Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Η 9η Φεβρουα­ρί­ου, ημέ­ρα μνή­μης του εθνι­κού ποι­η­τή Διο­νυ­σί­ου Σολω­μού, έχει καθιε­ρω­θεί ως Παγκό­σμια Ημέ­ρα Ελλη­νι­κής Γλώσσας.

Εγώ πάντα με την Ηπει­ρώ­τι­κη λαλιά, τη λαλιά που αχο­λό­γη­σε στα Τζου­μέρ­κα και στα Ραδοβίζια…

Πέρα­σε πάνω κάτω μισός αιώ­νας από τότε που κατσιαρ­τί­σα­με από το χωριό… Με το που τελειώ­σα­με το Γυμνά­σιο όλοι σκορ­πί­σα­με. Άλλος για Γιάν­νι­να, άλλος για Άρτα και οι περισ­σό­τε­ροι για την Αθή­να. Το πώς φτά­σα­με, πού κατα­λύ­σα­με, πώς πορέ­ψα­με και πότε «ποδα­ρώ­σα­με» είναι μια άλλη ιστο­ρία ‑απί­στευ­τη για τους νέους, φυσιο­λο­γι­κή για όλους μας‑, για μάς δηλα­δή που γευ­τή­κα­με τα απο­τε­λέ­σμα­τα, «τα καλά και τα καλού­δια» της εσω­τε­ρι­κής μετα­νά­στευ­σης. «Και πάλι καλά να λες…». Τη λέξη Αθή­να κι όταν «εγκα­τα­στα­θή­κα­με» αλλά και πριν την προ­φέ­ρα­με με «κάθε επι­ση­μό­τη­τα» και με από­λυ­το σεβα­σμό. Λέγο­ντας Αθή­να μόνο που δεν στε­κό­μα­σταν σε στά­ση προσοχής.

Παράλ­λη­λα με κατε­βα­σμέ­νο πάντα το κεφά­λι μιλού­σα­με, όταν μιλού­σα­με, με Αθη­ναί­ους, άντρες και γυναί­κες. Ήταν κάτι το «άγευ­στον» για μας. «Πολι­τι­σμέ­νοι…». Και ειδι­κά όταν άκου­γες κάτι κυρί­ες που σού επα­να­λάμ­βα­ναν: «Εγώ που είμαι βέρα Αθη­ναία». Και προ­σπα­θού­σα­με να αλλά­ξου­με ομι­λία, τρό­πους συμπε­ρι­φο­ράς, συνή­θειες…, για να ταυ­τι­στού­με με τους «γηγε­νείς» και κατά συνέ­πεια πολι­τι­σμέ­νους κατοί­κους της πρωτεύουσας.

Ήταν ο κανό­νας. Η νοο­τρο­πία που θέριε­ψε και επι­κρά­τη­σε στα χρό­νια της μεγά­λης εσω­τε­ρι­κής μετα­νά­στευ­σης. Τότε που για να μπεις, να «εκκοι­νω­νι­στείς» στο πολι­τι­σμέ­νο άστυ έπρε­πε να ξεχά­σεις ή και να διώ­ξεις από το φρα­σε­ο­λό­γιό σου λέξεις και φρά­σεις της ντο­πιο­λα­λιάς σου. Δια­φο­ρε­τι­κά, αυτό­μα­τα έπαιρ­νες το χρί­σμα του «βλα­χα­δε­ρού», του «βλα­χο­ό­ντος» κλπ. Και το κάνα­με. Συνει­δη­τά ή ασυ­νεί­δη­τα, το κάνα­με… Κι ούτε που κατα­λα­βαί­να­με πως έτσι συμ­βάλ­λα­με στο να χαθεί μεγά­λο μέρος από την πλού­σια, εύρω­στη και εύπλα­στη τοπι­κή λαλιά μας.

Και να ήταν μόνο αυτό; Μαζί με τη λαλιά «έφυ­γαν» ακού­σμα­τα, συναι­σθή­μα­τα, «αδυ­νά­τι­σαν» μνή­μες και παρα­δό­σεις, σβή­στη­κε η μυρω­διά και περιο­ρί­στη­κε η αρχο­ντιά και το μεγα­λείο της ηπει­ρώ­τι­κης προ­κο­πής. Και άντε παρα­κά­τω. «Ήταν στρα­βό το κλί­μα, το έφα­γε και ο γάι­δα­ρος». Τη βάλα­με εμείς στην άκρη τη λαλιά μας, έμει­ναν τα χωριά «έρμα μαντριά γεμά­τα λύκ’ς», πλέ­ον η γλώσ­σα δια­μορ­φώ­νε­ται κυρί­ως από «ισχυ­ρούς ομο­γε­νο­ποι­η­τι­κούς παρά­γο­ντες». Το ενιαίο εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα, η Τηλε­ό­ρα­ση και κυρί­ως το δια­δί­κτυο. Ποιος και για­τί να μιλή­σει τη λαλιά μας. Μας μάτζια­σε «η αθρόα εισβο­λή και η άκρι­τη απο­δο­χή ξένων λέξε­ων». Κατε­βα­σιά αλη­θι­νή! Και σε κάθε «κατε­βα­σιά» κατρα­κυ­λάν πέτρες, κοτρώ­νια, κλα­διά και δέντρα, ζωή και δημιουρ­γία, συναί­σθη­μα και πολιτισμός.

Κι όσο θυμά­μαι που κάπο­τε είπα τη φρά­ση «πάω να σφουγ­γι­στώ» και με πόση ειρω­νεία με κοί­τα­ξαν οι της παρέ­ας μου, τύχαι­νε να είμαι εγώ μόνο Ηπει­ρώ­της, με πιά­νει ένα σύγκρυο ενο­χής για το «κατα­κρε­ούρ­γη­μα» που ‑έστω και άθε­λα- κάνα­με στη γλώσ­σα μας. Όχι σφουγ­γι­στώ, αλλά σκου­πι­στώ. Τέρ­μα η εντο­λή της για­γιάς «σφουγ­γίσ’ μωρέ κρούν’κο, θα που­ντιά­σεις και δεν έχω όρεξ’ να σ’ ρίξω ποτή­ρια». Αργό­τε­ρα, το έμα­θα… Και έμα­θα πολ­λά. Έμα­θα πως σφουγ­γί­ζω σημαί­νει στε­γνώ­νω με πανί, με πετσέ­τα, ενώ σκου­πί­ζω σημαί­νει διώ­χνω με τη σκού­πα από το πάτω­μα ή γενι­κά από το έδα­φος τα σκού­πρα. Έμα­θα δηλα­δή πολύ καλά πώς είχε δίκιο η για­γιά μου που φώνα­ζε.. «Α, πα, πα. Γιόμ(ι)σε σκού­πρα η αυλή, να προ­κά­νω να σκου­πί­σω». Και πρό­κα­νε και σκού­πι­ζε και μας σφούγ­γι­ζε όταν μας «μπα­νιά­ρι­ζε για να μην που­ντιά­σου­με». Ήταν τότε που η για­γιά έλε­γε και ξανά­λε­γε στο εγγο­νά­κι της: «Λάρω­σε καλό μ’, λάρω­σε παι­δά­κι μ’. Τώρα έρχε­ται η μάνα σ’». Δεν έλε­γε «στα­μά­τα το κλά­μα» ή «σώπα»… Δεν έδι­νε η για­γιά εντο­λές. Μιλού­σε με εύη­χες και σωστές λέξεις, με ατό­φιους ήχους, χωρίς καλού­πια και γλωσ­σι­κά περιμαντρώματα.

«Τι με τ(η)ράς μωρέ μού­κα­κα. Σφουγ­γίσ’ μην που­ντιά­σεις από τις λεκτι­κές σια­μου­νί­κλες» θα μας έλε­γε σήμε­ρα… Και «θα μας βάρα­γε με κανέ­να κόπα­νο στο ρ’ζάφτ’ που θα πήγαι­νε το αίμα τσα­μπού­να». Δεν μας βάρε­σε με κανέ­να κόπα­νο ούτε σφρουτζούλ(ι)σε η για­γιά κανέ­να στού­μπο, αλλά καλού­λα όπως ήταν μας άφη­σε να κάνου­με αυτά που κάνα­με στη γλώσ­σα μας και εν γένει στην πολι­τι­στι­κή μας ιδιο­προ­σω­πία. Γλώσ­σα, παρά­δο­ση, συνή­θειες, ακού­σμα­τα, συναι­σθή­μα­τα όλα «τα πήρε το ποτά­μι, τα πήρε ο ποτα­μός». Τα έπνι­ξε η νοο­τρο­πία του «παγκο­σμιο­ποι­η­μέ­νου εκμο­ντερ­νι­σμού» που κοντέ­ψα­με να κάνου­με τρό­πο ζωής το απο­διώ­ξι­μο του γηγε­νούς στοι­χεί­ου και την άκρι­τη και αλό­γι­στη απο­δο­χή επεί­σα­κτων βιο­μη­χα­νο­ποι­η­μέ­νων, δήθεν πολι­τι­στι­κών, προ­ϊ­ό­ντων. Κάπως έτσι θα το λέγα­με, αν κάνα­με τον απο­λο­γι­σμό μας. «Τέτοιοι χάφτες που ήμα­σταν ό,τι και να μας σέρ­βι­ραν εμείς το χάφτα­με. Χαρ­δα­λού­πες αληθινοί».

_______________________________________________________________________

toumpourosΟ Χρήστος Α.Τούμπουρος γεννήθηκε στην Άγναντα Άρτας (Τζουμέρκα). Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έγραψε τέσσερα βιβλία: «Αγναντίτικα Λιχνίσματα», «Το Γυμνάσιο Αγνάντων ο Πνευματικός Φάρος των Τζουμέρκων», «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» και «Τραγουδώντας την ξενιτιά», καθώς και εννέα θεατρικά έργα με περιεχόμενο που αφορά τη ζωή στην Ήπειρο.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο