Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ομιλία του Θ. Κολοκοτρώνη στην Πνύκα: «Παραινέσεις προς τη νέα γενιά»

8 Οκτω­βρί­ου 1838 ο Θεό­δω­ρος Κολο­κο­τρώ­νης εκφω­νεί στην Πνύ­κα την περί­φη­μη ομι­λία του «Παραι­νέ­σεις προς τη νέα γενιά».

Στις 7 Οκτω­βρί­ου 1838 ο  Θεό­δω­ρος Κολο­κο­τρώ­νης επι­σκέ­φθη­κε το Βασι­λι­κό Γυμνά­σιο της Αθή­νας (νυν 1ο Πρό­τυ­πο Πει­ρα­μα­τι­κό Γυμνά­σιο Αθή­νας) για να παρα­κο­λου­θή­σει τη διδα­σκα­λία του γυμνα­σιάρ­χη Γεωρ­γί­ου Γεν­να­δί­ου για τον Θου­κυ­δί­δη. Τόσο εντυ­πω­σιά­στη­κε από την «παρά­δο­σιν του πεπαι­δευ­μέ­νου γυμνα­σιάρ­χου και από την θέαν τοσού­των μαθη­τών», ώστε εξέ­φρα­σε την επι­θυ­μία να μιλή­σει και ο ίδιος προς τους μαθη­τές. Την πρό­τα­σή του απε­δέ­χθη­κε ο Γεν­νά­διος και λόγω της στε­νό­τη­τας του χώρου και του πλή­θους των μαθη­τών η ομι­λία του Θεό­δω­ρου Κολο­κο­τρώ­νη ορί­σθη­κε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτω­βρί­ου 1838 στην Πνύκα.

Το γεγο­νός μαθεύ­τη­κε στη μικρή τότε Αθή­να και εκτός από τους μαθη­τές, πλή­θος ανθρώ­πων «δια­φό­ρων επαγ­γελ­μά­των και τάξε­ων» συνέρ­ρευ­σε στην Πνύ­κα το πρωί της 8ης Οκτω­βρί­ου για να ακού­σει τον ηγέ­τη της Επα­νά­στα­σης του ’21. Ξαφ­νι­κά, στον χώρο της ομι­λί­ας εμφα­νί­σθη­κε «σμή­νος χωρο­φυ­λα­κής», απο­φα­σι­σμέ­νο να δια­λύ­σει τη συγκέ­ντρω­ση, επει­δή προ­φα­νώς, τη θεώ­ρη­σε αντι­κα­θε­στω­τι­κή. Όμως, μετά τη δια­βε­βαί­ω­ση του γυμνα­σιάρ­χη και των καθη­γη­τών για το «αθώο της πρά­ξε­ως», οι χωρο­φύ­λα­κες απο­χώ­ρη­σαν και η ομι­λία έγι­νε κανο­νι­κά. Άλλω­στε, ο Κολο­κο­τρώ­νης δεν απο­τε­λού­σε κίν­δυ­νο για τη δυνα­στεία, αφού τα είχε βρει με τον Όθω­να και κατεί­χε μάλι­στα το αξί­ω­μα του Συμ­βού­λου της Επι­κρα­τεί­ας, δηλα­δή του πολι­τι­κού συμ­βού­λου του βασιλιά.

Κατά τον Γεώρ­γιο Τερ­τσέ­τη, γυρί­ζο­ντας ο Κολο­κο­τρώ­νης από την Πνύ­κα απά­ντη­σε τους χωρο­φύ­λα­κες να τρέ­χουν. «Μην πάτε, τους είπε, δε θα με βρεί­τε κει!

«Παραι­νέ­σεις προς τη νέα γενιά»

Παι­διά μου!

Εις τον τόπο τού­το, οπού εγώ πατώ σήμε­ρα, επα­τού­σαν και εδη­μη­γο­ρού­σαν τον παλαιό και­ρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποί­ους δεν είμαι άξιος να συγκρι­θώ και ούτε να φθά­σω τα ίχνη των. Εγώ επι­θυ­μού­σα να σας ιδώ, παι­διά μου, εις την μεγά­λη δόξα των προ­πα­τό­ρων μας, και έρχο­μαι να σας ειπώ, όσα εις τον και­ρό του αγώ­νος και προ αυτού και ύστε­ρα απ’ αυτόν ο ίδιος επα­ρα­τή­ρη­σα, και απ’ αυτά να κάμω­με συμπε­ρα­σμούς και δια την μέλ­λου­σαν ευτυ­χί­αν σας, μολο­νό­τι ο Θεός μόνος ηξεύ­ρει τα μέλ­λο­ντα. Και δια τους παλαιούς Έλλη­νας, οποί­ας γνώ­σεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαι­ραν κοντά εις τα άλλα έθνη του και­ρού των, οποί­ους ήρω­ας, στρα­τη­γούς, πολι­τι­κούς είχαν, δια ταύ­τα σας λέγουν καθ’ ημέ­ραν οι διδά­σκα­λοί σας και οι πεπαι­δευ­μέ­νοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκε­τός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επή­ραν και εδα­νεί­σθη­σαν τα άλλα έθνη την σοφί­αν των.

Εις τον τόπον, τον οποί­ον κατοι­κού­με, εκα­τοι­κού­σαν οι παλαιοί Έλλη­νες, από τους οποί­ους και ημείς κατα­γό­με­θα και ελά­βα­με το όνο­μα τού­το. Αυτοί διέ­φε­ραν από ημάς εις την θρη­σκεί­αν, διό­τι επρο­σκυ­νού­σαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστε­ρα ήλθε στον κόσμο ο Χρι­στός, οι λαοί όλοι επί­στευ­σαν εις το Ευαγ­γέ­λιό του, και έπαυ­σαν να λατρεύ­ουν τα είδω­λα. Δεν επή­ρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προ­κομ­μέ­νους, αλλ’ απλούς ανθρώ­πους, χωρι­κούς καί ψαρά­δες, και με τη βοή­θεια του Αγί­ου Πνεύ­μα­τος έμα­θαν όλες τες γλώσ­σες του κόσμου, οι οποί­οι, μολο­νό­τι όπου και αν έβρι­σκαν ενα­ντιό­τη­τες και οι βασι­λείς και οι τύραν­νοι τους κατέ­τρε­χαν, δεν ημπό­ρε­σε κανέ­νας να τους κάμη τίπο­τα. Αυτοί εστε­ρέ­ω­σαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλλη­νες, οι πρό­γο­νοί μας, έπε­σαν εις την διχό­νοια και ετρώ­γο­νταν μετα­ξύ τους, και έτσι έλα­βαν και­ρό πρώ­τα οι Ρωμαί­οι, έπει­τα άλλοι βάρ­βα­ροι καί τους υπό­τα­ξαν. Ύστε­ρα ήλθαν οι Μου­σουλ­μά­νοι και έκα­μαν ό,τι ημπο­ρού­σαν, δια να αλλά­ξη ο λαός την πίστιν του. Έκο­ψαν γλώσ­σες εις πολ­λούς ανθρώ­πους, αλλ’ εστά­θη αδύ­να­το να το κατορ­θώ­σουν. Τον ένα έκο­πταν, ο άλλος το σταυ­ρό του έκα­με. Σαν είδε τού­το ο σουλ­τά­νος, διό­ρι­σε ένα βιτσε­ρέ [αντι­βα­σι­λέα], έναν πατριάρ­χη, καί του έδω­σε την εξου­σία της εκκλη­σί­ας. Αυτός και ο λοι­πός κλή­ρος έκα­μαν ό,τι τους έλε­γε ο σουλ­τά­νος. Ύστε­ρον έγι­ναν οι κοτζα­μπά­ση­δες [προ­ε­στοί] εις όλα τα μέρη. Η τρί­τη τάξη, οι έμπο­ροι και οι προ­κομ­μέ­νοι, το καλύ­τε­ρο μέρος των πολι­τών, μην υπο­φέρ­νο­ντες τον ζυγό έφευ­γαν, και οι γραμ­μα­τι­σμέ­νοι επή­ραν και έφευ­γαν από την Ελλά­δα, την πατρί­δα των, και έτσι ο λαός, όστις στε­ρη­μέ­νος από τα μέσα της προ­κο­πής, εκα­τή­ντη­σεν εις αθλί­αν κατά­στα­ση, και αυτή αύξαι­νε κάθε ήμε­ρα χει­ρό­τε­ρα· διό­τι, αν ευρί­σκε­το μετα­ξύ του λαού κανείς με ολί­γην μάθη­ση, τον ελάμ­βα­νε ο κλή­ρος, όστις έχαι­ρε προ­νό­μια, ή εσύ­ρε­το από τον έμπο­ρο της Ευρώ­πης ως βοη­θός του ή εγί­νε­το γραμ­μα­τι­κός του προ­ε­στού. Και μερι­κοί μην υπο­φέ­ρο­ντες την τυραν­νί­αν του Τούρ­κου και βλέ­πο­ντας τες δόξες και τες ηδο­νές οπού ανε­λάμ­βα­ναν αυτοί, άφη­ναν την πίστη τους και εγί­νο­ντο Μου­σουλ­μά­νοι. Καί τοιου­το­τρό­πως κάθε ήμε­ρα ο λαός ελί­γνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυ­χι­σμέ­νη κατά­στα­ση μερι­κοί από τους φυγά­δες γραμ­μα­τι­σμέ­νους εμε­τά­φρα­ζαν και έστελ­ναν εις την Ελλά­δα βιβλία, και εις αυτούς πρέ­πει να χρω­στού­με ευγνω­μο­σύ­νη, διό­τι ευθύς οπού κανέ­νας άνθρω­πος από το λαό εμάν­θα­νε τα κοι­νά γράμ­μα­τα, εδιά­βα­ζεν αυτά τα βιβλία και έβλε­πε ποί­ους είχα­με προ­γό­νους, τι έκα­μεν ο Θεμι­στο­κλής, ο Αρι­στεί­δης και άλλοι πολ­λοί παλαιοί μας, και εβλέ­πα­με και εις ποί­αν κατά­στα­ση ευρι­σκό­με­θα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμη­θού­με και να γίνου­με ευτυ­χέ­στε­ροι. Και έτσι έγι­νε και επρο­ό­δευ­σεν η Εταιρεία.

Όταν απο­φα­σί­σα­με να κάμω­με την Επα­νά­στα­ση, δεν εσυλ­λο­γι­σθή­κα­με ούτε πόσοι είμε­θα ούτε πως δεν έχο­με άρμα­τα ούτε ότι οι Τούρ­κοι εβα­στού­σαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανέ­νας φρό­νι­μος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολε­μή­σε­τε με σιτα­ρο­κά­ρα­βα βατσέ­λα», αλλά ως μία βρο­χή έπε­σε εις όλους μας η επι­θυ­μία της ελευ­θε­ρί­ας μας, και όλοι, και ο κλή­ρος μας και οι προ­ε­στοί και οι καπε­τα­ναί­οι και οι πεπαι­δευ­μέ­νοι και οι έμπο­ροι, μικροί και μεγά­λοι, όλοι εσυμ­φω­νή­σα­με εις αυτό το σκο­πό και εκά­μα­με την Επανάσταση.

Εις τον πρώ­το χρό­νο της Επα­να­στά­σε­ως είχα­με μεγά­λη ομό­νοια και όλοι ετρέ­χα­με σύμ­φω­νοι. Ο ένας επή­γεν εις τον πόλε­μο, ο αδελ­φός του έφερ­νε ξύλα, η γυναί­κα του εζύ­μω­νε, το παι­δί του εκου­βα­λού­σε ψωμί και μπα­ρου­τό­βο­λα εις το στρα­τό­πε­δον και εάν αυτή η ομό­νοια εβα­στού­σε ακό­μη δύο χρό­νους, ηθέ­λα­με κυριεύ­σει και την Θεσ­σα­λία και την Μακε­δο­νία, και ίσως εφθά­να­με και έως την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Τόσον τρο­μά­ξα­με τους Τούρ­κους, οπού άκου­γαν Έλλη­να και έφευ­γαν χίλια μίλια μακρά. Εκα­τόν Έλλη­νες έβα­ζαν πέντε χιλιά­δες εμπρός, και ένα καρά­βι μιαν άρμά­δα. Άλλά δεν εβάσταξε!

Ήλθαν μερι­κοί και ηθέ­λη­σαν να γένουν μπαρ­μπέ­ρη­δες εις του κασί­δη το κεφά­λι. Μας πονού­σε το μπαρ­μπέ­ρι­σμά τους. Μα τι να κάμο­με; Είχα­με και αυτου­νών την ανά­γκη. Από τότε ήρχι­σεν η διχό­νοια και εχά­θη η πρώ­τη προ­θυ­μία και ομό­νοια. Και όταν έλε­γες τον Κώστα να δώσει χρή­μα­τα διά τας ανά­γκας του έθνους ή να υπά­γει εις τον πόλε­μο, τού­τος επρό­βαλ­λε τον Γιάν­νη. Και μ’ αυτόν τον τρό­πο κανείς δεν ήθε­λε ούτε να συν­δρά­μει ούτε να πολε­μή­σει. Και τού­το εγί­νε­το, επει­δή δεν είχα­με ένα αρχη­γό και μίαν κεφα­λή. Άλλά ένας έμπαι­νε πρό­ε­δρος έξι μήνες, εση­κώ­νε­το ο άλλος και τον έρι­χνε και εκά­θε­το αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθε­λε τού­το και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέ­λα­με το καλό, πλην καθέ­νας κατά την γνώ­μη του. Όταν προ­στά­ζου­νε πολ­λοί, ποτέ το σπί­τι δεν χτί­ζε­ται ούτε τελειώ­νει. Ο ένας λέγει ότι η πόρ­τα πρέ­πει να βλέ­πει εις το ανα­το­λι­κό μέρος, ο άλλος εις το αντι­κρι­νό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπί­τι εις τον αρα­μπά και να γυρί­ζει, καθώς λέγει ο καθέ­νας. Με τού­το τον τρό­πο δεν κτί­ζε­ται ποτέ το σπί­τι, αλλά πρέ­πει να είναι ένας αρχι­τέ­κτων, οπού να προ­στά­ζει πως θα γενεί. Παρο­μοί­ως και ημείς εχρεια­ζό­με­θα έναν αρχη­γό και έναν αρχι­τέ­κτο­να, όστις να προ­στά­ζει και οι άλλοι να υπα­κού­ουν και να ακο­λου­θούν. Αλλ’ επει­δή είμε­θα εις τέτοια κατά­στα­ση, εξ αιτί­ας της διχό­νοιας, μας έπε­σε η Τουρ­κιά επά­νω μας και κοντέ­ψα­με να χαθού­με, και εις τους στερ­νούς επτά χρό­νους δεν κατορ­θώ­σα­με μεγά­λα πράγματα.

Εις αυτή την κατά­στα­ση έρχε­ται ο βασι­λεύς, τα πράγ­μα­τα ησυ­χά­ζουν και το εμπό­ριο και ή γεωρ­γία και οι τέχνες αρχί­ζουν να προ­ο­δεύ­ουν και μάλι­στα ή παι­δεία. Αυτή η μάθη­σις θα μας αυξή­σει και θα μας ευτυ­χή­σει. Αλλά διά να αυξή­σο­μεν, χρειά­ζε­ται και η στε­ρέ­ω­σις της πολι­τεί­ας μας, η όποία γίνε­ται με την καλ­λιέρ­γεια και με την υπο­στή­ρι­ξη του Θρό­νου. Ο βασι­λεύς μας είναι νέος και συμ­μορ­φώ­νε­ται με τον τόπο μας, δεν είναι προ­σω­ρι­νός, αλλ’ η βασι­λεία του είναι δια­δο­χι­κή και θα περά­σει εις τα παι­διά των παι­διών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παι­διά σας θα ζήσε­τε. Πρέ­πει να φυλά­ξε­τε την πίστη σας και να την στε­ρε­ώ­σε­τε, διό­τι, όταν επιά­σα­με τα άρμα­τα είπα­με πρώ­τα υπέρ πίστε­ως και έπει­τα υπέρ πατρί­δος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάτ­τουν μια Θρη­σκεία. Και αυτοί, οι Εβραί­οι, οι όποί­οι κατα­τρέ­χο­ντο και μισού­ντο και από όλα τα έθνη, μένουν στα­θε­ροί εις την πίστη τους.

Εγώ, παι­διά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτί­ας των περι­στά­σε­ων, έμει­να αγράμ­μα­τος και δια τού­το σας ζητώ συγ­χώ­ρη­ση, διό­τι δεν ομι­λώ καθώς οι δάσκα­λοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκου­σα και εγνώ­ρι­σα, δια να ωφε­λη­θή­τε από τα απε­ρα­σμέ­να και από τα κακά απο­τε­λέ­σμα­τα της διχο­νοί­ας, την οποί­αν να απο­στρέ­φε­σθε, και να έχε­τε ομό­νοια. Εμάς μη μας τηρά­τε πλέ­ον. Το έργο μας και ο και­ρός μας επέ­ρα­σε. Και αι ημέ­ραι της γενε­άς, η οποία σας άνοι­ξε το δρό­μο, θέλουν μετ’ ολί­γον περά­σει. Την ημέ­ρα της ζωής μας θέλει δια­δε­χθή η νύκτα του θανά­του μας, καθώς την ημέ­ραν των Αγί­ων Ασω­μά­των θέλει δια­δε­χθή η νύκτα και η αυρια­νή ήμε­ρα. Εις εσάς μένει να ισά­σε­τε και να στο­λί­σε­τε τον τόπο, οπού ημείς ελευ­θε­ρώ­σα­με· και, δια να γίνη τού­το, πρέ­πει να έχε­τε ως θεμέ­λια της πολι­τεί­ας την ομό­νοια, την θρη­σκεία, την καλ­λιέρ­γεια του Θρό­νου και την φρό­νι­μον ελευθερία.

Τελειώ­νω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασι­λεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδά­σκα­λοι! Ζήτω η Ελλη­νι­κή Νεολαία!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο