Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς του Antonio Gramsci

Επι­μέ­λεια Ομά­δα ¡H.lV.S! //

Κάθε πρωί, που ξυπνάω κάτω από την απε­ρα­ντο­σύ­νη του ουρα­νού, νιώ­θω ότι για μένα είναι παρα­μο­νή της Πρω­το­χρο­νιάς.

Γι αυτό μισώ αυτές τις συμ­βα­τι­κές πρω­το­χρο­νιές που διαρ­κούν δυο καθο­ρι­σμέ­νες μέρες  που μετα­τρέ­πουν τη ζωή και το ανθρώ­πι­νο πνεύ­μα σε εμπο­ρι­κή εται­ρεία με τον καλό ισο­λο­γι­σμό της και τον προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό και ένα λογι­στι­κό καθο­λι­κό «εις νέον» για την επό­με­νη διαχείριση.

Όλα αυτά που εξα­φα­νί­ζουν την αίσθη­ση της συνέ­χειας της ζωής, της ίδια της οντό­τη­τάς μας.

Για να μας κάνουν να πάρου­με στα σοβα­ρά ότι, από χρο­νιά σε χρο­νιά υπάρ­χει μια λύση της συνέ­χειας, πως δήθεν ξεκι­νά μια νέα ιστο­ρία, με έπαρ­ση για τα καλά, δηλώ­σεις μετά­νοιας για τα ανά­πο­δα κ.λπ. Αυτό θα ήταν κάτι σαν λάθος τόπος σε λάθος στιγμή.

Λένε πως η χρο­νο­λό­γη­ση είναι η ραχο­κο­κα­λιά της ιστο­ρί­ας — ας το δεχτού­με προς το παρόν…

Αλλά πρέ­πει επί­σης να παρα­δε­χτού­με ότι υπάρ­χουν τέσ­σε­ρις ή πέντε θεμε­λιώ­δεις ημε­ρο­μη­νί­ες, τις οποί­ες κάθε άνθρω­πος πρέ­πει να βάλει καλά στο μυα­λό του σαν μελα­νά σημεία της ιστο­ρί­ας …οι πρω­το­χρο­νιές της ρωμαϊ­κής ιστο­ρί­ας, ή του Μεσαί­ω­να ή της σύγ­χρο­νης νέας τάξης.

Και είναι πλέ­ον τόσο τρα­γι­κά απο­λι­θώ­μα­τα, ώστε να εκπλήσ­σου­με μερι­κές φορές τον ίδιο τον εαυ­τό μας πιστεύ­ο­ντας ότι η ζωή στην Ιτα­λία ξεκί­νη­σε το 752 και ότι το 1490 ή το 1492 [#] είναι σαν βου­νά που η ανθρω­πό­τη­τα τα πέρα­σε με μιας μπαί­νο­ντας σε ένα και­νούρ­γιο κόσμο, ξεκι­νώ­ντας μια νέα ζωή από το πουθενά.

Έτσι, [#]γίνε­ται κάτι σαν εμπό­διο, ένα προ­στα­τευ­τι­κό κιγκλί­δω­μα που μας εμπο­δί­ζει να δού­με ότι η ιστο­ρία δε στα­μα­τά­ει ξετυ­λί­γε­ται χωρίς τελειω­μό σε μια γραμ­μή, χωρίς στά­σεις, όπως όταν στον κινη­μα­το­γρά­φο κόβε­ται το φιλμ υπάρ­χει εκεί­νο το μικρό διά­στη­μα με το εκτυ­φλω­τι­κό φως της μηχα­νής προβολής.

Γι αυτό μισώ την παρα­μο­νή της Πρω­το­χρο­νιάς. Θέλω κάθε πρωί να είναι -και είναι, μια νέα χρο­νιά για μένα. Κάθε μέρα θέλω να κάνω τους λογα­ρια­σμούς με τον εαυ­τό μου και να αλλά­ζω προς το καλύ­τε­ρο. Μέρα αργί­ας και ανά­παυ­σης δεν προ­βλέ­πε­ται. Οι στά­σεις που επι­λέ­γω, είναι μόνο όταν νιώ­θω μεθυ­σμέ­νος από την έντα­ση της ζωής μου και θέλω να κάνω μια βου­τιά στην ζωτι­κό­τη­τα για να αντλή­σω νέα δύνα­μη.

Καμιά μετα­φυ­σι­κή παρερ­μη­νεία! Κάθε ώρα της ζωής μου θα ήθε­λα να είναι το και­νού­ριο, ακό­μα και αν συν­δέ­ε­ται με το παρελ­θόν. Χωρίς  έμμε­τρες συλ­λο­γι­κές παια­νί­ζου­σες θριαμ­βο­λο­γί­ες ‑που δήθεν έχουν να κάνουν με τους παπ­πού­δες και τους προ­πάπ­πους μας, που πρέ­πει να μοι­ρα­στώ με όλους τους ξένους στην ιδε­ο­λο­γία μου που δεν με ενδια­φέ­ρουν καθό­λου. Όλα αυτά μου κάθο­νται στο στομάχι.

Περι­μέ­νω λοι­πόν τον σοσια­λι­σμό για έναν ακό­μη λόγο. Για­τί θα ρίξει στο χωμα­τε­ρή σκου­πι­διών όλες αυτές τις ημε­ρο­μη­νί­ες, που δεν έχουν πλέ­ον καμία απή­χη­ση στο πνεύ­μα μας, θα δημιουρ­γή­σει και­νούρ­γιες, που θα είναι του­λά­χι­στον οι δικές μας, και όχι εκεί­νες που πρέ­πει να δεχτού­με άκρι­τα από κάποιους ηλί­θιους ανιό­ντες μας

[#] 752 Θεω­ρεί­ται η χρο­νιά (επαν)ίδρυσης της καθο­λι­κής εκκλησίας

1490–1492 Ο Κολόμ­βος έχει ήδη συντά­ξει τον περί­φη­μο χάρ­τη του (1490) και στη συνέ­χεια (1492), ξεκι­νά­ει το ιστο­ρι­κό του ταξί­δι. Ταυ­τό­χρο­να (και ίσως ακρι­βώς γι’ αυτό) το 1492 εκλαμ­βά­νε­ται σαν τέλος του μεσαί­ω­να και απαρ­χή της νέας -«μοντέρ­νας», εποχής

gramsi1

Ο «προ­βλη­μα­τι­σμός» ‑παίρ­νο­ντας υπό­ψη και το πότε γρά­φτη­κε, είναι κατά τη γνώ­μη μας, από τα γλα­φυ­ρό­τε­ρα για το νέο έτος και έχει να κάνει με τη φιλο­σο­φία «Odio gli indifferenti» |>“Μισώ τους αδιά­φο­ρους”<| και τις ανα­ζη­τή­σεις του μεγά­λου αυτού επα­να­στά­τη, που δεν πρό­λα­βε να ανθίσει .

Αυτό ‑στο βάθος του μυα­λού του Antonio Gramsci είναι ‑προ­φα­νώς πολύ περισ­σό­τε­ρο από μια φευ­γα­λέα σκέ­ψη γύρω από τη νέα χρο­νιά.

Είναι ένας ύμνος για τον πλού­το της ζωής, στην πολυ­πλο­κό­τη­τα και στα απρό­βλε­πτά της, το ουσια­στι­κό που αντι­προ­σω­πεύ­ει, στο διά­βα μας η κάθε μέρα, είναι εκεί­νη η «κόκ­κι­νη γραμ­μή» που έχου­με απέ­να­ντι και αντι­με­τω­πί­ζου­με στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα, παρέα με «τους Λαι­στρυ­γό­νας και τους Κύκλω­πας»,
Είναι η στιγ­μή «π’ όλο την περι­μέ­νου­με κι όλο κινά­ει για νάρ­θει, κι’ όλο συντρίμ­μι χάνε­ται στο γύρι­σμα των κύκλων», όπως ο καθέ­νας αντι­λαμ­βά­νε­ται τον εαυ­τό του μέσα από την αυτο­πραγ­μά­τω­ση και καθό­λου οι ευχές (και «ευχές») στο τέλος της παλιάς χρο­νιάς στην αρχή της νέας.

Σε ό,τι μας αφορά…

Σκά­ψε το ακό­μα πιο βαθιά και φρά­ξε το πιο στέ­ρεα / και πλού­τι­σε τη χλώ­ρη του και πλά­τη­νε τη γη του / κι ακλά­δευ­το όπου μπλέ­κε­ται να το βερ­γο­λο­γή­σεις / και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.
Γίνε οργο­τό­μος, φυτευ­τής, (γίνε) δια­φε­ντευ­τής / Κι αν είναι κι έρθου­νε χρό­νια δίσε­χτα, / πέσουν και­ροί οργι­σμέ­νοι, / κι όσα που­λιά μισέ­ψου­νε σκια­σμέ­να, κι όσα δέντρα, / για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετε­ρί­ζια

Μη φοβη­θείς το χαλα­σμό. Φωτιά! τσε­κού­ρι! τράβα!
ξεσπέρ­με­ψέ το, χέρ­σω­σε το περι­βό­λι, κόφ’ το,
και χτί­σε κάστρο απά­νω του και ταμπου­ρώ­σου μέσα,
για πάλε­μα, για μάτω­μα, για την και­νούρ­για γέννα

.…..
Φτά­νει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προ­στά­ξει
,

κορώ­να ιδέα, ιδέα σπα­θί, που θα είναι απά­νου απ’ όλα

_______________________________________________________________________________

  Antonio Gramsci |>1- Ιαν-1916<|, δημο­σιεύ­τη­κε στο |>«Avanti!»<| έκδο­ση Torino, (rubrica Sotto la Mole)

Omada

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο