Η Ρωσία κάλεσε σήμερα ολόκληρο τον ουκρανικό στρατό να «καταθέσει τα όπλα» και τους τελευταίους υπερασπιστές της πόλης της Μαριούπολης να τερματίσουν την «χωρίς νόημα αντίστασή τους», σε μια έκκληση που έρχεται καθώς η Μόσχα φαίνεται να έχει ξεκινήσει στη μεγάλη της επίθεση στην ανατολική Ουκρανία.
«Μην προκαλείτε την μοίρα σας, πάρτε τη μόνη σωστή απόφαση, αυτή της διακοπής των στρατιωτικών επιχειρήσεων και της κατάθεσης των όπλων», ανέφερε σε ανακοίνωσή του το ρωσικό υπουργείο Άμυνας.
«Απευθυνόμαστε σε όλους τους στρατιώτες του ουκρανικού στρατού και σε ξένους μισθοφόρους: σας περιμένει μια άσχημη μοίρα λόγω του κυνισμού των αρχών του Κιέβου», πρόσθεσε.
Ο ρωσικός στρατός υποσχέθηκε σε Ουκρανούς μαχητές από τη Μαριούπολη που εξακολουθούν να καταλαμβάνουν τη βιομηχανική περιοχή του Azovstal, ότι «όσοι καταθέσουν τα όπλα τους έχουν εγγύηση ότι θα παραμείνουν ζωντανοί» εάν παραδοθούν σήμερα.
Η Μόσχα πρότεινε μια κατάπαυση του πυρός στις 12 το μεσημέρι ώρα Μόσχας (και ώρα Ελλάδας) έτσι ώστε μεταξύ «14:00 και 16:00 όλες ανεξαιρέτως οι ουκρανικές ένοπλες μονάδες και οι ξένοι μισθοφόροι να εγκαταλείψουν (σ.σ το Azovstal) καταθέτοντας όπλα ή πυρομαχικά».
Το υπουργείο Άμυνας της Ρωσίας ζήτησε επίσης να ληφθούν μέτρα για την απελευθέρωση αμάχων, εάν υπάρχουν, από το Azovstal.
Οι ουκρανικές αρχές ανακοίνωσαν χθες, Δευτέρα, πως τουλάχιστον 1.000 άμαχοι κρύβονται σε υπόγεια καταφύγια στο Azovstal και πρόσθεσαν πως η Ρωσία ρίχνει βαριές βόμβες στο εργοστάσιο αυτό στη Μαριούπολη.
«Καλούμε τις αρχές του Κιέβου να επιδείξουν κοινή λογική και να διατάξουν τους μαχητές να σταματήσουν την χωρίς νόημα αντίστασή τους», ανέφερε το ρωσικό υπουργείο Άμυνας.
Λίγες ώρες έπειτα από αυτό το αίτημα, ο ρωσικός στρατός ισχυρίστηκε ότι άνοιξε έναν διάδρομο από τις 14:00 ώρα Ελλάδας για να μπορέσουν να φύγουν οι Ουκρανοί στρατιώτες στο Azovstal που παραδόθηκαν. Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας δήλωσε ότι εφαρμόστηκε μια τοπική κατάπαυση του πυρός για να διασφαλιστεί η ασφαλής έξοδος.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Τσε Γκεβάρα, πρεσβευτής της Επανάστασης», του Νίκου Μόττα