Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Η σπασμένη στάμνα» του Ερρίκου Φον Κλαϊστ στην Καισαριανή

Η πρώ­τη θεα­τρι­κή ομά­δα εφή­βων του Πολι­τι­στι­κού Κέντρου του Δήμου Και­σα­ρια­νής, εμφα­νί­ζε­ται ξανά μαζί ύστε­ρα από 20 χρό­νια με την παρά­στα­ση «Η σπα­σμέ­νη στά­μνα» μια κωμω­δία του Ερρί­κου Φον Κλαϊστ. Σε σκη­νο­θε­σία Βίβιαν Σιμά­του. Θα προ­βλη­θεί βίντεο αφιέ­ρω­μα για τα 20 χρό­νια εφη­βι­κής ομάδας.

Σάβ­βα­το/Κυρια­κή 11 & 12 Μαΐ­ου στις 20:30

Δημαρ­χείο Και­σα­ρια­νής (Βρυού­λων & Κλαζομενών)

Μια επε­τεια­κή παρά­στα­ση ‑από τους ενή­λι­κες πλέ­ον — της Εφη­βι­κής Θεα­τρι­κής Ομά­δας, με την οποία απέ­σπα­σαν το 3ο Πανελ­λή­νιο Θεα­τρι­κό Βρα­βείο το 2002. Η παρά­στα­ση είναι αφιε­ρω­μέ­νη στη μνή­μη του φίλου, συμπαί­κτη και συμ­μα­θη­τή Δημή­τρη Καραφωτιά.

σπασμένη στάμνα»Παί­ζουν (αλφα­βη­τι­κά ) : Αγρα­φιώ­της Σερα­φείμ, Ανα­βα­λό­γλου Ισα­βέλ­λα, Αντζου­λά­του Ελευ­θε­ρία, Γιαν­να­κά­κη Έλε­να, Μακρο­μα­ρί­δου Βέρα, Μονα­στη­ριώ­της Χρή­στος, Σιμά­του Βίβιαν, Σινο­γιάν­νη Βιβή, Σμυρ­νής Κωνσταντίνος

Ο Κλάϊστ, γνή­σιος εκπρό­σω­πος του γερ­μα­νι­κού Ρομα­ντι­σμού, επη­ρε­α­σμέ­νος από μια χαλ­κο­γρα­φία της επο­χής του, δημιουρ­γεί ένα θεα­τρι­κό έργο και ερμη­νεύ­ει μέσα από αυτό τα ήθη τις αρχές και τα πάθη μιας επο­χής που τόσο πολύ μοιά­ζει με το σήμε­ρα. Σε ένα μικρό ολλαν­δι­κό χωριό, ένα πρωί, στο σπί­τι του δικα­στή Αδάμ, το οποίο παράλ­λη­λα λει­τουρ­γεί και ως αίθου­σα δικα­στη­ρί­ου, από πολύ νωρίς, φαί­νε­ται ότι η ημέ­ρα θα είναι δια­φο­ρε­τι­κή. Η μη ανα­με­νό­με­νη επί­σκε­ψη του σύμ­βου­λου δικαιο­σύ­νης, σε συν­δυα­σμό με το ότι η ημέ­ρα είναι δικά­σι­μος έρχε­ται να δια­φο­ρο­ποι­ή­σει την καθη­με­ρι­νή ρου­τί­να του δικα­στή. Μήλον της έρι­δος της δίκης… μια σπα­σμέ­νη στά­μνα, αντι­κεί­με­νο που ανή­κει στην κυρά — Μάρ­θα Ρουλ μητέ­ρα της Εύας. Η Εύα είναι αρρα­βω­νια­σμέ­νη με τον Ρού­πρεχτ, που έρχε­ται στο δικα­στή­ριο με τον πατέ­ρα του τον μπάρ­μπα — Φάιτ, είναι ο βασι­κός κατη­γο­ρού­με­νος για το σπά­σι­μο της περι­βό­η­της στά­μνας. Γύρω λοι­πόν από τα κομ­μά­τια μιας στά­μνας, ένας γρα­φέ­ας που θα ‘θελε να είναι δικα­στής, ένας δικα­στής που θέλει να κρύ­ψει τις αμαρ­τί­ες του, ένας σύμ­βου­λος που ενδια­φέ­ρε­ται για το φαί­νε­σθαι της δικαιο­σύ­νης, μια μητέ­ρα που παλεύ­ει για την υπό­λη­ψη της κόρης της — και της στά­μνας της -, η κόρη που θέλει να σώσει τον αγα­πη­μέ­νο της αλλά και την τιμή της, ένας νέος που ‘χει χάσει την εμπι­στο­σύ­νη του για τον έρω­τα και είναι έτοι­μος να δικα­στεί, ένας πατέ­ρας ανυ­πο­ψί­α­στος και μια θεία εγκλω­βι­σμέ­νη στη δει­σι­δαι­μο­νία συν­θέ­τουν το μωσαϊ­κό του θεα­τρι­κού αυτού έργου. Στο τέλος ο καθέ­νας από αυτούς θα είναι ευχα­ρι­στη­μέ­νος άλλος λιγό­τε­ρο άλλος περισ­σό­τε­ρο και…η κωμω­δία θα έχει και αυτή λυτρω­θεί.… Η «ιστο­ρι­κή» μετά­φρα­ση του έργου είναι της Τζέ­νης Μαστοράκη.

Η σπασμένη στάμνα» - Έμμετρη μετάφραση Τζένης Μαστοράκη

Συμπλη­ρω­μα­τι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες |> Το σχε­δί­α­σμα της κωμω­δί­ας «Η Σπα­σμέ­νη Στά­μνα» (Der Zerbrochene Krug) ανα­λαμ­βά­νει ο Heinrich von Kleist τον Ιανουά­ριο του 1802, κατά τη διάρ­κεια, της παρα­μο­νής του στην Ελβε­τία, όταν κάποια μέρα αυτός και μια παρέα φίλων του, συζη­τούν για μια χαλ­κο­γρα­φία που βρί­σκε­ται στο σπί­τι του Zschökke. Η χαλ­κο­γρα­φία που είναι του Jean-Jacques Le Veau, έχει τίτλο «Ο Δικα­στής» ή «η Σπα­σμέ­νη  Στά­μνα» (Le Juge ou La Cruche Cassee) και βασί­ζε­ται σε ζωγρα­φι­κό πίνα­κα του Philibert Louis Debucourt  (1782). Το αλη­θές του περι­στα­τι­κού επι­βε­βαιώ­νει ο Τσό­κε το 1825, στον πρό­λο­γο του ομό­θε­μου διη­γή­μα­τός του: «Αυτή η εκφρα­στι­κή παρά­στα­ση μας δια­σκέ­δα­σε και μας οδή­γη­σε προς διά­φο­ρες ερμη­νεί­ες του θέμα­τός της. Γι’ αυτό και στ’ αστεία καθέ­νας από την παρέα ανέ­λα­βε να εκφρά­σει τη δική του ερμη­νεία. Ο  Ludwig Wieland υπο­σχέ­θη­κε μια σάτι­ρα, ο Χάιν­ριχ φον Κλάιστ σχε­δί­α­σε μια κωμω­δία, και ο γρά­φων το παρόν διή­γη­μα…». Εξί­σου επι­βε­βαιω­τι­κή είναι και η περι­γρα­φή της χαλ­κο­γρα­φί­ας από τον ίδιο, το 1842: «Στο σπί­τι μου κρέ­με­ται μια χαλ­κο­γρα­φία, Η σπα­σμέ­νη στά­μνα. Ανά­με­σα στις φιγού­ρες της, δια­κρί­νου­με ένα λυπη­μέ­νο ζεύ­γος  ερω­τευ­μέ­νων, μια μητέ­ρα που μαλώ­νει κρα­τώ­ντας ένα σπα­σμέ­νο στα­μνί, και ένα δικα­στή με μεγά­λη μύτη που βγά­ζει από­φα­ση». Όλα αυτά επα­λη­θεύ­ει και ο Κλάιστ, στον πρό­λο­γο της φερώ­νυ­μης κωμω­δί­ας του: «Την αφορ­μή πήρα από μια χαλ­κο­γρα­φία που είδα πριν από πολ­λά χρό­νια στην Ελβε­τία. Παρί­στα­νε πρώ­τα — πρώ­τα έναν δικα­στή, που καθό­ταν σοβα­ρός στην έδρα. Μπρο­στά του, όρθια, μια γριά κρα­τού­σε την σπα­σμέ­νη στά­μνα κι έμοια­ζε να δεί­χνει το άδι­κο που την είχε βρει. Κατη­γο­ρού­με­νος ήταν ένα παλι­κά­ρι, χωρι­κός, που ο δικα­στής τον κεραυ­νο­βο­λού­σε σα να είχε ήδη πει­σθεί για την ενο­χή του, κι εκεί­νος υπε­ρα­σπι­ζό­ταν τον εαυ­τό του, αλλά ασθε­νι­κά. Μια κοπέ­λα, που  ίσως είχε κατα­θέ­σει στη δίκη (για­τί, ποιος ξέρει πώς να έγι­νε το έγκλη­μα), στε­κό­ταν ανά­με­σα στη μάνα και τον γαμπρό κι έπαι­ζε με την ποδιά της. Ούτε άνθρω­πος που έχει ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σει δεν θα έδει­χνε τέτοια συντρι­βή. Και, τέλος, ο γρα­φέ­ας του (που λίγο πριν είχε, ίσως, το βλέμ­μα του στραμ­μέ­νο στην κοπέ­λα) λοξο­κοι­τού­σε τώρα δύσπι­στα τον δικα­στή, όπως ο Κρέ­ων τον Οιδί­πο­δα σε μια παρό­μοια περί­στα­ση (όταν τέθη­κε το ερώ­τη­μα: ποιος σκό­τω­σε τον Λάιο;). Από κάτω έλε­γε: Η σπα­σμέ­νη στάμνα…Η «σπασμένη στάμνα»

Επι­μέ­λεια  Ομά­δα ¡H.lV.S!

Επι­κοι­νω­νία — [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] — Blog

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο