­νε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η «αρι­στε­ρο­δε­ξιά» κυβέρ­νη­ση του ΣΥΡΙΖΑ. Αντί­θε­τα, στην «Ποί­η­ση της Ήττας» όντως εκφρά­ζε­ται μια υπαρ­κτή απο­γο­ή­τευ­ση και μελαγ­χο­λία, τόσο μέσα στοκ κόσμο της εργα­σί­ας που απο­τέ­λε­σε αυτόν που αντι­στά­θη­κε στους Γερ­μα­νούς ναζί ή τους ταγ­μα­τα­σφα­λί­τες αλλά και στην αγγλο­α­με­ρι­κα­νι­κή «βοή­θεια» των ναπάλμ όσο και στην αρι­στε­ρή δια­νό­η­ση σχε­τι­κά με την απο­τυ­χία της επα­να­στα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας της περιό­δου της Αντί­στα­σης και μετά. Αλλά ακό­μα κι εδώ θα παρα­τη­ρή­σου­με ότι αυτό ήταν ένα πρό­σκαι­ρο φαι­νό­με­νο: όταν οι αντι­στά­σεις και οι αγώ­νες έπια­σαν το νήμα από την αντι­στα­σια­κή επο­ποι­ία η «Ποί­η­ση της ήττας» έπα­ψε να έχει λόγο ύπαρ­ξης και περιο­ρί­στη­κε μόνο στην ποι­η­τι­κή έκφρα­ση και όχι στους κοι­νω­νι­κούς αγώνες.

Η απο­γο­ή­τευ­ση καθώς και η κού­ρα­ση ή το μού­δια­σμα, αν θέλε­τε, που ως φυσι­κή συνέ­πεια ακο­λού­θη­σε αυτή την πολι­τι­κή δεν απο­δει­κνύ­ει ότι υπάρ­χει κάποιου είδους «ήττα». Και αν αυτό έχει μια έντο­νη παρου­σία στην σύγ­χρο­νη, αλλά πολύ σύγ­χρο­νη, νεο­ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, δεν σημαί­νει ότι είναι και ο κανό­νας – δυστυ­χώς, για την ώρα ελπί­ζου­με, αυτή η θέση της «μη ήττας» απο­δει­κνύ­ε­ται όχι μέσα από τα διά­φο­ρα ποι­ή­μα­τα και τους δημιουρ­γούς τους αλλά από τους απερ­για­κούς, αντι­φα­σι­στι­κούς και κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες που συνε­χί­ζο­νται με αμεί­ω­τη έντα­ση τα τελευ­ταία χρό­νια και όπου δεν αφή­νουν στο απυ­ρό­βλη­το ούτε την υπάρ­χου­σα κυβέρ­νη­ση και τα καμώ­μα­τα της. Αλλά εάν η σύγ­χρο­νη ποί­η­ση δεν μπο­ρεί να αντι­λη­φθεί ή έστω να προ­σεγ­γί­σει αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αυτό απο­τε­λεί απο­κλει­στι­κά και μόνο δική της ευθύ­νη. Μπο­ρού­με μάλι­στα να πού­με πως αυτό απο­τε­λεί και από­δει­ξη ότι η σύγ­χρο­νη ποί­η­ση, σε ένα μεγά­λο βαθ­μό του­λά­χι­στον, παρα­μέ­νει απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νη από τις δρά­σεις που ανα­πτύσ­σουν οι εργα­ζό­με­νοι κι οι εργα­ζό­με­νες που το πιθα­νό­τε­ρο είναι να αδια­φο­ρούν με τη σει­ρά τους για την ποί­η­ση και τους ποιητές…

Από την άλλη η αλή­θεια είναι ότι με τον ορι­σμό «ποί­η­ση της κρί­σης» δεν μπο­ρού­με να περι­γρά­ψου­με ένα ενιαίο, αισθη­τι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κό ρεύ­μα μέσα στους ποι­η­τές μας. Όπως είχα­με σχο­λιά­σει σε προη­γού­με­νη παρέμ­βα­ση μας:

«Οι κοι­νω­νι­κοί προ­βλη­μα­τι­σμοί, η κοι­νω­νι­κή και αγω­νι­στι­κή απο­γο­ή­τευ­ση, η ανά­δει­ξη της ψυχο­λο­γί­ας (ατο­μι­κής και συλ­λο­γι­κής) ως καθο­ρι­στι­κού παρά­γο­ντα για μια ποί­η­ση της αμφι­σβή­τη­σης, η αστι­κή μονα­ξιά, ο χρό­νος και η ιστο­ρία του τόπου, η σάτι­ρα και η οργή, η φασι­στι­κή απει­λή, οι προ­σω­πι­κές ιστο­ρί­ες διά­φο­ρων προ­σώ­πων που αντι­προ­σω­πεύ­ουν τους εξα­θλιω­μέ­νους της γης και διά­φο­ρες γενι­κεύ­σεις σχε­τι­κά με τα προ­α­να­φερ­θέ­ντα θέμα­τα εντο­πί­ζο­νται σε μία σει­ρά δια­φο­ρε­τι­κών μετα­ξύ τους ποι­η­τών. Αυτή η τάση, σε σύν­δε­ση πάντα με την ανα­ζή­τη­ση μιας ποι­η­τι­κής φόρ­μας, με έντο­νη προ­φο­ρι­κό­τη­τα ή με ένα σχη­μα­τι­κό πεζο­γρα­φι­κό λόγο αλλά και αξιο­ποιώ­ντας τις κατα­κτή­σεις των προη­γού­με­νων ποι­η­τι­κών γενιών, γιγα­ντώ­νε­ται όσο η καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση βαθαί­νει και εξα­θλιώ­νει όλο και μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της επι­σφα­λούς εργα­ζό­με­νης πλειο­ψη­φί­ας ανε­ξαρ­τή­τως ηλικίας.

Το παρελ­θόν, ιστο­ρι­κό και φαντα­στι­κό, πραγ­μα­τι­κό και κατα­σκευα­σμέ­νο στα εργα­στή­ρια των αστών ιστο­ρι­κών και οικο­νο­μο­λό­γων αλλά και η πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία που γρά­φε­ται καθη­με­ρι­νά, συνει­δη­τά ή και ασυ­νεί­δη­τα, στους δρό­μους, στις απερ­γί­ες, στα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης προ­σφύ­γων, στις ουρές της Εφο­ρί­ας και των ΚΕΠ, στα σπί­τια με έλλει­ψη θέρ­μαν­σης, στα κατα­φύ­για αστέ­γων είναι το υπό­βα­θρο που ανα­πτύσ­σε­ται αυτή η τάση της ποί­η­σης μας που κάποιοι ονο­μά­ζουν ποί­η­σης της κρί­σης ή και ποί­η­ση της αγα­νά­κτη­σης ενώ υπάρ­χουν κι αυτοί που αρκού­νται σε μια ιδε­α­λι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση αυτών των ζητη­μά­των ή και σε μία, ηθε­λη­μέ­νη στις περισ­σό­τε­ρες φορές, άγνοια αυτών των ζητη­μά­των. Με βάση αυτή την οπτι­κή θέσεις που καταγ­γέλ­λουν ποι­η­τι­κές δημιουρ­γί­ες λίγο έως πολύ ως προ­πα­γαν­δι­στι­κές, για­τί δήθεν μοιά­ζουν με προ­κη­ρύ­ξεις (δηλα­δή, τι κακό έχουν οι προ­κη­ρύ­ξεις;) είναι άκαι­ρες και οπωσ­δή­πο­τε άκομ­ψες ενώ υπη­ρε­τούν, έστω και άθε­λα τους, άλλες λογικές.»

]Αλλά βέβαια αυτό ακρι­βώς είναι στις μέρες μας η «ποί­η­ση της κρί­σης»: η ανα­ζή­τη­ση έκφρα­σης και ηθι­κής-ψυχο­λο­γι­κής και κοι­νω­νι­κής ανά­τα­σης σε ένα ρευ­στό κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κό τοπίο .

Μια περίεργη λαθροχειρία

Σημειώ­νει επί­σης ο Λαμπρό­που­λος ότι «Δεν είναι ποί­η­ση της κρί­σης διό­τι δεν είναι ποί­η­ση που καθρε­φτί­ζει, αυτή είναι μια ποί­η­ση η οποία δεν καθρε­φτί­ζει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γι’ αυτό βλέ­που­με ακρι­βώς πολ­λοί από αυτούς τους ποι­η­τές όταν τους απέ­δω­σαν μια προ­σπά­θεια να σχο­λιά­σουν την κρί­ση αρνή­θη­καν, αντι­στά­θη­καν [..]» δια­πράτ­το­ντας μια περί­ερ­γη, κατά τη γνώ­μη μας πάντα, λαθρο­χει­ρία, για­τί η «ποί­η­ση της κρί­σης» απο­δει­κνύ­ε­ται ότι καθρε­φτί­ζει ακρι­βώς την ρευ­στή και αντι­φα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όπως πριν λίγο προ­σπα­θή­σα­με να απο­δεί­ξου­με και θεω­ρώ­ντας παράλ­λη­λα ως επι­βε­βαί­ω­ση της θέσης του, ότι δηλα­δή δεν είναι ποί­η­ση της κρί­σης, καθώς υπάρ­χουν ποι­η­τές που αρνή­θη­καν να σχο­λιά­σουν την συγκε­κρι­μέ­νη κατά­στα­ση. Αλλά η έλλει­ψη απά­ντη­σης ή σχο­λια­σμού της συγκε­κρι­μέ­νης κατά­στα­σης δεν απο­δει­κνύ­ει τίπο­τα το συγκε­κρι­μέ­νο, αντί­θε­τα απο­τε­λεί ισχυ­ρή ένδει­ξη ότι κάποιοι ποι­η­τές αδια­φο­ρούν προ­κλη­τι­κά για τις κοι­νω­νι­κές εξελίξεις.

Φυσι­κά, ακό­μα και όταν ξεπε­ρα­στεί αυτή η κατά­στα­ση (κι εδώ έχει σημα­σία πότε αλλά και πως θα ξεπε­ρα­στεί: με μια επι­στρο­φή στην καπι­τα­λι­στι­κή «κανο­νι­κό­τη­τα» ή με μια πλή­ρης κατα­στρο­φή του κοι­νω­νι­κού και παρα­γω­γι­κού ιστού;), αυτό δεν σημαί­νει σε καμία περί­πτω­ση ότι η «ποί­η­ση της κρί­σης» θα εξα­φα­νι­στεί. Τέλος, χρειά­ζε­ται εδώ ακό­μα μια επι­σή­μαν­ση: η λογο­τε­χνι­κή και ευρύ­τε­ρα η καλ­λι­τε­χνι­κή κρί­ση προ­κύ­πτει κυρί­ως από την οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κο­κοι­νω­νι­κή κρί­ση: όταν στις αστι­κές πολι­τεί­ες, υπάρ­χει εξα­σφα­λι­σμέ­νη η κοι­νω­νι­κή συναί­νε­ση μετα­ξύ των αντι­μα­χό­με­νων τάξε­ων, επι­βάλ­λο­ντας στην εργα­ζό­με­νη πλειο­ψη­φία την ιδε­ο­λο­γι­κή και πολι­τι­κή υπε­ρο­χή της αστι­κής τάξης, τότε όλα μοιά­ζουν τακτο­ποι­η­μέ­να και στον χώρο της δια­νό­η­σης και του πολι­τι­σμού. Όλα μοιά­ζουν (και είναι προ­σω­ρι­νά, ασφα­λώς) τακτο­ποι­η­μέ­να, με απο­τέ­λε­σμα οι κατώ­τε­ρες τάξεις να μην αμφι­σβη­τούν το κυρί­αρ­χο σύστη­μα κι οι κυβερ­νώ­ντες να μπο­ρούν απρό­σκο­πτα να εξα­σφα­λί­ζουν τα συμ­φέ­ρο­ντα τους. Αυτό αλλά­ζει (όπως έχει συμ­βεί στις μέρες μας) όταν το σύστη­μα μπαί­νει σε κρί­ση: η οικο­νο­μία καταρ­ρέ­ει, το σκλη­ρό και γνή­σια κατα­πιε­στι­κό πρό­σω­πο του συστή­μα­τος βγαί­νει απρο­κά­λυ­πτα στην επι­φά­νεια και όλες οι ιδε­ο­λο­γι­κές βεβαιό­τη­τες του προη­γού­με­νου δια­στή­μα­τος γίνο­νται σκό­νη – εκεί ξεκι­νά­ει η αμφι­σβή­τη­ση της κυρί­αρ­χης ιδε­ο­λο­γί­ας και οι κάθε λογής κρί­σεις, μαζί τους και η λογοτεχνική. 

Αμηχανία

Όλα τα παρα­πά­νω δηλώ­νουν την αμη­χα­νία της νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρης δια­νό­η­σης μπρο­στά σε μια δια­δι­κα­σία που , μέσα στην ρευ­στό­τη­τα της και στις αντι­φά­σεις της, αμφι­σβη­τεί με δρα­στι­κά γόνι­μο τρό­πο κάθε προη­γού­με­νη ιδε­ο­λο­γι­κή, ηθι­κή, αισθη­τι­κή και πολι­τι­κή βεβαιό­τη­τα. Έχει μάλι­στα ενδια­φέ­ρον ότι η νεο­φι­λε­λεύ­θε­ρη δια­νό­η­ση προ­σπα­θεί παράλ­λη­λα να οριο­θε­τή­σει με βάση τα δικά της συμ­φέ­ρο­ντα και τις ιδιο­τρο­πί­ες της, την σύγ­χρο­νη ποι­η­τι­κή παρα­γω­γή, εστιά­ζο­ντας στη μορ­φή αλλά όχι και στο περιε­χό­με­νο και προ­κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας την ιστο­ρι­κή, πολι­τι­κή και αισθη­τι­κή συνέ­χεια ενός φαι­νο­μέ­νου που μόνο στην αρχή του βρισκόμαστε.

Έργο (φωτο­μο­ντάζ) της Γερ­μα­νί­δας εικα­στι­κού Χάνα Χοχ (Hannah Höch – 1 Νοεμ­βρί­ου 1889 – 31 Μαΐ­ου 1978

 _______________________________________________________________________________________________________

Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο