Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Τζένη του «Μεγάλου τσίρκου»

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Ήταν Δευ­τέ­ρα. Η είδη­ση του θανά­του της Τζέ­νης Καρέ­ζη φτά­νει στον τόπο όπου η συγ­γρα­φέ­ας του «Δια­μά­ντια και μπλουζ»* Λού­λα Ανα­γνω­στά­κη περ­νά­ει τις μέρες της.

tzeni2«…πριν από δέκα μέρες είχα πάει σπί­τι της. Άρρω­στη πολύ, μου είχαν πει πως ίσως θα ήταν η τελευ­ταία φορά που θα την έβλε­πα. Καθό­ταν στην πολυ­θρό­να της, ντυ­μέ­νη σαν έφη­βη, με αθλη­τι­κά παπού­τσια ― πρώ­τη φορά την έβλε­πα με αυτά τα παπού­τσια. Έστει­λε τον Κώστα έξω και μεί­να­με για λίγο μόνες. Κάπνι­ζε ακα­τά­παυ­στα. Με απελ­πι­σία, με θυμό για την αδι­κία, αλλά και με μια μικρή ελπί­δα. Αυτήν την εικό­να νομί­ζω θα κρα­τή­σω μέσα μου. Αυτήν περισ­σό­τε­ρο από την άλλη, της ηθο­ποιού που λαμπο­κο­πού­σε πάνω στη σκη­νή, που θαύ­μα­ζε και αγα­πού­σε ο κόσμος και οι φίλοι της».

Τα λόγια της Λού­λας Ανα­γνω­στά­κη μετα­φέ­ρει στο αφιέ­ρω­μα της Κυρια­κά­τι­κης Ελευ­θε­ρο­τυ­πί­ας στην Τζέ­νη Καρέ­ζη (2/8/1992) η Βένα Γεωργακοπούλου.

Το καλο­καί­ρι του 1973 Τζέ­νη Καρέ­ζη και Κώστας Καζά­κος τολ­μούν να ανε­βά­σουν το Μεγά­λο μας Τσίρ­κο. Παρά­στα­ση που σημεί­ω­σε τερά­στια επι­τυ­χία και σημά­δε­ψε τα χρό­νια της δικτα­το­ρί­ας με τα έντο­να μηνύ­μα­τα αντί­στα­σης που πέρα­σε στο κοι­νό με το περιε­χό­με­νό της.

Από το ίδιο αφιέ­ρω­μα της εφη­με­ρί­δας μετα­φέ­ρου­με στο δια­δί­κτυο άρθρο της Βένας Γεωρ­γα­κο­πού­λου που μας «μυεί» στην ατμό­σφαι­ρα εκεί­νων των μεγά­λων ημε­ρών, όπου λαός και τέχνη «συνω­μο­τού­σαν» κάτω από τη μύτη της δικτα­το­ρί­ας στέλ­νο­ντας προς όλες τις κατευ­θύν­σεις μήνυ­μα ότι τα ψωμιά της λιγόστευαν…

Η Τζέ­νη του «Μεγά­λου τσίρκου»

«Θα ήθε­λα άλλες τρεις δημο­κρα­τί­ες». «Κρα­τή­στε μου, σας παρα­κα­λώ, έξι ψήφους για τη δημο­κρα­τία». Ναι. Σας φαί­νο­νται αλα­μπουρ­νέ­ζι­κα. Είναι για­τί δεν στα­θή­κα­τε κι εσείς μαζί με χιλιά­δες άλλους Αθη­ναί­ους εκεί­νο το καλο­καί­ρι στην ουρά μπρο­στά στο θερι­νό θέα­τρο «Αθή­ναιον» για να εξα­σφα­λί­σε­τε εισι­τή­ρια για το «Μεγά­λο μας τσίρκο».

1973. Η χού­ντα είναι τόσο σίγου­ρη για τη μακροη­μέ­ρευ­σή της, που επι­τρέ­πει δια­λείμ­μα­τα «δημο­κρα­τι­κο­ποί­η­σης».

tzeni4Η Τζέ­νη Καρέ­ζη, ο Κώστας Καζά­κος και ο Ιάκω­βος Καμπα­νέλ­λης δεν πολυ­λο­γά­ρια­ζαν το ρίσκο. Δίψα­γαν και οι τρεις για μια πολι­τι­κή πρά­ξη μέσα από το λατρε­μέ­νο τους θέα­τρο. Τι κι αν το «Μεγά­λο μας τσίρ­κο» έμει­νε τελι­κά στην ιστο­ρία σαν μια πρά­ξη αντί­στα­σης και δεν μπο­ρεί να συνα­γω­νι­στεί τις άλλες σελί­δες της προ­σω­πι­κής τους ιστο­ρί­ας με καθα­ρά θεα­τρι­κά κρι­τή­ρια; Την επο­χή εκεί­νη, καλο­καί­ρι του 1973, οι υψη­λές θερ­μο­κρα­σί­ες που γεν­νού­σαν τις μεγά­λες παρα­στά­σεις έπρε­πε απα­ραί­τη­τα να καί­νε τα ίδια υλι­κά που δημιουρ­γούν τους μεγά­λους πατριώ­τες, τους δημο­κρά­τες και τους ήρωες.

Όταν πάρ­θη­κε η από­φα­ση να ανε­βεί η παρά­στα­ση, ο δρό­μος δεν ήταν σπαρ­μέ­νος με άνθη. Η χού­ντα ήταν χού­ντα και η λογο­κρι­σία πολύ καλά εγκα­τα­στη­μέ­νη στο υπουρ­γείο Προ­ε­δρί­ας. Έπρε­πε πάση θυσία να ξεγε­λα­στεί. Έστω και αν αυτό στοί­χι­ζε στον Ιάκω­βο Καμπα­νέλ­λη τις διπλά­σιες ώρες δουλειάς.

Ο καλός συγ­γρα­φέ­ας, γνω­ρί­ζο­ντας ότι οι λογο­κρι­τές, εκτός από απο­φα­σι­σμέ­νοι να κόψουν ό,τι δεν τους γέμι­ζε το μάτι, ήταν και ολί­γο βλά­κες κατέ­φυ­γε σε ένα κόλ­πο. Εννέα έως δέκα αυτό­νο­μα κομ­μά­τια υπο­λό­γι­ζε ότι θα χρεια­στούν για το σπον­δυ­λω­τό «Μεγά­λο μας τσίρ­κο». Είκο­σι και παρα­πά­νω κάθι­σε και έγρα­ψε. Τα περισ­σό­τε­ρα ήταν γραμ­μέ­να προ­κλη­τι­κά, τρα­βού­σαν την προ­σο­χή των λογο­κρι­τών, γεμά­τα χοντρά υπο­νο­ού­με­να ενα­ντί­ον της χού­ντας, γι’ αυτό και «αλε­ξι­κέ­ραυ­να» τα απο­κα­λού­σε ο Ιάκω­βος Καμπα­νέλ­λης. Έκα­ναν, όμως, πολύ καλά τη δου­λειά τους. Η λογο­κρι­σία πανευ­τυ­χής τα έκο­ψε, αφή­νο­ντας να περά­σουν κάτω από τη μύτη της τα υπό­λοι­πα που διέ­θε­ταν γλώσ­σα υπαι­νι­κτι­κή και χαμη­λούς τόνους.

Όταν τελι­κά δόθη­κε η πρε­μιέ­ρα στο καλο­και­ρι­νό «Αθή­ναιον» της οδού Πατη­σί­ων, η τόλ­μη του θια­σαρ­χι­κού ζεύ­γους συνά­ντη­σε τα ώρι­μα πια αντι­χου­ντι­κά αισθή­μα­τα του κοι­νού. Δεν πέρα­σαν πολ­λές βρα­διές μέχρι να δημιουρ­γή­σει το «Μεγά­λο μας τσίρ­κο» το θρύ­λο του. Ουρές στα ταμεία, συγκί­νη­ση μέχρι δακρύ­ων στην πλα­τεία. Και γέλια. Υπήρ­ξαν πολ­λοί Αθη­ναί­οι που είδαν την παρά­στα­ση δυο και τρεις φορές.

tzeni6

Τι γινό­ταν στην σκη­νή του «Αθή­ναιον»; Η Τζέ­νη Καρέ­ζη, ο Κώστας Καζά­κος, ο Διο­νύ­σης Παπα­γιαν­νό­που­λος, ο Σπύ­ρος Κων­στα­ντό­που­λος, ο Τίμος Περ­λέ­γκας, ο Χρή­στος Καλα­βρού­ζος και οι άλλοι ηθο­ποιοί, στο σύνο­λο 40, μετέ­φε­ραν τους Αθη­ναί­ους του 1973 στην αρχαιό­τη­τα, στο Βυζά­ντιο, στα χρό­νια του Όθω­να, στην επο­χή του Βενι­ζέ­λου, στην κατο­χή. Οι θεοί του Ολύ­μπου, οι βασι­λείς, οι ξένοι εισβο­λείς, οι βασα­νι­στές και οι εκτε­λε­στές, καθό­λου περί­ερ­γο, έπαιρ­ναν αυτό­μα­τα τα σύγ­χρο­να σχή­μα­τα του δικτά­το­ρα και της παρέ­ας του. Η μου­σι­κή του Ξαρ­χά­κου και αυτός ο αρχαγ­γε­λι­κός Νίκος Ξυλού­ρης ξεσή­κω­ναν το συναίσθημα.

Ο Ρωμιός και το Ρωμιά­κι, τα σκη­νι­κά πρό­σω­πα του Κώστα Καζά­κου και της Τζέ­νης Καρέ­ζη, καθώς και ο Βενι­ζέ­λος και ο Καρα­γκιό­ζης του Διο­νύ­ση Παπα­γιαν­νό­που­λου έμει­ναν στην ιστο­ρία του ελλη­νι­κού θεάτρου.

Η χού­ντα δεν πεί­ρα­ξε την παρά­στα­ση. Ίσως και να φοβή­θη­κε. Η απο­ρία, πάντως, του Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη και των πρω­τα­γω­νι­στών ήταν μεγά­λη. Μέχρι που ένα βρά­δυ κατέ­φτα­σε στο «Αθή­ναιον» ο Ζωι­τά­κης με τη σύζυ­γό του. Η δικτα­το­ρία ήταν απο­φα­σι­σμέ­νη να μην τσα­λα­κώ­σει το δημο­κρα­τι­κό της χαμόγελο.

Η παρά­στα­ση συνε­χί­στη­κε και τη χει­με­ρι­νή περί­ο­δο. Μετα­φέρ­θη­κε στο «Ακρο­πόλ», πάντα με την ίδια επι­τυ­χία και κοσμο­συρ­ροή. Το Νοέμ­βριο του 1973 η εξέ­γερ­ση του Πολυ­τε­χνεί­ου αλλά­ζει το κλί­μα. Το «Μεγά­λο μας τσίρ­κο» δια­κό­πτει τις παρα­στά­σεις του για ένα μήνα. Η Τζέ­νη Καρέ­ζη και ο Κώστας Καζά­κος κλεί­νο­νται ένα μήνα στα μπου­ντρού­μια της ΕΣΑ. Κάτι το έργο, κάτι οι τολ­μη­ρές δηλώ­σεις των δυο ηθο­ποιών υπέρ της εξέ­γερ­σης της νεο­λαί­ας και η χού­ντα δεν μπό­ρε­σε μέχρι τέλους να κρα­τή­σει την «ευγε­νι­κή» της στάση.

tzeni3Όταν ξεκί­νη­σαν και πάλι οι παρα­στά­σεις ο Ιωαν­νί­δης έλεγ­χε τον τόπο. Και το βρά­δυ της νέας πρε­μιέ­ρας αστυ­νο­μι­κοί με στο­λή είχαν πιά­σει κεντρι­κά, ευδιά­κρι­τα σημεία της πλα­τεί­ας του θεά­τρου. Άλλοι τόσοι έκο­βαν τακτι­κά τις βόλ­τες τους κοντά στο ταμείο του «Ακρο­πόλ», αλλά οι ουρές μπρο­στά τους δεν πτο­ού­νταν με τίπο­τα. «Πάμε κι εμείς στην αυλή του φθι­νό­πω­ρου…», τρα­γου­δού­σε η Τζέ­νη Καρέ­ζη. Το τρα­γού­δι, χωρίς ούτε μια λέξη του να δηλώ­νει άμε­σα το Πολυ­τε­χνείο, γρά­φη­κε αμέ­σως μετά την εξέ­γερ­ση από τον Καμπα­νέλ­λη και τον Ξαρ­χά­κο και προ­στέ­θη­κε στην παρά­στα­ση. Ο κόσμος έπια­σε αμέ­σως το νόη­μα. Κι όταν τελεί­ω­σε η πρε­μιέ­ρα εκα­το­ντά­δες λου­λού­δια βγή­καν από τσέ­πες και τσά­ντες, που ήταν καλά κρυμ­μέ­να, και πλημ­μύ­ρι­σαν τη σκηνή.

Ο κλε­φτο­πό­λε­μος με τη λογο­κρι­σία ξανάρ­χι­σε πιο άγριος. «Αλλάξ­τε αυτό, κόψ­τε το άλλο». Τη μια μέρα ο θία­σος συμ­μορ­φω­νό­ταν, την άλλη οι επι­κίν­δυ­νες λέξεις και φρά­σεις έκα­ναν πάλι την εμφά­νι­σή τους με μεγα­λύ­τε­ρη ορμή.

Η χού­ντα, όμως, τη δική της ορμή την είχε εξαντλήσει.

Το φθι­νό­πω­ρο της μετα­πο­λί­τευ­σης στέλ­νει το «Μεγά­λο μας τσίρ­κο» μια μεγά­λη περιο­δεία στην ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα. Ένα «Νο 2» είχε προ­στε­θεί στον τίτλο του. Τώρα πια νέα κεί­με­να του Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη μπο­ρού­σαν να μιλή­σουν χωρίς υπο­νο­ού­με­να, μπο­ρού­σαν να γλε­ντή­σουν μαζί με τον κόσμο τη δημο­κρα­τία. Οι μνή­μες από την περιο­δεία άπει­ρες. Μα μια ξεχω­ρί­ζει. Το «Μεγά­λο μας τσίρ­κο» παί­χτη­κε στο «Σπόρ­τιγκ» της συμπρω­τεύ­ου­σας μια ολό­κλη­ρη εβδο­μά­δα! Υπο­λο­γί­στε τις χιλιά­δες του κόσμου που το είδαν κι αυτές που δεν μπό­ρε­σαν να εξα­σφα­λί­σουν εισιτήριο.

Τώρα που το Ρωμιά­κι μάς απο­χαι­ρέ­τη­σε για πάντα, πεί­τε πως σας διη­γη­θή­κα­με την ιστο­ρία του «Μεγά­λου μας τσίρ­κου» ψάχνο­ντας να βρού­με έναν τρό­πο να εκφρά­σου­με την αγά­πη μας γι’ αυτό. Για το πανέ­μορ­φο, τολ­μη­ρό, ταλα­ντού­χο Ρωμιά­κι που το έλε­γαν Τζέ­νη Καρέζη.

Β. ΓΕΩΡ.
Ένθε­το «ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ», Κυρια­κά­τι­κη Ελευ­θε­ρο­τυ­πία, 2 Αυγού­στου 1992

* Η Τζέ­νη Καρέ­ζη έφυ­γε πρό­ω­ρα από τη ζωή μια μέρα σαν σήμε­ρα, στις 27 Ιού­λη του 1992. Το «Δια­μά­ντια και μπλουζ» ήταν η τελευ­ταία της θεα­τρι­κή παράσταση.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο