Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η πραγματικότητα (Πώς και πόσο την αντιλαμβανόμαστε) — Α’ Μέρος

­­­

Γρά­φει ο Στέ­λιος Κανά­κης //

Μέρος πρώτο: Η αντικειμενική πραγματικότητα (φυσική)

Είναι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που μας περι­βάλ­λει. Είναι το περι­βάλ­λον στο οποίο ανα­πτυσ­σό­μα­στε και λει­τουρ­γού­με. Είναι οτι­δή­πο­τε συν­θέ­τει τον φυσι­κό (και κοι­νω­νι­κό) περί­γυ­ρο, που έτσι κι αλλιώς, υπάρ­χει έξω και πέρα από την δική μας αντί­λη­ψη, κατα­νό­η­ση, ύπαρ­ξη ή ανυ­παρ­ξία. Είναι ακό­μη οι νόμοι που καθο­ρί­ζουν τη λει­τουρ­γία αυτής της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Υπάρ­χει, αυτή η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και υφί­στα­νται οι νόμοι της, ανε­ξάρ­τη­τα από την θέλη­σή μας, την παρου­σία μας σ’ αυτήν κι απ’ το πόσο και πως την αντιλαμβανόμαστε.

Την προ­σλαμ­βά­νου­με, από τις πλη­ρο­φο­ρί­ες που λαμ­βά­νου­με μέσω των αισθή­σε­ών μας (όρα­ση, ακοή, όσφρη­ση, γεύ­ση, αφή) και δια­μορ­φώ­νου­με μια εικό­να της, ανά­λο­γα με τις ικα­νό­τη­τες που έχου­με ανα­πτύ­ξει, τις γνώ­σεις που έχου­με απο­κτή­σει και τα τεχνο­λο­γι­κά μέσα που χρησιμοποιούμε.

Το τι και πόσο αντι­λαμ­βά­νε­ται, λοι­πόν, ο καθείς μας, από την αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, έχει να κάνει με την οξύ­τη­τα των αισθή­σε­ών μας και την υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα της αντί­λη­ψής μας. Το πιο επί­πε­δο της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε, είναι σε από­λυ­τη συνάρ­τη­ση του βαθ­μού ακρι­βεί­ας των τεχνο­λο­γι­κών μέσων που χρη­σι­μο­ποιού­με και του επι­πέ­δου των γνώ­σε­ών μας.

Με αυτόν τον τρό­πο στην συνεί­δη­σή μας, δια­μορ­φώ­νε­ται ένα μοντέ­λο της αντι­κει­με­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που, στον ένα ή τον άλλο βαθ­μό απο­κλί­νει απ’ αυτήν, καθώς δεν είναι τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο από τον βαθ­μό και τον τρό­πο που την αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε, ο καθέ­νας από εμάς ξεχωριστά.

Ο νους μας, φαί­νε­ται να κοι­τά­ζει τον εξω­τε­ρι­κό κόσμο, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κοι­τά­ζει ένα μοντέ­λο αυτού που έχει δια­μορ­φω­θεί στον εγκέ­φα­λό μας – ο οποί­ος (εγκέ­φα­λός μας) με τη σει­ρά του, παρα­κο­λου­θεί διαρ­κώς ότι βρί­σκε­ται εκτός αυτού, μέσω περί­πλο­κων αλλά αυτό­μα­των και ασυ­νεί­δη­των αλλά και συνει­δη­τών διαδικασιών.

Μπο­ρού­με να πού­με πως η εσω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (η αντα­νά­κλα­ση της αντι­κει­με­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στη συνεί­δη­σή μας) μοιά­ζει με το ταμπλό του αυτο­κι­νή­του, όπου συνο­ψί­ζο­νται με βολι­κό τρό­πο οι πιο χρή­σι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες, για την στοι­χειώ­δη επι­βί­ω­σή μας.

Η οξύ­τη­τα των αισθή­σε­ων και της αντί­λη­ψης δια­φέ­ρει ανά­με­σα στους ανθρώ­πους αλλά και μετα­ξύ αυτών και των υπό­λοι­πων όντων. Επί­σης, οι προ­σλαμ­βά­νου­σες οδοί, μπο­ρεί να δυσλει­τουρ­γή­σουν με διά­φο­ρους τρό­πους, με απο­τέ­λε­σμα την περαι­τέ­ρω από­κλι­ση από την αλη­θι­νή εξω­τε­ρι­κή πραγματικότητα.

Μπο­ρεί να τρέ­φει  ψευ­δαι­σθή­σεις (λαν­θα­σμέ­νες αντι­λή­ψεις των πραγ­μά­των), παρα­λεί­ψεις (απο­τυ­χία αντί­λη­ψης πραγ­μά­των) και παραι­σθή­σεις (αντι­λή­ψεις πραγ­μά­των που δεν υπάρχουν).

Σχε­τι­κά με την οξύ­τη­τα των αισθή­σε­ών μας και υπό κανο­νι­κές συν­θή­κες, μπο­ρού­με να βλέ­που­με, ότι εκπέ­μπει ηλε­κτρο­μα­γνη­τι­κή ακτι­νο­βο­λία μετα­ξύ 400 – 700 νανο­μέ­τρων (φάσμα ορα­τού φωτός), με απο­τέ­λε­σμα να χάνου­με ότι εκπέ­μπει ραδιο­κύ­μα­τα, μικρο­κύ­μα­τα, ακτί­νες Χ και ακτί­νες Γ. Επί­σης μπο­ρού­με να ακού­με ήχους με συχνό­τη­τα μετα­ξύ 20 Hz και 20.000 Hz, εύρος που μειώ­νε­ται σε μεγα­λύ­τε­ρες ηλι­κί­ες ή για διά­φο­ρους άλλους λόγους, όπου παρα­τη­ρεί­ται μεί­ω­ση της αντί­λη­ψης υψη­λών συχνο­τή­των. Δεν μπο­ρού­με να ακού­σου­με τους υπέ­ρη­χους των ποντι­κιών, των νυχτε­ρί­δων και των δελ­φι­νιών. Στην όσφρη­ση, αδυ­να­τού­με να προ­σλά­βου­με την τερά­στια γκά­μα των αμυ­δρών οσμών που κατα­κλύ­ζουν τον σκύ­λο και να αντι­λη­φθού­με την οσφρη­τι­κή του πραγματικότητα.

Βέβαια αν και πολ­λά ζώα μπο­ρούν να συλ­λαμ­βά­νουν περισ­σό­τε­ρες οπτι­κές, ακου­στι­κές, οσφρη­τι­κές, γευ­στι­κές και άλλες πλη­ρο­φο­ρί­ες, είμα­στε μόνο εμείς που γνω­ρί­ζου­με την ύπαρ­ξη του υπο­α­το­μι­κού κόσμου, το διά­στι­κτο με γαλα­ξί­ες Σύμπαν, αυτο­προσ­διο­ρι­ζό­μα­στε ως υπάρ­ξεις και ανη­συ­χού­με για το μέλ­λον μας (όσοι ανησυχούμε).

Σχε­τι­κά με τα τεχνο­λο­γι­κά μέσα, ανά­λο­γα με το βαθ­μό οξύ­τη­τας του τηλε­σκο­πί­ου – ας πού­με, που θα κοι­τά­ξου­με το διά­στη­μα, θα δού­με να ανα­δύ­ο­νται κόσμοι που μέσω της φυσι­κής μας όρα­σης δεν τους διανοηθήκαμε.

Όταν ο Γαλι­λαί­ος έστρε­ψε το μικρό του τηλε­σκό­πιο προς τον Δία είδε ένα αντί­γρα­φο του Ηλια­κού μας συστή­μα­τος καθώς διέ­κρι­νε τους τέσ­σε­ρεις δορυ­φό­ρους του. Η υπό­λοι­πη ανθρω­πό­τη­τα όμως, δέσμια της σκο­τει­νιάς του Χρι­στια­νι­σμού και της αγνω­σί­ας, αρνή­θη­κε να «δει».

Μέχρι και την ανα­κά­λυ­ψη του μικρο­σκο­πί­ου, αγνο­ού­σα­με τα μικρό­βια, τους ιούς και τα βακτή­ρια και θεω­ρού­σα­με πως η χολέ­ρα ή η πανού­κλα είναι απο­τε­λέ­σμα­τα της οργής ενός… πάν­σο­φου και… πανά­γα­θου θεού.

Η εικό­να που έχου­με για το ατσά­λι, ως μέσοι άνθρω­ποι, είναι ένα συμπα­γές, ιδιαί­τε­ρα σκλη­ρό και αδια­πέ­ρα­στο μέταλ­λο. Οι φυσι­κοί όμως γνω­ρί­ζουν πως, στην ουσία, πρό­κει­ται για ένα κενό κρά­μα, του οποί­ου η μάζα των ατό­μων που το συν­θέ­τει είναι ένα απει­ρο­ε­λά­χι­στο κλά­σμα του όγκου του. Πράγ­μα που σημαί­νει πως, αν δεν το απα­γό­ρευαν οι δυνά­μεις συνο­χής, θα μπο­ρού­σα­με να… περά­σου­με από μέσα του, όπως θα μπο­ρού­σα­με να το κάνου­με κι απ’ τους… τοί­χους ή από οπου­δή­πο­τε αλλού.

Η αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως δεν στρε­βλώ­νε­ται, παρα­χα­ράσ­σε­ται ή γίνε­ται αντι­λη­πτή μερι­κώς μόνο, σε συνάρ­τη­ση με τις δυνα­τό­τη­τες των αισθή­σε­ών μας, τις γνώ­σεις μας ή σε σχέ­ση με την απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα των μέσων με τα οποία την προσεγγίζουμε.

Σ’ ένα πρώ­το επί­πε­δο, η αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ως φαι­νό­με­νη του­λά­χι­στον, μπο­ρεί και ξεγε­λά. Η ερμη­νεία που θα της προσ­δώ­σου­με μπο­ρεί να αιτιο­λο­γεί­ται από την εικό­να της αλλά – παρ’ όλα αυτά, να απέ­χει από αυτήν καθ’ αυτήν, να την δια­στρε­βλώ­νει, ακό­μη και να την απο­δο­μεί. Για χιλιά­δες χρό­νια οι άνθρω­ποι κοί­τα­ζαν τον ουρα­νό. Είχαν σοβα­ρούς λόγους να το κάνουν. Κατέ­γρα­φαν, χαρ­το­γρα­φού­σαν και μέσω αυτής της μελέ­της διευ­κό­λυ­ναν τη ζωή τους. Τους εντυ­πω­σί­α­ζε ο Ήλιος, η Σελή­νη, τα διά­σπαρ­τα αστέ­ρια. Τα έβλε­παν όλα να περι­στρέ­φο­νται γύρω τους, με επί­μο­νη και συνε­χή επα­να­λη­ψι­μό­τη­τα και μια κανο­νι­κό­τη­τα που τους εντυ­πω­σί­α­ζε. Τι φυσιο­λο­γι­κό­τε­ρο λοι­πόν από το οφθαλ­μο­φα­νές; Όλα περι­στρέ­φο­νται γύρω μας. Και για να συμ­βαί­νει αυτό, για να είμα­στε το κέντρο τους, κάθε άλλο παρά για πέτα­μα είμα­στε. Βόλευε αυτό την μικρό­τη­τά μας και τις δόλιες και χθό­νιες επι­διώ­ξεις των κρα­τού­ντων. Με την επέ­λα­ση του χρι­στια­νι­σμού και τον μεσαί­ω­να που ακο­λού­θη­σε, αυτό παγιώ­θη­κε ως αντί­λη­ψη. Μας έκα­νε ο θεός κι έτσι δικαιω­μα­τι­κά είμα­στε το κέντρο του κόσμου. Μια τέτοια πραγ­μα­τι­κό­τη­τα βόλευε το δου­λο­κτη­τι­κό σύστη­μα κι επι­βλή­θη­κε στην κοινωνία.

Έτσι, στην εικό­να που δια­μορ­φώ­νου­με για την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υπει­σέρ­χε­ται και η συντε­ταγ­μέ­νη γνώ­ση και βού­λη­ση της κοι­νω­νί­ας (κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα) στην οποία λειτουργούμε.

Κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι εκεί­νη η εικό­να της αντι­κει­με­νι­κής που ανα­φέ­ρε­ται σε μια συγκε­κρι­μέ­νη κοι­νω­νία και στην συγκε­κρι­μέ­νη οργά­νω­σή της. Εκφρά­ζε­ται με δύο μορ­φές και κυρί­ως για δύο λόγους. Η μία μορ­φή είναι η λει­τουρ­γι­κή εκδο­χή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ο λόγος που την υφι­στά­με­θα είναι οι ανά­γκες λει­τουρ­γί­ας της κοι­νω­νί­ας. Μπο­ρού­με να την πού­με και συμ­βα­τι­κή ή συναι­νε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Σ’ αυτήν και κατ’ ελά­χι­στον και πάντα με τον τρό­πο του το κάθε είδος, συμ­φω­νού­με όλα τα έμβια όντα στη Γη, ανά­λο­γα φυσι­κά με το βαθ­μό συνει­δη­τό­τη­τάς μας. Ειδι­κά στο είδος μας, για τις τρισ­διά­στα­τες θέσεις και κινή­σεις των αντι­κει­μέ­νων και τις λοι­πές καθη­με­ρι­νές ιδιό­τη­τες της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, στοι­χειο­θε­τεί μια κοι­νή περι­γρα­φή βασι­σμέ­νη στον κόσμο που μας περι­βά­λει, στη­ρι­ζό­με­νη σε ένα ελά­χι­στο επί­πε­δο γνώ­σης. Στον οποίο κόσμο καλού­μα­στε να λει­τουρ­γή­σου­με με ότι κι αν συνε­πά­γε­ται αυτό. Είναι αυτή η απο­τύ­πω­ση της αντι­κει­με­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που έχου­με καθο­ρί­σει μετα­ξύ μας ώστε να μπο­ρού­με να συνυ­πάρ­χου­με και να συνε­νο­ού­μα­στε. Απο­τυ­πώ­νει το επί­πε­δο εκεί­νο (ελά­χι­στο) της αντι­κει­με­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που μας καθι­στά λει­τουρ­γι­κούς στα πλαί­σια της δρά­σης μας εντός αυτής. Μας εμφυ­σεί­ται  με την εκπαί­δευ­ση και τρό­πον τινά, μας επι­βάλ­λε­ται από την κοι­νω­νία. Χαρα­κτη­ρί­ζε­ται δε από ένα στοι­χειώ­δες επί­πε­δο γνώ­σης της εξω­τε­ρι­κής πραγματικότητας.

Βάσει αυτής στον μανά­βη, δεν ζητά­με ένα CH3COOC5H11 – συμ­βο­λι­σμό που περι­γρά­φει μια εξω­τε­ρι­κή (αντι­κει­με­νι­κή) πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και τον κατα­νο­εί πλή­ρως ο χημι­κός ή ο βιο­λό­γος, διό­τι τότε θα μας συνε­λάμ­βα­ναν ή θα ανα­χω­ρού­σε έντρο­μος ο μανά­βης, αλλά μία… μπα­νά­να. Όλοι όμως συμ­φω­νού­με (κυρί­ως τα ανθρω­ποει­δή και πολ­λοί από εμάς) πως πρό­κει­ται για ένα γλυ­κό, εύγευ­στο και μυρω­δι­κό φρού­το (η συναι­νε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα). Η οποία μπο­ρεί να εκπέ­μπει φως μήκους κύμα­τος 575 περί­που νανο­μέ­τρων (εξω­τε­ρι­κή ή αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα), που εμείς το βλέ­που­με κάπως (εσω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα) και έχου­με συμ­φω­νή­σει να το απο­κα­λού­με κίτρι­νο (συναι­νε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα). Ή αντί να λέμε πολύ όμορ­φο αυτό το φως μήκους κύμα­τος 600 νανο­μέ­τρων (εξω­τε­ρι­κή-αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα), λέμε απλώς πολύ όμορ­φο το… πορ­το­κα­λί (συμ­βα­τι­κή). Εάν όμως κάποιος πάσχει από αχρω­μα­το­ψία σε κάποιο από τα ανω­τέ­ρω ή άλλο χρώ­μα, δεν μπο­ρεί να το αντι­λη­φθεί κι αυτή η παρά­λει­ψη δια­μορ­φώ­νει την προ­σω­πι­κή του εσω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, από την οποία το συγκε­κρι­μέ­νο – εν προ­κει­μέ­νω χρώ­μα και όχι μόνο, απουσιάζει.

Η συναι­νε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι μια επι­βαλ­λό­με­νη σύμ­βα­ση και, όπως συμ­βαί­νει σ’ αυτές τις περι­πτώ­σεις, εκτός από λόγους απλού­στευ­σης της ζωής μας, έχει σκο­πό να μας κατα­στή­σει λει­τουρ­γι­κούς ως προς την εξω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που μας περι­βά­λει και λαμ­βά­νει υπ’ όψιν της από αυτήν ένα ανε­κτό επί­πε­δο γνώ­σης. Δεν χρειά­ζε­ται να ξέρει κάποιος τι είναι η έντα­ση του ρεύ­μα­τος αρκεί  να γνω­ρί­ζει πώς να την χρη­σι­μο­ποιεί στην καθη­με­ρι­νό­τη­τά του χωρίς να τον σκο­τώ­σει. Ούτε, κατά την χρή­ση ενός παυ­σί­πο­νου, την χημι­κή του σύν­θε­ση, αρκεί να γνω­ρί­ζει πως είναι κατάλ­λη­λο για την ελάτ­τω­ση του πόνου του.

Σαν τέτοια, η συναι­νε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, σαν ένα ελά­χι­στο επί­πε­δο γνώ­σε­ων, δεν στρε­βλώ­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αλλά δυστυ­χώς, και κυρί­ως λόγω των γνω­σια­κών κενών της, δεν είναι απαλ­λαγ­μέ­νη από παρα­λεί­ψεις και ψευ­δαι­σθή­σεις ως προς την αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αλλά ούτε και άμοι­ρη ευρύ­τε­ρων πολι­τι­κών και κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών επι­δρά­σε­ων και συμ­φε­ρό­ντων. Απα­ντά όμως στα άκρως λει­τουρ­γι­κά και στοι­χειώ­δη όπως στο, αν μια πόρ­τα είναι ή πρέ­πει να είναι κλει­στή ή ανοι­κτή, αλλά όχι κατ’ ανά­γκη και στο για­τί η πόρ­τα υπάρ­χει ακρι­βώς εκεί ή στο για­τί δεν έχουν όλοι τοί­χους ώστε να τοπο­θε­τή­σουν πόρτες.

Ανα­κε­φα­λαιώ­νο­ντας, εντε­λώς σχη­μα­τι­κά, μπο­ρού­με να πού­με πως έχου­με την εξω­τε­ρι­κή ή αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η οποία υφί­στα­ται πέρα και έξω από την παρου­σία μας και την αντί­λη­ψή μας γι αυτήν. Η εικό­να που δια­μορ­φώ­νου­με στη συνεί­δη­σή μας –η εσω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα– δεν είναι τίπο­τα περισ­σό­τε­ρο παρά ο τρό­πος που αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε υπο­κει­με­νι­κά την εξω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Η αντα­νά­κλα­ση της φυσι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στη συνεί­δη­σή μας. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτή δια­μορ­φώ­νε­ται βάσει της βιο­λο­γι­κής και νοη­τι­κής κατά­στα­σης του υπο­κει­μέ­νου και των δικών του γνω­στι­κών μερο­λη­ψιών. Τέλος έχου­με την συναι­νε­τι­κή-συμ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (μπο­ρού­με να την απο­κα­λέ­σου­με και κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα – υπό την έννοια μιας ελά­χι­στης-απο­δε­κτής γνώ­σης με σύμ­βα­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας) που είναι η κοι­νή περι­γρα­φή του φυσι­κού κόσμου και στην οποία συμ­φω­νούν οι παρα­τη­ρη­τές με αυτε­πί­γνω­ση. Που όμως – ως ελά­χι­στη γνώ­ση, σε καμιά περί­πτω­ση δεν απαλ­λάσ­σει το υπο­κεί­με­νο  από ψευ­δαι­σθή­σεις ως προς την εξω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και βεβαί­ως επι­δρά με τη σει­ρά της στην δια­μόρ­φω­ση της εσω­τε­ρι­κής μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, της αντί­λη­ψής μας δηλα­δή για τον κόσμο που μας περιβάλει.

Ακό­μη πιο απλά, εσω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι, ότι δύνα­ται να κατα­λά­βει ο καθέ­νας μας από την αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και συναι­νε­τι­κή, ότι θεσμο­θε­τεί και απο­δέ­χε­ται η λει­τουρ­γία της κοι­νω­νί­ας, πάλι από την αντι­κει­με­νι­κή. Η μεν εσω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αντα­να­κλά την βιο­λο­γι­κή ικα­νό­τη­τα, το γνω­σια­κό επί­πε­δο, την ικα­νό­τη­τα νόη­σης, αλλά και τη θέση του υπο­κει­μέ­νου στο φυσι­κό ή κοι­νω­νι­κό περι­βάλ­λον, η δε συναι­νε­τι­κή είναι η συνι­στα­μέ­νη πολ­λών παρα­γό­ντων, μετα­ξύ των οποί­ων το επι­στη­μο­νι­κό επί­πε­δο, το μορ­φω­τι­κό επί­πε­δο της κοι­νω­νί­ας, τα συμ­φέ­ρο­ντα και η βού­λη­ση των κρατούντων.

Η συναι­νε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για τον πλα­νή­τη Δία ήταν πως πρό­κει­ται για ένα αστέ­ρι όπως όλα τα άλλα, που απλώς κινεί­ται δια­φο­ρε­τι­κά, με την βοή­θεια όμως του τηλε­σκό­πιου, πάλι ο Γαλι­λαί­ος, δια­πί­στω­σε (η εσω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του Γαλι­λαί­ου) πως επρό­κει­το για έναν πλα­νή­τη με δικούς του δορυ­φό­ρους, που προ­σο­μοί­α­ζε μάλι­στα με το Ηλια­κό μας σύστη­μα, ερμη­νεία που πλη­σιά­ζει αρκε­τά την αντι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ενός πλα­νή­τη με τους δορυ­φό­ρους του.

Η συναι­νε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θεω­ρού­σε το δου­λο­κτη­τι­κό σύστη­μα ως μονα­δι­κή, βέλ­τι­στη κι επι­βε­βλη­μέ­νη μορ­φή οργά­νω­σης των κοι­νω­νιών γεγο­νός για το οποίο εξέ­φρα­σαν κατά και­ρούς αντιρ­ρή­σεις ορι­σμέ­νοι (Σπάρ­τα­κος κλπ), το φεου­δαρ­χι­κό επί­σης μέχρι που τα έκα­ναν λίμπα οι Ιακω­βί­νοι και το καπι­τα­λι­στι­κό μέχρι την Οχτω­βρια­νή Επανάσταση

Σχε­τι­κά με τ’ άστρα και τους πλα­νή­τες, κάπο­τε, ήταν η ακι­νη­σία της Γης και η ανό­η­τη κι εγω­ι­στι­κή (για εμάς) περι­στρο­φή τους γύρω από αυτήν. Η εσω­τε­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του δου­λο­πά­ροι­κου, πνιγ­μέ­νου στην κατα­πί­ε­ση και στην αμορ­φω­σιά, κυμαι­νό­ταν σ’ ένα ευρύ φάσμα από το “τι με νοιά­ζει εμέ­να”, έως το “είναι κάποιος θεός που τα περι­στρέ­φει γύρω μας”, αλλά του Γαλι­λαί­ου αντι­θέ­τως, ήταν το ότι η  Γη γυρί­ζει και περι­στρέ­φε­ται γύρω από τον Ήλιο όπως και οι άλλοι πλα­νή­τες. Η συναι­νε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως της επο­χής συνε­πι­κου­ρού­με­νη από το φαι­νο­με­νι­κά εμφα­νές και το συγκε­κρι­μέ­νο επί­πε­δο επι­στη­μο­νι­κής γνώ­σης, ήταν πως όλα αυτά γυρί­ζουν γύρω μας κι εμείς ακί­νη­τοι στη μέση απο­λαμ­βά­νου­με την περι­στρο­φή τους.

Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (Πώς και πόσο την αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε) – Β’ Μέρος

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο