Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η ποίηση στην Οκτωβριανή Επανάσταση – Η παρουσίαση του βιβλίου

Γρά­φει ο Σφυ­ρο­δρέ­πα­νος //

Πόσο ενδια­φέ­ρον κι επί­και­ρο μπο­ρεί να είναι ένα βιβλίο για την ποί­η­ση στην Οκτω­βρια­νή επα­νά­στα­ση, σε μια επο­χή εξό­χως αντι­ποι­η­τι­κή, με τη σφρα­γί­δα της αντε­πα­νά­στα­σης –όπως σχο­λί­α­σε εύστο­χα κάποια από το κοι­νό της χτε­σι­νής παρου­σί­α­σης του Πανα­γιώ­τη Μανιά­τη στη Στοά του Βιβλί­ου; Την απά­ντη­ση την έδω­σε ίσως μια άλλη βιω­μα­τι­κή τοπο­θέ­τη­ση από το κοι­νό μιας γυναί­κας που γεν­νή­θη­κε το 60’ στον Κανα­δά και τα δια­βά­σμα­τά της εκεί δεν μπο­ρού­σαν να φτά­σουν πέρα από τον Μπρεχτ –κι αυτόν… «απο­μπρε­χτο­ποι­η­μέ­νο»- ενώ οι κομ­μου­νι­στές της παρου­σιά­ζο­νταν σα δια­βο­λι­κά πλά­σμα­τα με κερα­τά­κια. Κι αν αυτό ίσχυε για τη γενιά της, φαντά­ζε­ται εύκο­λα κανείς τι εικό­να έχουν σχη­μα­τί­σει οι νεό­τε­ρες γενιές· αλλά και συνο­λι­κά η εγγύς, «πολι­τι­σμέ­νη» δύση (πέρα από την «άγρια»), που γνω­ρί­ζει κυρί­ως τους αντι­φρο­νού­ντες (εντός ή εκτός εισα­γω­γι­κών) σοβιε­τι­κούς ποι­η­τές και λογο­τέ­χνες, άντε και το Μαγια­κόφ­σκι –που και γι’ αυτόν έχουν ειπω­θεί διά­φο­ρα, κυρί­ως υπό το πρί­σμα της αυτο­κτο­νί­ας του. Από αυτήν την άπο­ψη, το βιβλίο αυτό είναι ένα ταξί­δι σε σχε­τι­κά άγνω­στα μονο­πά­τια, στα βασι­κά γνω­ρί­σμα­τα της σοβιε­τι­κής ποί­η­σης και την εξέ­λι­ξή της, και η αξία του καθί­στα­ται προφανής.

Ομι­λη­τές στο «κουλτ-μπι­ρό», όπως το βάφι­σε χαρι­το­λο­γώ­ντας ο συγ­γρα­φέ­ας ήτα­νο Παύ­λος Χαρα­μής, πρό­ε­δρος του Κέντρου Μελε­τών και Τεκ­μη­ρί­ω­σης της ΟΛΜΕ και η Γεωρ­γία Μαχαί­ρα, Πρό­ε­δρος της Πανελ­λή­νιας Ένω­σης Αγω­νι­στών και Φίλων της ΕΠΟΝ (ΠΕΑΦΕ).

maniatis

Ο Χαρα­μής στά­θη­κε στον τίτλο του βιβλί­ου, τους δύο όρους «ποί­η­ση» κι «επα­νά­στα­ση», που συν­δέ­ο­νται με «ουτοπίες»-αντίβαρα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, και τη σφή­να ανά­με­σά τους της Οκτω­βρια­νής, που έλκει και τους δύο σε έναν ιδε­α­τό χρο­νό­το­πο, θέτο­ντας ένα νέο, ιστο­ρι­κό υπό­δειγ­μα. Ανα­φέρ­θη­κε στις περιο­ρι­σμέ­νες πρω­το­γε­νείς πηγές, το πρό­βλη­μα της συγκέ­ντρω­σης, της ταξι­νό­μη­σης και της συγκρό­τη­σης του υλι­κού με συνο­χή και νοη­μα­τι­κή αλλη­λου­χία, που να το καθι­στούν προ­σι­τό στο ανα­γνω­στι­κό κοι­νό, αλλά και στο ζήτη­μα της περιο­δο­λό­γη­σης. Εν προ­κει­μέ­νω, ο Μανιά­της επι­λέ­γει φυσι­κά ως ορό­ση­μο την επα­νά­στα­ση, εξε­τά­ζει την περί­ο­δο που προη­γή­θη­κε κι αυτή που ακο­λού­θη­σε, για να φτά­σει στα χρό­νια των πρώ­των πεντά­χρο­νων πλά­νων και την προ­ε­τοι­μα­σία του πολέ­μου, ενώ ενδιά­με­σα αφιε­ρώ­νει ένα ειδι­κό κεφά­λαιο στην εμβλη­μα­τι­κή φιγού­ρα του Μαγια­κόφ­σκι. Στα πλαί­σια αυτά θίγε­ται η δια­πά­λη των ιδε­ών και των δια­φό­ρων καλ­λι­τε­χνι­κών ρευ­μά­των κι η ανά­πτυ­ξη του φου­του­ρι­σμού με τη χαρα­κτη­ρι­στι­κή περι­φρό­νη­ση στο παλιό και τις συμ­βά­σεις, και με την ακλό­νη­τη πίστη στις δυνα­τό­τη­τες της νέας τεχο­λο­γί­ας (φτά­νο­ντας στην υπερ­βο­λή, στο σημείο να θάβουν δέντρα, όπως σημειώ­θη­κε στη συνέ­χεια της συζήτησης).

Η Μαχαί­ρα μίλη­σε εισα­γω­γι­κά για την τέχνη, που γίνε­ται απο­κού­μπι για τον άνθρω­πο στις δύσκο­λες στιγ­μές του. Για ταην ποί­η­ση, που μοι΄ζει με το ράδιο και με μια μικρή ποσό­τη­τα στί­χων μπο­ρεί να λιώ­σει τόνους γλωσ­σι­κού μεταλ­λεύ­μα­τος, στην πορεία προς το συλ­λο­γι­κό, καθο­λι­κό άνθρω­πο. Για τους νέους, που είναι το μέλ­λον της ζωής –με αφορ­μή το νεα­ρό της ηλι­κί­ας του συγ­γρα­φέα. Και για τη μεγα­λύ­τε­ρη των επα­να­στά­σε­ων, την οκτωβριανή.

Στη συνέ­χεια διά­βα­σε εκτε­νή απο­σπά­σμα­τα από το βιβλίο, από τα οποία ξεχώ­ρι­σα κι επι­λέ­γω να μετα­φέ­ρω μια μορ­φή έμμε­τρης προ­κή­ρυ­ξης («εξου­σία και λευ­τε­ριά») που έγρα­ψε ο Λένιν προ­ε­πα­να­στα­τι­κά στη Φινλανδία

Η άνοι­ξη θα ΄ρθει… Ζυγώ­νει… ήρθε κιόλας,
Η τόσο ωραία, ποθη­τή κόκ­κι­νη λεφτε­ριά βαδί­ζει προς τα εμάς!

Κι ένα ποί­η­μα του Γκόρ­κι για τους απλούς ανθρώ­πους που έστρε­ψαν το βλέμ­μα τους στο Συνέ­δριο των Σοβιε­τι­κών Συγ­γρα­φέ­ων και…

μας φέρα­νε τον εαυ­τό τους σα θέμα
τη δου­λειά, την αγά­πη, τη ζωή τους.
Κι ο καθέ­νας τους ήταν ένα ποίημα
για­τί μίλα­γε σα μπολσεβίκος

Ο Πανα­γιώ­της Μανιά­της είπε στο άνοιγ­μα πως κάθε συγ­γρα­φέ­ας μιλά­ει με το έργο του. Χρειά­στη­κε όμως να πει πολ­λά κι ενδια­φέ­ρο­ντα στο δεύ­τε­ρο (και πολύ ζωντα­νό) μέρος της συζήτησης.

Μετα­ξύ άλλων ανα­φέρ­θη­κε στα θέμα­τα της στρα­τευ­μέ­νης ποί­η­σης (πχ η κολε­κτι­βο­ποί­η­ση), που μπο­ρεί να μας φαί­νο­νται πεζά και περί­ερ­γα, αλλά τότε απα­σχο­λού­σαν την καθη­με­ρι­νό­τη­τα των ανθρώ­πων της σοβιε­τι­κής κοι­νω­νί­ας. Και στην επι­λο­γή του να ανα­δεί­ξει στοι­χεία που δεν έχουν ειπω­θεί και παρα­δείγ­μα­τα ποι­η­τών που δεν έχουν προ­βλη­θεί, επι­και­ρο­ποιώ­ντας ένα υλι­κό που έχει κατα­γρα­φεί μεν, αλλά είναι λησμο­νη­μέ­νο (απα­ντώ­ντας σε μια νύξη σχε­τι­κά με τα πολι­τι­κά τεί­χη και την ιδε­ο­λο­γι­κή μονομέρεια).

Μίλη­σε επί­σης για κατα­πο­λέμ­ση του αναλ­φα­βη­τι­σμού στη σοβιε­τι­κή ρωσία και τις ομι­λί­ες του Μαγια­κόφ­σκι σε εργο­στά­σια και εργα­σια­κούς χώρους (ενώ σήμε­ρα η τέχνη θεω­ρεί­ται υπό­θε­ση για λίγους). Αλλά και για την υπαρ­κτή τάση να θεω­ρεί­ται αντι­λαϊ­κό ό,τι δε γινό­ταν κατα­νοη­τό, με απο­τέ­λε­σμα να επι­κρα­τεί ως μέτρο ο μέσος όρος και να δυσκο­λεύ­ε­ται ο καλ­λι­τέ­χνης να γίνει πρω­το­πό­ρος, τρα­βώ­ντας μπρο­στά τις μάζες. Για την ειδι­κή σχέ­ση πολι­τι­κής και πνευ­μα­τι­κής πρω­το­πο­ρί­ας, που δεν είναι πάντα ειδυλ­λια­κή, σα μήνας του μέλι­τος και για τις άγο­νες, κατα­σταλ­τι­κές πρα­κτι­κές, που δεν έφε­ραν θετι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, όταν προ­τι­μή­θη­καν. Για την ειδι­κή περί­πτω­ση της Αχμά­το­βα (που ήταν ουσια­στι­κά Ρωσί­δα κι όχι σοβιε­τι­κή ποι­ή­τρια) και τη μη αυτο­τε­λή εξέ­τα­ση του ρόλου και της συμ­με­το­χής των γυναι­κών στη σοβιε­τι­κή ποί­η­ση, καθώς τα καί­ρια ζητή­μα­τα της επο­χής, δεν έμπαι­ναν σε στε­νά έμφυ­λη βάση. Και τέλος, για τη μεθο­δο­λο­γι­κή του προ­σέγ­γι­ση εξα­γω­γής συμπε­ρα­σμά­των με βάση τις πηγές και τη μελέ­τη του υλι­κού, κι όχι για να απο­δει­χτεί μια προ­α­πο­φα­σι­σμέ­νη θέση.

Σε κάθε περί­πτω­ση, η πλού­σια και ζωντα­νή συζή­τη­ση και τα «πάθη που ξύπνη­σε», έδει­ξε πόσο ενδια­φέ­ρον είναι το θέμα του βιβλί­ου. Που είναι το πρώ­το μιας σει­ράς σχε­τι­κά με τη σοβιε­τι­κή κουλ­τού­ρα και την πνευ­μα­τι­κή της πρω­το­πο­ρία κι ευχό­μα­στε να δώσει σύντο­μα νέους καρ­πούς από την πένα του Πανα­γιώ­τη Μανιάτη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο