Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Φάλαινα — The Whale: Ώδινεν όρος και έτεκεν…

Γρά­φει ο Αστέ­ρης Αλαμπής_Μίδας

Μιλά­με φυσι­κά για την πολυ­βρα­βευ­μέ­νη ται­νία “η Φάλαι­να” του Darren Aronofsky, σενά­ριο (βασι­σμέ­νη στο βιβλίο) του Samuel D. Hunter με πρω­τα­γω­νι­στές τους εξής οκτώ _Brendan Fraser (Charlie), Sadie Sink (Ellie),Ty Simpkins (Thomas) Hong Chau (Liz), Samantha Morton (Mary), Sathya Sridharan (Dan –ο πιτσα­δό­ρος, εμφα­νί­ζε­ται για δευ­τε­ρό­λε­πτα) Jacey Sink (η Ellie μωρό) & Wilhelm Schalaudek (Liam) υπο­ψή­φια για 3 Oscars με 36 διε­θνείς δια­κρί­σεις και –μέχρι στιγ­μής 118 –δια­φό­ρων ειδών υπο­ψη­φιό­τη­τες βρά­βευ­σης σε BAFTA κλπ 1η στα AARP Movies for Grownups Awards 2023 + CinEuphoria Awards (καλύ­τε­ρου ηθο­ποιού ‑Brendan Fraser) κλπ. κλπ.

Την, έτσι κι αλλιώς αξιό­λο­γη ται­νία, που δίχα­σε τους κρι­τι­κούς είδα­με τις προ­άλ­λες, επο­μέ­νως έχου­με ιδία άπο­ψη (με όση αξία μπο­ρεί να έχει)

Το θέμα σε τίτλους: ένας ερη­μί­της καθη­γη­τής Αγγλι­κών που πάσχει από σοβα­ρή παχυ­σαρ­κία, προ­σπα­θεί να συν­δε­θεί ξανά με την απο­ξε­νω­μέ­νη κόρη του, σε μια τελευ­ταία από­πει­ρα να εξιλεωθεί.

Δεί­τε το video με τον Brendan Fraser να “καταρ­ρί­πτει” την καριέ­ρα του από το “School Ties” στο “The Whale” και επί­σης μια συνέ­ντευ­ξη με το καστ

(ΑΠΕ_ΜΠΕ ‑5_Ιαν_2023)

Τι να πρω­το­πεί κανείς για τη νέα ται­νία του Αρο­νόφ­σκι, ιδιαί­τε­ρα χωρίς να θίξει πλευ­ρές της ται­νί­ας που παρου­σιά­ζο­νται, τόσο κατά τη διάρ­κειά της, όσο και στο τέλος. Βασί­ζε­ται στο ομώ­νυ­μο θεα­τρι­κό έργο του Σάμιου­ελ Χάντερ και δια­σκευά­στη­κε σε κινη­μα­το­γρα­φι­κό σενά­ριο από τον ίδιο. Ο «Μόμπι Ντικ», η «Φάλαι­να», του Χέρ­μαν Μέλ­βιλ, είναι το πρό­σχη­μα. Είναι η αφορ­μή ώστε να λυθεί με το μαχαί­ρι ένας κόμπος αδιά­λυ­τος, η αφορ­μή ώστε να έρθουν κοντά δύο κόσμοι ερη­μω­μέ­νοι. Ενας πατέ­ρας με την κόρη του. Ο Αρο­νόφ­σκι επι­λέ­γει τη θρη­σκεία, για άλλη μια φορά, ως κεντρι­κό θέμα σε ται­νία του, ώστε να την απο­δο­μή­σει και να δεί­ξει το πραγ­μα­τι­κά ιερό, τη θεϊ­κή διά­στα­ση του Ανθρώ­που. Υψώ­νει έναν Γολ­γο­θά και δεί­χνει έναν άνθρω­πο που περι­μέ­νει καρ­τε­ρι­κά τη σταύ­ρω­ση, ώστε να «άρει τις αμαρ­τί­ες» του, να λυτρω­θεί και να λυτρώσει.

Τι σπου­δαιό­τε­ρο να δεί­ξει κανείς για τις δια­λυ­μέ­νες ανθρώ­πι­νες σχέ­σεις από τη μετα­μέ­λεια, τη συγ­χώ­ρε­ση και την αγά­πη. Η «Φάλαι­να» είναι ακραία συμ­βο­λι­κή, ακραία προ­σω­πι­κή, ακραία κοι­νω­νι­κή, ακραία ανθρώ­πι­νη. Ενώ είναι μια ιδιαί­τε­ρα απλή ιστο­ρία, γυρι­σμέ­νη σε ένα δωμά­τιο στην ουσία, θίγει τόσες πτυ­χές της ύπαρ­ξης, αγγί­ζει τόσο βαθιά συναι­σθή­μα­τα που ανα­γκά­ζει τον θεα­τή να ανοί­ξει τις κεραί­ες του και να γίνει κοι­νω­νός του «θαύ­μα­τος». Ο Μπρέ­νταν Φρέι­ζερ δεν είναι αυτός που ξέρου­με, δίνει μια ερμη­νεία συγκλο­νι­στι­κή, μια ερμη­νεία ζωής. Ο σκη­νο­θέ­της αφιέ­ρω­σε την «Φάλαι­να» στους γονείς του. Το 2023 ανοί­γει με μια υπέ­ρο­χη ται­νία που στο­χεύ­ει απευ­θεί­ας στην καρδιά.

Δρά­μα δωμα­τί­ου με θεα­τρι­κή πηγή έμπνευ­σης, η οποία κατα­δυ­να­στεύ­ει πλο­κή, χαρα­κτή­ρες και δια­λό­γους. Συγκι­νη­τι­κή η ερμη­νευ­τι­κή επι­στρο­φή του Μπρέ­νταν Φρέι­ζερ, εκνευ­ρι­στι­κά απλοϊ­κές οι (θρη­σκευ­τι­κές) αλλη­γο­ρί­ες του Αρονόφσκι.

Μετά τον την παρο­ξυ­σμι­κή “μητέ­ρα!” (2017), μια απί­στευ­τα ανοι­κο­νό­μη­τη και κραυ­γα­λέα παρα­βο­λή επί… παντός επι­στη­τού, ο Ντά­ρεν Αρο­νόφ­σκι επι­στρέ­φει στην απλή καθη­με­ρι­νό­τη­τα. Η “Φάλαι­να” χαι­ρε­τί­στη­κε σαν η επά­νο­δος του βιρ­τουό­ζου σκη­νο­θέ­τη στο σκλη­ρό ρεα­λι­σμό του “Παλαι­στή” (μακράν την καλύ­τε­ρη ται­νία του μαζί με το “π”), ο οποί­ος είχε κι εκεί­νος ανα­στή­σει την ερμη­νευ­τι­κή καριέ­ρα ενός ξοφλη­μέ­νου σταρ — εδώ ο Μπρέ­νταν Φρέι­ζερ, εκεί ο Μίκι Ρουρκ. Μόνο που μια σει­ρά από κρί­σι­μες δια­φο­ρές χωρί­ζει σαν άβυσ­σος αυτά τα δυο φιλμ.

Η “Φάλαι­να” στη­ρί­ζε­ται στο ομώ­νυ­μο θεα­τρι­κό του Σάμου­ελ Χάντερ, ο οποί­ος το δια­σκευά­ζει κινη­μα­το­γρα­φι­κά υπο­γρά­φο­ντας το πρώ­το του σενά­ριο. Ηθε­λη­μέ­να, κρα­τά­ει τη δρά­ση ανά­με­σα στους τέσ­σε­ρις τοί­χους του σπι­τιού του πρω­τα­γω­νι­στή και ο Αρο­νόφ­σκι επι­λέ­γει ένα σχε­δόν τετρά­γω­νο κάδρο (1.33:1) για να επι­τεί­νει την κλει­στο­φο­βι­κή διά­θε­ση που κυριαρ­χεί στη ζωή του Τσάρ­λι. Ενός υπέρ­βα­ρου και απο­μο­νω­μέ­νου καθη­γη­τή λογο­τε­χνί­ας, ο οποί­ος διδά­σκει δημιουρ­γι­κή γρα­φή δια­δι­κτυα­κά. Τα 250 και πλέ­ον κιλά του τον δυσκο­λεύ­ουν να κινη­θεί, αλλά και να ανα­πνεύ­σει, έχο­ντάς του δημιουρ­γή­σει εντο­νό­τα­τα καρ­διο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα. Η μόνη του παρέα είναι Λιζ, αδελ­φή του πρώ­ην ερα­στή του, ο οποί­ος έχει πεθά­νει πριν μερι­κά χρό­νια. Αυτή η σχέ­ση, η οποία προ­κά­λε­σε σκάν­δα­λο, τον έχει απο­μα­κρύ­νει από την οικο­γέ­νειά του, κάτι που του στοι­χί­ζει ιδιαί­τε­ρα. Νιώ­θο­ντας λοι­πόν πως δεν έχει πολ­λή ζωή μπρο­στά του, μιας και αρνεί­ται πει­σμα­τι­κά να νοση­λευ­τεί, προ­σπα­θεί να τα ξανα­βρεί με την έφη­βη μονα­χο­κό­ρη του.

Πολύ γρή­γο­ρα Χάντερ και Αρο­νόφ­σκι μας παραλ­λη­λί­ζουν τον Τσάρ­λι με τον Μόμπι Ντικ, τη μεγά­λη λευ­κή φάλαι­να του ομώ­νυ­μου, εμβλη­μα­τι­κού μυθι­στο­ρή­μα­τος του Χέρ­μαν Μέλ­βιλ. Μια κατα­στρο­φι­κή (για τον άνθρω­πο) δύνα­μη της φύσης, η οποία υπα­κού­ει απλά στον ένστι­κτό της^ όπως κι ο Τσάρ­λι, ο παθια­σμέ­νος έρω­τας του οποί­ου “κατέ­στρε­ψε” την οικο­γέ­νειά του, αλλά και τη δική του κοι­νω­νι­κή ζωή. Για να μας τα κάνει όλα αυτά ακό­μα πιο κατα­νοη­τά, η ται­νία θέλει τον Τσάρ­λι να είναι ο πιο καλο­συ­νά­τος, γλυ­κός και τρυ­φε­ρός άνθρω­πος του κόσμου, ζητώ­ντας από τον καθέ­να γύρω του χίλιες φορές συγ­γνώ­μη κι ανα­φω­νώ­ντας διαρ­κώς “you are amazing!”. Το ίδιο λια­νά μας κάνει και την αντι­πα­ρά­θε­ση λογι­κής (η Λιζ) – πίστης (ο ιερα­πό­στο­λος της εκκλη­σί­ας της Νέας Ζωής Τόμας) γύρω από τη σωτη­ρία του Τσάρ­λι, προ­σθέ­το­ντας σε έναν καται­γι­σμό μελο­δρα­μα­τι­κά επε­ξη­γη­μα­τι­κών δια­λό­γων σχό­λια για την αμε­ρι­κα­νι­κή πολι­τι­κή (οι προ­κρι­μα­τι­κές εκλο­γές του ρεπου­μπλι­κα­νι­κού κόμ­μα­τος στην τηλε­ό­ρα­ση), το χάσμα των γενε­ών και τον επαρ­χιω­τι­κό συντη­ρη­τι­σμό. Στο τέλος ο καθέ­νας κερ­δί­ζει μια σακ­χα­ρω­μέ­νη άφε­ση αμαρ­τιών, με μια ακό­μα θρη­σκευ­τι­κή αλλη­γο­ρία του Αρο­νόφ­σκι (η αμαρ­τία, η πτώ­ση, ο Γολ­γο­θάς, η ανά­στα­ση) να ολο­κλη­ρώ­νε­ται λου­σμέ­νη στο ουρά­νιο φως!

Πιστός στους κώδι­κες του, αλλά απο­φεύ­γο­ντας τεχνηέ­ντως τις παγί­δες που επι­φέ­ρει το πάθος (του), ο Ντά­ρεν Αρο­νόφ­σκι είναι πιο ψύχραι­μος από ποτέ, σε μια ται­νία προ­ο­ρι­σμέ­νη να στεί­λει τον Μπρέ­νταν Φρέι­ζερ στα Οσκαρ. Σε επι­λεγ­μέ­νες αίθου­σες από τις 5 Ιανουαρίου.

Εκ πρώ­της όψε­ως, η «Φάλαι­να» μοι­ρά­ζε­ται πολ­λά κοι­νά στοι­χεία με τις προη­γού­με­νες ται­νί­ες του Ντά­ρεν Αρο­νόφ­σκι. Καταρ­χάς, εκτυ­λίσ­σε­ται ολο­κλη­ρω­τι­κά ανά­με­σα στους τοί­χους μιας μονα­δι­κής τοπο­θε­σί­ας όπως το «μητέ­ρα!». Επι­πλέ­ον, φέρει έναν πρω­τα­γω­νι­στή που επα­να­συ­στή­νε­ται στο κοι­νό, μέσα από μία εντυ­πω­σια­κή σωμα­τι­κή μετα­μόρ­φω­ση όπως στον «Παλαι­στή».

Επί­σης, αγγί­ζει την σχέ­ση από­λαυ­σης-κατα­στρο­φής ανά­με­σα στο φαγη­τό και το ανθρώ­πι­νο σώμα, όπως συνέ­βη και στο «Ρέκ­βιεμ για ένα Oνει­ρο» (ακό­μα και αν εκεί η εμμο­νή του χαρα­κτή­ρα της Eλεν Μπέρ­στιν ήταν η απώ­λεια βάρους). Και σαν να μην ήταν αρκε­τά τα προη­γού­με­να, δια­κα­τέ­χε­ται από έναν υπερ­βα­τι­κό, διαρ­κή προ­σω­πι­κό σκο­πό που στοι­χειώ­νει τον ήρωα της ται­νί­ας, όπως και στην «Πηγή της Ζωής».

Παρα­δό­ξως όμως, αυτά που δεν μοι­ρά­ζε­ται η νέα ται­νία του Αρο­νόφ­σκι με τα προη­γού­με­να φιλμ της καριέ­ρας του είναι και αυτά που κάνουν την μεγα­λύ­τε­ρη δια­φο­ρά: αυτή τη φορά απου­σιά­ζουν η σαρω­τι­κή υπερ­βο­λή, η κατα­στρο­φι­κή υστε­ρι­κή εξω­στρέ­φεια ή, ακό­μα και, η διδα­κτι­κή πρό­θε­ση της αφή­γη­σης. Η «Φάλαι­να» είναι όσο πιο ψύχραι­μη, όσο πιο ενδο­σκο­πι­κή και όσο πιο ανα­πο­λο­γη­τι­κή μπο­ρεί να είναι μια ται­νία του Αρο­νόφ­σκι, χωρίς φυσι­κά να προ­δί­δει ποτέ την ταυ­τό­τη­τα του δημιουρ­γού. Και αυτό είναι και χωρίς αμφι­βο­λία η μεγα­λύ­τε­ρη νίκη της.

Ο Τσάρ­λι του Μπρέ­νταν Φρέι­ζερ (σε έναν ρόλο που απαί­τη­σε και σωμα­τι­κή μετα­μόρ­φω­ση αλλά και δεκά­δες κιλά επι­πλέ­ον προ­σθε­τι­κών) δου­λεύ­ει ως καθη­γη­τής online μαθη­μά­των συγ­γρα­φής από το σπί­τι. Δεν ανοί­γει ποτέ την κάμε­ρα όταν παρα­δί­δει το μάθη­μά του, αρνού­με­νος να δεί­ξει στην τάξη του τον αλη­θι­νό του εαυ­τό: ο Τσάρ­λι είναι ακραία παχύ­σαρ­κος, απο­κομ­μέ­νος από την ζωή και γεμά­τος τύψεις και βαριές ανα­μνή­σεις από μία ζωή που πολύ πιθα­νόν να φτά­νει στο τέλος της.

Κατά την διάρ­κεια πέντε ημε­ρών, στο σπί­τι που απο­τε­λεί τα τελευ­ταία χρό­νια και ολό­κλη­ρο τον κόσμο του, ο Τσάρ­λι θα δεχτεί τις επι­σκέ­ψεις της μονα­δι­κής φίλης του με την οποία τον συν­δέ­ει μια κοι­νή τρα­γω­δία (Χονγκ Τσά­ου), της από­μα­κρης κόρης του με την οποία ίσως πλέ­ον κάθε δεσμός έχει κατα­στρα­φεί (Σέι­ντι Σινκ), ενός νεα­ρού ιερο­κή­ρυ­κα που μοιά­ζει να είναι εξί­σου χαμέ­νος με εκεί­νον και, φυσι­κά, της πρώ­ην γυναί­κας του που, αν και χρό­νια μετά τον χωρι­σμό τους, δεί­χνει να δια­τη­ρεί την δική της μονα­δι­κή θεώ­ρη­ση των πραγ­μά­των (Σαμάν­θα Μόρτον).

Βασι­σμέ­νο στο ομώ­νυ­μο θεα­τρι­κό έργο του Σάμιου­ελ Ντ. Χάντερ και δια­σκευα­σμέ­νο σε κινη­μα­το­γρα­φι­κό σενά­ριο από τον ίδιο τον συγ­γρα­φέα, το «The Whale» δεν προ­σπα­θεί να κρύ­ψει τις θεα­τρι­κές κατα­βο­λές ούτε να «κλέ­ψει» με κόλ­πα ανά­σες εξω­τε­ρι­κού αέρα. Ολό­κλη­ρη η ται­νία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στο σαλό­νι του Τσάρ­λι, κλει­στο­φο­βι­κά και χωρίς περι­θώ­ριο δια­φυ­γής (κάτι που ενι­σχύ­ει και το περιο­ρι­στι­κό φορ­μάτ του 4:3), με μονα­δι­κές φευ­γα­λέ­ες στιγ­μές στον εξω­τε­ρι­κό κόσμο μόνο όταν ανοί­γει η πόρ­τα για να αναγ­γεί­λει, όπως και στο θεα­τρι­κό σανί­δι, την είσο­δο ή την έξο­δο κάποιου ηθοποιού.

Σάπιες ζωές, του Ανδρέα Ονουφρίου

Τα κεφά­λαια στα οποία χωρί­ζε­ται η αφή­γη­ση ενι­σχύ­ουν την θεα­τρι­κή υφή (σχε­δόν νιώ­θει κανείς τα φώτα να κλεί­νουν ή την αυλαία να κατε­βαί­νει), όπως κάνει και ολό­κλη­ρος ο αφη­γη­μα­τι­κός άξο­νας που επι­στρέ­φει τακτι­κά σε ανο­λο­κλή­ρω­τες συζη­τή­σεις, εκκρε­μείς συγκρού­σεις και εμμο­νι­κές ανα­ζη­τή­σεις, σαν μια σπεί­ρα που περι­τρι­γυ­ρί­ζει τον Τσάρ­λι προ­σπα­θώ­ντας να απο­κα­λύ­ψει στα­δια­κά όλο και μεγα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι του εαυ­τού του, άλλο­τε ανα­κου­φι­στι­κά απο­μα­κρυ­νό­με­νη από το την πηγή του δρά­μα­τος και άλλο­τε επί­πο­να κοντά στο επίκεντρο.

Μόνο που αυτή η προ­σέγ­γι­ση δεν κάνει ποτέ την ται­νία να χάνει την κινη­μα­το­γρα­φι­κή της διά­στα­ση. Το «The Whale» μοιά­ζει να είναι εγκλω­βι­σμέ­νο σε ένα μόνο σημείο όμως, ακρι­βώς όπως και ο πρω­τα­γω­νι­στής του, είναι γεμά­το από ανα­μνή­σεις απο­δρά­σε­ων και μία υπερ­βα­τι­κή διά­θε­ση που ξεπερ­νά τον χώρο, έχο­ντας ένα σενά­ριο που παρα­μέ­νει μέχρι και το τέλος σφι­χτο­δε­μέ­νο, έντα­ση που χτί­ζε­ται και εκτο­νώ­νε­ται με εντυ­πω­σια­κό μέτρο και θαυ­μα­στό timing λέξε­ων και συζη­τή­σε­ων που απο­δει­κνύ­ε­ται πολύ­τι­μο. Για μία αφή­γη­ση που βασί­ζε­ται στις λεκτι­κές και εσω­τε­ρι­κές συγκρού­σεις, το «The Whale» – πολύ απρό­σμε­να , ειδι­κά για ται­νία του Αρο­νόφ­σκι – δεν κατα­λή­γει ποτέ να είναι υστε­ρι­κό, φωνα­κλά­δι­κο και υπερφίαλο.

Σε αυτό βοη­θά σίγου­ρα η ερμη­νεία ζωής του Μπρέ­νταν Φρέι­ζερ, που δεν περιο­ρί­ζε­ται στον εντυ­πω­σια­σμό της φυσι­κής παρου­σί­ας του αλλά εμπλου­τί­ζε­ται με τις εκφρα­στι­κές λεπτο­μέ­ρειες, τον χρω­μα­τι­σμό της φωνής και μια μόνι­μη αισιο­δο­ξία που εμπο­δί­ζει την αφή­γη­ση να παρα­δο­θεί στην χυδαία μιζέ­ρια και θλί­ψη. Πίσω από κάθε δρα­μα­τι­κό επει­σό­διο της ιστο­ρί­ας, κρύ­βε­ται ένα φως αισιο­δο­ξί­ας που απο­δει­κνύ­ε­ται ανα­ζω­ο­γο­νη­τι­κό τόσο για την ται­νία αλλά και για το ίδιο τον Αρο­νόφ­σκι, ο οποί­ος δεί­χνει να βρί­σκει την από­λυ­τη ισορ­ρο­πία ανά­με­σα στην εκ φύσε­ως πλη­θω­ρι­κή του περ­σό­να και έναν αυστη­ρά δομη­μέ­νο θεα­τρι­κό κόσμο, ο οποί­ος με θαυ­μα­στή ακρί­βεια οδη­γεί­ται σε ένα φινά­λε όχι μακριά από την απο­θε­ω­τι­κή εικο­νο­γρα­φία του δημιουρ­γού αλλά, παράλ­λη­λα, εντυ­πω­σια­κά ακρι­βές και καίριο.

Το υπό­λοι­πο καστ, από την – έτοι­μη να κλέ­ψει κάθε σκη­νή που εμφα­νί­ζε­ται – Σαμάν­θα Μόρ­τον μέχρι την – ατί­θα­ση αλλά με εκλάμ­ψεις ευαι­σθη­σί­ας – Σέι­ντι Σινκ (την Μαξ του «Stranger Things» στον πρώ­το της ουσια­στι­κά μεγά­λο κινη­μα­το­γρα­φι­κό ρόλο) είναι επι­πλέ­ον εφό­δια μιας ται­νί­ας που παρου­σιά­ζει αυτή την φορά έναν πιο ώρι­μο δημιουρ­γό, πιστό ακό­μα στους κινη­μα­το­γρα­φι­κούς του κώδι­κες αλλά και ικα­νό επι­τέ­λους να απο­φεύ­γει τις παγί­δες που επι­φέ­ρει το πάθος του.

Ασήμαντα παραλειπόμενα…

Ο πρω­τα­γω­νι­στής Brendan Fraser λέει: Ως νέος, προ­σευ­χό­μουν για επι­τυ­χία. Τώρα προ­σεύ­χο­μαι μόνο για να το αξίζω.

Λόγω του μεγά­λου βάρους του χαρα­κτή­ρα της “φάλαι­νας” ο Brendan Fraser χρη­σι­μο­ποιού­σε μια βαριά προ­σθε­τι­κή στο­λή για τον ρόλο που φορού­σε για ώρες. Είπε στα ΜΜΕ του Φεστι­βάλ Βενε­τί­ας …“Ανά­πτυ­ξα μυς που δεν ήξε­ρα ότι είχα. Ένιω­σα ακό­μη και μια αίσθη­ση ιλίγ­γου στο τέλος της ημέ­ρας όταν μου την έβγα­ζαν _ήταν σαν να κατέ­βαι­νες από την απο­βά­θρα σε μια βάρ­κα στη Βενε­τία. Αυτή η κυμα­τι­στή αίσθη­ση με έκα­νε να κατα­λά­βω εκεί­νους των οποί­ων το σώμα είναι παρό­μοιο. Πρέ­πει να είσαι ένα απί­στευ­τα δυνα­τό άτο­μο, ψυχι­κά και σωμα­τι­κά, για να κατοι­κή­σεις σε αυτό το φυσι­κό ον”

Μετά την πρώ­τη του προ­βο­λή στη Βενε­τία, χει­ρο­κρο­τή­θη­κε με τους θεα­τές όρθιους για έξι λεπτά στι­γιό­τυ­πο, που κατα­γρά­φη­κε από την κάμε­ρα, με τον Fraser να κλαίει.

Στο Φεστι­βάλ Βενε­τί­ας 2022 πάντα, ο Ντά­ρεν Αρο­νόφ­σκι είπε ότι του πήρε δέκα χρό­νια για να στή­σει αυτή την ται­νία. Το κάστινγκ του βασι­κού ρόλου του Τσάρ­λι ήταν τερά­στια πρό­κλη­ση μέχρι που είδε ένα τρέι­λερ από την βρα­ζι­λιά­νι­κη ται­νία Ταξί­δι στο Τέλος της Νύχτας (2006 _η ιστο­ρία πατέ­ρα και γιου, που σχε­διά­ζουν χωρι­στά να ξεφύ­γουν από τον άθλιο υπό­κο­σμο της σεξουα­λι­κής βιο­μη­χα­νί­ας της Βρα­ζι­λί­ας) με πρω­τα­γω­νι­στή τον Μπρέ­νταν Φρέι­ζερ, του έκα­νε «κλικ» και αργό­τε­ρα τον Φρέι­ζερ ως πρωταγωνιστή.

Σε όλη τη διάρ­κεια της ται­νί­ας, ο Τσάρ­λι παραγ­γέλ­νει φαγη­τό από το «Gambino’s», ένα ιτα­λι­κό εστια­τό­ριο στη “Μόσχα” του Αϊντά­χο, όπου δια­δρα­μα­τί­ζε­ται η ται­νία. Ο σενα­ριο­γρά­φος Samuel D. Hunter μεγά­λω­σε εκεί

Η πρώ­τη σκη­νο­θε­τι­κή δου­λειά μεγά­λου μήκους του Ντά­ρεν Αρο­νόφ­σκι μετά από πέντε χρό­νια, από τα Μητέ­ρα! (2017).

Η πρώ­τη ται­νία του Ντά­ρεν Αρο­νόφ­σκι που δια­νέ­με­ται από το κινη­μα­το­γρα­φι­κό στού­ντιο Α24.

Ο Τσάρ­λι βασί­ζε­ται χαλα­ρά (ομώ­νυ­μο θεα­τρι­κό έργο) στον συγ­γρα­φέα της ται­νί­ας και του θεα­τρι­κού Σάμιου­ελ Ντ. Χάντερ, ο οποί­ος είναι ανοι­χτά ομο­φυ­λό­φι­λος, δίδα­ξε γρα­φή στο Πανε­πι­στή­μιο Ράτ­γκερς και πολέ­μη­σε τη δια­τα­ρα­χή υπερφαγίας_κορεσμόυ.

Είναι η πρώ­τη ψηφια­κά γυρι­σμέ­νη ται­νία του.

Το δια­δι­κτυα­κό στοι­χείο διδα­σκα­λί­ας κατέ­λη­ξε να είναι επί­και­ρο στο πλαί­σιο της παν­δη­μί­ας Covid-19, αλλά η ται­νία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται το 2016, πριν από την παν­δη­μία. Κανέ­νας από τους ηθο­ποιούς –άντρες και γυναί­κες που έπαι­ξαν τους δια­δι­κτυα­κούς μαθη­τές του Τσάρ­λι δεν έγι­ναν γνωστοί.

Στο αρχι­κή ιδέα, οι ιερο­κή­ρυ­κες της Νέας Ζωής είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα Μορμόνοι.

Οι ειδή­σεις που παρα­κο­λου­θεί ο Τσάρ­λι στην τηλε­ό­ρα­ση περι­γρά­φουν λεπτο­με­ρώς τα απο­τε­λέ­σμα­τα των προ­κρι­μα­τι­κών των Ρεπου­μπλι­κα­νών για τις προ­ε­δρι­κές εκλο­γές του 2016, υπο­νο­ώ­ντας ότι η ται­νία δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στις αρχές του 2016. Τραμπ, Τεντ Κρουζ και Μάρ­κο Ρού­μπιο ανα­φέ­ρο­νται σε αυτά τα δελ­τία ειδήσεων.

Τα πολ­λα­πλά­σια των 12 είναι ένα επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο θέμα στην ται­νία. Ο Τσάρ­λι λέει ότι έχει απο­τα­μιεύ­σει 120.000 $ (12 επί 10.000). Το χρη­μα­τι­κό ποσό που έκλε­ψε ο Thomas είναι $2.436 (12 επί 203). Τέλος, όταν ο Τσάρ­λι συνο­ψί­ζει τις πεποι­θή­σεις της εκκλη­σί­ας της Νέας Ζωής, λέει ότι 144.000 άνθρω­ποι υπο­τί­θε­ται ότι θα σωθούν όταν έρθει η αρπα­γή. Αυτός ο αριθ­μός είναι 12 επί 12.000 και ανα­φέ­ρε­ται στο Βιβλίο των Απο­κα­λύ­ψε­ων ως αριθ­μός ανθρώ­πων που ελή­φθη­σαν με τη συγκέ­ντρω­ση 12.000 ατό­μων από καθε­μία από τις 12 φυλές των γιων του Ισρα­ήλ. (Η πρώ­τη ται­νία του Ντά­ρεν Αρο­νόφ­σκι, Πι, περι­λάμ­βα­νε επί­σης συν­δέ­σεις μετα­ξύ των μαθη­μα­τι­κών και των θρη­σκευ­τι­κών πεποιθήσεων.)

Κατά τη διάρ­κεια των τίτλων τέλους ακού­γο­νται “σφυ­ρίγ­μα­τα” φαλαινών.

Ο Τομ Φορντ ήταν αρχι­κά συν­δε­δε­μέ­νος με τη σκη­νο­θε­σία με τον Τζέιμς Κόρ­ντεν να πρωταγωνιστήσει.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο