Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η «ταξιδιάρα ψυχή» ανάμεσα στο πρόσωπο και το δημιουργό

Γρά­φει ο Θανά­σης Αλεξίου
Καθη­γη­τής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Με αφορ­μή την παρου­σία και την ομι­λία του Μίκη Θεο­δω­ρά­κη στο Σύνταγ­μα για το «Μακε­δο­νι­κό», είχα προ­τεί­νει τότε να κρα­τή­σου­με το πρό­σω­πο μακριά από το δημιουρ­γό, καθώς άλλα είναι τα κρι­τή­ρια για να κρι­θούν τα πρό­σω­πα, αλλά για να κρι­θούν οι δημιουρ­γοί. Αυτό θα επα­να­λάμ­βα­να και τώρα με αφορ­μή τη συνέ­ντευ­ξη του Γιάν­νη Αγγε­λά­κα, από τις «Τρύ­πες», στην Εφη­με­ρί­δα των Συντα­κτών (19/5/2018). Αυτός ο δια­χω­ρι­σμός κρι­τη­ρί­ων είναι άκρως ανα­γκαί­ος για να αξιο­λο­γού­με ορθά το έργο των δημιουρ­γών αλλά και για να μην αδι­κού­με τα πρό­σω­πα. Σε κάθε περί­πτω­ση οι δυνα­τό­τη­τες των προ­σώ­πων είναι πεπε­ρα­σμέ­νες ενώ δεν είναι αυτο­νό­η­το πως αυτά μπο­ρούν να παρα­κο­λου­θή­σουν το έργο τους, ως μου­σι­κοί, ως ποι­η­τές κ.ο.κ. Και αυτό επει­δή άλλες είναι οι διερ­γα­σί­ες που βγά­ζουν στα πρό­σω­πα (βιω­μα­τι­κές-ψυχο­λο­γι­κές) και άλλες είναι αυτές που βγά­ζουν στη καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία (κοι­νω­νι­κές-πολι­τι­κές).

Στη πρώ­τη περί­πτω­ση που αφο­ρά στο πρό­σω­πο, έχου­με να κάνου­με με βιώ­μα­τα, βιο­γρα­φι­κές ασυγ­χρο­νί­ες, οικο­γε­νεια­κές ρήξεις, προ­σω­πι­κές (ηλι­κια­κές) ασυ­νέ­χειες κ.λπ., που είναι μέρος της κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης των ατό­μων. Αντί­θε­τα στη δεύ­τε­ρη περί­πτω­ση έχου­με να κάνου­με με το δημιουρ­γό, ο οποί­ος μέσα από συγκε­κρι­μέ­νες μορ­φές και πρα­κτι­κές (μου­σι­κή, ποί­η­ση, ζωγρα­φι­κή κ.λπ.) μορ­φο­ποιεί το κοι­νω­νι­κό υλι­κό. Στο έργο του ο καλ­λι­τέ­χνης δεν είναι πια ο ίδιος (ως πρό­σω­πο) αλλά γίνε­ται ο δια­με­σο­λα­βη­τής των στιγ­μών, των προσ­δο­κιών, των επι­θυ­μιών πολ­λών ανθρώ­πων, πολ­λών υπο­κει­μέ­νων. Κατά κάποιο τρό­πο πρό­κει­ται για μια δια­δι­κα­σία χωρίς υπο­κεί­με­νο. Όπως αντι­λαμ­βά­νε­ται ο καθέ­νας στη δεύ­τε­ρη περί­πτω­ση, ο δημιουρ­γός, έχο­ντας κάποιες ιδιαί­τε­ρες δεξιό­τη­τες (καλ­λι­τε­χνι­κές, αισθη­τι­κές, εκφρα­στι­κές) βρί­σκε­ται σε μια διαρ­κή ανά­δρα­ση με το περι­βάλ­λον του (καλ­λι­τε­χνι­κό, κοι­νω­νι­κό, πολι­τι­σμι­κό κ.λπ.). Πάλι όμως αυτές οι δεξιό­τη­τες δεν είναι έμφυ­τες αλλά απόρ­ροια πολι­τι­σμι­κού κεφα­λαί­ου αλλά και το απο­τέ­λε­σμα και το απο­τέ­λε­σμα δου­λειάς (εργα­το­ω­ρών) ενώ η ίδια η καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία είναι περισ­σό­τε­ρο παρά­γω­γο της θέσης των ατό­μων στον κοι­νω­νι­κό κατα­με­ρι­σμό εργα­σί­ας όπως και του δια­χω­ρι­σμού της εργα­σί­ας σε ποιητική/σχεδιαστική και εκτελεστική/μονότονη εργα­σία κ.λπ. Η δεύ­τε­ρη χαρα­κτη­ρί­ζει μεγά­λο μέρος της μισθω­τής εργα­σί­ας. Αυτή έχει απω­λέ­σει τα υπο­κει­με­νι­κά στοι­χεία, τα στοι­χεία δημιουρ­γί­ας, φαντα­σί­ας και ποι­η­τι­κό­τη­τας. Εδώ, στη μισθω­τή εργα­σία, οι άνθρω­ποι βιώ­νουν την εργα­σία σαν αγγα­ρεία, σαν βιο­πο­ρι­σμό, σαν αλλο­τρί­ω­ση, σαν έκπτω­ση από την ανθρώ­πι­νη συν­θή­κη (πραγ­μο­ποί­η­ση). Αντί­θε­τα στη καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία οι άνθρω­ποι ξανα­βρί­σκουν το εαυ­τό τους ως υποκείμενα.

Ορμώ­με­νος ένας μου­σι­κός και ποι­η­τής, ο Γιάν­νης Αγγε­λά­κας, από τις δικές του συν­θή­κες εργα­σί­ας, από τις δικές τους συν­θή­κες δημιουρ­γί­ας που προ­ϋ­πο­θέ­τουν, είναι αλή­θεια, ένα ελευ­θε­ρια­κό και αυτό­νο­μο τρό­πο ζωής, προ­τεί­νει αυτό τον τρό­πο ζωής σε ολό­κλη­ρη της κοι­νω­νία (νεω­τε­ρι­στι­κούς τρό­πους ζωής, «απο­ποι­νι­κο­ποί­η­ση» ναρ­κω­τι­κών, κ.λπ.) και ιδιαί­τε­ρα στους νέους. Αυτό που του δια­φεύ­γει όμως είναι πως οι συν­θή­κες εργα­σί­ας των περισ­σο­τέ­ρων ανθρώ­πων και πολύ περισ­σό­τε­ρο των σημε­ρι­νών νέων (εφό­σον έχουν δου­λειά) είναι κατα­πιε­στι­κές και εξο­ντω­τι­κές που κατα­πο­νούν τη ψυχή και το σώμα. Εδώ η «χαλά­ρω­ση» που προ­σφέ­ρει, ας πού­με η χρή­ση ψυχο­τρό­πων ουσιών (ναρ­κω­τι­κά κ.ά.) δεν θα είναι μέσον, όπως μπο­ρεί να είναι για έναν αστό, για έναν μπο­έ­μη-καλ­λι­τέ­χνη, αλλά γίνε­ται αυτο­σκο­πός που οδη­γεί συνή­θως στην από­λυ­τη ιδιώ­τευ­ση, στην κοι­νω­νι­κή απο­μό­νω­ση στην ορι­στι­κή χαλά­ρω­ση, στην εξάρ­τη­ση με ότι αυτό συνε­πά­γε­ται για την κοι­νω­νι­κή δράση.

Αν η ποι­η­τι­κή του Αγγε­λά­κα, η μου­σι­κή και ο στί­χος, απο­τυ­πώ­νει την εσω­τε­ρι­κή περι­πλά­νη­ση, τη θανά­σι­μη μονα­χι­κό­τη­τα, την κερ­μα­τι­σμέ­νη κοι­νω­νι­κή εμπει­ρία του ανθρώ­που-νομά­δα, αλλά περι­γρά­φει κιό­λας τα ξέφω­τα που μέλ­λουν να ‘ρθουν, ο διδα­κτι­σμός με τον οποίο αυτός απευ­θύ­νε­ται στους νέους, σνο­μπά­ρο­ντας ουσια­στι­κά τις μορ­φές δρά­σης τους, δεί­χνει τελι­κά πως αδυ­να­τεί να κατα­νο­ή­σει (ως πρό­σω­πο) τις πεζές συν­θή­κες ζωής και εργα­σί­ας των ανθρώ­πων και ιδιαί­τε­ρα των νέων. Και όμως απο­τέ­λε­σμα αυτών των συν­θη­κών είναι οι μορ­φές οργά­νω­σης και συλ­λο­γι­κής δρά­σης του «κόσμου της εργα­σί­ας» που επει­δή βγαί­νουν μέσα από την ανά­γκη δεν μπο­ρούν να έχουν τον «ελευ­θε­ρια­κό» και «αυτό­νο­μο» χαρα­κτή­ρα που θα ήθε­λαν οι καλ­λι­τέ­χνες, οι ποι­η­τές, οι μου­σι­κοί κ.ά. Σε τελι­κή ανά­λυ­ση αυτές είναι που μετα­σχη­μά­τι­σαν «μια τάξη αντι­κεί­με­νο» σε «υπο­κεί­με­νο» της ιστορίας.

Ωστό­σο η συλ­λο­γι­κή δρά­ση, πόσο μάλ­λον ο ταξι­κός αγώ­νας προ­ϋ­πο­θέ­τει ένα αυξη­μέ­νο βαθ­μό συνεί­δη­σης, αυτο­πει­θάρ­χη­σης. Να γνω­ρί­ζω ποιος είμαι (ταυ­τό­τη­τα) και ποιόν έχω απέ­να­ντι (οριο­θέ­τη­ση). Απο­τέ­λε­σμα αυτής της συν­θή­κης είναι η έντα­ξη (με τον αντί­στοι­χο κατα­με­ρι­σμό έργου και ευθυ­νών) στη πολι­τι­κή συλ­λο­γι­κό­τη­τα, η οποία όμως οφεί­λει να λάβει υπό­ψη τις νέες ταξι­κές κατα­στά­σεις (εργα­σια­κές, πολι­τι­σμι­κές κ.λπ.) της εργα­τι­κής τάξης επι­νο­ώ­ντας νέες μορ­φές έντα­ξης και συμ­με­το­χής (οργα­νω­τι­κές-λει­τουρ­γι­κές). Συνε­πώς τα άτο­μα δεν είναι πλέ­ον ιδιώ­τες για να συμπε­ρι­φέ­ρο­νται, όπως θέλουν, αυθόρ­μη­τα, μπο­έ­μι­κα, κ.ο.κ. αλλά μέλη μιας πολι­τι­κής οργάνωσης.

Αλλά όπως είπα­με. ‘Αλλο πράγ­μα το πρό­σω­πο, άλλο ο δημιουρ­γός. Τα πράγ­μα­τα αυτά δεν πηγαί­νουν, παρό­λο που πολύ θα το θέλα­με, πάντο­τε μαζί. Νομί­ζω πως οι στί­χοι του Γιάν­νη Αγγε­λά­κα «Ταξι­διά­ρα ψυχή, και αν θέλω δίπλα σου είναι δύσκο­λο να μένω» δεί­χνουν, έστω και μετα­φο­ρι­κά, την εγγε­νή έντα­ση ανά­με­σα στο πρό­σω­πο και το δημιουργό.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο