Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία και η Επανάσταση του 1821

Ιστορική διαμόρφωση, προνόμια και εξουσίες

Μία από τις πρώ­τες πρά­ξεις της οθω­μα­νι­κής εξου­σί­ας μετά την κατά­κτη­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης υπήρ­ξε η «απο­κα­τά­στα­ση» της ιεραρ­χί­ας της Ορθό­δο­ξης Εκκλη­σί­ας (η οποία βρι­σκό­ταν «ακέ­φα­λη» από το 1450), με τη σύγκλη­ση Συνό­δου και την ανά­δει­ξη νέου Πατριάρχη.

Η οθω­μα­νι­κή εξου­σία διεύ­ρυ­νε και ενί­σχυ­σε τα προ­νό­μια και τις αρμο­διό­τη­τες της Εκκλη­σί­ας, καθι­στώ­ντας την τμή­μα του οθω­μα­νι­κού κρα­τι­κού μηχα­νι­σμού. Πράγ­μα­τι, μέσα από ένα σύν­θε­το πλέγ­μα θρη­σκευ­τι­κών, νομο­θε­τι­κών, εκπαι­δευ­τι­κών, φορο­λο­γι­κών κι άλλων εξου­σιών, η Εκκλη­σία κατέ­στη ο επι­κε­φα­λής — και κατά προ­έ­κτα­ση ο ρυθ­μι­στής κάθε πτυ­χής της ζωής — της δια­μορ­φω­θεί­σας κατά το οθω­μα­νι­κό πλαί­σιο «χρι­στια­νι­κής κοι­νό­τη­τας» των Ρωμαί­ων (millet‑i Rum). Ο Πατριάρ­χης ήταν υπό­λο­γος μόνο στον ίδιο τον Σουλτάνο.

Οι κλη­ρι­κοί δια­πλέ­κο­νταν με την κοσμι­κή εξου­σία έως και το επί­πε­δο της τοπι­κής / περι­φε­ρεια­κής διοί­κη­σης (δια­πλο­κή που, βεβαί­ως, οφει­λό­ταν και στο γεγο­νός ότι πολ­λοί ανώ­τε­ροι κλη­ρι­κοί προ­έρ­χο­νταν από την τάξη των μεγα­λο­γαιο­κτη­μό­νων — κοτζαμπάσηδων).

Από ένα σημείο και έπει­τα σημα­ντι­κή ήταν επί­σης η δια­σύν­δε­ση της Εκκλη­σί­ας με μερί­δα της ανερ­χό­με­νης αστι­κής τάξης — και ιδιαί­τε­ρα εκεί­νους που πήραν την προ­σω­νυ­μία «Φανα­ριώ­τες». Η Εκκλη­σία λει­τούρ­γη­σε ως ισχυ­ρός προ­στά­της του ελλη­νι­κού κεφα­λαί­ου, ως προ­νο­μια­κός δια­με­σο­λα­βη­τής του με το οθω­μα­νι­κό κρά­τος και ως πολύ­μορ­φο στή­ριγ­μα ένα­ντι των αντα­γω­νι­στών του.

Από νωρίς η Εκκλη­σία συν­δέ­θη­κε με έναν από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους μηχα­νι­σμούς του οθω­μα­νι­κού φεου­δαρ­χι­κού κρά­τους: Τον φορο­λο­γι­κό. Ακο­λού­θως, ανέ­λα­βε να απο­δί­δει στην Πύλη έναν ετή­σιο φόρο υπο­τέ­λειας, τον οποίο επι­μέ­ρι­ζε και συνέ­λε­γε από τους πιστούς ανά την αυτο­κρα­το­ρία. Πλέ­ον αυτού, ο κλή­ρος εισέ­πρατ­τε από το λαό μια σει­ρά από τακτι­κές και έκτα­κτες εισφο­ρές, που αθροι­στι­κά έφτα­ναν ακό­μα και το 1/3 των εισο­δη­μά­των του χρι­στια­νού ραγιά.

Η Εκκλη­σία απο­μυ­ζού­σε τους φτω­χούς αγρο­τι­κούς χρι­στια­νι­κούς πλη­θυ­σμούς και εκμε­ταλ­λευό­με­νη την εργα­σία τους στις μεγά­λες εκτά­σεις γης υπό την κατο­χή της (μόνο η γαιο­κτη­σία των μονα­στη­ριών εκτι­μά­το στο 25% — 30% των χρι­στια­νι­κών γαιών). Ο Πρώ­σος διπλω­μά­της και περι­η­γη­τής Jacob S. Bartholdy περιέ­γρα­φε χαρα­κτη­ρι­στι­κά τον κλή­ρο ως «πραγ­μα­τι­κάς βδέλ­λας εκμυ­ζώ­σας το αίμα του λαού», κατα­λή­γο­ντας συμπε­ρα­σμα­τι­κά πως «όπου οι Τούρ­κοι παρέ­χου­σι τοις κλη­ρι­κοίς μεί­ζο­να εξου­σί­αν, εκεί οι υπή­κο­οι πιέ­ζο­νται και κατα­δυ­να­στεύ­ο­νται κατά λόγον διπλά­σιον»1. «Εκα­τόν χιλιά­δες (…) μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νοι», καταγ­γελ­λό­ταν αντί­στοι­χα στην «Ελλη­νι­κή Νομαρ­χία», «τρέ­φο­νται από τους ιδρώ­τας των ταλαί­πω­ρων και πτω­χών Ελλή­νων. Τόσαι εκα­το­ντά­δες μονα­στή­ρια (…) τόσαι πλη­γαί εις την πατρί­δα (…) τρώ­γω­σι τους καρ­πούς της και φυλάτ­του­σι τους λύκους»2.

Οι αγρο­τι­κοί πλη­θυ­σμοί «που κατα­λη­στεύ­ο­νταν» υπέ­με­ναν κατά κανό­να την εκμε­τάλ­λευ­σή τους με παθη­τι­κό­τη­τα, καρ­τε­ρι­κό­τη­τα και φόβο (όπως άλλω­στε τους νου­θε­τού­σε συστη­μα­τι­κά και δια­χρο­νι­κά η Εκκλη­σία). Ενί­ο­τε, ωστό­σο, σήκω­ναν κεφά­λι, «δια­μαρ­τύ­ρο­νταν κι ακο­λου­θού­σαν “προ­στρι­βαί και στά­σεις”. Και οι δεσπο­τά­δες για να τους πει­θα­να­γκά­σουν και να εισπρά­ξουν τα χρή­μα­τα (…) εζή­τα­γαν την ενί­σχυ­ση των πασά­δων (…)»3.

Σε αντί­θε­ση, η πλειο­ψη­φία του κατώ­τε­ρου κλή­ρου «ήσαν και αυτοί πτω­χοί βιο­πα­λαι­σταί», «σάρ­κα απ’ τη σάρ­κα των άλλων χωρι­κών». Αφου­γκρά­ζο­νταν τα προ­βλή­μα­τα και τις αγω­νί­ες τους, αφού «υπέ­φε­ρον από την ίδιαν κατα­πί­ε­σιν και εκμε­τάλ­λευ­σιν» και «δι’ αυτό κατά το 1821 πολ­λοί κλη­ρι­κοί των χωριών ευρέ­θη­σαν παρά το πλευ­ρόν του εξε­γερ­θέ­ντος λαού, αδια­φο­ρού­ντες διά την αντί­θε­τον στά­σιν του επι­σκό­που ή μητρο­πο­λί­του των»4.

Εξαι­ρέ­σεις βεβαί­ως υπήρ­ξαν και στις τάξεις του μεσαί­ου ή και του ανώ­τε­ρου κλή­ρου ακό­μα. Οπως οι λόγιοι ιερείς, που, επη­ρε­α­ζό­με­νοι από τον Δια­φω­τι­σμό, ανέ­πτυ­ξαν προ­ο­δευ­τι­κή για την επο­χή τους σκέ­ψη ή όσοι συμπα­ρα­σύρ­θη­καν από τα επα­να­στα­τι­κά σχέ­δια της ανερ­χό­με­νης αστι­κής τάξης. Ωστό­σο, αυτοί δεν υπήρ­ξαν παρά εξαι­ρέ­σεις στον κανό­να, μη δυνά­με­νοι να αλλά­ξουν τον χαρα­κτή­ρα της Εκκλη­σί­ας ως τμή­μα­τος του οθω­μα­νι­κού φεου­δαρ­χι­κού κράτους.

Υπέρμαχος της «κραταιάς του σουλτάνου βασιλείας»

Sultan MahmudΗ Εκκλη­σία υπήρ­ξε ανα­πό­σπα­στο τμή­μα, αλλά και πυλώ­νας, του οθω­μα­νι­κού φεου­δαρ­χι­κού καθε­στώ­τος. Η ισχύς και το εύρος της επιρ­ρο­ής της σχε­δόν ταυ­τί­ζο­νταν με την ισχύ και την έκτα­ση της αυτο­κρα­το­ρί­ας, γι’ αυτό υπήρ­ξε και ένας από τους πλέ­ον ενερ­γούς υπέρ­μα­χούς της, ένα­ντι τόσο των εξω­τε­ρι­κών όσο και των εσω­τε­ρι­κών εχθρών της. Οι διευ­ρυ­μέ­νες εξου­σί­ες, η οικο­νο­μι­κή της δύνα­μη, η ιδε­ο­λο­γι­κή της ηγε­μο­νία, καθώς και το εκτε­νές δίκτυο των εκπρο­σώ­πων της: Ολα συνη­γο­ρού­σαν στη με κάθε τρό­πο (κατή­χη­ση, παραι­νέ­σεις, απει­λές, κ.λπ.) δια­σφά­λι­ση της ευτα­ξί­ας και υπο­τα­γής μετα­ξύ των πολυά­ριθ­μων υπο­τε­λών χρι­στια­νι­κών πληθυσμών.
Χαρα­κτη­ρι­στι­κή ήταν η επι­χεί­ρη­ση προ­λη­πτι­κής νου­θέ­τη­σης των ραγιά­δων με το ξέσπα­σμα του ρωσο­τουρ­κι­κού πολέ­μου το 1807, όπου «ο Οικου­με­νι­κός Πατριάρ­χης μετά της ιεράς και αγί­ας Συνό­δου» πρό­στα­ζαν τους νησιώ­τες να αχρη­στεύ­σουν τα πλοία τους και «να δια­φυ­λά­ξω­μεν πίστιν και σαδα­κά­τι, υπο­τα­γήν και ευπεί­θειαν εις μόνον τον κρα­ταιό­τα­τον ημών άνα­κτα», δηλα­δή τον σουλ­τά­νο5.
Ανά­λο­γες νου­θε­τή­σεις είχαν γίνει επα­νει­λημ­μέ­να στο παρελ­θόν τόσο για τις έξω­θεν απει­λές κατά της αυτο­κρα­το­ρί­ας, όσο και για τις έσω­θεν. Οπως π.χ. το 1806 — 1807 ενα­ντί­ον των εξε­γερ­θέ­ντων κλε­φταρ­μα­το­λών Θ. Βλα­χά­βα, Γ. Στα­θά, Νικο­τσά­ρα, κ.ά., το 1789 ενα­ντί­ον του Λάμπρου Κατσώ­νη, πρω­τύ­τε­ρα για τα «Ορλο­φι­κά», κ.ο.κ.

Προς υπε­ρά­σπι­ση του οθω­μα­νι­κού καθε­στώ­τος η Εκκλη­σία επι­στρά­τευ­σε ακό­μη και το πλέ­ον ισχυ­ρό όπλο της, τον αφο­ρι­σμό: Ενα­ντί­ον όσων μετεί­χαν στα «Ορλο­φι­κά» (1770 — 1774), των λαϊ­κών μαζών της Κέρ­κυ­ρας που ξεση­κώ­θη­καν κατά των ευγε­νών (1796), των Σου­λιω­τών (1801), των κλε­φτών του Μοριά (1805), των εξε­γερ­θέ­ντων κλε­φταρ­μα­το­λών (1806 — 1807), κ.ο.κ.
Μετα­ξύ των αρμο­διο­τή­των του Πατριαρ­χεί­ου, τέλος, ήταν η στρα­το­λό­γη­ση χρι­στια­νών για την επάν­δρω­ση του οθω­μα­νι­κού στό­λου (όταν προ­έ­κυ­πτε ανά­γκη), καθώς και η συγκέ­ντρω­ση πόρων υπέρ της οθω­μα­νι­κής πολε­μι­κής μηχα­νής (με έκτα­κτες φορο­λο­γί­ες των πιστών).

Η ιδεολογία της υποταγής και η αμφισβήτησή της

Συχνά, στη σχε­τι­κή βιβλιο­γρα­φία η Ορθό­δο­ξη Εκκλη­σία παρου­σιά­ζε­ται ως ο συν­δε­τι­κός — ενο­ποι­η­τι­κός κρί­κος του χρι­στια­νι­κού γένους των Ρωμιών και ως ο βασι­κός παρά­γο­ντας δια­τή­ρη­σης της «εθνι­κής συνεί­δη­σης» κατά την περί­ο­δο της οθω­μα­νι­κής κατάκτησης.

Η Εκκλη­σία δια­φύ­λα­ξε τη γρα­πτή συνέ­χεια της ελλη­νι­κής γλώσ­σας και (ως η θεσμι­κή έκφρα­ση της ορθό­δο­ξης πίστης, που υπήρ­ξε πράγ­μα­τι το βασι­κό στοι­χείο ανα­φο­ράς στη συνεί­δη­ση / αυτο­προσ­διο­ρι­σμό των χρι­στια­νι­κών πλη­θυ­σμών της αυτο­κρα­το­ρί­ας), έπαι­ξε όντως κεντρι­κό συν­δε­τι­κό — ενο­ποι­η­τι­κό ρόλο. Οχι όμως σε «εθνι­κές» γραμ­μές (η θρη­σκευ­τι­κή συνεί­δη­ση δεν ταυ­τι­ζό­ταν με την εθνι­κή, η οποία δεν είχε δια­μορ­φω­θεί ακό­μη). Ούτε βεβαί­ως στην κατεύ­θυν­ση της ανα­τρο­πής του υφι­στά­με­νου καθε­στώ­τος, αλλά της υπο­τα­γής σε αυτό.

Στην πλέ­ον ευρέ­ως δια­δε­δο­μέ­νη εκκλη­σια­στι­κή εκδο­χή της Ιστο­ρί­ας (το «Βιβλί­ον Ιστο­ρι­κόν», που τυπώ­θη­κε του­λά­χι­στον 24 φορές από το 1631 έως το 1818) οι «ανα­φο­ρές στην αρχαία Ελλά­δα και στον πολι­τι­σμό της» έλει­παν εντε­λώς, ενώ «οι Οθω­μα­νοί σουλ­τά­νοι (…) προ­βάλ­λο­νταν ως οι φυσι­κοί διά­δο­χοι των χρι­στια­νών αυτο­κρα­τό­ρων»6.Για την Εκκλη­σία, η αρχαία Ελλά­δα και οι Ελλη­νες παρέ­πε­μπαν στην ειδω­λο­λα­τρία: «Αν και είμαι Ελλη­νας στη γλώσ­σα, δεν θα έλε­γα ποτέ ότι είμαι Ελλη­νας», τόνι­ζε κατη­γο­ρη­μα­τι­κά ο Πατριάρ­χης Γεν­νά­διος Β’, «για­τί δεν σκέ­πτο­μαι όπως κάπο­τε σκέ­πτο­νταν οι Ελλη­νες. Αντί­θε­τα, θέλω να με απο­κα­λούν σύμ­φω­να με την πίστη μου. Κι αν με ρωτού­σε κανείς τι είμαι, θα του έλε­γα πως είμαι χρι­στια­νός». Το Πατριαρ­χείο θα αντι­δρά­σει ακό­μη και στην από­δο­ση «παλαιών (αρχαί­ων) ελλη­νι­κών ονο­μά­των εις τα βαπτι­ζό­με­να βρέ­φη των πιστών», η οποία σημα­το­δο­τού­σε τη στα­δια­κή δια­μόρ­φω­ση εθνι­κής συνεί­δη­σης από τμή­μα­τα της αστι­κής τάξης, χαρα­κτη­ρί­ζο­ντάς την σε σχε­τι­κή του εγκύ­κλιο (1818) ως «διό­λου απρο­σφυή και ανάρ­μο­στο»7.
Η κυριαρ­χού­σα άπο­ψη επο­μέ­νως πως η Εκκλη­σία υπήρ­ξε ο «θεμα­το­φύ­λα­κας» της εθνι­κής συνεί­δη­σης την περί­ο­δο της οθω­μα­νι­κής κυριαρ­χί­ας, δεν θα μπο­ρού­σε να βρί­σκε­ται πιο μακριά από την ιστο­ρι­κή αλήθεια.
Κατά την Εκκλη­σία, η υπο­τα­γή ήταν η «θεό­πνευ­στη» φυσι­κή κατά­στα­ση του ανθρώ­που. «Οι άνθρω­ποι», κήρυτ­τε ο Αθα­νά­σιος ο Πάριος, «ούτε γεν­νώ­νται ούτε είναι εις τον κόσμο ελεύ­θε­ροι»8. «Πας ο ανθι­στά­με­νος τοιαύ­τη εξου­σία (σ.σ. του σουλ­τά­νου)», νου­θε­τού­σε ο Πατριάρ­χης Ιερο­σο­λύ­μων Ανθι­μος, «ενα­ντιού­ται φανε­ρά τη προ­στα­γή τη θεία»!9

Οι υπό­δου­λοι όφει­λαν να υπο­μέ­νουν καρ­τε­ρι­κά τη δου­λεία τους, διό­τι ήταν «θέλη­μα Θεού», «θεϊ­κή τιμω­ρία» για τις «αμαρ­τί­ες» τους. «Το χρό­νο 1453», έγρα­φε στα μέσα του 18ου αιώ­να ο ιερω­μέ­νος λόγιος Θ. Πολυ­ει­δής, «κάθη­σε στον αυτο­κρα­το­ρι­κό θρό­νο της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης ο τολ­μη­ρός εκεί­νος ήρω­ας ο Μωά­μεθ ο Β’ (…) για να τιμω­ρη­θούν (…) τα έθνη για τα αμαρ­τή­μα­τά τους, ή μάλ­λον για κάτι περισ­σό­τε­ρο: Για να προ­θυ­μο­ποι­η­θούν όλοι οι άνθρω­ποι να πορεύ­ο­νται με το φόβο του Θεού, για να μην απο­στρέ­ψει ο Θεός το έλε­ός του από αυτούς»10.

Ακο­λού­θως, δεν απο­τε­λεί έκπλη­ξη η αντί­δρα­ση του Πατριάρ­χη Γρη­γο­ρί­ου Ε’, όταν έμα­θε ότι εμφα­νί­στη­κε στη Σμύρ­νη η «Νέα Πολι­τι­κή Διοί­κη­ση» του Ρήγα, δίνο­ντας εντο­λή στον μητρο­πο­λί­τη της περιο­χής να κατά­σχει κάθε αντί­τυ­πο ώστε «να μην παρε­μπέ­ση τοιού­τον σύνταγ­μα εις ανά­γνω­σιν τω χρι­στια­νι­κώ εμπι­στευ­θέ­ντα σοι λαώ» εφό­σον «πλή­ρες υπάρ­χει σαθρό­τη­τος εκ των θολε­ρών αυτού εννοιών, τοις δόγ­μα­σι της ορθο­δό­ξου ημών πίστε­ως ενα­ντιού­με­νον»11.

Κατά το δεύ­τε­ρο μισό του 18ου αιώ­να, ωστό­σο, οι εξου­σί­ες, η ιδε­ο­λο­γι­κή ηγε­μο­νία και η γενι­κό­τε­ρη θέση της Εκκλη­σί­ας ως πυλώ­να του οθω­μα­νι­κού φεου­δαρ­χι­κού κρά­τους άρχι­σαν να υπο­νο­μεύ­ο­νται ποικιλοτρόπως:

α) Από τη γενι­κό­τε­ρη τάση απο­δυ­νά­μω­σης του οθω­μα­νι­κού φεου­δαρ­χι­κού κρά­τους, και
β) Από την ιδε­ο­λο­γι­κή επί­θε­ση της ανερ­χό­με­νης αστι­κής τάξης (Δια­φω­τι­σμός) αλλά και την επα­να­στα­τι­κή της δρά­ση, που, με ορό­ση­μο τη Γαλ­λι­κή αστι­κή Επα­νά­στα­ση του 1789, απει­λού­σε να ανα­τρέ­ψει συθέ­με­λα τον παλαιό κόσμο της φεου­δαρ­χί­ας (του οποί­ου η Ορθό­δο­ξη Εκκλη­σία — με την τότε μορ­φή της — απο­τε­λού­σε ανα­πό­σπα­στο οργα­νι­κό μέρος).

Ως ενδει­κτι­κά της αμφι­σβή­τη­σης — πολε­μι­κής που ανα­πτύ­χθη­κε στους κόλ­πους της αστι­κής τάξης ένα­ντι της Ορθό­δο­ξης Εκκλη­σί­ας θα μπο­ρού­σαν να ανα­φερ­θούν η «Ελλη­νι­κή Νομαρ­χία» (όπου οι ιερείς καταγ­γέλ­λο­νταν ως βασι­κοί «συνερ­γοί της τυραν­νί­ας» και προ­α­γω­γοί της «αμά­θειας» και της «δει­σι­δαι­μο­νί­ας») και ο Αδ. Κορα­ής (που έκα­νε λόγο για «βάρ­βα­ρους καλο­γε­ρί­σκους, χει­ρό­τε­ρους και απ’ αυτούς τους εξω­τε­ρι­κούς τυράν­νους»). Η Εκκλη­σία, κατά τον Κοραή, «ηθέ­λη­σεν (…) να κοι­μή­ση την δικαί­αν των Γραι­κών αγα­νά­κτη­σιν, και να τους εμπο­δί­ση από το να μιμη­θώ­σι τα σημε­ρι­νά υπέρ της ελευ­θε­ρί­ας κινή­μα­τα πολ­λών εθνών της Ευρώ­πης»12.

Με τις θρη­σκευ­τι­κές εκδό­σεις να υπο­χω­ρούν στα­θε­ρά υπέρ των κοσμι­κών, τα «ανα­τρε­πτι­κά» βιβλία (ελλη­νι­κά και ξένα) να κατα­κλύ­ζουν το ποί­μνιό της, τα σχο­λεία να πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται και τις ιδέ­ες του Δια­φω­τι­σμού να εισχω­ρούν ακό­μη και στις γραμ­μές της, η λυσ­σα­λέα αντί­δρα­ση της Εκκλη­σί­ας δεν απο­τε­λεί έκπλη­ξη. Η αντί­δρα­ση αυτή περιε­λάμ­βα­νε, μετα­ξύ άλλων:

α) Την έκδο­ση πολε­μι­κών κει­μέ­νων κατά του Διαφωτισμού,
β) Τη δημό­σια καύ­ση «των μια­ρών εκεί­νων συγ­γραμ­μά­των» και «σατα­νι­κών ταυ­τών βιβλί­ων» όπως «του αθε­ω­τά­του Βολ­ταίρ»13,
γ) Το κλεί­σι­μο σχο­λεί­ων, όπου η διδα­σκα­λία κρι­νό­ταν ως υπερ­βο­λι­κά προ­ο­δευ­τι­κή (όπως στις Κυδω­νιές, στη Σμύρ­νη, στη Χίο κ.α.),
δ) Την επι­βο­λή λογο­κρι­σί­ας (όπως π.χ. στο έργο του Στέ­φα­νου Δού­γκα «Φυσι­κή», ο οποί­ος ανα­γκά­στη­κε να απο­κη­ρύ­ξει το έργο του ως αιρε­τι­κό και να «υπο­γρά­ψει ομο­λο­γία πίστε­ως στην Ορθοδοξία»),
ε) Τη δίω­ξη προ­ο­δευ­τι­κών λόγιων ιερέ­ων (όπως π.χ. του Βενια­μίν Λέσβιου, που το 1803 κατα­δι­κά­στη­κε από τη Σύνο­δο, ενώ το 1812 ανα­γκά­στη­κε σε παραί­τη­ση και από το σχο­λείο όπου δίδα­σκε), κ.ο.κ.

Σφο­δρό­τα­τη ήταν η πολε­μι­κή απέ­να­ντι στη Γαλ­λι­κή αστι­κή Επα­νά­στα­ση, που απει­λού­σε ευθέ­ως όχι μόνο τα θεω­ρη­τι­κά θεμέ­λια και την ισχύ της Εκκλη­σί­ας, αλλά συνο­λι­κό­τε­ρα το οθω­μα­νι­κό φεου­δαρ­χι­κό σύστη­μα και κρά­τος. «Προ­σέ­χε­τε χρι­στια­νοί», δια­κή­ρυτ­τε ο Πατριάρ­χης Ιερο­σο­λύ­μων Ανθι­μος, «φυλά­ξε­τε στε­ρε­άν την πατρο­πα­ρά­δο­τον πίστιν και ως οπα­δοί του Ιησού Χρι­στού απα­ρα­σά­λευ­τον την υπο­τα­γήν εις την πολι­τι­κήν διοί­κη­σιν ήτις χαρί­ζει όσα ανα­γκαία μόνον εις την παρού­σαν ζωήν (…) Αι περί ελευ­θε­ρί­ας και­ναί διδα­σκα­λί­αι ως απα­δού­σαι εις την θεί­αν γρα­φήν και την απο­στο­λι­κήν διδα­σκα­λί­αν είνε άρα αξιο­μί­ση­τοι»!14

Η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην Επανάσταση του 1821

Sultan Mahmud Μαχμούτ ΒΕχο­ντας υπό­ψη τα παρα­πά­νω, η στά­ση της Εκκλη­σί­ας ένα­ντι της Επα­νά­στα­σης του 1821 ήταν η ανα­με­νό­με­νη. Οπως ανα­φέ­ρει ο Π. Πιπι­νέ­λης, «εις την κρί­σι­μον ταύ­την στιγ­μήν της εθνι­κής απο­φα­σι­στι­κό­τη­τος ο κλή­ρος ετά­χθη κατά το πλεί­στον αυτού υπέρ της δια­τη­ρή­σε­ως της κρα­τού­σης τάξε­ως πραγ­μά­των, και κατ’ ανα­γκαί­αν των πραγ­μά­των συνο­χήν υπέρ της τουρ­κι­κής αυτο­κρα­το­ρί­ας»15.

Το γεγο­νός αυτό εκφρά­στη­κε με τον πλέ­ον κατη­γο­ρη­μα­τι­κό τρό­πο στο ανώ­τα­το επί­πε­δο της εκκλη­σια­στι­κής ιεραρ­χί­ας με τον αφο­ρι­σμό της Επα­νά­στα­σης από τον ίδιο τον Πατριάρ­χη Γρη­γό­ριο Ε’. Στην πρώ­τη πατριαρ­χι­κή εγκύ­κλιο (που συνυ­πο­γρα­φό­ταν από 22 ακό­μη ιεράρ­χες), η Επα­νά­στα­ση κατα­δι­κα­ζό­ταν ως «αχα­ρι­στία (…) συνω­δευ­μέ­νη και με πνεύ­μα κακο­ποιόν και απο­στα­τι­κόν ενα­ντί­ον της κοι­νής ημών ευερ­γέ­τι­δος και τρο­φού, κρα­ταιάς και αητ­τή­του βασι­λεί­ας» που «εμφαί­νει και τρό­πον αντί­θε­ον». Οι ηγέ­τες της χαρα­κτη­ρί­ζο­νταν «συμπρά­κτο­ρες φιλε­λεύ­θε­ροι» που «επε­χεί­ρη­σαν εις έργον μια­ρόν, θεο­στε­γές και ασύ­νε­τον, θέλο­ντες να δια­τα­ρά­ξω­σι την άνε­σιν και ησυ­χί­αν των ομο­γε­νών μας πιστών ραγιά­δων της κρα­ταιάς βασι­λεί­ας». Ακο­λού­θως, σύσ­σω­μος ο οργα­νι­σμός της Εκκλη­σί­ας καλού­νταν όπως ενερ­γή­σει επι­με­λώς για «την διά­λυ­σιν των σκευω­ριών», «την επι­στρο­φήν των πλα­νη­θέ­ντων», καθώς και «την άμε­σον και έμμε­σον κατα­δρο­μήν και εκδί­κη­σιν των επι­με­νό­ντων εις τα απο­στα­τι­κά φρο­νή­μα­τα». Σε επό­με­νη εγκύ­κλιό του ο Πατριάρ­χης θα αφο­ρί­σει όλους τους μετέ­χο­ντες στην Επα­νά­στα­ση: «Κατη­ρα­μέ­νοι και ασυγ­χώ­ρη­τοι και άλυ­τοι μετά θάνα­τον, και τω αιω­νίω υπό­δι­κοι ανα­θέ­μα­τι (…) Σχι­σθεί­σα η γη κατα­πί­οι αυτούς (…) πατά­ξαι Κύριος αυτούς τω ψύχει, τω πυρε­τώ, τη ανε­μο­φθο­ρία και τη ώχρα (…) επι­πε­σεί­τω­σαν επί τας κεφα­λάς αυτών κεραυ­νοί της θεί­ας αγα­να­κτή­σε­ως, είη­σαν τα κτή­μα­τα αυτών εις παντε­λή αφα­νι­σμόν και εις εξο­λό­θρευ­σιν, γενη­θή­τω­σαν τα τέκνα αυτών ορφα­νά και οι γυναί­κες αυτών χήραι, εν γενεά μια εξα­λει­φθείη το όνο­μα αυτών μετ’ ήχου, και ου μη μένη αυτοίς λίθος επί λίθου (…)»16.

Οι αφο­ρι­σμοί, παρό­τι είχαν αντί­κτυ­πο σε ένα μεγά­λο κομ­μά­τι των πιστών, δεν κατά­φε­ραν να πνί­ξουν την Επα­νά­στα­ση εν τη γενέ­σει της. Ο απαγ­χο­νι­σμός του Γρη­γο­ρί­ου Ε’ υπήρ­ξε συνέ­πεια της απο­τυ­χί­ας του, ως «αξιω­μα­τού­χου» της Πύλης επι­φορ­τι­σμέ­νου με την «αξιο­πι­στία» (ευτα­ξία) του υπό την ηγε­σία του «χρι­στια­νι­κού λαού», να αντα­πο­κρι­θεί στα καθή­κο­ντά του.

Η αντε­πα­να­στα­τι­κή δρά­ση της Εκκλη­σί­ας συνέ­βα­λε στην υπο­νό­μευ­ση — και κατα­στο­λή — πολ­λών εστιών του αγώ­να (στη Θεσ­σα­λία, στη Μακε­δο­νία, στην Κρή­τη κ.α.). Το 1828, πολυ­με­λής αντι­προ­σω­πεία της «Μεγά­λης Εκκλη­σί­ας» επέ­δω­σε στον κυβερ­νή­τη Ι. Καπο­δί­στρια «συνο­δι­κήν επι­στο­λήν νου­θε­τού­σαν, απει­λού­σαν και προ­τρέ­που­σαν εις υπο­τα­γήν»17.

Η επα­να­στα­τι­κή εξου­σία, από τη μεριά της, φρό­ντι­σε να φέρει υπό τον έλεγ­χό της την Εκκλη­σία στις εξε­γερ­θεί­σες περιο­χές. Η Εθνο­συ­νέ­λευ­ση του Αστρους (1823) απο­φά­σι­σε να μη γίνο­νται δεκτοί ιερείς ή εγκύ­κλιοι του Πατριαρ­χεί­ου «εφ’ όσον επι­κρα­τεί ο Ελλη­νι­κός αγών»18.

Η Εκκλη­σία ήταν εκ θέσε­ως και εκ πεποι­θή­σε­ως ενά­ντια στην Επα­νά­στα­ση, τόσο για­τί αντέ­βαι­νε στο ρόλο της στο πλαί­σιο του οθω­μα­νι­κού φεου­δαρ­χι­κού κρά­τους, όσο και για­τί υπο­νό­μευε ταυ­τό­χρο­να την ισχύ της ίδιας. Η συγκρό­τη­ση ανε­ξάρ­τη­του αστι­κού έθνους — κρά­τους, άλλω­στε, θα σήμαι­νε μετα­ξύ άλλων την κατάρ­γη­ση των κοσμι­κών εξου­σιών και αρμο­διο­τή­των της, την απώ­λεια της έως τότε θεσμι­κής ιδιό­τη­τας του Πατριαρ­χεί­ου ως «επι­κε­φα­λής του γένους», κ.ο.κ. Οπως και έγινε.

Εχο­ντας υπό­ψη τα παρα­πά­νω, δεν απο­τε­λεί έκπλη­ξη το γεγο­νός ότι, κατά το πρώ­το στά­διο της προ­ε­τοι­μα­σί­ας της Επα­νά­στα­σης, οι Φιλι­κοί «απέ­κλειον της κατη­χή­σε­ως (…) τους αρχιε­ρείς, επί τω ιδα­νι­κώ φόβω ότι (…) ως έχου­σαι υλι­κάς τινας ωφε­λεί­ας υπό των Τούρ­κων, δεν ήθε­λον προ­τι­μή­σει την διά θυσιών και μαρ­τυ­ριών προ­σκτω­μέ­νην πάντο­τε ελευ­θε­ρί­αν»19.Ωστό­σο, η γραμ­μή αυτή θα άλλα­ζε καθώς η Φιλι­κή Εται­ρεία συνει­δη­το­ποιού­σε την ανά­γκη διεύ­ρυν­σης της κοι­νω­νι­κής της βάσης για την επι­τυ­χή έκβα­ση των σκο­πών της, εκτι­μώ­ντας πως η έντα­ξη σε αυτή ενός ικα­νού τμή­μα­τος της έως τότε πολι­τι­κο­θρη­σκευ­τι­κής ηγε­σί­ας θα κινη­το­ποιού­σε λαϊ­κές δυνά­μεις, που ακό­μη — εν πολ­λοίς — προ­σέ­βλε­παν στην τελευταία.

Από τα 692 μέλη της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας, που παρα­θέ­τει ονο­μα­στι­κά ο Ι. Φιλή­μων, οι 32 ήταν ιερείς δια­φό­ρων βαθ­μών (4,62%), εκ των οποί­ων οι 15 υπήρ­ξαν κατώ­τε­ροι κλη­ρι­κοί (παπά­δες, διά­κο­νοι, μονα­χοί, κ.λπ.) και οι 17 ανώ­τε­ροι (επί­σκο­ποι, ηγού­με­νοι, μητρο­πο­λί­τες, αρχιε­πί­σκο­ποι, κ.λπ.).
Ενδει­κτι­κά — για τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό τους ρόλο στην Επα­νά­στα­ση — θα μπο­ρού­σα­με να ανα­φέ­ρου­με τον αρχι­μαν­δρί­τη Γρη­γό­ριο Δικαίο Παπα­φλέσ­σα (μέλος της «Υπέρ­τα­της Αρχής» της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας και από τους πιο δρα­στή­ριους «απο­στό­λους» της — έπε­σε στη μάχη το 1825), τον Δια­φω­τι­στή λόγιο Ανθι­μο Γαζή (επί­σης μέλος της «Υπέρ­τα­της Αρχής» της Φιλι­κής Εται­ρεί­ας και οργα­νω­τής της Επα­νά­στα­σης στη Θεσ­σα­λο­μα­γνη­σία), τον μητρο­πο­λί­τη και οπα­δό του Δια­φω­τι­σμού Κύριλ­λο Β’ Αγρα­φιώ­τη (που αρνή­θη­κε να κοι­νο­ποι­ή­σει τον αφο­ρι­σμό του Πατριάρ­χη και τάχθη­κε με τους «καρ­μα­νιό­λους» της Σάμου, μετέ­χο­ντας ο ίδιος στις μάχες), κ.ά.

Πολύ ευρύ­τε­ρη υπήρ­ξε η απή­χη­ση της Επα­νά­στα­σης στον κατώ­τε­ρο κλή­ρο, που, όπως ειπώ­θη­κε ήδη, προ­σέγ­γι­ζε κοι­νω­νι­κο­τα­ξι­κά τις αγρο­τι­κές λαϊ­κές μάζες, τα προ­βλή­μα­τα, τις αγω­νί­ες και τις προσ­δο­κί­ες τους, μετέ­χο­ντας δρα­στή­ρια στον αγώ­να, συχνά με το όπλο στο χέρι.

Η αστι­κή επα­να­στα­τι­κή εξου­σία γρή­γο­ρα μετέ­τρε­ψε την Εκκλη­σία σε όργα­νό της, παίρ­νο­ντας τον έλεγ­χό της στις απε­λευ­θε­ρω­θεί­σες περιο­χές και ανα­προ­σαρ­μό­ζο­ντάς την ως θεσμό στις ανά­γκες και λει­τουρ­γί­ες του υπό δια­μόρ­φω­ση αστι­κού κρά­τους. Το 1833 η Εκκλη­σία της Ελλά­δος ανα­κη­ρύ­χθη­κε ανε­ξάρ­τη­τος και αυτοκέφαλη.

Το Πατριαρ­χείο ανα­γνώ­ρι­σε το αυτο­κέ­φα­λο της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος μόλις το 1850, δηλα­δή κοντά δύο δεκα­ε­τί­ες μετά την ίδρυ­ση του ελλη­νι­κού αστι­κού κράτους.

Παρα­πο­μπές:

  1. Διο­νύ­σιος Θερεια­νός, «Αδα­μά­ντιος Κορα­ής», τόμ. 1ος, εκδ. Τύποις του Αυστρο­ουγ­γρι­κού Λόυδ, Τερ­γέ­στη, 1889, σελ. 362.
  2. Ανω­νύ­μου του Ελλη­νος, «Ελλη­νι­κή Νομαρ­χία», εκδ. «Απο­σπε­ρί­της», Αθή­να, 1982, σελ. 173 και Πανα­γιώ­της Πιπι­νέ­λης, «Πολι­τι­κή ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Επα­να­στά­σε­ως», εκδ. «Αγών», Αθή­να, 1928, σελ. 35.
  3. Τάκης Στα­μα­τό­που­λος, «Ο εσω­τε­ρι­κός αγώ­νας πριν και κατά την επα­νά­στα­ση του 1821», εκδ. «Κάλ­βος», Αθή­να, 1978, σελ. 155 — 157.
  4. Γιά­νης Κορ­δά­τος, «Η κοι­νω­νι­κή σημα­σία της ελλη­νι­κής επα­να­στά­σε­ως του 1821», εκδ. «Επι­και­ρό­τη­τα», Αθή­να, 1975, σελ. 104 — 105 και Γιώρ­γος Διζι­κι­ρί­κης, «Ο νεο­ελ­λη­νι­κός δια­φω­τι­σμός και το ευρω­παϊ­κό πνεύ­μα», 1750 — 1821, εκδ. «Φιλιπ­πό­τη», Αθή­να, 1984, σελ. 14.
  5. Νικό­λα­ος Ιγγλέ­ζης, «Τα αρμα­τω­λί­κια», εκδ. «Τυπο­γρα­φείο της Αθη­να­ΐ­δος», Αθή­να, 1884, σελ. 16 — 19.
  6. Πασχά­λης Κιτρο­μη­λί­δης, «Νεο­ελ­λη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός», εκδ. ΜΙΕΤ, Αθή­να, 1999, σελ. 86 — 88.
  7. Συλ­λο­γι­κό, «Ιστο­ρία των Ελλή­νων», τόμ. 10ος, εκδ. «Δομή», Αθή­να, σελ. 590 — 591 και Κων­στα­ντί­νος Δημα­ράς, «Ο Κορα­ής και η επο­χή του», εκδ. «Αετός», Αθή­να, 1953, σελ. 304.
  8. Αθα­νά­σιος ο Πάριος, «Απο­λο­γία Χρι­στια­νι­κή», εκδ. Τυπο­γρα­φία του Νάϋ­μπερτ, Λει­ψία, 1805, σελ. 14.
  9. Πατριάρ­χης Ανθι­μος Ιερο­σο­λύ­μων, «Διδα­σκα­λία Πατρι­κή», εκδ. Τυπο­γρα­φείο Ιωάν­νου Πογώς, Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, 1798, σελ. 21 — 23.
  10. Στο Πασχά­λης Κιτρο­μη­λί­δης, «Νεο­ελ­λη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός», εκδ. ΜΙΕΤ, Αθή­να, 1999, σελ. 173.
  11. Γρη­γό­ριος Παπα­δό­που­λος — Γεώρ­γιος Αγγε­λό­που­λος, «Τα κατά τον αοί­δι­μον πρω­τα­θλη­τήν του ιερού των Ελλή­νων αγώ­νος τον Πατριάρ­χην Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως Γρη­γό­ριον τον Ε’», εκδ. Εθνι­κό Τυπο­γρα­φείο, Αθή­να, 1865, σελ. 498 — 499.
  12. Ανω­νύ­μου του Ελλη­νος, «Ελλη­νι­κή Νομαρ­χία», εκδ. «Απο­σπε­ρί­της», Αθή­να, 1982, σελ. 116, 150, Αδα­μά­ντιος Κορα­ής, «Αλλη­λο­γρα­φία», τόμ. 1ος, εκδ. «Εστία», Αθή­να, 1964, σελ. 100 — 101 και Αδα­μά­ντιος Κορα­ής, «Αδελ­φι­κή Διδα­σκα­λία», χ.ε., Ρώμη, 1798, σελ. 27.
  13. Αθα­νά­σιος ο Πάριος, «Απο­λο­γία Χρι­στια­νι­κή», εκδ. Τυπο­γρα­φία του Νάϋ­μπερτ, Λει­ψία, 1805, σελ. 116.
  14. Πατριάρ­χης Ανθι­μος Ιερο­σο­λύ­μων, «Διδα­σκα­λία Πατρι­κή», εκδ. Τυπο­γρα­φείο Ιωάν­νου Πογώς, Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, 1798, σελ. 15 — 16.
  15. Πανα­γιώ­της Πιπι­νέ­λης, «Πολι­τι­κή ιστο­ρία της ελλη­νι­κής επα­να­στά­σε­ως», εκδ. «Αγών», Αθή­να, 1928, σελ. 45.
  16. Σπυ­ρί­δων Τρι­κού­πης, «Ιστο­ρία της ελλη­νι­κής επα­να­στά­σε­ως», τόμ. Α’, εκδ. «Ωρα», Αθή­να, 1888, σελ. 254 — 264.
  17. Σπυ­ρί­δων Τρι­κού­πης, «Ιστο­ρία της ελλη­νι­κής επα­να­στά­σε­ως», τόμ. Δ’, εκδ. «Ωρα», Αθή­να, 1888, σελ. 212 — 213.
  18. Χρυ­σό­στο­μος Παπα­δό­που­λος, «Ιστο­ρία της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος», τόμ. 1ος, εκδ. Τυπο­γρα­φεί­ον Πετρά­κου, Αθή­να, 1920, σελ. 25 — 26.
  19. Ανα­στά­σιος Γού­δας, «Βίοι παράλ­λη­λοι των επί της ανα­γεν­νή­σε­ως της Ελλά­δος δια­πρε­ψά­ντων ανδρών», τόμ. Α’, εκδ. Τυπο­γρα­φεί­ον Μ. Π. Περί­δου, 1869, Αθή­να, σελ. 104.

Του Ανα­στά­ση ΓΚΙΚΑ
μέλους του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ


της Ελλάδος 200 Χρόνια 1821ΣΣ |> Τότε όπως και σήμε­ρα η εκκλη­σία “φρο­ντί­ζει” ‑από τη σκο­πιά της, την κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή μόρ­φω­ση του “ποι­μνί­ου” της…
▪️  Η Εκκλη­σία της Ελλά­δος «δια της Ιεράς Συνό­δου, των Ιερών Μητρο­πό­λε­ων και των οργα­νι­σμών της συμ­με­τέ­χει στους εορ­τα­σμούς για την συμπλή­ρω­ση 200 ετών από την Επα­νά­στα­ση του 1821 με επι­στη­μο­νι­κά συνέ­δρια, εκδό­σεις, μαθη­τι­κούς δια­γω­νι­σμούς, ραδιο­φω­νι­κές εκπο­μπές και άλλες επε­τεια­κές εκδη­λώ­σεις που θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν ανά την επι­κρά­τεια».

▪️ 1821–2021 >200 χρό­νια Εθνε­γερ­σί­ας: Από τον κεντρι­κό ιστο­χώ­ρο του Ecclesia μπο­ρεί­τε να ενη­με­ρω­θεί­τε για τις δραστηριότητες:

ℹ️  Οι ενδια­φε­ρό­με­νοι μπο­ρούν ακό­μη να ενη­με­ρώ­νο­νται από την ειδι­κή ιστο­σε­λί­δα και τα μέσα κοι­νω­νι­κής δικτύ­ω­σης της Εκκλη­σί­ας της Ελλά­δος για τους εορ­τα­σμούς του 2021, που είναι τα ακόλουθα:

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο