Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Η προσευχή του ταπεινού»

Ο Ζαχα­ρί­ας Παπα­ντω­νί­ου γεν­νή­θη­κε στο Καρ­πε­νή­σι στις 3 Φλε­βά­ρη του 1877 και πέθα­νε στην Αθή­να την 1 Φλε­βά­ρη του 1940 από καρ­δια­κή προ­σβο­λή, ενώ πήγαι­νε με το τραμ σε συνε­δρία της Ακα­δη­μί­ας Αθηνών.

Στο σημε­ρι­νό σημεί­ω­μα θα ασχο­λη­θού­με όχι με το έργο του αλλά με τον άνθρω­πο. Ετσι όπως τον είδε ένας σύγ­χρο­νός του, ο Κώστας Βάρναλης.

Ο Παπα­ντω­νί­ου «σπού­δα­σε ζωγρα­φι­κή, μετά πήγε στο Παρί­σι ως αντα­πο­κρι­τής της εφη­με­ρί­δας «Εμπρός», κατέ­λη­ξε να γίνει νομάρ­χης. Ηδη αυτά υπο­δη­λώ­νουν, ότι για τον Παπα­ντω­νί­ου η λογο­τε­χνία ήταν ένα είδος ‘’ερα­σι­τε­χνί­ας’’».

Ο Κώστας Βάρ­να­λης γνω­στός για τις πετυ­χη­μέ­νες «βιτριο­λι­κές» του παρω­δί­ες. Μία από αυτές τις περι­πτώ­σεις είναι η παρω­δία της «Προ­σευ­χής του ταπει­νού» του Ζαχα­ρία Παπα­ντω­νί­ου, λίγο και­ρό μετά την κυκλο­φο­ρία της συλ­λο­γής «Θεία δώρα» (1931).

Ο Ζ. Παπα­ντω­νί­ου, ήταν δημο­σιο­γρά­φος, κρι­τι­κός τέχνης ‑αντι­δρα­στι­κός- θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας , λογο­τέ­χνης πολυ­θε­σί­της και «κρα­τι­κο­δί­αι­τος», καθώς από το 1912 και έως το 1916 διε­τέ­λε­σε νομάρ­χης στη Ζάκυν­θο, στις Κυκλά­δες, στην Καλα­μά­τα και στη Σπάρ­τη. Το 1917 ανέ­λα­βε καθή­κο­ντα προ­έ­δρου της Εθνι­κής Πινα­κο­θή­κης, όπου παρέ­μει­νε επί μακρόν. Το 1923 τιμή­θη­κε με το εθνι­κό Αρι­στείο Γραμ­μά­των και Τεχνών και διο­ρί­στη­κε καθη­γη­τής στο Αμα­λί­ειο Ορφα­νο­τρο­φείο και στη Σχο­λή Καλών Τεχνών. Και όλα αυτά παράλ­λη­λα με την άσκη­ση της δημοσιογραφίας.

Αυτό σατί­ρι­ζε ο Βάρ­να­λης (με το χλευα­στι­κό ψευ­δώ­νυ­μο Καρ­χα­ρί­ας Παπα­φα­τα­ού­λας)  στο ομώ­νυ­μο «Η προ­σευ­χή του ταπει­νού», που δημο­σιεύ­τη­κε στο περιο­δι­κό «Νέοι  Πρω­το­πό­ροι», στο τεύ­χος Φλε­βά­ρη, ως ποί­η­μα της υπο­τι­θέ­με­νης συλ­λο­γής «Ηλί­θια Δώρα». Στη στή­λη του περιο­δι­κού «Το παρα­μι­λη­τό του κόσμου που πεθαί­νει», μας «εξη­γεί» για­τί γράφτηκε:

«Ο κ. Ζαχα­ρί­ας Παπα­ντω­νί­ου έβγα­νε τελευ­ταία ένα τόμο ποι­ή­μα­τα με τον τίτλο τα “Θεία δώρα”. Δεν έμει­νε εφη­με­ρί­δα ή περιο­δι­κό της συντη­ρη­τι­κής δια­νό­η­σης που να μην εξά­ρει το πράγ­μα σαν ένα πνευ­μα­τι­κό γεγο­νός. Η Εθνι­κή τρά­πε­ζα –λένε– κυριέ­φτη­κε κιό­λας από μιαν απροσ­δό­κη­τη λυρι­κή κατά­νυ­ξη κι αγό­ρα­σε για λογα­ρια­σμό της 2.000 αντί­τυ­πα. Το υπουρ­γείο Παι­δεί­ας πάλι κι η Ακα­δη­μία του ετοι­μά­ζου­νε από τώρα (εν αγνοία του!) το περί­φη­μο πεντο­χί­λια­ρο έπα­θλο. Δεν είναι άσκο­πο για το περιο­δι­κό μας να σερ­βί­ρει ένα μεζε­δά­κι από την πνευ­μα­τι­κή παν­δαι­σία που παρέ­θε­σε προς την τάξη του ο περι­νού­στα­τος ποι­η­τής. Είναι ένα κομ­μα­τά­κι από­να ποί­η­μα που επι­γρά­φε­ται “Προ­σευ­χή Ταπει­νού”. Ο ποι­η­τής το λοι­πόν, που όπως φαί­νε­ται θεω­ρεί τον εαυ­τό του πολύ ταπει­νό, έχει πάθει πολ­λά τα κακά εξαι­τί­ας η ταπει­νο­σύ­νη του, και ζητά την αντα­μοι­βή του.  – Οι  λόγοι του, τα επι­χει­ρή­μα­τα είναι πολ­λά, λεφτο­με­ρεια­κά κι ομοιο­κα­τά­λη­χτα! Το κυριό­τε­ρο όμως είναι που:

Έδω­σα στα παι­διά χαρές
σε σκύ­λους λίγο χάδι
ζευ­γά­δες καλησπέρισα
που γύρι­ζαν το βράδυ.

Δε θαρ­νη­θεί κανέ­νας από τους ανα­γνώ­στες μας πως το μαρ­τύ­ριο είναι πολύ σοβα­ρό και μεγά­λη η ταπει­νο­σύ­νη του ποι­η­τή. Καλά πια να χαϊ­δέ­ψει ένα σκύ­λο. Μα να χαι­ρε­τή­σει κι ένα χωριά­τη, αυτό δίχως άλλο είναι πάρα πολύ!».

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ
(Παρω­δία)

Κύριε, σαν ήρθε η βρα­διά και μάτι δε μας βλέπει,
βρέ­χε σωρό διο­ρι­σμούς στην ταπει­νή μου τσέπη.
Την προ­σευ­χή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία
καμιά ψυχή δεν έβλα­ψα, εξόν απ’ τα ταμεία.

Εκεί­νοι, που με πλή­γω­σαν ήταν αγαπημένοι…
Που να μη την εβού­τη­ξα θέση σπου­δαία δε μένει.
Ήσυ­χα εγώ κι αθό­ρυ­βα τα έργα μου έχω πράξει
κι από Γραι­κύ­λους και Γκρε­κούς το σύμπαν έχω εισπράξει.

Στην πόρ­τα μου άλλος δεν χτυ­πά κανείς απ’ τον αγέρα,
όλες εγώ τις χτύ­πη­σα (δου­λειά μου κάθε μέρα).
Ήμου­να των μικρών παι­διών και των σκυ­λιών ο φίλος
κι όλων εγώ των Αρχη­γών πιστός χαδιά­ρης σκύλος.

Σ’ ευχα­ρι­στώ για τα βου­νά και για τους κάμπους, που είδα.
Αφού το κρά­τος πλή­ρω­νε, ζήτω η γλυ­κιά πατρίδα.
Σ’ ευχα­ρι­στώ, που μού­δω­κες, χωρίς να μου ανήκει
τη θέση της Εκδο­τι­κής και την Πινακοθήκη.

Για την καπα­τσο­σύ­νη μου οι εχτροί θα με μισήσουν
ευδό­κη­σε ν’ αφα­νι­στούν χωρίς να ξαναζήσουν.
(Σιγά στ’ αφτί του θεού)
Με τρό­πο της ποι­ή­σε­ως δώσε μου, Κύριε, τώρα
τα πενή­ντα χιλιά­ρι­κα, τ’ αλη­θι­νά «θεία δώρα».

(Από τα «Ηλί­θια Δώρα»)
ΚΑΡΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΦΑΤΑΟΥΛΑΣ

 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ
(Ζαχα­ρί­ας Παπαντωνίου)

Κύριε, σαν ήρθεν η βρα­διά σου λέω την προ­σευ­χή μου.
Άλλη ψυχή δεν έβλα­ψα στον κόσμο απ’ τη δική μου.
Εκεί­νοι που με πλή­γω­σαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάστη­ξα. Μου δίνεις και την ξένη.

Μ’ απαρ­νη­θή­καν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προ­σμέ­νω τα χει­ρό­τε­ρα. Είν’ αμαρ­τία να ελπίσω.
Σαν ευτυ­χία την αγα­πώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρ­τα μου άλλος δε χτυ­πά κανείς απ’ τον αγέρα.

Δεν έχω δόξα. Είν’ ήσυ­χα τα έργα που έχω πράξει.
Άκου­σα τη γλυ­κιά βρο­χή. Τη δύση έχω κοιτάξει.
Έδω­κα στα παι­διά χαρές, σε σκύ­λους λίγο χάδι.
Ζευ­γά­δες καλη­σπέ­ρι­σα που γύρι­ζαν το βράδυ.

Τώρα δεν έχω τίπο­τα, να διώ­ξω ή να κρατήσω.
Δεν περι­μέ­νω αντα­μοι­βή. Πολύ ’ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδό­κη­σε ν’ αφα­νι­στώ, χωρίς να ξαναζήσω…
Σ’ ευχα­ρι­στώ για τα βου­νά και για τους κάμπους που είδα.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο