Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η προσφυγιά δεν είναι επιλογή…

prosfugia

«Αυτός ο φρά­χτης που είναι πάνω από 10 χιλιό­με­τρα, είναι το απο­τρε­πτι­κό εμπό­διο που απέ­τρε­ψε την εισ­ροή χιλιά­δων λαθρο­με­τα­να­στών, που έμπαι­ναν ανε­ξέ­λεγ­κτα μέσα στην Ελλά­δα μέσω Θρά­κης και που είχαν δημιουρ­γή­σει χρό­νια το τερά­στιο πρό­βλη­μα που έζη­σε όλος ο Ελλη­νι­κός λαός.

Και είναι αυτός ο ίδιος ο φρά­χτης που ορι­σμέ­νοι θέλουν να τον γκρε­μί­σουν, να τον ρίξουν. Για­τί η δική τους άπο­ψη είναι ότι πρέ­πει να μπαί­νουν οι λαθρο­με­τα­νά­στες και από πάνω να τους δίνου­με και ιθα­γέ­νεια και να τους δίνου­με και ασφα­λι­στι­κά ταμεία και νοσο­κο­μεια­κή περίθαλψη.

Κάτι τέτοιο δεν πρό­κει­ται να το επι­τρέ­ψει ο Ελλη­νι­κός λαός» (Αντώ­νης Σαμαράς).

Αντί άλλης απά­ντη­σης θα του αφιε­ρώ­σου­με το ποί­η­μα ενός νέου ποι­η­τή, του Ειρη­ναί­ου Μαρά­κη. Το έγρα­ψε ένα χρό­νο πριν περί­που, μετά την τρα­γω­δία στο Φαρμακονήσι.

Φαρ­μα­κο­νή­σι

Πολύ κρύο φέτος, μητέρα
η θάλασ­σα πιο παγωμένη
κι απ’ τα χώμα­τα της πατρίδας,
πνί­γο­μαι, μητέρα
με πνίγουν

κι αν δεν με πνίξουν
θα έχου­νε έτοι­μη τη σφαίρα
για να την καρ­φώ­σουν στο κρα­νίο μου

αλλά τα όνει­ρα δεν πεθαί­νουν, μητέρα
ούτε με σφαίρες
ούτε με διατάγματα

ο χρό­νος τους τελειώνει
αυτοί κρυώ­νουν περισ­σό­τε­ρο από εμάς
και παρη­γο­ριά, προ­στα­σία ζητάνε
μέσα στα πολυ­τε­λή σαλό­νια τους.

Πολύ κρύο φέτος, μητέρα
οι καρ­διές τους πιο παγωμένες
κι απ’ τα χώμα­τα της πατρίδας,
πνί­γο­μαι, μητέρα
με πνίγουν

κι όταν με πνίξουν
έτοι­μη θα έχου­νε τη δικαιολογία
για να βεβη­λώ­σουν τη μνή­μη μου

ο χορ­τά­τος υπουργός
ο ραφι­νά­τος επιχειρηματίας
ο λογο­τέ­χνης με τις υπό­γειες διασυνδέσεις

οι προ­αιώ­νιοι εχθροί μας
με το μεγά­λο στόμα
και το ελά­χι­στο μυαλό
που για αίμα διψούν και για χρήμα
ελπί­ζο­ντας πως θα τη βγά­λουν καθαρή
και φέτος.

Πολύ κρύο, μητέρα
όμως, τα δάκρυα σου
ζεστή κρα­τούν την ελπίδα
ξεπλέ­νουν τους φόβους μας

να θυμώ­νεις, μητέρα
να κλαις, ακούς;
έτσι κάνουν οι άνθρω­ποι, ακούς;

έτσι κι αλλιώς, δεν θ’ αργή­σει εκεί­νη η μέρα
όπου κι εμείς, με τα δικά μας πλοία
σαν κάποιο παγω­μέ­νο Οκτώ­βρη χρό­νια πριν
τα κανό­νια θα πάρου­με απ’ την καρ­διά μας
για να τα στρέ­ψου­με στις τσέ­πες τους.

Εκεί να δεις δάκρυα, μητέρα…

24/1/2013

Επι­μέ­λεια: Ηρα­κλής Κακαβάνης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο