Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η πρώτη απεργία γυναικών στην Ελλάδα

Στην Ελλά­δα, η πρώ­τη απερ­γία εργα­τριών έγι­νε στις 13 Απρί­λη 1892, από τις υφά­ντριες του εργο­στα­σί­ου των Αδελ­φών Ρετσί­να , στον Πει­ραιά. Εκεί­νη τη χρο­νιά, οι εργο­δό­τες απο­φά­σι­σαν να μειώ­σουν την αμοι­βή των εργα­τριών, από 80 σε 65 λεπτά το τόπι υφάσματος.

Τα λίγα που γνω­ρί­ζα­με για αυτή την απερ­γία απο­κά­λυ­ψε η Ιρις Αυδή – Καλ­κά­νη με το βιβλίο της «Εκεί­νο το πρωί»:

«Τα λίγα στοι­χεία που γνω­ρί­ζου­με για την απερ­γία, σημειώ­νει η συγ­γρα­φέ­ας, έφτα­σαν σ’ εμάς μόνο μέσα από τον Τύπο της επο­χής. (“Εφη­με­ρίς” του Κορο­μη­λά). Και εκεί όμως η σημα­ντι­κή αυτή γυναι­κεία εργα­τι­κή κινη­το­ποί­η­ση ανα­φέ­ρε­ται αδιά­φο­ρα και υπο­το­νι­κά, στα πλαί­σια της προ­σπά­θειας αγνό­η­σης κάθε θέμα­τος που αφο­ρά την εργα­τι­κή τάξη και μεί­ω­σης της σημα­σί­ας του, αλλά και τις γυναί­κες της τάξης αυτής ειδι­κό­τε­ρα… με δυο τρεις λέξεις, χωρίς κανέ­να σχό­λιο, περισ­σό­τε­ρο σαν παρά­ξε­νο γεγο­νός που θα κινή­σει το ενδια­φέ­ρον του κοι­νού παρά σαν σημα­ντι­κή εργα­τι­κή εκδή­λω­ση με ιδιαί­τε­ρη σημα­σία. Αντί­θε­τα, η απερ­γία όχι μόνον ανα­φέ­ρε­ται από την “Εφη­με­ρί­δα των Κυριών”, το φεμι­νι­στι­κό περιο­δι­κό που εκδί­δει από το 1887 η Καλ­λιρ­ρόη Παρ­ρέν, αλλά η συντά­κτρια της είδη­σης, προ­φα­νώς η ίδια η εκδό­τρια που έχει και την ευθύ­νη για κάθε άρθρο που δεν υπο­γρά­φε­ται, υπε­ρα­σπί­ζε­ται τις απεργούς».

«Τύλι­ξε γρή­γο­ρα τα μαλ­λιά της πλε­ξί­δα γύρω από το κεφά­λι, έρι­ξε λίγο νερό στο πρό­σω­πό της από το πήλι­νο κανά­τι κι έπια­σε μάνι-μάνι να κάνει τις δου­λειές. Ό,τι προ­λά­βει, όπως πάντα και πιο βια­στι­κά ακόμα.
Από τότε που δού­λευε στο εργο­στά­σιο, ούτε στην αυλή δεν προ­λά­βαι­νε να καθί­σει, ούτε μια κου­βέ­ντα ν’ αλλά­ξει με τις γει­τό­νισ­σές της. Έφευ­γε νύχτα ακό­μα. Να ΄ναι μπρο­στά στην πόρ­τα του Ρετσί­να πριν χαρά­ξει. Να πιά­σει έγκαι­ρα δου­λειά. Τα λεφτά που έπαιρ­νε ήταν λίγα, 80 λεπτά για κάθε τόπι πανί που ύφαι­νε κι αυτά τις πιο πολ­λές φορές λει­ψά, αφού όλο και κάποια δικαιο­λο­γία εύρι­σκε ο επι­στά­της να της κρα­τή­σει για πρό­στι­μο τα Σαβ­βα­τό­βρα­δα που πλη­ρω­νό­τα­νε το βδομαδιάτικο». 

«… .. Με την απεργία απο­δει­κνύ­ε­ται πως οι εργα­ζό­με­νες γυναί­κες στη χώρα μας, αντί­θε­τα απ’ ό,τι πιστεύ­ε­ται, πάλευαν από πολύ νωρίς ενά­ντια στους εργο­δό­τες, όχι απλά συμπλη­ρω­μα­τι­κά στο πλευ­ρό των εργα­τών, αλλά και αυτό­νο­μα, σε μια επο­χή που κάθε γυναί­κα είναι ακό­μα μια ετε­ρό­φω­τη προ­σω­πι­κό­τη­τα, εξαρ­τη­μέ­νη πάντα από έναν άντρα, χωρίς δική της άπο­ψη και θέλη­ση, με συνέ­πεια η υπο­τα­γή της στον άντρα και στον εργο­δό­τη να θεω­ρεί­ται αυτονόητη».

(Ίρις Αυδή-Καλ­κά­νη: Εκεί­νο το πρωί-Πει­ραιάς 1892. Η πρώ­τη απερ­γία εργα­τριών στην Ελλά­δα / Πηγή: Ριζοσπάστης)

***

Τα εργοστάσια Ρετσίνα

«Μην πεις κακό για φαμπρι­κού για­τί ΄ναι αμαρτία
για­τί την τρώ­ει ο πάγκος της και η ορθοστασία».

Ό,τι απέ­μει­νε σήμε­ρα είναι τα ερεί­πια του εργο­στα­σί­ου Ρετσί­να, που μένουν περι­φρο­νη­μέ­να και κατα­δι­κα­σμέ­να στη λήθη. Πεζοί, φορ­τη­γά, ΙΧ, προ­σπερ­νούν καθη­με­ρι­νά και ούτε ως υπο­ψία περ­νά­ει από το μυα­λό των περα­στι­κών πως αυτά τα ερεί­πια, λίγα μέτρα από τη λεω­φό­ρο Θηβών, πριν από 150 χρό­νια ξύπνη­σαν τις ελπί­δες δεκά­δων απε­γνω­σμέ­νων, εργα­τι­κών οικο­γε­νειών του Πει­ραιά που πάλευαν πενό­με­νες για να συντηρηθούν.

Το 1871 οι αδελ­φοί Θεό­δω­ρος, Αλέ­ξαν­δρος και Δημή­τριος Ρετσί­νας, που έχουν τις ρίζες τους στην Πελο­πόν­νη­σο, ιδρύ­ουν το πρώ­το τους εργο­στά­σιο κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ας στον Πει­ραιά με την επω­νυ­μία «Αδελ­φοί Ρετσί­να». Στην περιο­χή της Λεύ­κας λει­τουρ­γεί νημα­τουρ­γείο με 5.000 ατρά­κτους και ατμο­μη­χα­νή 60 ίππων. Τα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν δημιουρ­γεί­ται υφα­ντή­ριο και βαφείο και στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1890, η επι­χεί­ρη­ση Ρετσί­να δια­θέ­τει πέντε εργο­στά­σια στον Πει­ραιά, με 2.000 εργά­τες και εργά­τριες. Με την ανα­το­λή του 20ού αιώ­να η επι­χεί­ρη­ση Ρετσί­να είναι η μεγα­λύ­τε­ρη κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γία της χώρας και χιλιά­δες εργα­τών και εργα­τριών από όλες τις συνοι­κί­ες του Πει­ραιά εργά­ζο­νται στα εργο­στά­σια της. Η οικο­γε­νεια­κή επι­χεί­ρη­ση που έχει ανα­πτυ­χθεί σε υφα­ντουρ­γία βαμ­βα­κε­ρών υφα­σμά­των, γνω­στών με το όνο­μα «ρετσί­νες» γίνε­ται η σημα­ντι­κό­τε­ρη των Βαλκανίων.

Πριν την ίδρυ­ση της κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ας των Αδελ­φών Ρετσί­να, τα υφά­σμα­τα ήταν πανά­κρι­βα, καθώς εισά­γο­νταν από την Ευρώ­πη. Οι ρετσί­νες λοι­πόν, τα υφά­σμα­τα του Ρετσί­να, γίνο­νται περι­ζή­τη­τα. Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό της υψη­λής ζήτη­σης των υφα­σμά­των του Ρετσί­να, σκί­τσο του Θέμη Άννι­νου που απει­κο­νί­ζει τον Χαρί­λαο Τρι­κού­πη να φορά­ει ελλη­νι­κά τσα­ρού­χια και να είναι ντυ­μέ­νος με τις «ρετσί­νες».

Η οικο­γέ­νεια Ρετσί­να την επο­χή αυτή κυριαρ­χεί στην οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή ζωή του Πει­ραιά. Ο Θεό­δω­ρος Ρετσί­νας εκλέ­γε­ται δήμαρ­χος της πόλης και στη συνέ­χεια βου­λευ­τής με το κόμ­μα του Χαρί­λα­ου Τρικούπη.

Οι εργά­τριες της επο­χής ξεκι­νούν να δου­λεύ­ουν στα 10 με 12 τους χρό­νια, εργά­ζο­νται 12 με 14 ώρες την ημέ­ρα και πλη­ρώ­νο­νται με το μισό ή και ακό­μα πιο κάτω, από το μερο­κά­μα­το που λαμ­βά­νουν οι άνδρες. Στον Πει­ραιά, έχουν ήδη φθά­σει μαζι­κά Κρη­τι­κοί που δημιουρ­γούν κάτω από τον λόφο της Καστέ­λας, τη συνοι­κία «Κρη­τι­κά». Οι κρη­τι­κο­πού­λες, με παρά­δο­ση στην υφα­ντι­κή τέχνη, δεν δυσκο­λεύ­ο­νται να βρουν εργα­σία στα εργο­στά­σια κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ας του Πει­ραιά. Το ίδιο και οι γυναί­κες που κατα­φθά­νουν στον Πει­ραιά από την Ανα­το­λή, μέσω των νησιών, ψάχνο­ντας μερο­κά­μα­τα. Πενό­με­νοι εργά­τες και εργά­τριες ελλη­νι­κής εθνι­κό­τη­τας από την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και από άλλα μέρη της Ανα­το­λής έχουν μετα­να­στεύ­σει στον Πει­ραιά για εργα­σία. Οι εργά­τριες, προ­φα­νώς λόγω της παρά­δο­σης της Ανα­το­λής στην υφα­ντι­κή τέχνη, τοπο­θε­τού­νται στα κλω­στή­ρια και υφαντήρια.

Το εργο­στά­σιο Ρετσί­να έμελ­λε και πρώ­τος υπο­δο­χέ­ας γυναι­κών εργα­ζο­μέ­νων και πεδίο της πρώ­της απερ­γία εργα­τριών στην Ελλάδα.

Η θέση της εργάτριας στην Ελλάδα του 1890

Τον Μάιο του 1894, η εφη­με­ρί­δα «Ακρό­πο­λις» δημο­σιεύ­ει στην πρώ­τη σελί­δα άρθρο με τον τίτλο «Ο εργα­τι­κός κόσμος εν Ελλά­δι-Οι φαμπρι­κού­δες». Το δημο­σί­ευ­μα αυτό δίνει την εικό­να και τις συν­θή­κες για την εργά­τρια της επο­χής. Μαθαί­νου­με ότι στα υφα­ντουρ­γεία ξεκι­νούν εργα­σία ακό­μη και κορί­τσια οκτώ, εννιά και δέκα ετών, γυναί­κες χλω­μές, ρακέν­δυ­τες, εξα­θλιω­μέ­νες που βγή­καν στην παρα­γω­γή για να επι­βιώ­σουν και με μερο­κά­μα­τα στο μισό ή στο ένα τρί­το από αυτά που έπαιρ­ναν οι άνδρες.

Εφη­με­ρί­δα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»

Αθή­να Σάβ­βα­το 14 Μαΐ­ου 1894 αριθ­μός 4405

«Εις τας υπω­ρεί­ας του Σταυ­ρού, όπου εκτεί­νο­νται τα Υδραι­ϊ­κά, κάτω από την Καστέλ­λα, όπου είναι τα Κρη­τι­κά, εις το χωριό του Μελε­τό­που­λου και εις τα Καμί­νια, ένθα ανε­γεί­ρο­νται τα εργο­στά­σια, εκεί κατοι­κεί η φαμπρι­κού. Το κορί­τσι, που πάει στη φάμπρι­κα, η μεσό­κο­πη δου­λεύ­τρα, που έμει­νε χήρα και εργά­ζε­ται να θρέ­ψη τα ορφα­νά ή δια να συμπλη­ρώ­σει την προί­κα της θυγα­τρός της, οι περισ­σό­τε­ραις από την Ύδρα και τας Σπέ­τσαις, από τον Πόρον και την Σαντο­ρί­νην, καμ­μιά φορά από τα χωριά της Αττι­κής και από την Κού­λου­ρην. Έχει όλων των ηλι­κιών. Έχει κορί­τσια οκτώ ετών και εννιά ετών και δέκα ετών. Έχει κοπέ­λας εις την τελειο­τέ­ραν ακμή της νεα­νι­κής ηλι­κί­ας και του σφρί­γους της ζωής, δέκα οκτώ έως είκο­σι τεσ­σά­ρων ετών, έχει και γερο­ντο­κό­ραις και μεσό­κο­παις και γρηαίς. Αλλ? ο κυριαρ­χών τύπος είναι της νεα­νι­κής ηλι­κί­ας από τα δέκα εξ έως τα είκο­σι δύο»

Η εφη­με­ρί­δα «Ακρό­πο­λις» έδι­νε στους ανα­γνώ­στες με μεγά­λη γλα­φυ­ρό­τη­τα την εικό­να της εργάτριας:

«…Αλη­θής εικών εργα­τρί­ας είνε της δυστυ­χούς εκεί­νης νεα­νί­δος που δια­βαί­νει εκεί πτω­χι­κά ενδε­δυ­μέ­νη, πολ­λά­κις δε ρακέν­δυ­τος και με μπα­λώ­μα­τα, που αν έχει υπο­δή­μα­τα θα είναι κατα­φα­γω­μέ­να από τους δρό­μους τους μακρυ­νούς, αλλά συνή­θως δεν έχει και σούρ­νε­ται με τας εμβά­δας της αναιμικής»,

«Και όταν βγαί­νουν από το εργο­στά­σιον του Φαλή­ρου και αναρ­ρι­χώ­νται επί των εκεί βρα­χώ­δων λόφων δια να γλυ­τώ­σουν δρό­μον, και όταν διέρ­χω­νται τας μαυ­ρι­σμέ­νας στε­νω­πούς των Καμι­νί­ων και τας κονιορ­το­βρε­θείς λεω­φό­ρους και όταν εδώ στην Αθή­να σχο­λούν από το εργο­στά­σιον του Πυρ­ρή ή την πρω­ί­αν όταν πηγαί­νουν εις τα εργο­στά­σια και εκεί υπό τους επι­κλι­νείς υψη­λούς από ψευ­δάρ­γυ­ρον θόλους ίστα­νται προ των ατμη­λά­των ιστών εν τω εκκω­φα­ντι­κών και εκνευ­ρι­στι­κών βόμ­βων των περι­φε­ρό­με­νων τελα­μό­νων, υπό τον οξύν κρό­τον της σιδη­ράς σαϊ­τας, μέσα εις το παν­δαι­μό­νιον αυτό, που και το συν­δια­λέ­γε­σθαι είναι αδύ­να­τον, όπου η άμιλ­λα περί του ποία θα υφά­νη, περισ­σό­τε­ρον διπλα­σιά­ζει τους κόπους παντού και πάντο­τε θα τα ιδή­τε να καμπου­ριά­ζουν επω­δύ­νως, με το κιτρι­νό­λευ­κον χρώ­μα της αναι­μί­ας, με το βαθυ­κί­τρι­νον της χρό­νιας χλω­ρώ­σε­ων, νευ­ρα­σθε­νι­κάς, υστε­ρι­κάς, φυμα­τιώ­σας. Νευ­ρα­σθέ­νειαι δε, φυμα­τιώ­σεις και υστε­ρι­σμοί κατά τας παρα­τη­ρή­σεις των εν Πει­ραιεί ιατρών υπερ­πλε­ο­νά­ζουν δυσα­λό­γως προς τον αριθ­μόν των εργα­τί­δων. Και όλα αυτά κατά την ομό­φω­νον γνώ­μην γων ιδί­ων εκ της ελε­ει­νής διαί­της, την οποί­αν κάμνουν οι εργά­τι­δές μας».

Είναι εντυ­πω­σια­κό ότι η «Ακρό­πο­λις» δεν παρα­λεί­πει να παρα­θέ­σει στο πρω­το­σέ­λι­δο αυτό άρθρο της για τις «φαρ­μπρι­κού­δες» και τη μαρ­τυ­ρία του ίδιου του Θεό­δω­ρου Ρετσί­να, που τότε ήταν και δήμαρ­χος Πει­ραιά αλλά και να τον επι­κρί­νει διό­τι «δεν ηθέ­λη­σε να πρω­το­στα­τή­σει εις το εργα­τι­κό ζήτη­μα» αν και μέσα σε λίγο χρο­νι­κό διά­στη­μα είχε κατα­φέ­ρει να κάνει «αγνώ­ρι­στη» την πόλη.

«Είνε χαρα­κτη­ρι­στι­κώ­τα­τον κάτι που μας αφη­γή­θη­σαν, ότι ο Δήμαρ­χος Πει­ραιώς κ. Θ. Ρετσί­νας και μεγα­λο­ερ­γο­στα­σιάρ­χης περιέλ­θων τα Χρι­στού­γεν­να τας οικο­γε­νεί­ας των εργα­τών έφρι­ξε, λέγει, δια την ένδειαν και τας κρα­τού­σας συν­θή­κας της διαί­της! Ποιαί είναι αι συν­θή­και αυταί νομί­ζο­μεν ότι δεν υφί­στα­ται ανά­γκη μακρών και εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νων περι­γρα­φών δια να το αντε­λη­φθή­τε και το εννο­ή­σε­τε. Θα ήτο κοι­νο­το­πία του τελευ­ταί­ου είδους να σας είπω­μεν ότι κατοι­κούν εις τρώ­γλας ανη­λί­ους, τρία και τέσ­σα­ρα άτο­μα εις το αυτό δωμά­τιον, πατέ­ρας, μητέ­ρα, τεκνία, αδελ­φοί και αδελ­φαί κοι­μώ­νται επί του αυτού επι­πέ­δου και κατά την αυτήν γραμ­μήν, να οφραί­νω­νται τον βούρ­κον, που ρέει εν τω μέσω της αυλής, να μην καθα­ρί­ζω­νται, να μη πλέ­νω­νται. Και ενώ τοιαύ­ται υπήρ­ξαν αι εντυ­πώ­σεις του κ. Ρετσί­να και συγκι­νη­θείς διέ­νει­με 4,000 δρ. εις τα ενδεή ταύ­τα πλή­θη, χρι­στια­νι­κώ­τα­τα φερό­με­νος, η φιλαν­θρω­πία του δεν προ­έ­βη περαι­τέ­ρω ατυ­χώς και αυτός που εποι­ή­σιν εντός ολι­γί­στου χρο­νι­κού δια­στή­μα­τος την πόλιν, ης προϊ­στα­ται, αγνώ­ρι­στον δι έργων καλ­λω­πι­στι­κών και δι έργων της απο­λύ­του ανά­γκης, δεν ηθέ­λη­σε να πρω­το­στα­τή­ση εις το εργα­τι­κόν ζήτη­μα, να βελ­τιώ­ση την θέσιν των εργα­τών του, να τακτο­ποι­ή­ση αυτούς εις ανθρω­πι­νω­τέ­ραν τάξιν, ρυθ­μί­ζων τα της διαί­της αυτών εντός και εκτός των εργο­στα­σί­ων, μερι­μνών περί ιδρύ­σε­ως εργα­τι­κών θερα­πευ­τη­ρί­ων, αφού μάλι­στα ως προς το τελευ­ταί­ον τού­το γνω­ρί­ζει κάλ­λιον παντός άλλου, ότι το Ζάνειον νοσο­κο­μεί­ον είνε εκά­στο­τε υπερ­πλη­ρω­μέ­νον από ξένους. Διό­τι η καλή θέλη­σις δεν λεί­πει από τον κ Ρετσί­ναν και από­δει­ξις τα μεγά­λα αυτού και του αδελ­φού του εργο­στά­σια, τα αχα­νή ταύ­τα ιδρύ­μα­τα, πρό­τυ­πα ευρω­παϊ­κών εργο­στα­σί­ων με τα τελειό­τε­ρα μηχα­νή­μα­τα, την μεθο­δι­κό­τέ­ραν κατά­τα­ξιν και τας χιλιά­δας των εργα­τών και εργα­τί­δων, που απο­ρεί κανείς και εξί­στα­ται ομο­λο­γου­μέ­νως, πότε έφθα­σαν εις τοιαύ­την πρό­ο­δον και ακμήν».

Σημα­ντι­κά είναι τα στοι­χεία που αντλού­με και για τις αμοι­βές στα εργο­στά­σια της επο­χής, από το άρθρο της εφη­με­ρί­δας «Ακρό­πο­λις»:

«Το ημε­ρο­μί­σθιον κατά γενι­κό κανό­να το είπο­μεν εις τα προη­γού­με­να και κατά μέσον όρον δεν φθά­νει πέραν των 2 δραχ­μών. Είναι τώρα και ημε­ρο­μί­σθια των 3 δρχ. και άλλα που υπερ­βαί­νουν το ποσόν τού­το. Αι υφά­ντριαι λόγου χάριν, η εργα­λειού­δες, όπως απο­κα­λού­νται, φθά­νει να κερ­δί­ζουν και τρεις και τρεις ήμι­συ και τέσ­σα­ραις εργα­ζό­με­ναι κατ απο­κο­πήν με το τόκι. Αλλ αυταί δεν είνε αι περισ­σό­τε­ραι απέ­να­ντι του ολι­κού αριθ­μού των εργα­τί­δων. Έπει­τα η άμιλ­λα περί του ποια να κάμη μεγα­λύ­τε­ρον αριθ­μόν πήχε­ων τας εξα­ντλεί προ­ώ­ρως. Έχουν δε οι δυστυ­χι­σμέ­ναις αυταίς εξαι­ρε­τι­κώς το μαρ­τύ­ριον των υστε­ρι­σμών, της αναι­μί­ας και της χλω­ρώ­σε­ως ένε­κεν της διαρ­κούς ορθο­στα­σί­ας και του παρα­γο­μέ­νου εκ της κινή­σε­ως των μηχα­νη­μά­των θορύ­βου, ο οποί­ος εξά­πτει το νευ­ρι­κόν των σύστη­μα. Κα οι πνεύ­μο­νές των ευκο­λώ­τε­ρον προ­σβάλ­λο­νται εκ φυμα­τιώ­σε­ων δια το ανα­πνέ­ειν μολυ­σμέ­νον και δηλη­τη­ριώ­δη αέρα. Αλλά και μετα­ξύ αυτών ακό­μη των τοιαύ­ταις υφι­στα­μέ­νων ο μέσος όρος του ημε­ρο­μι­σθί­ου ουδέ­πο­τε υπερ­βαί­νει τας 3 δρχ».

«?Αι καλα­μού­δες, που δου­λεύ­ουν εις το κλω­στή­ριον,  αι δυά­στραις και ανε­μού­δες, αυταί που απο­τε­λούν τον μέγαν αριθ­μόν, την πλειο­νό­τη­τα δυστυ­χούν, φθί­νουν, μικραί­νο­νται. Τα ημε­ρο­μί­σθια αρχί­ζουν από τα 80 λεπτά και μόλις προ­σεγ­γί­ζουν το δίδραχ­μον. Και όμως δια το φόρε­μα της δου­λειάς, το οποί­ον αγο­ρά­ζει εκ του εργο­στα­σί­ου και όπερ φθεί­ρε­ται ταχέ­ως και λαδώ­νε­ται και μουν­τζου­ρώ­νε­ται θέλει 8 δρχ αντί­τι­μον μόνον του υφά­σμα­τος προς 1 δρχ τον πήχυν, υπό τον όρον πάλιν να το κάνει στε­νόν ως σάβα­νον, διό­τι για να φοράη ένα φόρε­μα της προ­κο­πής και να κινή­ται ελευ­θέ­ρως 10 πήχεις δεν της φθά­νουν, οπό­τε η δαπά­νη ανέρ­χε­ται εις 10 δρχ. Για να φάει το μεσι­μέ­ρι θέλει το ολι­γώ­τε­ρον 50 λεπτά, για να φάη το βρά­δυ βεβαί­ως θα θέλη περισ­σό­τε­ρα. Αλλ αι άλλαι ανά­γκαι; Να παπου­τσω­θεί, να πλη­ρώ­ση ενοί­κιον, να έχη ένα φόρε­μα εορ­τά­σι­μον, να αντα­πο­κρι­θή εις άλλα έκτα­κτα περι­στα­τι­κά της ζωής; Ελά­τε να βρή­τε λογαριασμόν».

Η Καλλιρόη Παρρέν

Στην Ελλά­δα οι πρώ­τες φωνές δια­μαρ­τυ­ρί­ας, προ­κει­μέ­νου να θεσπι­σθούν προ­στα­τευ­τι­κοί νόμοι για την εργά­τρια, προ­έρ­χο­νται από γυναί­κες δια­νο­ού­με­νες που ανή­κουν στην αστι­κή τάξη. Η διευ­θύ­ντρια του περιο­δι­κού «Εφη­με­ρίς των Κυριών» Καλ­λιρ­ρόη Παρ­ρέν ζητεί το 1890 να καθο­ρι­σθούν με νόμο οι ώρες εργα­σί­ας των γυναικών.

Την εικό­να της εργά­τριας εκεί­νης της επο­χής πέτυ­χε να δια­τη­ρή­σει ζωντα­νή η Καλ­λι­ρόη Παρ­ρέν μέσα από την Εφη­με­ρί­δα των Κυριών. Το εβδο­μα­διαίο περιο­δι­κό της, που το 1892 έρχε­ται δεύ­τε­ρο σε κυκλο­φο­ρία από τα εβδο­μα­διαία έντυ­πα, με πρώ­το τον «Ρωμηό» του Σου­ρή, είναι η σημα­ντι­κό­τε­ρη πηγή γνώ­σης για την πραγ­μα­τι­κή κατά­στα­ση των γυναι­κών και είναι το έντυ­πο που παίρ­νει σαφή θέση για το δίκαιο της απερ­γί­ας των εργα­τριών του Ρετσί­να τον Απρί­λιο του 1892.

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΚΥΡΙΩΝ

Απερ­γία εργα­τριών εν Πειραιεί

«Περί τας 60 εκ των εργα­ζο­μέ­νων γυναι­κών εις το εν Πει­ραιεί Νημα­τουρ­γεί­ον των αδελ­φών Ρετσί­να, ενήρ­γη­σαν απερ­γία άμα ως εγέ­νε­το αυταίς γνω­στόν, ότι ηλατ­τώ­θη το ημε­ρο­μί­σθιόν των. Αι απερ­γή­σα­σαι ανη­νέ­χθη­σαν εις την διεύ­θυν­σιν του κατα­στή­μα­τος, ζητού­σαι τη διόρ­θω­σιν του αδί­κου τού­του μέτρου.

Εν επο­χή καθ΄ην πάντα τα τρό­φι­μα και λοι­πά είδη της απο­λύ­του ανά­γκης έχου­σιν υπερ­τι­μη­θεί, φρο­νού­μεν, ότι έδει να αυξη­θεί το ημε­ρο­μί­σθιον των πτω­χών εργα­τί­δων, αίτι­νες δι΄όλης της ημέ­ρας εργα­ζό­με­ναι, μόλις πορί­ζο­νται τον επιού­σιον άρτον, πλου­τί­ζο­ντες ολο­νέν δια του ιδρώ­τος αυτών τα βαλά­ντια των εργοστασιαρχών».

«Εφη­με­ρίς» 14 Απρι­λί­ου 1892

Απερ­γία εργατριών

“Χθες την πρω­ί­αν περί τα 50 κορά­σια ανή­κο­ντα εις το δεύ­τε­ρον εργο­στά­σιον των αδελ­φών Ρετσί­να συνελ­θό­ντα κατά την Λάκ­καν Βάβου­λα εν Πει­ραιεί συνε­φώ­νη­σαν ν΄απόσχουν της εργα­σί­ας των. Αίτιον της απερ­γί­ας των αυτής ην ότι δι΄έκαστον τόπι πανί­ου, ενώ μέχρι τού­δε επλη­ρώ­νο­ντο προς 80 λεπτά τους ανηγ­γέλ­θη ότι εις το εξής θα πλη­ρώ­νο­νται μόνον 65. Αι εργά­τριαι εκεί­θεν μετέ­βη­σαν εν σώμα­τι εις την διεύ­θυν­σιν του εργο­στα­σί­ου, όπως υπο­βά­λω­σι τα παρά­πο­νά των”.

Δημό­σια σελί­δα ΑΠΕ / Κατε­ρί­να Βλαχοδήμου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο