Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η σημασία του φεύγω στην πολιτική

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Φεύ­γω και έρχο­μαι. «Άει στο καλό, στην ευχή της Παναγίας»

Δύσκο­λο, αλλά και με φανε­ρή την πολυ­ση­μία του είναι το ρήμα φεύ­γω. «Τρέ­πο­μαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια». Αυτή η σημα­σία απορ­ρί­πτε­ται επί αντρών «ρωμα­λέ­ων», σκλη­ρο­πέ­τσι­νων και γυμνα­σμέ­νων με στρα­τιω­τι­κά γυμνά­σια. Αν εννο­ού­με ότι δηλώ­νε­ται με το ρήμα αυτό η προ­σπά­θεια να φύγει κάποιος μάλ­λον είναι αδύ­να­τον για­τί, ίσως από την απέ­να­ντι πλευ­ρά, ίσως ακου­στεί και το «στο καλό και να μας γρά­φεις» ή και κάπως αλλιώς. «Φεύ­γο­ντας κλεί­σε και την πόρ­τα». Οι πόρ­τες δεν είναι για να κλεί­νουν. Ιδιαί­τε­ρα στην πολι­τι­κή οι πόρ­τες πρέ­πει να είναι πάντα ανοι­κτές. «Όπου η τύχη σε φέρει και φέρου και φέρε…». Στα Τζου­μέρ­κα βέβαια κάπως αλλιώς θα το λέγα­με. «Φεύγ’ς κι έρχε­σαι και στα ποδά­ρια μ’ ζαγκανιέσαι».

Το να πιστέ­ψου­με πως το φεύ­γω σημαί­νει ότι απο­μα­κρύ­νο­μαι από έναν τόπο, από ένα σημείο ή από την υπη­ρε­σία ενός θεσμού, πάλι όχι μόνο είναι δύσκο­λο, αλλά και αντί­θε­το με την όποια πολι­τι­κή στά­ση. «Κατέ­κτη­σες θέση, καρέ­κλα κλπ., δεν κου­νιέ­σαι ρουπ από εκεί. Στε­ριώ­νε­σαι και μένεις ακί­νη­τος και δεν μπο­ρεί να σε μετα­κι­νή­σει ούτε η πιο δυνα­τή μπουλ­ντό­ζα». Δεν έχει σημα­σία, αν κάπο­τε, ας όψο­νται οι εκλο­γές ή οι σκό­πι­μες ή άσκο­πες προ­τά­σεις-πάντως μετά από δια­λο­γι­σμό στα ορει­νά της Ηπεί­ρου- θα φύγεις άπρα­κτος. Καμιά απο­λύ­τως σημα­σία. Κρι­τσι­λω­θή­κα­με και άντε ποιος να μας ξεκρι­τσι­λώσ’; Αυτό συμ­βαί­νει μόνο σε ταβέρ­νες. «Πάμε να φύγου­με. Φάγα­με για τα καλά, μπλετσ(ι)κώσαμε, πάμε τώρα να γκλιορέψουμε».

Το πλοίο, το τρέ­νο, το αερο­πλά­νο όλα αυτά μπο­ρεί να φύγουν. Το πλοίο φεύ­γει για λιμά­νια ξένα, αλλά σε ποιον να το πεις και σε ποιον να το τρα­γου­δή­σεις το «φεύ­γεις αγά­πη μου φεύ­γεις χαρά μου». Ήταν τότε και τώρα βέβαια που έφευ­γαν και φεύ­γουν οι νέοι από τον τόπο τους για να βρουν δου­λειά να ζήσουν ‑λέμε τώρα- με ποιό­τη­τα και αξιο­πρέ­πεια. Αυτό κάπως έτσι το έλε­γαν ξενι­τιά, εγκα­τά­λει­ψη, ξερι­ζω­μός και εκμε­τάλ­λευ­ση. Το λένε και το ξανα­λέ­νε στα Τζου­μέρ­κα το φεύ­γω. «Φύγαν τα νιά­τα τα καλά, φύγαν τα παλι­κά­ρια και μεί­να­νε οι γέρο­ντες μαζί με τα αγκω­νά­ρια». Φεύ­γουν οι ώρες, φεύ­γουν τα νιά­τα, φεύ­γουν τα χρό­νια, το καφά­σι, το μυα­λό, η γυα­λά­δα. «Αυτός ο λεκές δεν φεύ­γει με τίπο­τε!», το μόνι­μο παρά­πο­νο των γυναικών.

«Το βλή­μα έφυ­γε από την κάνη του όπλου». Πού πήγε κανείς δεν ξέρει. Αν εννο­ού­με βλή­μα εγκε­φά­λου, τότε «φουρ­τού­να μας και χαλα­σιά μας». Θα φεύ­γει και θα ξανάρ­χε­ται. «Φεύ­γω» το πρωί ή τις μονές ημέ­ρες, ξανα­γυρ­νώ και ξανα­θρο­νιά­ζο­μαι, «μένω» το Σάβ­βα­το, «απο­λυ­έ­μαι» την Κυρια­κή, ξανα­φεύ­γω, ξανα­μέ­νω κι ούτε που εγώ ξέρω, αν μένω ή φεύ­γω. Αυτό ονο­μά­ζε­ται «Πολι­τι­κή Παλά­τζα». Κι ούτε που μπο­ρώ σε κανέ­ναν να πω το τρα­γού­δι « φύγε κι άσε με να απο­μεί­νω μόνος μου». Δεν εγκα­τα­λεί­πω το λαό μου! «Λαός και εξου­σία μαζί, αντά­μα». Τι σημα­σία έχει κι αν φύγει το τιμό­νι από το πηδά­λιο, την πελα­τεία από το μαγα­ζί… Και το σπου­δαιό­τε­ρο: Δεν παρα­πε­τιέ­ται ο ύπνος από τον κοσμά­κη. Το πρό­βλη­μα είναι «να μη φύγου­με από την καρέ­κλα». Κι αρχί­ζου­με το μάδη­μα της μαρ­γα­ρί­τας. «Θα φύγω ή δεν θα φύγω». Και λει­τουρ­γού­με με την άρση και θέση. «Κάθο­μαι μέχρι να φύγω». Για σήμε­ρα όμως, για­τί το βρά­δυ αλλά­ζου­με τρο­πά­ρι και φτου μανά από την αρχή. «Μένω, αλλά θα φύγω όταν χρεια­στεί». Πότε; Κάποτε…

«Τι είχες Μήτρο μ’, τι είχα πάντα». Ώρα λοι­πόν για φευ­γιό, για­τί άμα τα πάρει ο λαός στην γκρά­να τότε «φευ­γά­τε ποδα­ρά­κια μου, τρε­χά­τε κι όπου φτάσ(ε)τε».

Μας ήρθαν τα μαντά­τα μας. Ο δια­λο­γι­σμός στην Ήπει­ρο απέ­δω­σε. Γυναί­κα. Γυναί­κα «εδώ κοντά σου, χρό­νια ασά­λευ­τος να μένω / ως να μου γίνεις Μοί­ρα, Θάνα­τος και Πέτρα». (Νίκος Καββαδίας)

_______________________________________________________________________

toumpourosΟ Χρήστος Α.Τούμπουρος γεννήθηκε στην Άγναντα Άρτας (Τζουμέρκα). Εκεί τελείωσε το Γυμνάσιο και ακολούθως σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έγραψε τέσσερα βιβλία: «Αγναντίτικα Λιχνίσματα», «Το Γυμνάσιο Αγνάντων ο Πνευματικός Φάρος των Τζουμέρκων», «Με την Ηπειρώτικη λαλιά» και «Τραγουδώντας την ξενιτιά», καθώς και εννέα θεατρικά έργα με περιεχόμενο που αφορά τη ζωή στην Ήπειρο.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο