Γράφει ο Αστέρης Αλαμπής_Μίδας
Μιλάμε φυσικά για την πολυβραβευμένη ταινία “η Φάλαινα” του Darren Aronofsky, σενάριο (βασισμένη στο βιβλίο) του Samuel D. Hunter με πρωταγωνιστές τους εξής οκτώ _Brendan Fraser (Charlie), Sadie Sink (Ellie),Ty Simpkins (Thomas) Hong Chau (Liz), Samantha Morton (Mary), Sathya Sridharan (Dan –ο πιτσαδόρος, εμφανίζεται για δευτερόλεπτα) Jacey Sink (η Ellie μωρό) & Wilhelm Schalaudek (Liam) υποψήφια για 3 Oscars με 36 διεθνείς διακρίσεις και –μέχρι στιγμής 118 –διαφόρων ειδών υποψηφιότητες βράβευσης σε BAFTA κλπ 1η στα AARP Movies for Grownups Awards 2023 + CinEuphoria Awards (καλύτερου ηθοποιού ‑Brendan Fraser) κλπ. κλπ.
Την, έτσι κι αλλιώς αξιόλογη ταινία, που δίχασε τους κριτικούς είδαμε τις προάλλες, επομένως έχουμε ιδία άποψη (με όση αξία μπορεί να έχει)
Το θέμα σε τίτλους: ένας ερημίτης καθηγητής Αγγλικών που πάσχει από σοβαρή παχυσαρκία, προσπαθεί να συνδεθεί ξανά με την αποξενωμένη κόρη του, σε μια τελευταία απόπειρα να εξιλεωθεί.
Δείτε το video με τον Brendan Fraser να “καταρρίπτει” την καριέρα του από το “School Ties” στο “The Whale” και επίσης μια συνέντευξη με το καστ
(ΑΠΕ_ΜΠΕ ‑5_Ιαν_2023)
Τι να πρωτοπεί κανείς για τη νέα ταινία του Αρονόφσκι, ιδιαίτερα χωρίς να θίξει πλευρές της ταινίας που παρουσιάζονται, τόσο κατά τη διάρκειά της, όσο και στο τέλος. Βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Σάμιουελ Χάντερ και διασκευάστηκε σε κινηματογραφικό σενάριο από τον ίδιο. Ο «Μόμπι Ντικ», η «Φάλαινα», του Χέρμαν Μέλβιλ, είναι το πρόσχημα. Είναι η αφορμή ώστε να λυθεί με το μαχαίρι ένας κόμπος αδιάλυτος, η αφορμή ώστε να έρθουν κοντά δύο κόσμοι ερημωμένοι. Ενας πατέρας με την κόρη του. Ο Αρονόφσκι επιλέγει τη θρησκεία, για άλλη μια φορά, ως κεντρικό θέμα σε ταινία του, ώστε να την αποδομήσει και να δείξει το πραγματικά ιερό, τη θεϊκή διάσταση του Ανθρώπου. Υψώνει έναν Γολγοθά και δείχνει έναν άνθρωπο που περιμένει καρτερικά τη σταύρωση, ώστε να «άρει τις αμαρτίες» του, να λυτρωθεί και να λυτρώσει.
Τι σπουδαιότερο να δείξει κανείς για τις διαλυμένες ανθρώπινες σχέσεις από τη μεταμέλεια, τη συγχώρεση και την αγάπη. Η «Φάλαινα» είναι ακραία συμβολική, ακραία προσωπική, ακραία κοινωνική, ακραία ανθρώπινη. Ενώ είναι μια ιδιαίτερα απλή ιστορία, γυρισμένη σε ένα δωμάτιο στην ουσία, θίγει τόσες πτυχές της ύπαρξης, αγγίζει τόσο βαθιά συναισθήματα που αναγκάζει τον θεατή να ανοίξει τις κεραίες του και να γίνει κοινωνός του «θαύματος». Ο Μπρένταν Φρέιζερ δεν είναι αυτός που ξέρουμε, δίνει μια ερμηνεία συγκλονιστική, μια ερμηνεία ζωής. Ο σκηνοθέτης αφιέρωσε την «Φάλαινα» στους γονείς του. Το 2023 ανοίγει με μια υπέροχη ταινία που στοχεύει απευθείας στην καρδιά.
Δράμα δωματίου με θεατρική πηγή έμπνευσης, η οποία καταδυναστεύει πλοκή, χαρακτήρες και διαλόγους. Συγκινητική η ερμηνευτική επιστροφή του Μπρένταν Φρέιζερ, εκνευριστικά απλοϊκές οι (θρησκευτικές) αλληγορίες του Αρονόφσκι.
Μετά τον την παροξυσμική “μητέρα!” (2017), μια απίστευτα ανοικονόμητη και κραυγαλέα παραβολή επί… παντός επιστητού, ο Ντάρεν Αρονόφσκι επιστρέφει στην απλή καθημερινότητα. Η “Φάλαινα” χαιρετίστηκε σαν η επάνοδος του βιρτουόζου σκηνοθέτη στο σκληρό ρεαλισμό του “Παλαιστή” (μακράν την καλύτερη ταινία του μαζί με το “π”), ο οποίος είχε κι εκείνος αναστήσει την ερμηνευτική καριέρα ενός ξοφλημένου σταρ — εδώ ο Μπρένταν Φρέιζερ, εκεί ο Μίκι Ρουρκ. Μόνο που μια σειρά από κρίσιμες διαφορές χωρίζει σαν άβυσσος αυτά τα δυο φιλμ.
Η “Φάλαινα” στηρίζεται στο ομώνυμο θεατρικό του Σάμουελ Χάντερ, ο οποίος το διασκευάζει κινηματογραφικά υπογράφοντας το πρώτο του σενάριο. Ηθελημένα, κρατάει τη δράση ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του πρωταγωνιστή και ο Αρονόφσκι επιλέγει ένα σχεδόν τετράγωνο κάδρο (1.33:1) για να επιτείνει την κλειστοφοβική διάθεση που κυριαρχεί στη ζωή του Τσάρλι. Ενός υπέρβαρου και απομονωμένου καθηγητή λογοτεχνίας, ο οποίος διδάσκει δημιουργική γραφή διαδικτυακά. Τα 250 και πλέον κιλά του τον δυσκολεύουν να κινηθεί, αλλά και να αναπνεύσει, έχοντάς του δημιουργήσει εντονότατα καρδιολογικά προβλήματα. Η μόνη του παρέα είναι Λιζ, αδελφή του πρώην εραστή του, ο οποίος έχει πεθάνει πριν μερικά χρόνια. Αυτή η σχέση, η οποία προκάλεσε σκάνδαλο, τον έχει απομακρύνει από την οικογένειά του, κάτι που του στοιχίζει ιδιαίτερα. Νιώθοντας λοιπόν πως δεν έχει πολλή ζωή μπροστά του, μιας και αρνείται πεισματικά να νοσηλευτεί, προσπαθεί να τα ξαναβρεί με την έφηβη μοναχοκόρη του.
Πολύ γρήγορα Χάντερ και Αρονόφσκι μας παραλληλίζουν τον Τσάρλι με τον Μόμπι Ντικ, τη μεγάλη λευκή φάλαινα του ομώνυμου, εμβληματικού μυθιστορήματος του Χέρμαν Μέλβιλ. Μια καταστροφική (για τον άνθρωπο) δύναμη της φύσης, η οποία υπακούει απλά στον ένστικτό της^ όπως κι ο Τσάρλι, ο παθιασμένος έρωτας του οποίου “κατέστρεψε” την οικογένειά του, αλλά και τη δική του κοινωνική ζωή. Για να μας τα κάνει όλα αυτά ακόμα πιο κατανοητά, η ταινία θέλει τον Τσάρλι να είναι ο πιο καλοσυνάτος, γλυκός και τρυφερός άνθρωπος του κόσμου, ζητώντας από τον καθένα γύρω του χίλιες φορές συγγνώμη κι αναφωνώντας διαρκώς “you are amazing!”. Το ίδιο λιανά μας κάνει και την αντιπαράθεση λογικής (η Λιζ) – πίστης (ο ιεραπόστολος της εκκλησίας της Νέας Ζωής Τόμας) γύρω από τη σωτηρία του Τσάρλι, προσθέτοντας σε έναν καταιγισμό μελοδραματικά επεξηγηματικών διαλόγων σχόλια για την αμερικανική πολιτική (οι προκριματικές εκλογές του ρεπουμπλικανικού κόμματος στην τηλεόραση), το χάσμα των γενεών και τον επαρχιωτικό συντηρητισμό. Στο τέλος ο καθένας κερδίζει μια σακχαρωμένη άφεση αμαρτιών, με μια ακόμα θρησκευτική αλληγορία του Αρονόφσκι (η αμαρτία, η πτώση, ο Γολγοθάς, η ανάσταση) να ολοκληρώνεται λουσμένη στο ουράνιο φως!
Πιστός στους κώδικες του, αλλά αποφεύγοντας τεχνηέντως τις παγίδες που επιφέρει το πάθος (του), ο Ντάρεν Αρονόφσκι είναι πιο ψύχραιμος από ποτέ, σε μια ταινία προορισμένη να στείλει τον Μπρένταν Φρέιζερ στα Οσκαρ. Σε επιλεγμένες αίθουσες από τις 5 Ιανουαρίου.
Εκ πρώτης όψεως, η «Φάλαινα» μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τις προηγούμενες ταινίες του Ντάρεν Αρονόφσκι. Καταρχάς, εκτυλίσσεται ολοκληρωτικά ανάμεσα στους τοίχους μιας μοναδικής τοποθεσίας όπως το «μητέρα!». Επιπλέον, φέρει έναν πρωταγωνιστή που επανασυστήνεται στο κοινό, μέσα από μία εντυπωσιακή σωματική μεταμόρφωση όπως στον «Παλαιστή».
Επίσης, αγγίζει την σχέση απόλαυσης-καταστροφής ανάμεσα στο φαγητό και το ανθρώπινο σώμα, όπως συνέβη και στο «Ρέκβιεμ για ένα Oνειρο» (ακόμα και αν εκεί η εμμονή του χαρακτήρα της Eλεν Μπέρστιν ήταν η απώλεια βάρους). Και σαν να μην ήταν αρκετά τα προηγούμενα, διακατέχεται από έναν υπερβατικό, διαρκή προσωπικό σκοπό που στοιχειώνει τον ήρωα της ταινίας, όπως και στην «Πηγή της Ζωής».
Παραδόξως όμως, αυτά που δεν μοιράζεται η νέα ταινία του Αρονόφσκι με τα προηγούμενα φιλμ της καριέρας του είναι και αυτά που κάνουν την μεγαλύτερη διαφορά: αυτή τη φορά απουσιάζουν η σαρωτική υπερβολή, η καταστροφική υστερική εξωστρέφεια ή, ακόμα και, η διδακτική πρόθεση της αφήγησης. Η «Φάλαινα» είναι όσο πιο ψύχραιμη, όσο πιο ενδοσκοπική και όσο πιο αναπολογητική μπορεί να είναι μια ταινία του Αρονόφσκι, χωρίς φυσικά να προδίδει ποτέ την ταυτότητα του δημιουργού. Και αυτό είναι και χωρίς αμφιβολία η μεγαλύτερη νίκη της.
Ο Τσάρλι του Μπρένταν Φρέιζερ (σε έναν ρόλο που απαίτησε και σωματική μεταμόρφωση αλλά και δεκάδες κιλά επιπλέον προσθετικών) δουλεύει ως καθηγητής online μαθημάτων συγγραφής από το σπίτι. Δεν ανοίγει ποτέ την κάμερα όταν παραδίδει το μάθημά του, αρνούμενος να δείξει στην τάξη του τον αληθινό του εαυτό: ο Τσάρλι είναι ακραία παχύσαρκος, αποκομμένος από την ζωή και γεμάτος τύψεις και βαριές αναμνήσεις από μία ζωή που πολύ πιθανόν να φτάνει στο τέλος της.
Κατά την διάρκεια πέντε ημερών, στο σπίτι που αποτελεί τα τελευταία χρόνια και ολόκληρο τον κόσμο του, ο Τσάρλι θα δεχτεί τις επισκέψεις της μοναδικής φίλης του με την οποία τον συνδέει μια κοινή τραγωδία (Χονγκ Τσάου), της απόμακρης κόρης του με την οποία ίσως πλέον κάθε δεσμός έχει καταστραφεί (Σέιντι Σινκ), ενός νεαρού ιεροκήρυκα που μοιάζει να είναι εξίσου χαμένος με εκείνον και, φυσικά, της πρώην γυναίκας του που, αν και χρόνια μετά τον χωρισμό τους, δείχνει να διατηρεί την δική της μοναδική θεώρηση των πραγμάτων (Σαμάνθα Μόρτον).
Βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Σάμιουελ Ντ. Χάντερ και διασκευασμένο σε κινηματογραφικό σενάριο από τον ίδιο τον συγγραφέα, το «The Whale» δεν προσπαθεί να κρύψει τις θεατρικές καταβολές ούτε να «κλέψει» με κόλπα ανάσες εξωτερικού αέρα. Ολόκληρη η ταινία διαδραματίζεται στο σαλόνι του Τσάρλι, κλειστοφοβικά και χωρίς περιθώριο διαφυγής (κάτι που ενισχύει και το περιοριστικό φορμάτ του 4:3), με μοναδικές φευγαλέες στιγμές στον εξωτερικό κόσμο μόνο όταν ανοίγει η πόρτα για να αναγγείλει, όπως και στο θεατρικό σανίδι, την είσοδο ή την έξοδο κάποιου ηθοποιού.
Τα κεφάλαια στα οποία χωρίζεται η αφήγηση ενισχύουν την θεατρική υφή (σχεδόν νιώθει κανείς τα φώτα να κλείνουν ή την αυλαία να κατεβαίνει), όπως κάνει και ολόκληρος ο αφηγηματικός άξονας που επιστρέφει τακτικά σε ανολοκλήρωτες συζητήσεις, εκκρεμείς συγκρούσεις και εμμονικές αναζητήσεις, σαν μια σπείρα που περιτριγυρίζει τον Τσάρλι προσπαθώντας να αποκαλύψει σταδιακά όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού του, άλλοτε ανακουφιστικά απομακρυνόμενη από το την πηγή του δράματος και άλλοτε επίπονα κοντά στο επίκεντρο.
Μόνο που αυτή η προσέγγιση δεν κάνει ποτέ την ταινία να χάνει την κινηματογραφική της διάσταση. Το «The Whale» μοιάζει να είναι εγκλωβισμένο σε ένα μόνο σημείο όμως, ακριβώς όπως και ο πρωταγωνιστής του, είναι γεμάτο από αναμνήσεις αποδράσεων και μία υπερβατική διάθεση που ξεπερνά τον χώρο, έχοντας ένα σενάριο που παραμένει μέχρι και το τέλος σφιχτοδεμένο, ένταση που χτίζεται και εκτονώνεται με εντυπωσιακό μέτρο και θαυμαστό timing λέξεων και συζητήσεων που αποδεικνύεται πολύτιμο. Για μία αφήγηση που βασίζεται στις λεκτικές και εσωτερικές συγκρούσεις, το «The Whale» – πολύ απρόσμενα , ειδικά για ταινία του Αρονόφσκι – δεν καταλήγει ποτέ να είναι υστερικό, φωνακλάδικο και υπερφίαλο.
Σε αυτό βοηθά σίγουρα η ερμηνεία ζωής του Μπρένταν Φρέιζερ, που δεν περιορίζεται στον εντυπωσιασμό της φυσικής παρουσίας του αλλά εμπλουτίζεται με τις εκφραστικές λεπτομέρειες, τον χρωματισμό της φωνής και μια μόνιμη αισιοδοξία που εμποδίζει την αφήγηση να παραδοθεί στην χυδαία μιζέρια και θλίψη. Πίσω από κάθε δραματικό επεισόδιο της ιστορίας, κρύβεται ένα φως αισιοδοξίας που αποδεικνύεται αναζωογονητικό τόσο για την ταινία αλλά και για το ίδιο τον Αρονόφσκι, ο οποίος δείχνει να βρίσκει την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στην εκ φύσεως πληθωρική του περσόνα και έναν αυστηρά δομημένο θεατρικό κόσμο, ο οποίος με θαυμαστή ακρίβεια οδηγείται σε ένα φινάλε όχι μακριά από την αποθεωτική εικονογραφία του δημιουργού αλλά, παράλληλα, εντυπωσιακά ακριβές και καίριο.
Το υπόλοιπο καστ, από την – έτοιμη να κλέψει κάθε σκηνή που εμφανίζεται – Σαμάνθα Μόρτον μέχρι την – ατίθαση αλλά με εκλάμψεις ευαισθησίας – Σέιντι Σινκ (την Μαξ του «Stranger Things» στον πρώτο της ουσιαστικά μεγάλο κινηματογραφικό ρόλο) είναι επιπλέον εφόδια μιας ταινίας που παρουσιάζει αυτή την φορά έναν πιο ώριμο δημιουργό, πιστό ακόμα στους κινηματογραφικούς του κώδικες αλλά και ικανό επιτέλους να αποφεύγει τις παγίδες που επιφέρει το πάθος του.
Ασήμαντα παραλειπόμενα…
Ο πρωταγωνιστής Brendan Fraser λέει: Ως νέος, προσευχόμουν για επιτυχία. Τώρα προσεύχομαι μόνο για να το αξίζω.
Λόγω του μεγάλου βάρους του χαρακτήρα της “φάλαινας” ο Brendan Fraser χρησιμοποιούσε μια βαριά προσθετική στολή για τον ρόλο που φορούσε για ώρες. Είπε στα ΜΜΕ του Φεστιβάλ Βενετίας …“Ανάπτυξα μυς που δεν ήξερα ότι είχα. Ένιωσα ακόμη και μια αίσθηση ιλίγγου στο τέλος της ημέρας όταν μου την έβγαζαν _ήταν σαν να κατέβαινες από την αποβάθρα σε μια βάρκα στη Βενετία. Αυτή η κυματιστή αίσθηση με έκανε να καταλάβω εκείνους των οποίων το σώμα είναι παρόμοιο. Πρέπει να είσαι ένα απίστευτα δυνατό άτομο, ψυχικά και σωματικά, για να κατοικήσεις σε αυτό το φυσικό ον”
Μετά την πρώτη του προβολή στη Βενετία, χειροκροτήθηκε με τους θεατές όρθιους για έξι λεπτά στιγιότυπο, που καταγράφηκε από την κάμερα, με τον Fraser να κλαίει.
Στο Φεστιβάλ Βενετίας 2022 πάντα, ο Ντάρεν Αρονόφσκι είπε ότι του πήρε δέκα χρόνια για να στήσει αυτή την ταινία. Το κάστινγκ του βασικού ρόλου του Τσάρλι ήταν τεράστια πρόκληση μέχρι που είδε ένα τρέιλερ από την βραζιλιάνικη ταινία Ταξίδι στο Τέλος της Νύχτας (2006 _η ιστορία πατέρα και γιου, που σχεδιάζουν χωριστά να ξεφύγουν από τον άθλιο υπόκοσμο της σεξουαλικής βιομηχανίας της Βραζιλίας) με πρωταγωνιστή τον Μπρένταν Φρέιζερ, του έκανε «κλικ» και αργότερα τον Φρέιζερ ως πρωταγωνιστή.
Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Τσάρλι παραγγέλνει φαγητό από το «Gambino’s», ένα ιταλικό εστιατόριο στη “Μόσχα” του Αϊντάχο, όπου διαδραματίζεται η ταινία. Ο σεναριογράφος Samuel D. Hunter μεγάλωσε εκεί
Η πρώτη σκηνοθετική δουλειά μεγάλου μήκους του Ντάρεν Αρονόφσκι μετά από πέντε χρόνια, από τα Μητέρα! (2017).
Η πρώτη ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι που διανέμεται από το κινηματογραφικό στούντιο Α24.
Ο Τσάρλι βασίζεται χαλαρά (ομώνυμο θεατρικό έργο) στον συγγραφέα της ταινίας και του θεατρικού Σάμιουελ Ντ. Χάντερ, ο οποίος είναι ανοιχτά ομοφυλόφιλος, δίδαξε γραφή στο Πανεπιστήμιο Ράτγκερς και πολέμησε τη διαταραχή υπερφαγίας_κορεσμόυ.
Είναι η πρώτη ψηφιακά γυρισμένη ταινία του.
Το διαδικτυακό στοιχείο διδασκαλίας κατέληξε να είναι επίκαιρο στο πλαίσιο της πανδημίας Covid-19, αλλά η ταινία διαδραματίζεται το 2016, πριν από την πανδημία. Κανένας από τους ηθοποιούς –άντρες και γυναίκες που έπαιξαν τους διαδικτυακούς μαθητές του Τσάρλι δεν έγιναν γνωστοί.
Στο αρχική ιδέα, οι ιεροκήρυκες της Νέας Ζωής είναι στην πραγματικότητα Μορμόνοι.
Οι ειδήσεις που παρακολουθεί ο Τσάρλι στην τηλεόραση περιγράφουν λεπτομερώς τα αποτελέσματα των προκριματικών των Ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές του 2016, υπονοώντας ότι η ταινία διαδραματίζεται στις αρχές του 2016. Τραμπ, Τεντ Κρουζ και Μάρκο Ρούμπιο αναφέρονται σε αυτά τα δελτία ειδήσεων.
Τα πολλαπλάσια των 12 είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην ταινία. Ο Τσάρλι λέει ότι έχει αποταμιεύσει 120.000 $ (12 επί 10.000). Το χρηματικό ποσό που έκλεψε ο Thomas είναι $2.436 (12 επί 203). Τέλος, όταν ο Τσάρλι συνοψίζει τις πεποιθήσεις της εκκλησίας της Νέας Ζωής, λέει ότι 144.000 άνθρωποι υποτίθεται ότι θα σωθούν όταν έρθει η αρπαγή. Αυτός ο αριθμός είναι 12 επί 12.000 και αναφέρεται στο Βιβλίο των Αποκαλύψεων ως αριθμός ανθρώπων που ελήφθησαν με τη συγκέντρωση 12.000 ατόμων από καθεμία από τις 12 φυλές των γιων του Ισραήλ. (Η πρώτη ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι, Πι, περιλάμβανε επίσης συνδέσεις μεταξύ των μαθηματικών και των θρησκευτικών πεποιθήσεων.)
Κατά τη διάρκεια των τίτλων τέλους ακούγονται “σφυρίγματα” φαλαινών.
Ο Τομ Φορντ ήταν αρχικά συνδεδεμένος με τη σκηνοθεσία με τον Τζέιμς Κόρντεν να πρωταγωνιστήσει.