Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Τσάικα, στην πρώτη τ’ ουρανού

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Στις 16 Ιού­νη 1963 η πρώ­τη γυναί­κα κοσμο­ναύ­της, η 26χρονη Βαλε­ντί­να Τερε­σκό­βα, πραγ­μα­το­ποιεί 48 περι­στρο­φές γύρω sideraαπό τη Γη με το δια­στη­μό­πλοιο «Βοστόκ 6». Ένα γεγο­νός συμ­βο­λι­κό για τα επι­τεύγ­μα­τα της Σοβιε­τι­κής Ενω­σής, μα και υπε­ρη­φά­νειας των απα­ντα­χού κομ­μου­νι­στών. Ο Γιώρ­γης Μωρα­ΐ­της, πολι­τι­κός κρα­τού­με­νος στις φυλα­κές Ιτζε­διν, σε διή­γη­μά του («Η Τσάι­κα») περι­γρά­φει την ατμό­σφαι­ρα εκεί­νης της ημέ­ρας στη φυλα­κή. Μέρα γιορ­τής, ενθου­σια­σμού και και πίστης. Το διή­γη­μα πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο «Ριζο­σπά­στη» στις 19.11.74. Μετα­φρά­στη­κε στα ρώσι­κα και δημο­σιεύ­τη­κε στη συλ­λο­γή «ΣΛΟΒΟ Ο ΓΚΡΕΤΣΙΙ» (Ο λόγος της Ελλά­δας) — ΈΧΟ ΕΛΛΑΝΤΙ» («Ηχώ της Ελλά­δας»), που κυκλο­φό­ρη­σε το 1983 το εκδο­τι­κό της Μόσχας «ΜΑΛΑΝΤΑΓΙΑ ΓΚΒΑΡΝΤΙΑ» («Νέα Φρου­ρά»). Στη συλ­λο­γή αυτή ανθο­λο­γού­νται Έλλη­νες ποι­η­τές και λογο­τέ­χνες Καβά­φης. Σικε­λια­νός, Σεφέ­ρης, Ρίτσος, Αδά­μος, Πατα­τζής, Βοΐ­σκου, Βαλέ­τας, Βασι­λι­κός, Ιωάν­νου, Σαμαράκης.

Μαζί με άλλα διη­γή­μα­τα κυκλο­φό­ρη­σε το 2019 από τις εκδό­σεις «Προ­σκή­νιο» σε συλ­λο­γή αφη­γη­μά­των από τα «πέτρι­να χρόνια».

valentina tereskova

 

Η Τσάι­κα[1] Στην πρώ­τη τ’ ουρανού
(Βαλε­ντί­να Τερέσκοβα)

Οι γλά­ροι χάλα­σαν τον κόσμο κεί­νο το δει­λι­νό. Σήκω­σαν φτε­ρό. Τινά­χτη­καν αλα­φια­σμέ­νοι, ψηλά απ’ τον ξερό­βρα­χο. Πετού­σαν άτσα­λα πάνω απ’ το κάτερ­γα. Κρώ­ζα­νε υστε­ρι­κά μ’ όλη τη δύνα­μη της τρα­χιάς λαλιάς τους. Και σπέρ­να­νε κάτω τον πανι­κό. Να χαμη­λώ­σουν στα ήσυ­χα νερά τής Σού­δας δεν τολμούσανε…

Ήταν λίγο πριν κλεί­σει η φυλα­κή. Ο ήλιος είχε γεί­ρει πέρα κατά τα Σφα­κιά. Στο μικρό προ­αύ­λιο της Απο­μό­νω­σης είχαν πέσει τ’ από­σκια. Μερε­λια­σμέ­νοι απ’ την ανυ­πό­φο­ρη ζέστη καμιά δεκα­ριά τιμω­ρη­μέ­νοι κατά­δι­κοι ήμα­σταν με βγαλ­μέ­νες τις φανέ­λες έξω από το θάλα­μο. Αέρας δεν ανά­σαι­νε — πού να περά­σει τα ψηλά τεί­χη; — ωστό­σο βρί­σκα­με εκεί λίγη δρο­σιά. Οι περισ­σό­τε­ροι χάζευαν με το σκά­κι που έπαι­ζαν ο Χρι­στά­κος με τον Κωστή και τους «ζεμά­τα­γαν» με τις «παρεμ­βά­σεις» τους. Εγώ διά­βα­ζα εφη­με­ρί­δα παρά­με­ρα. Ο δεσμο­φύ­λα­κας καθό­ταν στο σκα­μνί δίπλα στην μικρο­σκο­πι­κή σιδε­ρέ­νια εξώ­πορ­τα και έπαι­ζε στο χέρι την αλυ­σί­δα με τη σφυ­ρί­χτρα και τα κλει­διά. Απέ­να­ντί μας, στην άλλη άκρη του προ­αυ­λί­ου ξεμο­να­χια­σμέ­νος βολ­τά­ρι­ζε αργά ο Αδρια­νός και παπα­γά­λι­ζε τις ρού­σι­κες λέξείς που είχε απο­στη­θί­σει το πρωί από την Ποτάποβα.

—·Ε, κυρ — Γιώρ­γη. Δεν τους λες να βάλουν το ράδιο! φώνα­ξε ο Λαφιώ­της στο φύλα­κα. Ήταν έκδη­λη η ανη­συ­χία του μη χάσου­με την εκπο­μπή. Όλοι αγω­νιού­σα­με να μάθου­με νεό­τε­ρα για τον Μπι­κόφ­σκι που αλώ­νι­ζε το διά­στη­μα. Ο φύλα­κας ήταν βολι­κός άνθρω­πος, μας εξυ­πη­ρε­τού­σε πρό­θυ­μα σε κάτι τέτοια μικρο­αι­τή­μα­τα. Ωστό­σο δεν κου­νή­θη­κε απ’ τη θέση του, μόλο που θα·’θελε να ξεμπερ­δέ­ψει μια ώρα αρχύ­τε­ρα μ’ αυτή την εκπο­μπή για να μας αμπα­ρώ­σει στο θάλα­μο, να παρα­δώ­σει και να φύγει.

- Δεν ήρθε η ώρα, απά­ντη­σε βαρετά.

Ό Λαφιώ­της πλη­σί­α­σε προς το μέρος του και επέ­μει­νε με την πει­θώ βέβαια να τον μετακινήσει.

-     Κάνε μια κρού­ση, δε χαλά­ει το πρω­τό­κολ­λο αν το βάλουν πέντε — δέκα λεπτά νωρί­τε­ρα. Ν’ ακού­σου­με και κανέ­να τραγούδι…

Ο κυρ-Γιώρ­γης ανα­σή­κω­σε λίγο το γεί­σο του καπέ­λου του τον κοί­τα­ξε λοξά και του ‘πε χαμο­γε­λώ­ντας. Και συ πονη­ρός ψαράς κι εγώ πονη­ρός χωρι­κός. Ξέρω για­τί σας κόβει η κοι­λιά σας… Αστρο­ναύ­της το πρά­μα! Σηκώ­θη­κε άνοι­ξε την πόρ­τα και τρά­βη­ξε για τ’ Αρχιφυλακείο.

Δίπλω­σα την εφη­με­ρί­δα και πήγα να κάνω παρέα τον Αδρια­νό. Τον λυπή­θη­κα. Οι άλλοι τον πρό­σε­ξαν που «έπια­σε τοί­χο» κι άρχι­σαν να χασκο­γε­λούν και να τον πει­ρά­ζουν. Κεί­νη τη στιγ­μή έγι­νε κάτι που μας τρά­βη­ξε την προ­σο­χή και και μας έβα­λε σε ανη­συ­χία. Μια γλα­ρό­να πέρα­σε πάνω απ’ την μάντρα, χτύ­πη­σε τις φτε­ρού­γες της, διέ­γρα­ψε στρι­γκλί­ζο­ντας έναν ακα­νό­νι­στο κύκλο πάνω απ’ τα προ­αύ­λια των Ακτί­νων και εξα­φα­νί­στη­κε πίσω απ’ το ραντάρ. Σε λίγα δευ­τε­ρό­λε­πτα η μικρή λου­ρί­δα τ’ ουρα­νού πάνω απ’ τα κεφά­λια μας έπη­ξε με γλά­ρους. Ο Αδρια­νός στα­μά­τη­σε ‚έβα­λε το χέρι αντη­λιά και κοί­τα­ξε τα που­λιά με δυσφο­ρία. Όταν πήγα κοντά του κού­νη­σε το κεφά­λι, έκα­νε μια γκρι­μά­τσα και πρό­φε­ρε τσεβδά:

Οι τσάι­κες!… Χμ! Θα ‘χου­με ανεμούρια.

Στο Ιτζε­δίν οι ανε­μού­ρες ήταν συχνές. Θαρ­ρείς εκεί είχε στη­μέ­νο μόνι­μα το λημέ­ρι του, ο Αίο­λος κι έπαι­ζε κομπο­λόι τους ασκούς του. Ξεσπού­σαν ξαφ­νι­κά, σφύ­ρι­ζαν δυνα­τά, σάρω­ναν τα πάντα. Τότε το σαρα­βα­λια­σμέ­νο χτί­ριο έμοια­ζε με καρά­βι μέσα σε φουρ­του­νια­σμέ­νο πέλα­γος. Τυλί­γο­νταν στους ανε­μο­στρό­βι­λους, σειό­τα­νε ολό­κλη­ρο, έτρι­ζε και στρί­γκλι­ζε δαι­μο­νι­σμέ­να. Η πρα­σι­νά­δα που φύτρω­νε στη ρίζα της μάντρας ξεραι­νό­ταν. Τ’ άνθη που φυτεύ­α­με στις γλά­στρες και τα παρ­τέ­ρια μαραί­νο­νταν και τρο­μά­ζα­με ύστε­ρα να τ’ ανα­στή­σου­με. Η σκό­νη στα προ­αύ­λια σχη­μά­τι­ζε σύν­νε­φο. Η ψιλή άμμος μπου­κά­ρι­ζε σβου­ρι­χτά κατά κύμα­τα στους θαλά­μους απ’ τα ανοι­χτά παρά­θυ­ρα, τα σπα­σμέ­να τζά­μια και τις γρί­λιες. Βρα­χυ­κυ­κλώ­νο­νταν τα ηλε­κτρι­κά σύρ­μα­τα, κόβο­νταν το ρεύ­μα, δε δού­λευε το μοτέρ που ‘δινε νερό στα ντε­πό­ζι­τα… Σαν άρχι­ζε το κακό, που πολ­λές φορές βαστού­σε δίχως δια­κο­πή ολά­κε­ρη βδο­μά­δα, όλες οι ακτί­νες σηκώ­νο­νταν στο πόδι και βού­ι­ζαν απ’ τις φωνές.

— Σιμούν! Σιι­ι­ι­μού­ουουν! Μάστε τα ρού­χα! Κλεί­στε τα παράθυρα!…

Το κάτερ­γο τότε γινό­ταν μια κόλα­ση. Τόπο να απα­γκιά­σεις δεν έβρι­σκες που­θε­νά. Δεν ήταν να ξεμυ­τί­σεις στο προ­αύ­λιο. Σε τύλι­γε η σκό­νη, Τα μαλ­λιά και τ’ αυτιά σου γέμι­ζαν σκό­νη. Σου στρά­βω­νε τα μάτια ή άμμος. Το συσ­σί­τιο κατά την δια­νο­μή παρέ­χο­νταν με κρού­στα αμμό­σκο­νης. Μα και μέσα στο θάλα­μο η κατά­στα­ση ήταν ανυ­πό­φο­ρη. Σκό­νη, άμμος και ξεφτι­σμέ­νοι σοβά­δες παντού. Στα ρού­χα, στα ράν­τζα, στο δάπε­δο, στα περ­βά­ζια των παρα­θύ­ρων, στους ντε­νε­κέ­δες του νερού… Αυτό το κακό σε ζάλι­ζε, σου σμπα­ρά­λια­ζε τα νεύ­ρα, σ’ έρι­χνε κάτω άρρωστο.

Πότε θα ξεσπού­σε ανε­μο­θύ­ελ­λα κανέ­νας δεν μπο­ρού­σε να το προ­βλέ­ψει. Ερχό­τα­νε απροει­δο­ποί­η­τα. Είχα­με δυο ‑θαλασ­σι­νούς που σκά­μπα­ζαν από και­ρό αλλά τις πιο πολ­λές φορές μας «τα κάνα­νε θάλασ­σα». Οι ψηλές μάντρες τους κόβα­νε τη θέα του Κρη­τι­κού Πελά­γους κι αυτό απο­τε­λού­σε δικαιο­λο­γη­τι­κό ικα­νό να τους ξελα­σπώ­νει. Έτσι μέσα σε κεί­νες τις συν­θή­κες μόνο τα γλα­ρο­πού­λια είχα­με απα­ντο­χή. Με το δυνα­τό τους ένστι­κτο, οσμί­ζο­νταν την κακο­και­ρία, μας λιμπί­ζο­νταν και σπεύ­δα­νε να μας δώσουν σινιά­λο. «Κακά που­λιά» τα λέγα­νε οι δεσμο­φύ­λα­κες, για­τί κι αυτοί υπο­φέ­ρα­νε όπως και μείς σε κεί­νη την ερη­μιά. Τα μισού­σαν και πότε — πότε οι τελευ­ταί­οι απ’ τις σκο­πιές τα πυρο­βο­λού­σαν και τα σκό­τω­ναν λες και φταί­γαν αυτά για το χάλα­σμα του και­ρού που προ­αι­σθά­νο­νταν. Όμως εμείς τα ‘χαμε συμπα­θή­σει και τ’ αγα­πού­σα­με μόλο που ποτέ δεν μας έφερ­ναν καλό μήνυ­μα. Μας ειδο­ποιού­σαν όμως και παίρ­να­με τα μέτρα μας. Αν αγα­να­κτού­σα­με και τα βάζα­με μαζί τους καμιά φορά ήταν όταν μας κοροϊ­δεύ­α­νε. Ξεγε­λιό­ντα­νε κάπο­τε κι αυτά τα κακό­μοι­ρα, απ’ την τρο­μά­ρα τους, την πάθαι­ναν και κοντά τους την παθαί­να­με κι μείς Αυτό όμως συνέ­βαι­νε πολύ σπάνια.

Ανέ­βη­κα στο σκα­λί της πορ­τί­τσας απ’ όπου περ­νού­σε ό διά­δρο­μος για τα πει­θαρ­χεία. Ό Αδρια­νός μ’ άφη­σε και τρά­βη­ξε προς το πλυ­ντή­ριο. Ήταν τόσο σίγου­ρος για το χάλα­σμα του και­ρού και βιά­στη­κε να μαζέ­ψει μισό­στε­γνα τα ρού­χα του που κρέ­μο­νταν απλω­μέ­να στο σύρ­μα. Ακού­μπη­σα στον τοί­χο και άφη­σα τα μάτια μου να ξαπο­στά­σουν στον ουρα­νό. Μέσα σε κεί­νη την πηγά­δα το οπτι­κό μας πεδίο ήταν τόσο περιο­ρι­σμέ­νο που μόνο κοι­τά­ζο­ντας ψηλά τα που­λιά και τ’ αστέ­ρια βρί­σκα­με απλω­σιά και ξεκούραση.

Οι γλά­ροι στρι­φο­γύ­ρι­ζαν πάνω απ’ το κάτερ­γο. Σμή­νη απ’ όλες τις κοντι­νές ακρο­για­λιές είχαν συνα­χτεί πάνω απ’ τον ξερό­βρα­χο. Σκί­ζα­νε την ατμό­σφαι­ρα. Βου­τού­σαν ως τις σκο­πιές. Πλα­τά­γι­ζαν τις φτε­ρού­γες τους. Βολο­δέρ­να­νε και σφά­δα­ζαν. Μας ξεκού­φαι­ναν με τις έξαλ­λες κραυ­γές. Κάνα­νε τρε­λό σαμα­τά. Σηκώ­νο­νταν πανύ­ψη­λα που μόλις μπο­ρού­σες να τους δια­κρί­νεις. Έκα­ναν λογίς λογίς σχή­μα­τα και παι­χνι­δί­σμα­τα. Τ’ άσπρα φτε­ρά τους τ’ ασή­μω­νε ο ήλιος που βασί­λευε. Πρώ­τη φορά παρα­τή­ρη­σα τέτοια αλλό­κο­τα φερ­σί­μα­τα: Να στρώ­νουν άφο­βα πάνω απ’ τις ακτί­νες προ­σπα­θώ­ντας να μας χαϊ­δέ­ψουν με τις φτε­ρού­γες τους. Και να τινά­ζο­νται ύστε­ρα τόσο ψηλά σα να ‘θελαν ν’ αγγί­ξου­νε τ’ άστρα.

Ο κυρ — Γιώρ­γης είχε φέρει καθη­συ­χα­στι­κή απά­ντη­ση, όπως κατά­λα­βα, και το ‘ριξε στη γλα­ρο­κου­βέ­ντα με τον Λαφιώτη.

— Έχουν πάθει κακιά λαχτά­ρα… Το δελ­τίο δεν είπε τίπο­τα το πρωί.

— Το μετε­ω­ρο­λο­γι­κό δελ­τίο, με το συμπά­θιο, πάει με τα μυα­λά της κυβέρ­νη­σης… Να ‘χαμε του­λά­χι­στο λίγο νερό να κατα­βρέ­χα­με. Μας το δίνε­τε με το στα­γο­νό­με­τρο. Θα μας πνί­ξει η σκόνη.

«Για­τί τάχα να ‘ναι από τρό­μο»; σκε­φτό­μου­να. «Ναι, είναι φοβη­τσιά­ρι­κα που­λιά. Τρέ­μουν την καται­γί­δα». Και θυμή­θη­κα το ποί­η­μα του Γκόρ­κι για τον Άλμπα­τρο. «Αυτό όμως το παρα­λή­ρη­μα μοιά­ζει με πανη­γύ­ρι. Απο­κλεί­ε­ται να ‘ναι εκδή­λω­ση χαράς; Άρα­γε αυτά δε χαί­ρο­νται ποτέ; Και πώς εκδη­λώ­νουν τη χαρά τους; Αχ, να ‘ξερα τη γλώσ­σα τους»… Δυο λευ­κά πού­που­λα πέφτα­νε με σκα­μπα­νε­βά­σμα­τα στο χώρο της ακτί­νας μας. Ψηλά φαί­νο­νταν σαν προ­κη­ρύ­ξεις που ρίχνουν τ’ αερο­πλά­να. Τα κοί­τα­ζα, απο­ξε­χά­στη­κα και σκό­πευα να πάω να τα πιά­σω όταν θα χαμη­λώ­να­νε. Με προ­σγειώ­σα­νε οι φωνές που άκού­στη­καν απ’ την Δ’ Ακτίνα.

- Το ράδιο! Ανοίξ­τε το ράδιο!

Έρι­ξα μια ματιά στο ρολόι μου. Ή ώρα είχε περά­σει. Οι συγκρα­τού­με­νοί μου δίχως να τους αντι­λη­φθώ συγκε­ντρώ­νο­νταν κάτω απ’ το μεγά­φω­νο κ’ ετοι­μά­ζο­νταν να το «μπου­μπου­νί­σουν». ‘κού­στη­καν φωνές κι από τους ποι­νι­κούς της Γ’ Ακτί­νας και λίγη γαρ­νι­τού­ρα από βρι­σί­δι. Ο φύλα­κας κάπνι­ζε νευ­ρι­κά, είχε πρα­σι­νί­σει και ήταν αξιολύπητος.

Όταν άνοι­ξε επι­τέ­λους ο υπαρ­χι­φύ­λα­κας το ράδιο η εκπο­μπή είχε αρχί­σει. Η είδη­ση που πρω­τα­κού­στη­κε ήταν κου­τσου­ρε­μέ­νη και πέρα­σε σαν αστρα­πή. Στά­θη­κε όμως ικα­νή να μας μετα­δώ­σει τέτοια φλό­γα στις καρ­διές και να μας κάνει να χορο­πη­δά­με, να πετά­με ψηλά τις τρα­γιά­σκες μας και να φωνά­ζου­με έξαλ­λα από τη χαρά μας. Ο κυρ — Γιώρ­γης μπλέ­χτη­κε στο χορό μας, τα είχε χάσει και σταυ­ρο­κο­πιό­τα­νε. Οι χωρο­φύ­λα­κες απ’ τις σκο­πιές έστη­σαν αυτί και προ­σπα­θού­σαν ν’ ακούσουν.

«… Το δια­στη­μό­πλοιον εξε­το­ξεύ­θη την… Ετέ­θη εις τρο­χιάν την… Συνε­πλή­ρω­σε… στρο­φάς περί την γην. Ευρί­σκε­ται εις συνε­χή επα­φήν με την γην και το έτε­ρον δια­στη­μό­πλοιον. Η αστρο­ναύ­της είναι ηλι­κί­ας 26 ετών και φέρει το συν­θη­μα­τι­κόν ψευ­δώ­νυ­μον Γλάρος».

— Πώς τη λένε; ρώτη­σα. Ακού­σα­τε τ’ όνο­μά της!

Κανέ­νας δεν το είχε ακού­σει. Ο σπή­κερ φαί­νε­ται το ανά­φε­ρε στην αρχή και δεν το επα­νέ­λα­βε. Μας έβγα­λε απ’ το αδιέ­ξο­δο ο Αδριανός.

Τσάι­κα! Τσάι­κα! Τσάικα!

Δεν έχει σημα­σία. Θα το δού­με αύριο στις εφη­με­ρί­δες. Το ίδιο κάνει. Εμείς θα τη λέμε Τσάι­κα όποια κι αν είναι. Γεια σου Τσάι­κα! Να μας ζήσει ή Τσάι­κα μας. Μπρά­βο Αδρια­νέ. Έκα­νες διά­να. Να σε χαι­ρό­μα­στε λεβέ­ντισ­σα Τσάι­κα. Χαμή­λω­σε λιγά­κι να σε δού­με και μείς. Όχι, πέτα πιο ψηλά, πιο πολύ κι ας είμα­στε εδώ εμείς…

Χαλα­σμός στο προ­αύ­λιο. Χτύ­πη­σε το καμπα­νά­κι, μάς κλεί­σα­νε. Χαλα­σμός και στο θάλαμο.

Να κερά­σου­με για την Τσάι­κα ‚για τις γυναί­κες μας για τις κόρες μας! Μπρος γρά­ψε Λαφιώ­τη. Εγώ πλη­ρώ­νω. Κάνε αύριο πρωί πρωί την παραγ­γε­λιά να μας φέρουν γλυ­κί­σμα­τα. Να το γιορτάσουμε.

Ή νύχτα πέρα­σε. Δεν κατα­λά­βα­με πώς πέρα­σε. Ξημέ­ρω­σε. Ο και­ρός ήταν ήρε­μος. Ήρθαν οι εφη­με­ρί­δες. Ανε­μο­θύ­ελ­λα δεν είχα­με. Οι γλά­ροι είχαν σηκω­θεί σε συνα­γερ­μό για να χαι­ρε­τί­σουν τη μεγά­λη Τσάικα.

Τη Βαλε­ντί­να Τερέσκοβα!

Φυλα­κές Ιτζεδίν·
Απομόνωση

[1] Γλά­ρος στα ρώσικα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο