Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ποίηση στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης

Σχο­λιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Πλη­θαί­νουν μέρα με τη μέρα, λεπτό με το λεπτό τα σχό­λια και οι παρα­τη­ρή­σεις για την ποί­η­ση από ανθρώ­πους που ασχο­λού­νται συστη­μα­τι­κά με αυτή την υψη­λή και δύστρο­πη τέχνη και ιδιαί­τε­ρα με την ποι­η­τι­κή έκφρα­ση της σύγ­χρο­νης επο­χής μιλώ­ντας για την ποί­η­ση της κρί­σης ή και για την ποί­η­ση της αγα­νά­κτη­σης και με αφορ­μή ότι αρκε­τά ποι­ή­μα­τα και συλ­λο­γές ασχο­λού­νται με ιδιαί­τε­ρη προ­σο­χή και ενδια­φέ­ρον με τα καθη­με­ρι­νά και με παλιές αιτί­ες προ­βλή­μα­τα της μετα­νά­στευ­σης και της προ­σφυ­γιάς, της φτώ­χειας και της εξαθλίωσης.

Οι κοι­νω­νι­κοί προ­βλη­μα­τι­σμοί, η κοι­νω­νι­κή και αγω­νι­στι­κή απο­γο­ή­τευ­ση, η ανά­δει­ξη της ψυχο­λο­γί­ας (ατο­μι­κής και συλ­λο­γι­κής) ως καθο­ρι­στι­κού παρά­γο­ντα για μια ποί­η­ση της αμφι­σβή­τη­σης, η αστι­κή μονα­ξιά, ο χρό­νος και η ιστο­ρία του τόπου, η σάτι­ρα και η οργή, η φασι­στι­κή απει­λή, οι προ­σω­πι­κές ιστο­ρί­ες διά­φο­ρων προ­σώ­πων που αντι­προ­σω­πεύ­ουν τους εξα­θλιω­μέ­νους της γης και διά­φο­ρες γενι­κεύ­σεις σχε­τι­κά με τα προ­α­να­φερ­θέ­ντα θέμα­τα εντο­πί­ζο­νται, εντο­πί­ζο­νται σε μία σει­ρά δια­φο­ρε­τι­κών μετα­ξύ τους ποι­η­τών. Αυτή η τάση, σε σύν­δε­ση πάντα με την ανα­ζή­τη­ση μιας ποι­η­τι­κής φόρ­μας, με έντο­νη προ­φο­ρι­κό­τη­τα ή με ένα σχη­μα­τι­κό πεζο­γρα­φι­κό λόγο αλλά και αξιο­ποιώ­ντας τις κατα­κτή­σεις των προη­γού­με­νων ποι­η­τι­κών γενιών, γιγα­ντώ­νε­ται όσο η καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση βαθαί­νει και εξα­θλιώ­νει όλο και μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της επι­σφα­λούς εργα­ζό­με­νης πλειο­ψη­φί­ας ανε­ξαρ­τή­τως ηλικίας.

Το παρελ­θόν, ιστο­ρι­κό και φαντα­στι­κό, πραγ­μα­τι­κό και κατα­σκευα­σμέ­νο στα εργα­στή­ρια των αστών ιστο­ρι­κών και οικο­νο­μο­λό­γων αλλά και η πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία που γρά­φε­ται καθη­με­ρι­νά, συνει­δη­τά ή και ασυ­νεί­δη­τα, στους δρό­μους, στις απερ­γί­ες, στα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης προ­σφύ­γων, στις ουρές της Εφο­ρί­ας και των ΚΕΠ, στα σπί­τια με έλλει­ψη θέρ­μαν­σης, στα κατα­φύ­για αστέ­γων είναι το υπό­βα­θρο που ανα­πτύσ­σε­ται αυτή η τάση της ποί­η­σης μας που κάποιοι ονο­μά­ζουν ποί­η­σης της κρί­σης ή και ποί­η­ση της αγα­νά­κτη­σης ενώ υπάρ­χουν κι αυτοί που αρκού­νται σε μια ιδε­α­λι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση αυτών των ζητη­μά­των ή και σε μία, ηθε­λη­μέ­νη στις περισ­σό­τε­ρες φορές, άγνοια αυτών των ζητη­μά­των. Με βάση αυτή την οπτι­κή θέσεις που καταγ­γέλ­λουν ποι­η­τι­κές δημιουρ­γί­ες λίγο έως πολύ ως προ­πα­γαν­δι­στι­κές, για­τί δήθεν μοιά­ζουν με προ­κη­ρύ­ξεις (δηλα­δή, τι κακό έχουν οι προ­κη­ρύ­ξεις;) είναι άκαι­ρες και οπωσ­δή­πο­τε άκομ­ψες ενώ υπη­ρε­τούν, έστω και άθε­λα τους, άλλες λογικές.

Οι σχε­τι­κοί σχο­λια­σμοί για αυτή την ανερ­χό­με­νη τάση ξεκι­νούν σε πολ­λές περι­πτώ­σεις από τον ορι­σμό της Ποί­η­σης, τι είναι δηλα­δή και τι εκφρά­ζει. Από την πλευ­ρά μας, μπο­ρού­με να πού­με πως η Ποί­η­ση και η Τέχνη γενι­κό­τε­ρα, πρώ­τα και πάνω απ’ όλα είναι δημιουρ­γία, είναι έρω­τας, είναι κατά­θε­ση ψυχής. Με την ποί­η­ση, η οποία απο­τε­λεί μια φυσι­κή δια­δι­κα­σία, είτε ως ανα­γνώ­στες, είτε ως ενερ­γοί ποι­η­τές, μαθαί­νου­με να θυμό­μα­στε, να κρα­τά­με υψη­λό το φρό­νη­μα για τη ζωή. Με λίγα λόγια γρά­φου­με, δια­βά­ζου­με και τρα­γου­δά­με την ποί­η­ση για­τί είναι μέσα στη φύση μας. Μέσα από την ποι­η­τι­κή δια­δι­κα­σία, που ίσως είναι και η ανώ­τε­ρη μορ­φή ανθρώ­πι­νης επι­κοι­νω­νί­ας και δια­λό­γου, μπο­ρού­με να χτί­σου­με τις βάσεις για ένα νέο, δια­φο­ρε­τι­κό και όμορ­φο κόσμο! Για­τί περισ­σό­τε­ρο απ’ όλα η ποί­η­ση είναι η ίδια η ζωή, είναι βίω­μα, είναι αντί­στα­ση. Και θέλου­με ιδιαί­τε­ρα και μέσα από αυτή την παρέμ­βα­ση να υπεν­θυ­μί­σου­με την άπο­ψη που έχου­με εκφρά­σει και αλλού (1), ότι ενώ υπάρ­χουν διά­φο­ροι δημιουρ­γοί, τεχνο­κρι­τι­κοί, ακό­μα και ποι­η­τές που υπο­στη­ρί­ζουν ότι δεν υπάρ­χει ή δεν μπο­ρεί να βρε­θεί ένας ικα­νο­ποι­η­τι­κός ορι­σμός για την ποί­η­ση. Κι αυτοί δεν είναι άλλοι από διά­φο­ρους ποι­η­τές που είτε δεν ασχο­λού­νται με τα καθη­με­ρι­νά ζητή­μα­τα, είτε τα προ­σπερ­νούν επι­δει­κτι­κά, ακό­μα κι όταν χρη­σι­μο­ποιούν μια κάποια… αγω­νι­στι­κή φρασεολογία.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όλα αυτές οι θεω­ρί­ες και οι από­ψεις είναι απλώς γελοί­ες, οπωσ­δή­πο­τε ιδε­α­λι­στι­κές και σχε­δόν μετα­φυ­σι­κές. Φυσι­κά, ο σκο­πός τους δεν είναι άλλος από το να δώσουν την εντύ­πω­ση πως η ποί­η­ση είναι κάτι το ιερό, κάτι το από­κρυ­φο που μόνο οι μύστες μπο­ρούν να ερμη­νεύ­σουν τα σημά­δια της. Αυτό μας οδη­γεί με σίγου­ρο τρό­πο να ανα­γνω­ρί­σου­με ότι κάποιοι (ποιοι;) γνω­ρί­ζουν και φοβού­νται τον απε­λευ­θε­ρω­τι­κό ρόλο που έχει η ποί­η­ση και η τέχνη γενι­κό­τε­ρα και γι’ αυτό σαμπο­τά­ρουν τη συγκε­κρι­μέ­νη δια­δι­κα­σία. Ας είμα­στε ξεκά­θα­ροι όμως, όταν λέμε για ποί­η­ση εννο­ού­με (ή πρέ­πει να εννο­ού­με) την ποί­η­ση που οι απλοί άνθρω­ποι μπο­ρούν ή πρέ­πει να δημιουρ­γούν. Αυτού του είδους η ποί­η­ση, δηλα­δή η δυνα­τό­τη­τα της ποί­η­σης να απε­λευ­θε­ρώ­σει – σ’ ένα βαθ­μό του­λά­χι­στον – από διά­φο­ρα ιδε­ο­λο­γι­κά δεσμά, βρί­σκε­ται στο στό­χα­στρο. Κι όχι η ποί­η­ση, η λογο­τε­χνία, δηλα­δή ο ενο­χλη­τι­κός και μικρο­α­στι­κός ελι­τι­σμός των σαλο­νιών, με τα ηχη­ρά ονό­μα­τα, τις υπό­γειες δια­συν­δέ­σεις, την σχέ­ση με την εξου­σία, με την δια­νό­η­ση που συντάσ­σε­ται με τα μεγά­λα, επι­χει­ρη­μα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, που υπε­ρα­σπί­ζε­ται και προ­ά­γει τον ρατσι­σμό και τις κοι­νω­νι­κές ανι­σό­τη­τες καθώς και που προ­ω­θεί την εισβο­λή ιδιω­τι­κών ιδρυ­μά­των και χορη­γών στις σχο­λές Καλών Τεχνών και στα πανε­πι­στή­μια, χτί­ζο­ντας μια πολι­τι­στι­κή εκπαί­δευ­ση και παρέμ­βα­ση για τους ελάχιστους.

apergies

Σε αυτό το σημείο είναι απα­ραί­τη­το να σημειώ­σου­με ότι η τάση για μια ποί­η­ση της κρί­σης ή της αμφι­σβή­τη­σης δεν είναι κάτι το και­νούρ­γιο στη λογο­τε­χνία μας, ιδιαί­τε­ρα εάν συνυ­πο­λο­γί­σου­με πως ιστο­ρι­κά και χρο­νο­λο­γι­κά οικο­νο­μι­κή κρί­ση κυρί­ως και λιγό­τε­ρο πολι­τι­κή κρί­ση, έχου­με ήδη από την δεκα­ε­τία του  ’70, η λεγό­με­νη, λαν­θα­σμέ­να, κρί­ση του καζι­νο­κα­πι­τα­λι­σμού. Φυσι­κά, και σε σχέ­ση με την επα­φή με τις προη­γού­με­νες γενιές, δεν υπάρ­χει ένας άκρα­τος μιμη­τι­σμός αλλά μια γόνι­μη επα­φή με τις προη­γού­με­νες ποι­η­τι­κές και κοι­νω­νι­κές γενιές (από τη «Γενιά του ιδιω­τι­κού ορά­μα­τος» μέχρι πολύ παλαιό­τε­ρους ποι­η­τές), επη­ρε­α­σμέ­νη άμε­σα από τα νέα δεδο­μέ­να και τις πρό­σφα­τες εξε­λί­ξεις τόσο στο κοι­νω­νι­κό πεδίο, όσο και στην ποι­η­τι­κή έκφρα­ση. Επί­σης, δεν πρέ­πει να παρα­βλέ­ψου­με αυτό που σημειώ­νει κι ο ποι­η­τής και δοκι­μιο­γρά­φος Δήμος Χλω­πτσιού­δης στην παρέμ­βα­σή του «Η ποί­η­ση της γενιάς της κρίσης/ποιητές της αγα­νά­κτη­σης» (2) ότι «η ποί­η­ση στην επο­χή της κρί­σης δε θα μπο­ρού­σε να απο­φύ­γει (και δεν απο­φεύ­γει, θα συμ­φω­νή­σου­με) την μετα­μο­ντέρ­να ανα­φο­ρά στη διά­λυ­ση και τα πάθη της κοι­νω­νί­ας. Οριο­θε­τη­μέ­νη από το οικείο και το ευα­νά­γνω­στο εμπλου­τι­σμέ­νη με το συναί­σθη­μα και το παι­χνί­δι­σμα των λέξε­ων που μετα­φέ­ρουν μηνύ­μα­τα και εικό­νες, δεν έχει στό­χο να πεί­σει, όπως σημεί­ω­νε ο Σεφέ­ρης, αλλά να προ­κα­λέ­σει συναί­σθη­μα, να αφυ­πνί­σει, να προ­κα­λέ­σει. Αμφι­σβη­τεί τον προη­γού­με­νο μετα­μο­ντερ­νι­σμό, δια­φω­νεί με την ελι­τί­στι­κη εικό­να που ανα­πτύ­χθη­κε για την Ποί­η­ση τις προη­γού­με­νες δεκα­ε­τί­ες και ανα­ζη­τά διε­ξό­δους μέσα από την Τέχνη. Δε θέλει να επα­να­στα­τή­σει πολι­τι­κά (άλλω­στε η Τέχνη δεν προ­κα­λεί επα­να­στά­σεις), αλλά καλ­λι­τε­χνι­κά. Η νεώ­τε­ρη ποι­η­τι­κή γενιά με δεδο­μέ­νη την βιω­μα­τι­κή εικό­να χάους ανα­ζη­τά ακό­μα τη δική της καλ­λι­τε­χνι­κή νόρ­μα, το δικό της ύφος που θα συγκρο­τή­σει μια πραγ­μα­τι­κή ποι­η­τι­κή γενιά. Τού­το εσω­κλεί­ει μια δυνα­μι­κή και ανα­δει­κνύ­ει μια μονα­δι­κή κινη­τι­κό­τη­τα […]»

    Εδώ βέβαια, δεν μπο­ρού­με παρά να εντο­πί­σου­με μια ισχυ­ρή και πολύ έντο­νη αντί­φα­ση. Ενώ ένα σημα­ντι­κό μέρος αμφι­σβη­τεί γόνι­μα τον μετα­μο­ντερ­νι­σμό, που στην πολι­τι­κή εκφρά­στη­κε με τον κατά Φου­κου­γιά­μα τέλος της ιστο­ρί­ας και την αστι­κή διή­γη­ση ότι η ανθρω­πό­τη­τα θα προ­χω­ρή­σει σε μια νέα ηθι­κή, ειρη­νι­κή και οικο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη μετά το τέλος των χωρών του κρα­τι­κού καπι­τα­λι­σμού στην πρώ­ην ΕΣΣΔ, αλλά από την άλλη δεν θέλει να επα­να­στα­τή­σει, ή έστω να δρά­σει σ’ ένα απλό, ακτι­βι­στι­κό πλαί­σιο που είναι ακρι­βώς η εφαρ­μο­γή του μετα­μο­ντερ­νι­σμού στην καθη­με­ρι­νό­τη­τα των απλών ανθρώ­πων που επι­βάλ­λει σε ορι­σμέ­νους σοφούς και ιδα­νι­κούς, είτε πολι­τι­κούς, είτε τεχνο­κρά­τες, είτε πολι­τι­κούς, είτε ποι­η­τές να οργα­νώ­σουν την ζωή μας και τις από­ψεις μας. Όμως, κι εδώ απο­δει­κνύ­ε­ται πως η ποί­η­ση και η τέχνη στα χρό­νια της καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης δεν έχει ενιαία έκφρα­ση, υπάρ­χουν κι εκεί­νοι οι δημιουρ­γοί σε όλες τις μορ­φές τις καλ­λι­τε­χνι­κής έκφρα­σης που πραγ­μα­τι­κά έχουν ξεπε­ρά­σει τον σκό­πε­λο της μη δρά­σης και ασχο­λού­νται με κοι­νω­νι­κά ζητή­μα­τα, συν­δε­ό­με­νοι με τους κοι­νω­νι­κούς και ταξι­κούς αγώ­νες που ξεδι­πλώ­νο­νται σε κάθε γωνιά της χώρας, ερχό­με­νοι σε επα­φή με ανερ­χό­με­νες καλ­λι­τε­χνι­κές δρά­σεις τόσο στο εσω­τε­ρι­κό της χώρας, όσο και με το εξω­τε­ρι­κό – αυτοί είναι που πραγ­μα­τι­κά διεκ­δι­κούν να αλλά­ξει ο κόσμος προς το καλύ­τε­ρο, χωρίς εκμε­τάλ­λευ­ση και χωρίς ίχνος υπο­τα­γής σε αλλό­τρια συμ­φέ­ρο­ντα. Μπο­ρού­με λοι­πόν να πού­με πως ενώ η πρώ­τη κατη­γο­ρία, οι ποι­η­τές και οι καλ­λι­τέ­χνες που αμφι­σβη­τούν τον μοντερ­νι­σμό δεν προ­χω­ρούν (αλλά ελπί­ζου­με να προ­χω­ρή­σουν) και σε μια περισ­σό­τε­ρο υλι­κή εφαρ­μο­γή των αμφι­σβη­τή­σε­ων τους απο­τε­λούν τους… «συνο­δοι­πό­ρους» της εργα­ζό­με­νης πλειο­ψη­φί­ας στον αγώ­να και στην ατε­λή προ­σπά­θεια για την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση, ενώ οι ποι­η­τές και οι δημιουρ­γοί που ταυ­τί­ζουν με κάποιο τρό­πο το έργο τους με τον πολι­τι­κό ακτι­βι­σμό, είναι περισ­σό­τε­ρο «δικοί» μας. Αναμ­φί­βο­λα, και οι δύο πλευ­ρές, είναι σύμ­μα­χοι στον δρό­μο της ανα­ζή­τη­σης για μια άλλη κοι­νω­νι­κή ή πολι­τι­στι­κή ανα­ζή­τη­ση και όχι εχθροί, έχο­ντας τη δυνα­τό­τη­τα να προ­σφέ­ρουν πάρα πολ­λά σε όλους μας.

Και στις δύο περι­πτώ­σεις βέβαια εντο­πί­ζο­νται κοι­νές θεμα­τι­κές, σχε­τι­κά με την κοι­νω­νι­κή δικαιο­σύ­νη, με τα ανθρώ­πι­να δικαιώ­μα­τα κ.α. ενώ, όπως αρμο­διό­τε­ροι από εμάς έχουν εντο­πί­σει, επι­στρέ­φει μορ­φο­λο­γι­κά και ανα­πτύσ­σε­ται η χρή­ση της ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ας και του  μετρι­κού στί­χου, χωρίς αυτό να απο­τε­λεί βέβαια οπι­σθο­δρό­μη­ση κι αυτό για­τί, κατά τη γνώ­μη μας, είναι το περιε­χό­με­νο και οι ιδέ­ες που καθο­ρί­ζουν το έργο και όχι η μορ­φή αν και υπάρ­χει ο σοβα­ρός κίν­δυ­νος η μορ­φή να επι­βλη­θεί του περιε­χο­μέ­νου και να αμβλύ­νει τις όποιες αιχ­μές του όποιου δημιουρ­γή­μα­τος – αλλά αυτό ακό­μα και με τον ελεύ­θε­ρο στί­χο μπο­ρεί να συμ­βεί, ιδιαί­τε­ρα που στα χρό­νια μας ο ελεύ­θε­ρος στί­χος έχει γίνει από διά­φο­ρους μεγα­λό­σχη­μους ποι­η­τές της τρύ­πιας δεκά­ρας ακα­δη­μαϊ­κό εργα­λείο και ενσω­μα­τω­μέ­νο να υπη­ρε­τεί μια στεί­ρα, ιδιω­τι­κή και… ιδιω­τι­κο­ποι­η­μέ­νη ποί­η­ση της επι­πο­λαιό­τη­τας. Επί­σης, παρα­τη­ρεί­ται στην ποί­η­ση της καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης και η πολύ­πλευ­ρη χρή­ση διά­φο­ρων ποι­η­τι­κών μορ­φών, μέτρων και εκφρά­σε­ων, είναι η ανα­ζή­τη­ση της ικα­νό­τε­ρης ποι­η­τι­κής μορ­φής που μπο­ρεί α εκφρά­ζει τις ανά­γκες και τις ιδέ­ες του ποι­η­τή ενώ αυξά­νο­νται οι κοι­νές δρά­σεις και η σύν­δε­ση με άλλες μορ­φές τέχνης, δημιουρ­γώ­ντας όμορ­φες κι ενδια­φέ­ρου­σες καλ­λι­τε­χνι­κές συν­θέ­σεις ενώ δεν λεί­πουν και οι ποι­η­τι­κές εκδό­σεις που δεν προ­χω­ρούν παρα­πέ­ρα από τις προ­θή­κες ενός βιβλιο­πω­λεί­ου ενώ όλα αυτά τα έργα αντι­με­τω­πί­ζουν το πρό­βλη­μα της προ­ώ­θη­σης και της έκδο­σης καθώς και του υψη­λού κόστους που έχει μια τέτοια από­πει­ρα – οι μεμο­νω­μέ­νες προ­σπά­θειες αντι­με­τώ­πι­σης αυτού του προ­βλή­μα­τος, ενώ αξί­ζουν συγ­χα­ρη­τη­ρί­ων, της στή­ρι­ξης και της προ­σο­χής μας, δεν μπο­ρούν να ξεφύ­γουν της συντε­χνια­κής λογι­κής και της στή­ρι­ξης των δικών μας φωνών κάτι που από τη μία δίνει υπο­στή­ρι­ξη στις όποιες νέες φωνές, κι έχουν ανα­δει­χθεί ελπι­δο­φό­ροι νέοι ποι­η­τές από αυτές τις προ­σπά­θειες, και από την άλλη δημιουρ­γεί έναν περιο­ρι­σμέ­νο κύκλο που άλλοι, ηθε­λη­μέ­να ή αθέ­λη­τα, δεν έχουν θέση.

Κλεί­νο­ντας τού­τη την ατε­λή και πρό­χει­ρη, σχε­δόν επι­πό­λαιη παρέμ­βα­ση, που δεν παίρ­νει τίπο­τα ως ορι­στι­κό ή και ως από­λυ­τα σωστό, θέλου­με να τονί­σου­με πως τα ποι­ή­μα­τα και οι καλ­λι­τε­χνι­κές δημιουρ­γί­ες μπο­ρούν και χρειά­ζε­ται να εκφρά­ζουν τις ανά­γκες και τις ανη­συ­χί­ες των συναν­θρώ­πων μας, της εργα­τι­κής τάξης και των λαϊ­κών στρω­μά­των. Είναι ανα­γκαίο να λαμ­βά­νουν ξεκά­θα­ρη θέση απέ­να­ντι στα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα και σε αυτούς που τα δημιούρ­γη­σαν και να διεκ­δι­κούν παράλ­λη­λα μια δια­φο­ρε­τι­κή, ελεύ­θε­ρη και αλη­θι­νά δημο­κρα­τι­κή κοι­νω­νία, χωρίς ιδε­ο­λο­γι­κά και κυρί­ως οικο­νο­μι­κά δεσμά, χωρίς ανι­σό­τη­τες. Να βρί­σκο­νται πρέ­πει απέ­να­ντι στην εμπο­ρευ­μα­το­ποι­η­μέ­νη τέχνη και στους μηχα­νι­σμούς ιδε­ο­λο­γι­κής μας κατα­στο­λής. Επί­σης, το βίω­μα, οι εμπει­ρί­ες και οι γνώ­σεις έχουν και πρέ­πει να έχουν τερά­στιο ρόλο σε αυτά που γρά­φο­νται – δεν γίνε­ται αλλιώς, χωρίς τον εαυ­τό τους, οι ποι­η­τές και η προ­σπά­θειά τους καθώς και το κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον που τους αλλά και μας περι­βάλ­λει θα μοιά­ζει μάταια και ανού­σιο, ακό­μα κι όταν κάποιοι θα εκφρά­ζουν αντι­δρα­στι­κές θέσεις και ιδέ­ες ή, στην καλύ­τε­ρη περί­πτω­ση, θέσεις ατο­μι­κές και ιδε­α­λι­στι­κές. Χρειά­ζε­ται λοι­πόν, οι ποι­η­τές της καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης να παίρ­νουν, όπως και κάνουν δηλα­δή, θέση. Να ανα­τρέ­πουν, όσο μπο­ρούν και όσο αντέ­χουν, τα καθιε­ρω­μέ­να, ακό­μα και στη γλώσ­σα ή την μορ­φή – όσο δύσκο­λο κι αν είναι αυτό.

Αλλά πέρα από την μορ­φή, τους τρό­πους έκδο­σης και τα θέμα­τα που προ­σεγ­γί­ζουν οι ποι­η­τές της καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, και όχι απλά της κρί­σης – χωρίς τον ανα­γκαίο αυτό προσ­διο­ρι­σμό δεν μπο­ρού­με να εστιά­σου­με και να εξε­τά­σου­με σωστά στο πρό­βλη­μα ενώ δίνου­με συγ­χω­ρο­χάρ­τι σε αυτούς που δημιούρ­γη­σαν αυτή την απε­χθή κατά­στα­ση, υπάρ­χουν και άλλα ζητή­μα­τα που (πρέ­πει να) απα­σχο­λούν τους ποι­η­τές και τους καλ­λι­τέ­χνες, όπως η σχέ­ση τους με το κοι­νό, κι αυτό ελπί­ζου­με, πρώ­τα ο… Μαρξ, να σχο­λιά­σου­με σε κάποια επό­με­νη παρέμ­βα­σή μας.

 

Παρα­πο­μπές:

1) Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης, Το δικαί­ω­μα στο ψωμί και το τρα­γού­δι, Το Κόσκι­νο (21/1/2017)

2) Δήμος Χλω­πτσιού­δης, Η ποί­η­ση της γενιάς της κρίσης/ποιητές της αγα­νά­κτη­σης, τοβιβλίο.net (3/1/2015)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο