Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Η Σπορίτ’σα»: Που είνι αρή κείνου του βύσαλου;

Μη τού­ϊ­δις αρή;
Πχιο μωρέ;
Κεί­νου του βύσαλου.

Παν στου μπά­φλα ήτανι.
Που αρή;
Στου παράστουμα
Αφού κοί­τα­ξα, δεν είνι.

Δε ξέρου, γω κει τόλι­πα ταπουτώρα.
Αι, έλα και συ αβδά να ψαξ’ς
Δεν αδειάζου!…

Για­τί τι κάνεις;
Τνά­ζου τα στιγάδια.
Κόμα τα στι­γά­δια τναϊζ’ς;
Άι ξιζού­να καμιά φου­ρά που κει!
Άι ξιφόρχουσιμ
Κοί­τα δυχα­τέ­ρα, που πιρι­μέ­νου κι αβόηθιου…

Δε τού­ξι­ρα να ψάχνου μ’ σήμε­ρα για του βύσαλου!…
Άντι έλα είπα!…
Τι του ρημου­θέ­λεις κι συ κι φαγώθ­κεις να του βρεις;
Να λβα­νί­σου τι θα λα του θέλου.

Τι’νι ταχιά;
Αχ κσσιού­μπα, πότι θα τς’ μαθς τς γιουρτάδις…
Αρή δεν είνι τα Σπουρίτ’σας ταχιά;
Δε ξέρου γω καμιά Σπουρίτ’σα!…

Αμ γροι­κάς κι απού τίπου­τα συ. Μπά­ου κάου.
Ήτα­νι τήξι κιδά τς Κου­ντού­λι­νας δυχατέρα.
Κιρό είχις να μι ψάλ’ς.
Ψάλ­σμου θέλεις συ ή ρόκα!…

Πέσουμ κι μένα τώρα για τ’γουρτή κι άσι τα λόια.
Τήδα, δε σ’ ξανα­εί­πα. Πρωτ’ φου­ρά είνι…
Αυτό δε μ’ του ξαναείπις.

😁  Ε, άκου τότι.
Ποψ, παίρνι ένα μπλόχειρου σταρ κι πάνι σ’ένα χουράφ κι τ’αφίνι καταή σ’ένα γινόστουμου τόπου κι λένι τρεις βουλές:
Βλόγα, Σπουρίτ’σαμ αυτόνι του σπόρου να βλαστήσ’ κι να καρπίσ’ κι να χουρτάς ψουμί ούλι φτουχουλουιά.
Κι του προυί πάνι κι ξαναλέπ’νι.
Άμα σπόρους είνι κει πάει να πει του νι φύλαξι Παναΐα Σπουρίτ’σα κι έτσι θα φλάει ούλα τα σπαρτά μας.
Άμα δεν είνι κει πάει να πει ότι δεν μας φλάει Παναΐτσα τα σπαρτά μας κι θα’χουμι ανουχή κι πρέπ’ να κάνουμι αΐασμό.

Αυτά τα κάνα­νι παλιοί. Τώρα δε κάνει τέτοια πρά­μα­τα κόσμους.

Τώρα τάχα τι κάνει;

🤩  Τώρα ρίχνει ένα τσου­βά­λι λίπα­σμα κι του σταρ γίνι­τι ένα μπόι.
Τήδα, ας μη βρέξ’ κι θα γίνει δυό μπό­ΐα!… Αμ πιδά­κιμ είνι άλλου απού τ’δύναμ’ τ’Θιού…
Καλή είνι δύναμ τ’Θιού αλλά όταν πιρι­μέ­να­τι μονα­χά απ’του Θιο ψου­φά­γα­τι τς’πείνας!…
Αυτά τα κάνα­τι στα χρό­νια σας για­τί δεν ξέρα­τι τίπου­τα άλλου κι νου­μί­ζα­τι πως έτσι θα καλου­πιά­σι­τι του θιο.
Τώρα σεις του κάνα­τι ρόϊδου.
Σ’ακκλησιά δε μπα­τεί­τι, καντλά­κι δε ξέρι­τι ν’ανάψιτι, γιουρ­τή καθη­μερ­νή, ούλα ένα.
Φύγα­τι απ’ τ’ Θιου τ’στράτα.
Κι τι νουμίζ’ς πως είνι τ’ Θιου στρά­τα, Νησιεί­ις κι μιτάνιις;

Όχι, είνι τα μασκα­ρα­λί­κια που λέπου­μι σήμι­ρα, ξιβρα­κώθ­κα­τι Θιος να μη σχουρές.
Δε του ξέρα­μι να φου­ρά­μι κι μεις σιγκούνια!
Δεν είνι ανά­γκη να φου­ρά­τι σιγκού­νια. Κι του φστά­νι μπου­ρεί να είνι σιμνούτσκου.
Κόσμους αλλά­ζι μάνα, πάρ­του χαμπάρ.

😥  Δεν αλλά­ζει μονα­χά. Χαλά­ει κι όλας!…
Δεν είνι πιο χαλα­σμέ­νους τώρα απ’ όσου στου κιρό σας!…
Που είδα­μι μεις σιρ­γιά­νια στου κιρό μας, που ανα­κα­τεύ­κα­μι έτσι κώλους κι βρα­κί μι τα πιδιά. Που σκώ­να­μι κιφάλ να κτά­ξου­μι άντρα!…

Αυτό είνι που λεν πως χάλα­σι κόσμους;
Αμ αυτά θα τα θέλα­τι κι σεις στα χρό­νια σας αλλά φουβόσαστανι.
Τότι σας είτα­νι στί­γκα, απ’του καπίστρι.

💕  Δε γιου­μίζ του θ’κος του κιφά­λι μου­νέ μη μι χασου­μι­ράς άλλου. 
Που είνι αρή κεί­νου του βύσα­λου; Χάθ­κι του πλανταμκό;… 
Φρου­γκρά­σκει.👏


ℹ️ Ένας φοβε­ρός διά­λο­γος μετα­ξύ μάνας και κόρης (αχλα­διώ­τι­σες)
όπως μονα­δι­κά αποδόθηκε
στην εφη­με­ρί­δα «Αχλα­διώ­τι­κα Νέα» το 1981
από τον αχλα­διώ­τη Κωστή Γαλανά…
Άγνω­στες λέξεις και απο­ρί­ες δεν νομί­ζου­με να έχε­τε αλλά και πάλι…
ανα­ζη­τεί­στε τα στα καφε­νεία του χωριού !!!!
(υπο­γρα­φή) Εκπο­λι­τι­στι­κός Σύλ­λο­γος Αχλαδίου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο