Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η συζήτηση στη Βουλή για την αποστολή στρατευμάτων στην Κριμαία (29/12/1918)/ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

Γρά­φει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας // 

Η πρό­σφα­τη συζή­τη­ση στη Βου­λή για τον πόλε­μο στην Ουκρα­νία δίνει τη δυνα­τό­τη­τα να γίνουν ιστο­ρι­κές ανα­φο­ρές σε μία παλιό­τε­ρη συζή­τη­ση που έγι­νε στην Ελλη­νι­κή Βου­λή με αφορ­μή την απο­στο­λή ελλη­νι­κού εκστρα­τευ­τι­κού σώμα­τος στη Κρι­μαία για να κατα­πνι­γεί η Οκτω­βρια­νή Επανάσταση.

Το νεο­σύ­στα­το ΣΕΚΕ υψώ­νει φωνή δια­μαρ­τυ­ρί­ας στη Βου­λή καταγ­γέλ­λο­ντας το γεγο­νός. Προη­γή­θη­καν οι «πλη­ρο­φο­ρί­ες» για την απο­στο­λή Ελλή­νων στρα­τιω­τών στο πλευ­ρό των δυνά­με­ων της «Αντάτ» με σκο­πό να κατα­πνί­ξουν την επανάσταση.

Για την ιστο­ρία να σημειώ­σου­με ότι είχα­με Βασι­λιά τον Κων­στα­ντί­νο Α’, Πρω­θυ­πουρ­γό τον Ε. Βενι­ζέ­λο. Αντι­πρό­ε­δρο τον Ε. Ρέπου­λη και Πρό­ε­δρο της Βου­λής τον Θ. Σοφού­λη. Οι δύο σοσια­λι­στές βου­λευ­τές ο Αρι­στο­τέ­λης Σίδε­ρις και Αλβέρ­τος Κου­ριέλ είχαν εκλε­γεί στη Θεσ­σα­λο­νί­κη με στις εκλο­γές του 1915 και συμ­με­τεί­χαν στο ιδρυ­τι­κό συνέ­ριο του ΣΕΚΕ

(Οι υπο­γραμ­μί­σεις είναι δικές μας)

Το ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ

Ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (30/11/1918) με πρω­το­σέ­λι­δο με τίτλο «Η ΧΘΕΣΙΝΗ ΒΟΥΛΗ. Η εκστρα­τεία κατά της Ρωσ­σί­ας. Ποία Ελλη­νι­κά συμ­φέ­ρο­ντα, ποί­αν ηθι­κήν αρχήν εξυ­πη­ρε­τεί. Η αγό­ρευ­σις του κ. Σίδε­ρη. Η απά­ντη­σις του κ. Ρέπου­λη. Και επει­σο­δί­ον» ανα­φέ­ρε­ται στα όσα συζη­τή­θη­κεν στη Βου­λή (29/12) σχε­τι­κά με τη συμ­με­το­χή στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή επέμ­βα­ση στην Κριμαία.

«Η χθε­σι­νή Βου­λή με την επε­ρώ­τη­σιν των δύο σοσια­λι­στών βου­λευ­τών, υπήρ­ξεν άκρως ενδια­φέ­ρου­σα. Οι κ. βου­λευ­ταία καί­τοι κατά κυβερ­νη­τι­κήν παραγ­γε­λί­αν, θορυ­βού­ντες, όταν ο κ. Σίδε­ρις ανήρ­χε­το το βήμα, τον άκου­σαν εν τού­τοις μετ’ άκρας σιγής, οι πλεί­στοι δε εδυ­σφό­ρουν διά τας γενο­μέ­νας επα­νει­λη­μέ­νες δια­κο­πάς. Το ενδια­φέ­ρον του κοι­νού των θεω­ρεί­ων ήτο απε­ριό­ρι­στον. Διά πρώ­την φοράν ίσως ο κ. Ρέπου­λης (σ.σ υπήρ­ξε υπουρ­γός εσω­τε­ρι­κών και παλιό­τε­ρα οικο­νο­μι­κών και αντι­πρό­ε­δρος) δεν κατόρ­θω­σε να απο­σπά­ση τα χει­ρο­κρο­τή­μα­τα των θεω­ρεί­ων, των βου­λευ­τών, ούτως ή άλλως πάντο­τε χει­ρο­κρο­τού­ντων. Η χθε­σι­νή συζή­τη­σι έδω­σε πάντως ευκαι­ρί­αν εις το περισ­σό­τε­ρον κοι­νόν να αντι­λη­φθή πόσον δια­φο­ρε­τι­κά αντι­λαμ­βά­νο­νται την εξά­σκη­σιν του λαϊ­κού ελέγ­χου ο αντι­προ­σω­πέ­υο­ντες ωρι­σμέ­νας αρχάς μίαν λαϊ­κήν ιδε­ο­λο­γί­αν, βου­λευ­τία εις αντί­θε­σιν προς τους άλλους τους προ­σκυ­νού­ντας εις ένα αρχη­γόν. Και διά ταύ­τα ο κ. Σίδε­ρις εξερ­χό­με­νος εδέ­χθη τα συγ­χα­ρη­τή­ρια όλων των παρισταμένων.

ΚΑΙ ΕΝΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ

Ο κ. Ν. Ξηρός κάμνον χθες τον καρα­γκιό­ζην του κόμ­μα­τος και ιστά­με­νος εις το μέσον της Βου­λής διέ­κο­πτε διαρ­κώς, θορυ­βών τον κύριον Σίδε­ρην. Ο κ. Σίδε­ρης του είπεν ότι δεν τον εκα­τέ­λα­βε. Ο κ. Ξηρός ενό­μι­σε πως του είπεν ότι δεν κατα­λα­βαί­νε­τε. Προ­σε­βλή­θη η νοη­μο­σύ­νη του και απέ­στει­λεν εις τον κ. Σίδε­ρην ως μάρ­τυ­ρας τους τους κ.κ. Βρα­χη­νόν και Ι. Ξηρόν. Ο κ. Σίδε­ρης εδή­λω­σεν, ότι δεν εσκό­πευε να προ­βά­λη τον κ. Ξηρόν εβε­βαί­ω­σε τού­το και δι’επιστολής τους προς τους μάρ­τυ­ρας του εκ Λαμί­ας ιππό­του και το ζήτη­μα έλη­ξε προς μεγί­στην φαντα­ζό­με­θα λύπην του ήρω­ος ο οποί­ος ούτω εστε­ρή­θη της ευκαι­ρί­ας να προ­σφέ­ρη το πολύ­τι­μον αίμα του υπέρ του αρχη­γού τους και να απα­θα­να­τί­ση το ονο­μά του εν τη επαρ­χία του…»

Και συνε­χί­ζει : «Μετά τινάς άλλας ερω­τή­σεις η Βου­λή εισέρ­χε­ται εις την ημε­ρη­σί­αν διά­τα­ξιν των επε­ρω­τή­σε­ων. Οι κ.κ ΣΙΔΕΡΗΣ και ΚΟΥΡΙΕΛ επε­ρε­τώ­σι την Κυβέρ­νη­σιν εάν επι­βε­βαιού­ται η φήμη περί συμ­με­το­χής Ελλη­νι­κών στρα­τευ­μά­των εις την κατά Ρωσ­σί­ας εκστρα­τεί­αν και εν τοιαύ­τη περι­πτώ­σει να δηλώ­ση εις την Βου­λήν ποία συμ­φέ­ρο­ντα του Ελλη­νι­κού λαού απαι­τού­σε ταύτην.

Ο κ. ΡΕΠΟΥΛΗΣ δηλεί ότι δεν υπάρ­χει έδα­φος ανα­πτύ­ξε­ως του θέμα­τος εγ’ όσον δε δεν υπάρ­χει και ωρι­σμέ­νον γεγο­νός υπό­ψη της Βου­λής η Κυβέρ­νη­σις φρο­νεί ότι οι κ.κ. βου­λευ­ταί δεν θα επι­μεί­νουν εις την επε­ρώ­τη­σιν των (χει­ρο­κρο­τή­μα­τα)

Α. ΣΙΔΕΡΗΣ. Κύριοι βου­λευ­ταία ομο­λο­γώ ότι η επε­ρώ­τη­σις αύτη ώφει­λε να προ­κα­λέ­ση αμέ­ρι­στον την προ­σο­χήν της Βου­λής, διό­τι είνε επε­ρώ­τη­σις ενδια­φέ­ρου­σα ου μόνον τον Ελλη­νι­κό λαόν του ελευ­θέ­ρου Κρά­τους, αλλ’ ολο­κλή­ρου του Ελλη­νι­κού έθνους. Διά των δηλώ­σε­ων τας οποί­ας έκα­με ο κύριος Πρό­ε­δρος της Κυβερ­νή­σε­ως κατά την πρώ­την ημέ­ραν της ενάρ­ξε­ως των εργα­σιών της Βου­λής,  εδή­λω­σεν ότι η κυβέρ­νη­σις ακο­λου­θεί απα­ρα­σά­λευ­τες τας αρχάς τας οποί­ας διε­τύ­πω­σεν ο Πρέ­ο­δρος των Ηνω­μέ­νων Πολι­τειών Ουιλ­σων ότι δε διά των δηλώ­σε­ων τας οποί­ας έκα­με ευχα­ρι­στών την Βου­λήν δι’ όσα αύτη υπέρ αυτού δια του κυρί­ου Προ­έ­δρου της Βου­λής είπεν ο κύριος Πρέ­δρος της Κυβερ­νή­σε­ως εδή­λω­σεν, ότι εις την πολι­τι­κήν αυτού κατευ­θύ­νε­ται υπό δύο αρχών η μια των οποί­ων είνε, ότι νομί­ζει ότι αι σχέ­σεις αι ηθι­καί αι υπάρ­χου­σαι μετα­ξύ των ατό­μων δέον να κρα­τώ­σι και μετα­ξύ των λαών.

Νομί­ζω, κύριοι βου­λευ­ταί, ότι η φήμη αύτη περί συμ­με­το­χής του Ελλη­νι­κού στρα­τού εις εκστρα­τεί­αν μετ’ άλλων εις την Ρωσ­σί­αν είνε εντε­λώς αντί­θε­τος προς τας δηλώ­σεις του κ. Προ­έ­δρου της Κυβερ­νή­σε­ως αι οποί­αι δηλώ­νουν την κατεύ­θυν­σιν περί της πολι­τι­κής του Κρά­τους, πως εννο­εί δηλ. να κανο­νί­ζη την πολι­τι­κήν του, διό­τι νομί­ζω ότι εάν πράγ­μαι πρέ­πει να κρα­τώ­σι και πρέ­πει να κρα­τώ­σι αι αυταί ηθι­καί αρχαί, αι οποί­αι κρα­τού­σε μετα­ξύ των ατό­μων και μετα­ξύ των λαών και εάν είνε αλη­θές, επί­σης ότι ημείς ακο­λου­θού­μεν αλη­θώς τας αρχάς εκεί­νας τας οποί­ας διε­τύ­πω­σεν εις το πρό­γραμ­μα αυτού ο Πρό­ε­δρος των Ηνω­μέ­νων Πολι­τειών Ουίλ­σων αι οποί­αι αρχαία δεν είνε μόνον αρχαία του Αμε­ρι­κα­νού Προ­έ­δρου, αλλ΄ απο­τε­λούν σήμε­ρον το δημό­σιον διε­θνές δίκαιον της Ευρώ­πης, νομί­ζω ότι κατ’ ουδέ­ναν λόγον είνε δυνα­τόν να παρα­δε­χθή ο Ελλη­νι­κός λαός ότι έχο­μεν ημείς το παρα­πά­νω δικαί­ω­μα να ανα­με­χθώ­μεν εις τα εσω­τε­ρι­κά άλου λαού, χωρίς ποσώς να δικαιο­λο­γή­ται τούτω.

Ζ. ΒΑΛΑΛΑΣ: Από μέρους του λαού να μη λέγετε!

Α. ΣΙΔΕΡΙΣ. Νομί­ζω λέγω ότι η πολι­τι­κή αύτη ακρι­βώς είνε αντί­θε­τος προς τη δια­τυ­πω­θεί­σαν αρχήν και υπ’ αυτού του Προ­έ­δρου της Αμε­ρι­κα­νι­κής δημο­κρα­τί­ας. Κύριοι βου­λευ­ταί είνε γνω­στή κάπως γνω­στή, η κατά­στσις η δια­μορ­φω­θεί­σα εν Ρωσ­σία. Οια­δή­πο­τε και αν είνε αύτη, είνε όπως μαν­θά­νο­μεν αυτήν εξ ειδι­κών μας και άλλων αστι­κών φύλων κατά ένα τρό­πον βεβαί­ως εξω­φρε­νι­κόν, είνε όπως μαν­θά­ω­ο­μεν αυτήν εξ άλλων φύλ­λων σοσια­λι­στι­κών της Ευρώ­πης, της Γαλ­λί­ας και Αγγλί­ας, μέλη δε του Υπουρ­γι­κού Συμ­βου­λί­ου ανα­γι­γνώ­σκου­σι ταύ­τα και γνω­ρί­ζου­σι πως εκθέ­του­σιν ταύ­την οπωσ­δή­πο­τε δεν θέλω να απο­δε­χθώ εντε­λώς ανε­πι­φυ­λά­κτως τού­την ή να φέρω την παρα­μι­κρο­τέ­ραν κρί­σιν επί της εσω­τε­ρι­κής αυτής κατα­στά­σε­ως, χωρίς και να ανα­γνω­ρί­σω ταύ­την ή να εκφρα­στώ υπέρ αυτής νομί­ζω, λέγω, ότι οια­δή­πο­τε και αν είνε η εσω­τε­ρι­κή κατά­στα­σις αυτή δεν δικαι­λο­γεί­ται ποσώς εξ αυτών των ηθι­κών αρχών τας οποί­ας εξήγ­γει­λεν ο κ. Πρό­ε­δρος της Αμε­ρι­κα­νι­κής Πολι­τεί­ας και εξ αυτής της ηθι­κής αρχής η οποία περι­μέ­νο­μεν να πηγά­ση από τον πόλε­μον τού­τον, το δικαί­ω­μα το οποίο θα ισχύη και υπέρ ημών και υπέρ παντός έθνους, το δικαί­ω­μα όπως κάθε λαός κανο­νί­ζη μόνος τα εσω­τε­ρι­κά τους, χωρίς να δύνα­ται να ανα­μι­χθή άλλος εις αυτά. Νομί­ζω λοι­πόν και τού­το, ότι η πολι­τι­κή αύτη- διό­τι κατά τας δηλώ­σεις του κ. Προ­έ­δρου της Κυβερ­νή­σε­ως δέχο­μαι ως κατα­φα­τι­κήν την απά­ντη­σιν εις την επε­ρώ­τη­σιν μου- η πολι­τι­κή αύτη δεν είνε σύμ­φω­νος ούτε με την επαγ­γελ­θεί­σαν πολι­τι­κήν υπό του κ. Προ­έ­δρου της Κυβερ­νή­σε­ως κατά την πρώ­την ημέ­ραν ούτε σύμ­φω­νος προς αυτό το δίκαιον.

Π. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ. Ώστε κατά τη γνώ­μην την ιδι­κήν σας δεν πρέ­πει να πάνε τα συμα­χι­κά στρα­τεύ­μα­τα εις την Γερ­μα­νί­αν, διό­τι δεν πρέ­πει ν’ ανα­μι­γνύ­ω­νται εις τα ξένα πράγματα.

Α. ΣΙΔΕΡΙΣ. Αφαλώς.

Π. ΑΓΕΛΙΔΗΣ. Αν καή το σπί­τι το ιδι­κόν σου, εγώ δεν πρέ­πει να σε βοη­θή­σω να σβύ­σης την φωτιά;

Α. ΣΙΔΕΡΙΣ. Θα σας απαντήσω.

Ν. ΞΗΡΟΣ. Να το τηλε­γρα­φή­σου­με στον Ουίλ­σω­να αυτά για να φωτισθή.

Α. ΣΙΔΕΡΙΣ. Κύριε βου­λευ­τά, ο κ. συνά­δελ­φος είπεν ότι αν το σπί­τι του καί­γε­ται και ημείς πρέ­πει να τον βοη­θή­σου­με. Δεν είνε ανά­γκη να εκθέ­σω πολ­λά δια να εννο­ή­σο­μεν ποί­ος είνε ο σκο­πός της εκστρα­τεί­ας αυτής. Είνε μακράν του να απο­βλέ­πη την βοή­θειαν του σπι­τιού του άλλου. Σκο­πεί την υπο­στή­ρι­ξιν των συμ­φε­ρό­ντων εκεί­νων οι οποί­οι είνε συν­δε­δε­μέ­νοι με τα οικο­νο­μι­κά και χρη­μα­τι­στη­ρια­κά συμ­φέ­ρο­ντα της χώρας εκεί­νης. Τού­το είνε ζήτη­μα του οποί­ου την από­δει­ξιν έχε­τε αμέ­σως διά τους εξής γεγο­νό­τος ότι όλα τα σοσια­λι­στι­κά κόμ­μα­τα της Ευρώ­πης, ανε­ξαρ­τή­τως απο­χρώ­σε­ως ως εκπρο­σω­πού­νται ουχί τα χρη­μα­τι­στι­κά συμ­φέ­ρο­ντα δια­μαρ­τύ­ρο­νται κατά της συμ­μα­χι­κής αύτης. Τού­το είνε από­δει­ξις ότι η εκστρα­τεία εκεί­νη δεν έχει τον σκο­πόν τον οποί­ον είπεν ο κ. συνάδελφος.

Π. ΚΑΡΑΠΑΝΟΣ. Η αντί­λη­ψις σας φθά­νει μέχρι του σημεί­ου ώστε να κατα­κρί­νε­τε και την απο­στο­λήν Ελλη­νι­κού στρα­τού στη Βουλγαρία;

Α. ΣΙΔΕΡΙΣ. Αν μου έλε­γεν ο κ. Πρό­ε­δρος της Κυβερ­νή­σε­ως ότι ο στρα­τός μας θα μετα­βή στη Θρά­κη το πράγ­μα θα ήτο πολύ διάφορον.

Ν. ΞΗΡΟΣ. Εγκρί­νε­τε τον μπολ­σε­βι­κι­σμόν; Ειπη­τέ το καθαρά.

Α. ΣΙΔΕΡΗΣ. Αυτό είνε άλλο ζήτη­μα. Αλλά πλην της παρα­βιά­σε­ως αυτής της αρχής, η οποία νομί­ζω ότι πρέ­πει να κρα­τή και εις τας σχέ­σεις των εθνών, ως και εις τας σχέ­σεις των ατό­μων και από τας οποί­ας περι­μέ­νο­μεν μίαν ανα­γέν­νη­σιν του νεω­τέ­ρου δημο­σί­ου δικαί­ου και των σχέ­σε­ων των εθνών, νομί­ζω ότι δεν είνε εξυ­πη­ρέ­τη­σις των Ελλη­νι­κών συμ­φε­ρό­ντων η συμ­με­το­χή εις την εκστρα­τεί­αν εκεί­νη και ακρι­βώς διά τού­το δια­μαρ­τύ­ρο­μαι. Αλλά συγ­χρό­νως έχω και κάτι άλλο να προ­σθέ­σω. Η εμπό­λε­μος κατά­στα­σις ως προς τον πόλε­μον τον αρξά­με­νον έλη­ξεν. Ανοί­γει μία νέα πολε­μι­κη κατά­στα­σις δεν θα έπρε­πε να κρί­νω­μεν απλώς και μόνον επί τη βάσει της εμπι­στο­σύ­νης, την οποί­αν έχει η πλειο­ψη­φία στην Κυβέρ­νη­σης. Γνω­ρί­ζε­τε ότι εις πολ­λά κρά­τη υπάρ­χουν νομο­θε­τι­καί δια­τά­ξεις κατά τας οποί­ας εις πολ­λάς περι­πτώ­σεις σπου­δαί­ας δεν αρκεί η ψήφος της βου­λής χρειά­ζε­ται αλλού δημο­ψή­φι­σμα κλπ.

Ε. ΡΕΠΟΥΛΗΣ. Κατά το πολί­τευ­μα το κρα­τούν και επο­μέ­νως εδώ η γνώ­μη της πλειο­ψη­φί­ας της Βου­λής είνε η γνώ­μη της πλειο­ψη­φί­ας του Εθνους.

Α. ΣΙΔΕΡΗΣ. Είμε­θα σύμ­φω­νοι αρκεί μόνον η γνώ­μη της πλειο­ψη­φί­ας της Βου­λής να δοθη μετά έκθε­σιν εις την Βου­λήν της πολι­τι­κής ταύ­της την οποί­αν όμως ουδέ­πο­τε ήκου­σα να εκτε­θή του­να­ντί­ον μάλι­στα ήκου­σα από τον κ. Πρό­ε­δρον της κυβερ­νή­σε­ως ότι δεν ημπο­ρεί να εκθέ­ση ποία είνε η πολι­τι­κή της κυβερ­νή­σε­ως. Νομί­ζω λοι­πόν ότι δεν είνε ούτε δημο­κρα­τι­κόν, ούτε φιλε­λεύ­θε­ρον να συζη­τού­μεν μίαν πολι­τι­κήν την οποί­αν να μη γνω­ρί­ζο­μεν καν. Τού­το δεν είνε μικρόν πράγ­μα. Προς εξα­κρί­βω­σιν της κοι­νής γνώ­μης πρέ­πιε του­λά­χι­στον να συζη­τη­θή το πράγ­μα αυτό δημο­σία εις τον τύπον κλπ. και τότε η πλειο­ψη­φία εκφρά­ζου­σα την θελη­σίν της μετά δια­σά­φι­σιν των πραγ­μά­των να δύνα­ται να εκφρά­ση την θέλη­σιν του λαού και τότε η Κυβέρ­νη­σις να καλύ­ψη την πολι­τι­κήν ευθύ­νην δια της ψήφους εμπι­στο­σύ­νης προς αυτήν. Εγώ όμως δεν δύνα­μαι να ακο­λου­θή­σω εις τού­το την πλειο­ψη­φί­αν και δηλώ, ότι δια­μαρ­τυ­ρό­μαι κατά της εκστρα­τεί­ας αυτής διό­τι την ευρί­σκω και άδι­κον και ασύμ­φο­ρον προς το συμ­φέ­ρον του Κρά­τους και του Εθνους. (Χει­ρο­κρο­τή­μα­τα εκ των θεωρείων)

Ε. ΡΕΠΟΥΛΗΣ. Αισθά­νο­μαι την ανά­γκην κύριοι να μη αφί­σω άνευα απντή­σε­ως την παρα­τή­ρη­σιν του αξιό­τι­μου βου­λευ­τού. Ηλπί­ζα το ομο­λο­γώ ότι πει­θό­με­νος εις τας συστά­σεις, τας οποί­ας έκα­με εξ ονό­μα­τος της Κυβερ­νή­σε­ως θα από­φευ­γε να εκθέ­ση τας γνώ­μας αυτού επί της υπο­θέ­σε­ως την οποί­αν έχει ως θέμα της επε­ρω­τή­σε­ως του. Αλλα’ ο κ. βου­λευ­τής ηθέ­λη­σε να εκθέ­ση τας ιδέ­ας του. Δικαί­ω­μα του, μάλον ότι τού­το δεν είνε εις πλή­ρη τάξιν και αρμο­νί­αν προς την τάξιν την κοι­νο­βου­λευ­τι­κήν. Δεν εξε­πλά­γην όμως ότι ο κ. βου­λευ­τής δεν εδί­στα­σε να ευρε­θή εις τόσην δυσαρ­μο­νί­αν προς την κοι­νο­βου­λευ­τι­κήν τάξιν, όταν τον ήκου­σα να εκθέ­τη τας ιδέ­ας του περί του τρό­που της διοι­κή­σε­ως τον οποί­ον φαντά­ζε­ται προ­σή­κο­ντα. Διό­τι ηκού­σα­τε τον κ. βου­λευ­τήν ειπό­ντα ότι εφ’ όσον υπάρ­χει τυχόν τοιαύ­τη εκρεμ­μής υπό­θε­σις υπό την κρί­σιν της Κυβερ­νή­σε­ως, καθή­κον της Κυβερ­νή­σε­ως είνε να έλθη ενώ­πιον της Βου­λής, να εκθέ­ση τας ιδέ­ας της να ζητή­ση την γνώ­μην της Βου­λής και τότε να προ­βή εις την από­φα­σίν της. Δηλα­δη ο κ. βου­λευ­τής δεν εζή­τη­σε τίπο­τε ολι­γώ­τε­ρον από την τελεί­αν ανα­τρο­πήν των όρων του πολι­τεύ­μα­τος. Διό­τι ποία είνε η βάσις του πολι­τευ­μά­τος να διοι­κή η Βου­λή ή η Κυβέρ­νη­σις; Θέλε­τε; Θέλε­τε την Βου­λήν συν­διοι­κού­σαν μετά της Κυβερ­νή­σε­ως. Και ποιος είνε υπεύ­θυ­νος; Εάμ υπήρ­ξαν Κυβερ­νή­σεις αι οποί­αι δεν έχου­σι το σθέ­νος να αντι­με­τω­πί­σω­σι τας περι­στά­σεις με ιδί­ας γνώ­μας και να υπο­βάλ­λω­σι την ίδιαν πολι­τι­κήν υπό την κρί­σιν της Βου­λής, εάν δεν είχαν τοιού­τον σθέ­νος, εάν υπήρ­ξε ποτέ Κυβέρ­νη­σις, ήτις να προ­σε­πά­θει τεχνιε­ντως να εισά­γη την Βου­λήν εις τας Κυβερ­νη­τι­κάς ευθύ­νας προ­κει­μέ­νου να λάβη υπό­ψη όχι να συζη­τή­ση από­φα­σιν την οποί­αν έλα­βε και πολι­τι­κήν, την οποί­αν είχεν υπό­ψη κατά της τοιαύ­της τάσε­ως αντε­τά­χθη­σαν και ευλό­γως οι αντι­πολ­τευό­με­νοι, διό­τι είνε τάσις ανα­τρο­πής εις τας κοι­νο­βου­λευ­τι­κάς Κυβερ­νή­σεις. Αι Κυβερ­νή­σεις κυβερ­νούν και αι Βου­λαία ελέγ­χουν. Δια τού­το είπον ακρι­βώς ότι εφ’ όσον η Βου­λή δεν έχει συγκε­κρι­μέ­να γεγο­νό­τα επί των οποί­ων να στη­ρί­ξη την κρί­σιν της, της πολι­τι­κής Κυβερ­νή­σε­ως, δεν υπάρ­χει λόγος συζη­τή­σε­ως, θέλε­τε να συζη­τή­σο­μεν επί εικα­σιών τας οποί­ας έχει ότι πιθα­νόν η Κυβέρ­νη­σις να πρά­ξη τού­το η εκεί­νο. Ουδέ έχει το δικαί­ω­μα να προ­βή εις οιασ­δή­πο­τε ανα­κοι­νώ­σεις εις την Βου­λήν προ­κει­μέ­νου περί ενερ­γεί­ας, την οποί­αν έχει εις κίνη­σιν, προ­κει­μέ­νου περί ενερ­γε­λί­ας, την οπί­αν έχει εν νω η Κυβέρ­νη­σις, διό­τι ποι­κί­λαι είνει αι ενέρ­γειαι τας οποί­ας έχει η Κυβέρ­νη­σις εις κίνη­σιν. Δεν είνε επι­τε­τραμ­μέ­νον, εις την Κυβέρ­νη­σιν να έρχη­ται εις τοιαύ­τας δηλώ­σεις εις την Βου­λήν αι οποί­αι υπάρ­χει κίν­δυ­νος να παρα­βλά­ψω­σι της δια­χεί­ρη­σιν των εθνι­κών υπο­θέ­σε­ων. Αλλά ο κ. βου­λευ­τής ως είδα­τε εις την επε­ρώ­τη­σίν του ζητεί να μάθη εάν τυχόν είνε αλη­θής η φήμη περί συμ­με­το­χής Ελλη­νι­κών στρα­τευ­μά­των εις την κατά της Ρωσ­σί­ας εκστρα­τεί­αν και ποία συμ­φέ­ρο­ντα του Ελλη­νι­κού Λαού απαι­τού­σι ταύ­την. Εγώ δεν έχω υπό­ψη μόνον την ενέρ­γειαν της Κυβερ­νή­σε­ως, αλλά παν ότι πράτ­τει η Κυβέρ­νη­σις δια­χει­ρι­ζό­με­νη την Εθνι­κήν υπό­θε­σιν  εξυ­πη­ρε­τεί τα συμ­φέ­ρο­ντας του Ελλη­νι­σμού, τα οποία είνε τα συμ­φέ­ρο­ντα του Ελλη­νι­κού Εθνους (χει­ρο­κρο­τή­μα­τα). Βεβαί­ως δια­φέ­ρο­μεν εις τας αντι­λή­ψεις τας πολι­τι­κάς, ου΄δε θέλω να είπον ότι είνε απο­λύ­τως τάχα ορθό­τε­ραι αι ιδι­κοί μας αντι­λή­ψεις και όχι των κ. βου­λευ­τών. Τού­το είνε πολι­τι­κόν ζήτη­μα. Εκεί­νο το οποί­ον θέλω να είπω εις την Βου­λήν είνε ότι εκπλήτ­τει την Βου­λην η εμφά­νι­σις οιου­δή­πο­τε βου­λευ­τού εμφα­νι­ζό­με­νου δια να ομι­λή­ση εν ονό­μα­τι των συμερ­φό­ντων του Λαού και να λέγη ότι ο Λαός εκφρά­ζει αυτήν την γνώ­μην δια τα εθνι­κά ζητή­μα­τα δια της εθνι­κής αντι­προ­σω­πέιας. Η Εθνι­κή αντι­προ­σω­πεία εμπι­στεύ­ε­ται την δια­χεί­ρι­σιν των εθνι­κών υπο­θέ­σε­ων εις την εκτε­λε­στι­κήν εξου­σί­αν εις την Κυβέρ­νη­σιν. Εάν συμ­βαί­νουν περι­στά­σεις κατά τας οποί­ας δια­κυ­βεύ­ο­νται πολύ ήσσο­νος σημα­σί­ας να μη απο­λαύη της εμπι­στο­σύ­νης του Λαού η Κυβέρ­νη­σις, η Κυβέρ­νη­σις αυτή δεν δύνα­ται να στα­θή ουδέ 24 ώρας. Αλλα’ ο κ. βου­λευ­τής προ­σέ­θε­σε και άλο τι, το οποί­ον με εκπλήτ­τει περισ­σό­τε­ρον, διό­τι είπεν ότι ούτε ο αξιό­τι­μος Πρέ­δρος της Κυβερ­νή­σε­ως εδή­λω­σε ποία είνει η πολι­τι­κή της Κυβερ­νή­σε­ως, ούτε από άλλο μέλος του Υπουρ­γι­κού Συμ­βου­λί­ου εδη­λώ­θη. Αγνο­εί ο κ. βου­λευ­τής ποία είνε η πολι­τι­κή την οποία γνω­ρί­ζεις το Εθνος το Ελλη­νι­κόν από του Φεβρουα­ρί­ου 1915, είνε η πολι­τι­κή η οποία τον Σεπτέμ­βριον του 1916 μετα­τέ­θη εις την Θεσ­σα­λο­νί­κην Πατρί­δα του κ. βου­λευ­τού (Εύγε, εύγε). Είνε πολι­τι­κή η οποία επα­νήλ­θεν εκ Θεσ­σα­λο­νί­κης και απο­κα­τέ­στη­σε την ενό­τη­τα του Κρά­τους και εξα­κο­λου­θεί έκτο­τε να επι­κρα­τή είνε η πολι­τι­κή των απο­τε­λε­σμά­των, τα οποία όλοι αντι­λαμ­βα­νό­με­θα, είνε η πολι­τι­κή την οποί­αν σύσ­σω­μος η Βου­λή επε­δο­κί­μα­σε κατά τας δηλώ­σεις του αξιο­τί­μου Προ­έ­δρου της Κυβερ­νή­σε­ως. (Χει­ρο­κρο­τή­μα­τα). Αλλά διά να επα­νέλ­θω εις το γεγο­νός θα έλε­γον εις τον κ. βου­λευ­τήν ότι η συζή­τη­σις επί της επε­ρω­τή­σε­ως του ούτε εις τους υπο­βάλ­λο­ντας την επε­ρώ­τη­σιν βου­λευ­τάς υπο­θέ­το ότι έχει να προ­σκο­μί­σει κέρ­δος το πέραν του κέρ­δους το οποί­ον συγκο­μί­ζου­σιν εξ απλής ερω­τή­σε­ως. Ολο­γώ­τε­ρον κέρ­δος έχει να προσ­δώ­σει εις την όλην δια­χέι­ρι­σιν των Εθνι­κών πραγ­μά­των όταν κιν­δυ­νεύ­ω­μεν να ακού­ω­μεν ιδέ­ας όπως αυτάς, τας οποί­ας εξε­στό­μι­σε ο κ. βου­λευ­τής, όστις θα ηδύ­να­το προ­κει­μέ­νου περί της στρα­τιω­τι­κής ενερ­γεί­ας της Ελλά­δος να σιω­πή­ση, διό­τι εάν πρό­κει­ται ο Ελλη­νι­κός στρα­τός να βαδί­ση εδώ και εκεί όπου είνε Ελλάς, δυνα­τόν να είνε τού­το πολι­τι­κή του κ. βου­λευ­τού η πολι­τι­κή όμως της Ελλά­δος είνε πολι­τι­κή Συμ­μα­χι­κή (χει­ρο­κρο­τή­μα­τα)

ΣΙΔΕΡΗΣ. Κύριοι βου­λευ­ταί δεν διε­νο­ή­θην ποσώς να συζη­τή­σω νυν την πολι­τι­κην την οποί­αν από του Φεβρουα­ρί­ου 1915 εξη­κο­λού­θη­σεν η Κυβέρ­νη­σις των Φιλε­λευ­θέ­ρων, την πολι­τι­κήν εκεί­νην η οποία κατά την έκφρα­σιν του κ. αντι­προ­έ­δρου της Κυβερ­νή­σε­ως ελθού­σα εις Αθή­νας έσχεν την επι­δο­κι­μα­σί­αν της Βου­λής. Είναι και εγώ εις εξ εκεί­νων, ο οποί­ος όχι μόνον επε­δο­κί­μα­σεν, αλλά και εδή­λω­σε τας επί της πολι­τι­κής εκεί­νης σκέ­ψεις αυτού κατά την επι­δο­κι­μα­σί­αν εκεί­νην. Αυτό το οποί­ον είπον και δια­φω­νώ με τον κ. αντι­πρό­ε­δρον της κυβερ­νή­σε­ως είνε τού­το. Είνε επι­τε­τραμ­μέ­νο­νεις την Κυβέρ­νη­σιν να έχη πολι­τι­κήν η οποία να αρχί­ζη από το 1915 και να τελειώ­νει το 1919 χωρίς να θέλη εν εκά­στη ειδι­κή περι­πτώ­σει να εκθέ­ση και δικαιο­λο­γή­ση ταύ­την; Εκεί­νο το οποί­ον εκ της ορθής ερμη­νεί­ας του πολι­τεύ­μα­τος επι­βάλ­λε­τια εις την Κυβέρ­νη­σιν είνε τού­το: εις τοιαύ­τα μεγά­λα ζητή­μα­τα να είπη εις την Βου­λήν πως η πολι­τι­κή εκεί­νη η οπία ακο­λου­θεί­ται από το 1915 την υπο­χρε­ώ­νει κατά την παρού­σαν στιγ­μήν να πρά­ξη ούτως ή ούτως ίνα μετα­βή εις Ρωσ­σί­αν το οποί­ον δεν είνε δα και μικράς σημα­σί­ας. Αλλ’ εκεί­νο το οποί­ον με κάμνει να δια­φω­νώ προς τον κ. αντι­πρό­ε­δρον της Κυβερ­νή­σε­ως είνε τού­το. Δεν είπον εγώ ότι η Βου­λή θα διοι­κή την χώραν, του­να­ντί­ον μάλι­στα προ­χθές εις το ατυ­χές επει­σό­διον του κ. Καφα­ντά­ρη συνε­φώ­νη­σα μετ’ αυτού και ευχαρ­σί­τη­σα πρώ­τος, ότι δεν πρέ­πει να επεμ­βαί­νη η Βου­λή εις την διοί­κη­σιν, αλλά την Κυβέρ­νη­σιν της χώρας έχει η Βου­λή και αξιώ ότι τού­το θα πη κοι­νο­βου­λευ­τι­σμός και κοι­νο­βου­λευ­τι­κόν πολί­τευ­μα ως τού­το πράτ­τεια εις το κοι­νο­βου­λευ­τι­κώ­τε­ρον των κρα­τών την Γαλ­λί­αν.  Είδο­μεν ότι το δημό­σιον δίκαιον της τρί­της Δημο­κρα­τί­ας υπέ­στη μετα­βο­λήν επί το δημο­κρα­τι­κώ­τε­ρον ήτις παντού ακο­λου­θεί­ται. Και ενώ κατά την επα­νά­στα­σιν του ’89 διη­ρέ­θη­σαν αι εξου­σί­αι εις εκτε­λε­στι­κήν και νομο­θε­τι­κήν και εις διακ­στι­κήν με ωρι­σμέ­να όρια, εν τού­τοις όμως αι τρεις αυταί εξου­σί­αι κατή­ντη­σαν τίπο­τε άλλα παρά μία δύνα­μις, εξου­σί­αι συγκε­ντρού­με­ναι εις το Κοι­νο­βού­λιον, όπερ και νομο­θε­τεί και κυβερ­νά ουσια­στι­κώς την χώραν, ουχί απλώς εγκρί­νον κατ’ αρχήν την πολι­τι­κήν της Κυβερ­νή­σε­ως, αλλά συζη­τούν και κρί­νουν συγκε­κρι­μέ­νως εν εκά­στη περι­πτώ­σει τού­το είνε κοι­νο­βου­λευ­τι­σμός και κοι­νο­βου­λευ­τι­κόν πολί­τευ­μα. Δεν είμε­θα εδώ δια να λέγω­μεν εις την κυβέρ­νη­σιν αφέ­ο­νται αι αμαρτίαι.

ΡΕΠΟΥΛΗΣ. Ανα­λό­γως προς το πολί­τευ­μα. Εφ’ όσον η Κυβέρ­νη­σις απο­λαμ­βά­νει της εμπι­στο­σύ­νης της Βουλής.

Α. ΣΙΔΕΡΙΣ. Όταν τελευ­ταί­ως ανε­κι­νή­θη εις την Βου­λήν την γαλ­λι­κήν το ζήτη­μα της αρι­στε­ράς όχθης του Ρήνου ήτο γνω­στή η πολι­τι­κή την οποί­αν ηκο­λού­θει η Γαλ­λι­κή Δημο­κρα­τία εν τού­τοις όμως διό­τι εγεν­νή­θη εν ζήτη­μα ως το της αρι­στε­ράς όχθης του Ρήνου η Βου­λή απή­τη­σε από την Κυβέρ­νη­σιν να δηλώ­ση ποί­αν πολι­τι­κήν θα μετήρ­χε­το ειδι­κώς επ’ αυτού του ζητήματος.

ΕΜ. ΡΕΠΟΥΛΗΣ Εάν μας καλέ­ση και ημάς η Βου­λή βεβαί­ως θα το είπωμεν.

Α. ΣΙΔΕΡΙΣ. Μία τοιαύ­τη απά­ντη­σις είνε ως να μου λέγε­τε ότι δεν δύνα­μαι να ομι­λή­σω διό­τι εγώ ως Βου­λή σας καλό, άλλο ζήτη­μα εάν η πλειο­ψη­φία δεν συμ­φω­νεί μαζί μου.

Ν. ΞΗΡΟΣ. Αφή­σα­τέ τα πλέ­ον η κυβέρ­νη­σις απο­λαύ­ει της εμπι­στο­σύ­νης της Βουλής.

Α. ΣΙΔΕΡΙΣ. Σας φαί­νε­ται ότι δεν εκα­τα­λά­βα­τε το πράγμα.

Ν. ΞΗΡΟΣ. Τι είπα­τε κ. Σίδε­ρη; Ότι δεν κατα­λα­βαί­νω εγώ; Είνε ανά­ξιον τας…

Α. ΣΙΔΕΡΙΣ. Δεν είπον, ότι δεν καταλαβαίνετε.

Ν. ΞΗΡΟΣ. Είνε ανά­ξιον ενός βουλευτή.

Α. ΣΙΔΕΡΙΣ. Δεν είνε ανά­ξιον έγνοια σας, αφή­στε αυτά είχα­τε ομι­λί­αν και δεν εννοήσατε.

Ν. ΞΗΡΟΣ. Δεν αντι­λαμ­βά­νε­σθε την θέσιν σας οφεί­λε­τε να έχε­τε σεβα­σμόν περισ­σό­τε­ρον και αν δεν έχε­τε θα σας τον διδά­ξω εγώ.

Α. ΣΙΔΕΡΙΣ. Βλέ­πω ότι δεν έχε­τε σεις σεβα­σμόν προς εμέ και ούτω δεν έχω ουδε­μί­αν υπο­χρέ­ω­σιν να έχω και εγώ προς σας σεβα­σμόν. Σέβο­μαι τους βου­λευ­τάς οι οποί­οι με σέβο­νται. Ελε­γα ότι αύτη είνε η δια­φο­ρά μας με την κυβέρ­νη­σιν και λέγω ότι τού­το είνε κοι­νο­βου­λευ­τι­κόν, δι’ ο ανέ­φε­ρον το παρά­δειγ­μα της Γαλ­λιας όπου ειδι­κώς δια το ζήτη­μα εκεί­νο εκλή­θη η Κυβέρ­νη­σις από την Βου­λή να εκθέ­ση την πολι­τι­κήν αυτής. Δε θα μου είπα­τε βεβαί­ως ότι αυτό γίνε­ται εις την Γαλλ­λί­αν αλλά εις την Ελλά­δα που να γίνουν αυτά. Βεβαί­ως εγώ ειση­γού­μαι την γνώ­μην εκεί­νην την σύμ­φω­νον με τας ορθάς ιδέ­ας περί ελευ­θέ­ρου πολι­τεύ­μα­τος, την σύμ­φω­νον προς την πρό­ο­δον των πραγ­μά­των, σύμ­φω­νον με τας δημο­κρα­τι­κάς αντι­λή­ψεις και την δημο­κρα­τι­κήν μορ­φήν και ερμη­νεί­αν του πολι­τεύ­μα­τος. Η Βου­λή έχει το δικαί­ω­μα να έχη δυστυ­χώς αντί­θε­τον γνώ­μην! (χει­ρο­κρο­τή­μα­τα εκ των θεωρείων)»

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο