Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η περιπετειώδης απόδραση των εξόριστων κομμουνιστών του Αη Στράτη στις 17 Ιούνη του 1943

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Απ’ όσο είμα­στε σε θέση να γνω­ρί­ζου­με, απ’ όταν ο Αη Στρά­της άρχι­σε να χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως τόπος εξο­ρί­ας των κομ­μου­νι­στών (κατά πάσα πιθα­νό­τη­τα στο δεύ­τε­ρο μισό της δεκα­ε­τί­ας του ΄20), μέχρι τον Ιού­νη του 1943, έγι­ναν δυο επι­τυ­χη­μέ­νες απο­δρά­σεις. Η πρώ­τη τον Σεπτέμ­βρη του 1936, στην οποία συμ­με­τεί­χαν οι Τάκης Φίτσιος, Από­στο­λος Γκρό­ζος και Μάρ­κος Βαφειά­δης και για την οποία λέγε­ται πως συνέ­βα­λε και ο Θανά­σης Κλά­ρας (αργό­τε­ρα Άρης Βελου­χιώ­της). Η δεύ­τε­ρη στις 14 Ιού­λη του 1940 και συμ­με­τεί­χαν οι Μ. Ζαχα­ρά­τος, Γ. Γου­λη­μά­ρης, Σπ. Καλο­δί­κης, Θαν. Στράν­τζα­λης, Ιάκ. Γαβρι­η­λί­δης, Θεόφ. Παλιού­ρας, Κ. Γαμ­βέ­τας και Παν. Σιαντής.

Θαν. Στράντζαλης

Θαν. Στράν­τζα­λης

Το ξημέ­ρω­μα της 17 Ιού­νη του 1943, ένα καΐ­κι δένει σ’ έναν από­με­ρο όρμο του Αη Στρά­τη. Από μέσα ξεπη­δούν οι μαχη­τές του ΕΛΑΝ (Ελλη­νι­κό Λαϊ­κό Απε­λευ­θε­ρω­τι­κό Ναυ­τι­κό — ο «ΕΛΑΣ της θάλασ­σας») Θανά­σης Στράν­τζα­λης και Νίκος Χουρ­μού­ζης. Με την καθο­δή­γη­ση του Μακε­δο­νι­κού Γρα­φεί­ου του ΚΚΕ έχει οργα­νω­θεί η από­δρα­ση των εξό­ρι­στων που κρα­τού­νται στο νησί από τα χρό­νια της μετα­ξι­κής δικτα­το­ρί­ας. Όσοι δηλα­δή επέ­ζη­σαν από την άνι­ση μάχη με τον θάνα­το από πεί­να (33 αγω­νι­στές νεκροί από πεί­να το διά­στη­μα από 6 Νοέμ­βρη 1941- αρχές Μάρ­τη 1942) που τους επέ­βα­λαν οι δεσμο­φύ­λα­κές τους, συνερ­γά­τες των Γερ­μα­νών καταχτητών.

Ανά­με­σα στους επι­ζή­σα­ντες εξό­ρι­στους που συμ­με­τέ­χουν στην επι­χεί­ρη­ση είναι ο δάσκα­λος και λογο­τέ­χνης Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης), συγ­γρα­φέ­ας του εμβλη­μα­τι­κού βιβλί­ου-ντο­κου­μέ­ντου ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πεί­νας των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων στα 1941, ο οποί­ος σε  άλλο βιβλίο του, τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ,  περι­γρά­φει με συναρ­πα­στι­κό τρό­πο όλα τα στά­δια της επι­χεί­ρη­σης της απόδρασης.

“Ο Γραμ­μα­τέ­ας μπή­κε απ την πόρ­τα του υπο­γεί­ου. Ανέ­βη­κε τη μικρή σκά­λα και στά­θη­κε μπρο­στά μας. Όλοι προ­σέ­ξα­με, πως το σβυ­σμέ­νο τσι­γά­ρο έτρε­με στο χέρι του. Κατά­πιε το σάλιο, σκύ­βο­ντας, σα να πονού­σε ο λαι­μός του, κι ανε­βο­κα­τέ­βη­κε το καρύ­δι. Έβρε­ξε τα στε­γνά χεί­λη με τη γλώ­σα, έβγα­λε το μαντή­λι και σκού­πι­σε τον ιδρώτα.
- Σύντρο­φοι!
Με δυσκο­λία βγή­κε η φωνή κι ήταν τρα­χιά, ξερή, τρεμουλιαστή.
- Μα τι έπα­θα; μουρ­μού­ρι­σε. Δώστε-μου λίγο νερό.
Τώρα σιγου­ρευ­τή­κα­με πια. Η προ­φη­τεία του Μπά­μπη βγή­κε αλη­θι­νή. Μόνο ποιοι θά είχαν σει­ρά. «Καλύ­τε­ρα όλοι μαζί», ψιθύ­ρι­σε κάποιος στις πλά­τες μου. «Δια­φο­ρε­τι­κά και για κείνους…και για τους άλλους, που θα μείνουν…».

Ο Γραμ­μα­τέ­ας ήπιε νερό, άνα­ψε το τσι­γά­ρο και χαμο­γέ­λα­σε μ έναν τρό­πο κρύο.
- Σύντρο­φοι! είπε ξανά. Ύστε­ρα από από­φα­ση του Κόμ­μα­τος θα δραπετεύσουμε.
Ούτε ένας ψίθυ­ρος, ούτε μια κίνη­ση, ούτε ένα χαμό­γε­λο, ούτε ένα δάκρυ. Τίπο­τε! Θες η είδη­ση ήταν μεγά­λη και δεν τη χωρού­σε η καρ­διά, θες η πηγή της συγκί­νη­σης είχε στε­ρέ­ψει, κανέ­νας δε σάλεψε.

- Να βάλε­τε τα και­νουρ­γό­τε­ρα ρού­χα, όσοι έχε­τε, κι από μέσα να φορέ­σε­τε δυο αλα­ξιές. Προ­σέ­χτε. Ν απο­φύ­γου­με κάθε περι­τή κίνη­ση. Να ετοι­μα­στού­με, σα να μη συμ­βαί­νει τίπο­τα. Αν μας πάρουν είδηση…αφορμή θέλουν.

Καΐκι του ΕΛΑΝ

Καΐ­κι του ΕΛΑΝ

Χωρι­στή­κα­με σε ομά­δες, κι όταν σκο­τί­δια­σε καλά, ξεκι­νή­σα­με ‑κάθε δέκα λεφτά και μια ομά­δα- για τον Αη-Δημή­τρη. Δεν μπο­ρού­σα­με να περ­πα­τή­σου­με και πιο πολύ οι γυναί­κες. Κάθε λίγο και λιγά­κι έπρε­πε να καθή­σουν, για να πάρουν μιαν ανά­σα. Σηκώ­να­με στις πλά­τες και τα παι­διά, το Γιαν­νά­κη, και το Μανω­λά­κη. Ήταν ένα φλό­κα­ρο, μα εμείς δεν είμα­σταν πιο γεροί.

Ο μουν­τζου­ρω­μέ­νος Καϊ­κτσής, αφού βεβαιώ­θη­κε, πως όλα έγι­ναν με τάξη και ακρί­βεια, ξεκί­νη­σε τελευ­ταί­ος. Σε μια ραχού­λα τρε­μό­σβη­νε φωτιά. Ζύγω­σε. Δυο τσο­μπα­νό­που­λα έψη­ναν καβού­ρια σε μια παλιο­κα­ρα­βά­να και στην πλα­γιά, απ την άλλη πάντα, έβο­σκε ένα κοπά­δι πρόβατα.
- Γειά-σας, ωρέ!
Εκεί­να γύρι­σαν, φοβισμένα.
- Με γνω­ρί­ζε­τε; Ποιός είμαι;
Στο μετα­ξύ είχε βγά­λει τον επί­δε­σμο και είχε πλυ­θεί. Κεί­να συνήρ­θαν γρή­γο­ρα και χαμογέλασαν.
- Ο Στράν­τζα­λους! Ο Στράντζαλους!

Ο Θανά­σης ο Στράν­τζα­λης είχε κάνει χρό­νια εξό­ρι­στος στο νησί και ήταν υπεύ­θυ­νος για τις εξω­τε­ρι­κές δου­λιές της Ομά­δας. Πήγαι­νε στα χωρά­φια, έμπαι­νε στα σπί­τια μονα­χός, αν δεν έβρι­σκε τούς νοι­κο­κυ­ραί­ους, ζύγια­ζε, φόρ­τω­νε τα γαϊ­δού­ρια κι απ τη μια ράχη φώνα­ζε στην άλλη: «Ε ε ε ε ε! ! Αρι­στεί­δη! Πήρα 30 οκά­δες κρι­θά­ρι κι είκο­σι κου­κιά». «Καλά, Στράν­τζα­λου, καλά!».

- Εδώ πίσω έχω ένα υπο­βρύ­χιο, θέλε­τε να σας πάρω στην Αιγυπτο;
- Όχι! Όχι! Στράν­τζα­λου, άρχι­σαν τα κλαψουρίσματα.
- Τότε, να μην πήτε σε κανέ­να τίποτα.
- Όχι! δεν θα πού­με. Μη μας παίρνεις.

Δυο μέρες αργό­τε­ρα, όταν η Αστυ­νο­μία ειδο­ποί­η­σε με βάρ­κα τη Λήμνο κι ήρθε η Γκε­στα­πό κι άρχι­σε να δέρ­νει στο σωρό και να απει­λεί, πως θα κρε­μά­σει και θα κάψει, τα δυο παι­διά μαρ­τύ­ρη­σαν στους γονείς τους. Το χαμπέ­ρι πέτα­ξε από στό­μα σε στό­μα κι έφτα­σε στ αυτιά της κοπέ­λας, που είχε αντα­μώ­σει στο δρό­μο τον κεφα­λο­δε­μέ­νο Καϊ­κτσή. Έτσι δια­δό­θη­κε, πως ήρθε ο Στράν­τζα­λης με υπο­βρύ­χιο και τους πήρε στην Αίγυ­πτο. Οι αρχές πήγαν και παρε­κά­λε­σαν τους γερ­μα­νούς και γλύ­τω­σε τό χωριό.”

Αη Στράτης, Φωτογραφία του Βασίλη Μανικάκη

Αη Στρά­της, Φωτο­γρα­φία του Βασί­λη Μανικάκη

Ο αέρας λυσ­σο­μα­νά­ει και τα κύμα­τα ορθώ­νο­νται πελώ­ρια και σκά­νε με δύνα­μη στα βρά­χια. Το παλιό καΐ­κι, ταλαι­πω­ρη­μέ­νο από τις φουρ­τού­νες πολ­λών χρό­νων, δεν εμπνέ­ει σιγου­ριά. Οι εξό­ρι­στοι όμως δεν έχουν άλλη επι­λο­γή. Για να γλι­τώ­σουν την επερ­χό­με­νη εκτέ­λε­ση μόνο ένας δρό­μος υπάρ­χει: η από­δρα­ση. Εμπι­στεύ­ο­νται τους συντρό­φους τους. Τον Βασί­λη Υψη­λά­ντη, το Νίκο Σοφιά, ιδιο­κτή­τη και κυβερ­νή­τη του σκά­φους και τους σκλη­ρο­τρά­χη­λους ναύ­τες του ΕΛΑΝ, Θανά­ση Στράν­τζα­λη και Νίκο Χουρ­μού­ζη που ανα­λαμ­βά­νουν τη φρού­ρη­ση της επι­χεί­ρη­σης. Συνε­χί­ζει ο Κώστας Μπό­σης στις ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ του:

“Ξαπλώ­σα­με ο ένας δίπλα στον άλλον σα σαρ­δέ­λες, άπλω­σαν ένα πανί από πάνω, απο­χαι­ρε­τή­σα­με τη σκλη­ρή ζωή της εξο­ρί­ας και τους νεκρούς συντρό­φους και ξεκι­νή­σα­με. Το καΐ­κι χορο­πη­δού­σε και τα κύμα­τα, χτυ­πώ­ντας με ορμή στο κατά­στρω­μα, μας κου­κού­λω­σαν. Μα κανέ­νας δεν κου­νή­θη­κε, κανέ­νας δεν παρα­πο­νέ­θη­κε και, πιστεύω, πως και κανέ­νας δε φοβήθηκε.”

Κώστας Πουρναράς (Μπόσης)

Κώστας Πουρ­να­ράς (Μπό­σης)

Με υπε­ράν­θρω­πες προ­σπά­θειες το καΐ­κι κατα­φέρ­νει να κρα­τά­ει την πορεία του προς τη Χαλ­κι­δι­κή, αφού χρειά­στη­κε πρώ­τα να αδειά­σουν τα αμπά­ρια από το «περιτ­τό βάρος». Οι εξό­ρι­στοι που είχαν να φάνε ψωμί περισ­σό­τε­ρο από δυο χρό­νια, ανα­γκά­ζο­νται με πόνο στην καρ­διά να πετά­ξουν με τα χέρια τους στο βυθό της θάλασ­σας πολ­λά τσου­βά­λια γεμά­τα στά­ρι. Κάποια στιγ­μή το καΐ­κι σκε­πά­ζε­ται από ένα τερά­στιο κύμα και ένας εξό­ρι­στος βρί­σκε­ται στα φουρ­του­νια­σμέ­να νερά. Με δυσκο­λία το πλή­ρω­μα τον τρα­βά­ει πάλι πίσω στη ζωή. Γρά­φει ο K. Μπόσης:

“Ξημε­ρώ­σα­με μακριά. Πίσω μας είχε χαθεί το νησί. Μπρο­στά μας το Άγιο Όρος όλο και ζύγω­νε. Η θάλα­σα, κου­ρα­σμέ­νη απ το πάλαι­μα μιας βδο­μά­δας, άρχι­σε να πέφτει και τ από­γιο­μα απο­κοι­μή­θη­κε ήσυ­χα. Ένα αερο­πλά­νο πέρα­σε ψηλά και κατά το νοτιά, στον πρώ­το κάβο, φάνη­κε ένα καΐκι.
- Αν είναι το κατα­διω­κτι­κό! μουρ­μού­ρι­σε κάποιος, πού ήταν ξαπλω­μέ­νος στην άκρη.
- Μπο­ρεί να είναι κανέ­να μαυ­ρα­γο­ρί­τι­κο, απά­ντη­σε ο διπλα­νός, σηκώ­νο­ντας λίγο το πανί να δεί.
- Κατά πού έχει πλώρη;
- Δεν φαί­νε­ται σημαία;
- Είναι μακριά, ρωτού­σαν οι μεσαίοι.
Ο Θανά­σης πέρα­σε ανά­με­σα, προ­σέ­χο­ντας μη μας πατήσει.
- Ησυ­χία, σύντρο­φοι! Δεν είναι τίποτα.
Έστη­σε το πολυ­βό­λο στην πρύ­μνη, το καμου­φλά­ρι­σε με το σακά­κι του και ξάπλω­σε μες το νερό, βάζο­ντας το χέρι στην σκα­ντά­λη. Το καΐ­κι, μόλις πέρα­σε τον κάβο, ξανοί­χτη­κε, έκα­νε μικρή στρο­φή και τρά­βη­ξε βόριο-ανατολικά.”

Στις 18 του Ιού­νη 1943 το πλή­ρω­μα και οι 62 (κατά μια άλλη εκδο­χή 61) κομ­μου­νι­στές εξό­ρι­στοι, κατα­πο­νη­μέ­νοι μα ελεύ­θε­ροι, πατού­σαν ξανά στε­ριά. Η γη της Χαλ­κι­δι­κής ήταν γι’ αυτούς ο πρώ­τος σταθ­μός της λευ­τε­ριάς και παράλ­λη­λα η αφε­τη­ρία για και­νούρ­γιους αγώ­νες. Μέσα από τα αντάρ­τι­κα σώμα­τα του ΕΛΑΣ, οι περισ­σό­τε­ροι θα δώσουν τη ζωή τους στις μάχες για τη λευ­τε­ριά και την προ­κο­πή του λαού.

 

Δεί­τε ακό­μα (“κλικ” στους τίτλους):

Ο κατά­λο­γος με τα ονό­μα­τα των κομ­μου­νι­στών εξό­ρι­στων που δρα­πέ­τευ­σαν από τον Αη Στρά­τη στις 17/6/1943

«Ο καϊ­κτσής» Θανά­σης Στράν­τζα­λης – Η από­δρα­ση των πολι­τι­κών εξο­ρί­στων του Αη Στρά­τη στα 1943, μέσα από το διή­γη­μα του Κώστα Μπόση

 

Σχε­τι­κά θέματα:

«Ούτε σε ξερο­νή­σια, ούτε σε φυλα­κές…» – Προ­σκύ­νη­μα στον Αη Στράτη

«Όποιος δε γνώ­ρι­σε τη βρο­χή του Αη Στρά­τη δεν ξέρει τι θα πει θάνα­τος». Κώστας Βάρ­να­λης – Γιώρ­γος Φαρσακίδης

Αη Στρά­της, βρά­χος εξο­ρί­ας – σφυ­ρί κι αμό­νι της ταξι­κής πάλης

«Άμα ζήσεις να γρά­ψεις δυο λέξεις για τον Άη Στράτη…»

Αη Στρά­της 1941–42: Ο Γιάν­νης Λίπ­πας θυμάται…

«Όποιος δεν είναι έτοι­μος να πεθά­νει σήμε­ρα ούτε αύριο θα ’ναι…»

Μανω­λά­κης Κιου­πτσής – Γιαν­νά­κης Τσουρ­τσού­λης, οι μικροί εξό­ρι­στοι του Αη Στρά­τη που νίκη­σαν τον θάνα­το από πείνα

 

Προ­τά­σεις για διάβασμα:

“ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ”, το βιβλίο του Κώστα Μπό­ση σε ηλε­κτρο­νι­κή μορ­φή στο Διαδίκτυο

“ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ”, το βιβλίο του Κώστα Μπό­ση σε ηλε­κτρο­νι­κή μορ­φή στο Διαδίκτυο

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο