Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η φαινομενική αθωότητα της ΕυρωΝτίσνεϊ

Γρά­φει ο Βασί­λης Λιό­γκα­ρης //

Ο απί­θα­νος, ο μαγευ­τι­κός κόσμος του Ντίσ­νεϊ. Ο κόσμος που ανα­στά­τω­σε την παι­δι­κή μας φαντα­σία. Ο κόσμος που νανού­ρι­σε την παι­δι­κή μας σκέ­ψη ταξι­δεύ­ο­ντας τη σε ονει­ρε­μέ­να πελά­γη ευτυ­χί­ας, σ’ απα­τη­λές χιο­νι­σμέ­νες βου­νο­κορ­φές, σε κατα­πρά­σι­να φαράγ­για με τις άγριες ακρο­πο­τα­μιές, τους ατί­θα­σους καταρ­ρά­κτες με τις συρ­μά­τι­νες και σχοι­νιέ­νιες ανε­μό­σκα­λες, τα ρόπα­λα, τις σχε­δί­ες και τα κανό.

Ο κόσμος που καλ­λιέρ­γη­σε μέσα μας τη φυγή, την ανα­ζή­τη­ση, την περι­πλά­νη­ση, την περιπέτεια.

Ο κόσμος που δια­πλά­τυ­νε τους ορί­ζο­ντες μας με απί­θα­νες ανα­κα­λύ­ψεις. Μας γνώ­ρι­σε το χαρι­τω­μέ­νο, το έξυ­πνο, το χιού­μορ, το κωμι­κό, το άδι­κο και το δίκαιο και μας ξεσή­κω­νε να πάρου­με το μέρος του.

Ο κόσμος που μας ξεκού­ρα­ζε και μας ονει­ρο­πο­λού­σε. Ο Μίκυ Μάους, ο Ντό­ναλτ Ντακ, ο Μπακς Μπά­νι, ο Πινό­κιο, η Χιο­νά­τη, ο Πίτερ Παν. Η κίνη­ση και ο ρυθ­μός, η παν­δαι­σία χρω­μά­των εικό­νων και μου­σι­κής, ότι το πιο προ­κλη­τι­κό, ότι το πιο όμορ­φο, ότι πιο ονει­ρε­μέ­νο μπο­ρεί να φαντα­στεί η παι­δι­κή (κι όχι μόνο) ψυχή στα χέρια του αμε­ρι­κα­νι­κού επι­χει­ρη­σια­κού πνεύ­μα­τος, στα χέρια της αμε­ρι­κα­νι­κής νοο­τρο­πί­ας και σκέ­ψης στα χέρια της αμε­ρι­κα­νι­κής κουλτούρας.

…………………….

Η εισβο­λή του αμε­ρι­κα­νι­κού κεφα­λαί­ου στην Ευρώ­πη. Η εισβο­λή της αμε­ρι­κα­νι­κής επι­χει­ρη­μα­τι­κής πρω­το­βου­λί­ας. Η εισβο­λή της επι­στη­μο­νι­κής πλέ­ον και τεκ­μη­ριω­μέ­νης προ­βο­λής των «μπίζ­νες» στη λογι­κή πως όλα που­λού­νται αν είναι καλά δια­φη­μι­σμέ­να και εντυ­πω­σια­κά συσκευα­σμέ­να. Είναι γεγο­νός! Το αμε­ρι­κά­νι­κο πνεύ­μα χτύ­πη­σε και μάλι­στα σ’ έναν τόσο σημα­ντι­κό και νευ­ραλ­γι­κό τομέα, όπως είναι ο τομέ­ας του πολι­τι­σμού που εμπε­ριέ­χει εκτός των άλλων το θέα­μα, την ευχα­ρί­στη­ση, την αμε­ρι­μνη­σία, τη γνώ­ση, την αναζήτηση.

Το απο­τέ­λε­σμα είναι τόσο σημα­ντι­κά απο­δε­κτό που αν δεν σκε­φτείς βαθύ­τε­ρα και λογι­κό­τε­ρα κι αν δεν μπο­ρείς να εμβα­θύ­νεις στο τι κρύ­βε­ται πίσω από αυτή τη φαι­νο­με­νι­κή αθω­ό­τη­τα, κιν­δυ­νεύ­εις να το βρεις όχι μόνο απί­θα­να ελκυ­στι­κό αλλά κι αφά­ντα­στα διασκεδαστικό(που όντως είναι).

……………………….

Και θέλω να γίνω περισ­σό­τε­ρο συγκε­κρι­μέ­νος. Σε μια πανέ­μορ­φη θέση 30 χιλ. περί­που έξω από το Παρί­σι είναι στη­μέ­νη η Ευρω­παϊ­κή Ντίσνεϊλαντ.

Η είσο­δος και οι πρώ­τες φαντα­σμα­γο­ρι­κές και εντυ­πω­σια­κές κατα­σκευ­ές σε προϊ­δε­ά­ζουν ότι συμ­βαί­νει κάτι το πολύ σημα­ντι­κό κι ενδιαφέρον.

Μπαί­νεις μέσα αφού πλη­ρώ­σεις μια αρκε­τά τσου­χτε­ρή τιμή.

Ένα ωραιό­τα­το τρε­νά­κι σαν κι αυτά που έχου­με δει όλοι στα φιλμ γου­έ­στερν με το τόσο χαρα­κτη­ρι­στι­κό καμπα­νά­κι ανα­λαμ­βά­νει να σε ξενα­γή­σει γύρω από το χώρο και να σε προ­ε­τοι­μά­σει για το τι θα δεις και το τι θα απολαύσεις.

Από κει και πέρα όλες οι συμ­με­το­χές είναι τσά­μπα και όλα είναι στην διά­θε­ση σου. (Εκτός φυσι­κά από τα πανά­κρι­βα κατα­στή­μα­τα με ανα­μνη­στι­κά και είδη ρουχισμού).

Το τρε­νά­κι προ­χω­ρεί, περ­νά μέσα από τού­νελ (ντε­κόρ) και δάση, από ποτά­μια, από παρα­δο­σια­κά ξύλι­να χωριά, από βου­νά κι από φάρ­μες που βόσκουν άγρια τρο­πι­κά ζώα. Στο σταθ­μό θα στα­μα­τή­σει να βάλει καύ­σι­μα, θα φορ­τώ­σει και θα ξεφορ­τώ­σει. Ο σταθ­μάρ­χης με το κόκ­κι­νο σημαιά­κι δίνει το σήμα. Πίσω από το σταθ­μό, το Σαλούν, το Hotel, η τρά­πε­ζα, ο χώρος που οι καου­μπό­η­δες δένουν τά άλο­γα τους. Οι κυρί­ες με τις ομπρε­λί­τσες τους, τα κρι­νο­λί­να, τις μακριές ροζ μου­σε­λί­νες και ταφτά­δες και τις κατά­ξαν­θες περού­κες τους πλάι σε κομ­ψευό­με­νους κυρί­ους με μπα­στού­νια και ημί­ψη­λα, πια­σμέ­νοι αγκα­ζέ κάνουν νωχε­λι­κά τον περί­πα­το τους. Ενώ δίπλα τους μπο­ρεί να τους προ­σπε­ρά­σει μια κατά­μαυ­ρη άμα­ξα με δυο καλο­λου­στρα­ρι­σμέ­να άλο­γα και να τους χαι­ρε­τή­σει μια κυρία με μια απλή κίνη­ση σηκώ­νο­ντας ελα­φρά το καφε­τί της βέλος, χαριε­ντι­ζό­με­νη δίπλα σ’ έναν ασπρο­γέ­νη κύριο με μονόκλ. Στο δρό­μο βέβαια μπο­ρείς να συνα­ντή­σεις τον κακό λύκο, τον Πόρ­κι, την κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα, μου­σι­κές μπά­ντες, κλό­ουν και χορεύ­τριες. Μετά θα περι­πλα­νη­θείς στον πανέ­μορ­φο πύρ­γο του παρα­μυ­θιού με τους δεκά­δες πολύ­χρω­μους και φαντα­χτε­ρούς τρού­λους. Κι ύστε­ρα είναι όλα δικά σου. Αν καθό­μουν εδώ να ιστο­ρή­σω όλα τα θεά­μα­τα που μπο­ρείς να παρα­κο­λου­θή­σεις, δε θα μ’ έφτα­ναν όχι μόνο άλλες τόσες σελί­δες, αλλά και άλλες δυο μέρες παρα­μο­νής στο χώρο. Πρέ­πει όμως οπωσ­δή­πο­τε να ανα­φέ­ρω το μικρό­κο­σμο όπως περι­πλα­νιέ­σαι καθι­σμέ­νος ανα­παυ­τι­κά σε μια βαρ­κού­λα και απο­λαμ­βά­νεις ένα εκπλη­κτι­κό θέα­μα παρα­μυ­θιού με χιλιά­δες φιγού­ρες, φώτα, χρώ­μα­τα, σκη­νι­κά, πολυ­ε­λαί­ους, μπα­λέ­τα, μου­σι­κές και ότι άλλο μπο­ρείς ή δεν μπο­ρείς να φανταστείς.

Ύστε­ρα περ­νάς στο διπλα­νό χώρο. Εκεί θα ζήσεις(πάλι καθι­σμέ­νος στη βαρ­κού­λα σου) τον τρό­μο και τα όργια των πει­ρα­τών. Εγκλή­μα­τα, βασα­νι­στή­ρια, πυρ­κα­γιές, κραυ­γές τρό­μου, μεσαί­ω­νας, αρπα­γές, αγχό­νες, λεη­λα­σί­ες, μεθύ­σια, γριές στρίγ­γλες, χάχα­να κι ότι πιο βρό­μι­κο κι άγριο περ­νά­ει από το μυα­λό σου, το έχεις μπρος στα μάτια σου. Βέβαια δεν θα ξεχά­σω να παρα­λεί­ψω το ‘σοβιε­τι­κό’ τρε­νά­κι- έτσι το λένε. Ο φόβος και ο τρό­μος περ­νά με ιλιγ­γιώ­δη ταχύ­τη­τα κάτω από το σκαμ­μέ­νο γυμνό τοπίο του Φαρου­έστ. Βρι­κό­λα­κες, φαντά­σμα­τα, γύπες, αρά­χνες, άγρια στοι­χεία, λίμνες. Τέτοια είναι η ταχύ­τη­τα του που σου πιά­νε­ται η ανα­πνοή σου. Δε θα το ξανα­τολ­μή­σω ποτέ. Θα κατα­λή­ξω σε ένα περί­πα­το με το ποτα­μό­πλοιο επο­χής, με τις παλιές επι­γρα­φές και το μήλο πίσω στην πλώ­ρη που γυρί­ζει να δώσει κίνη­ση ανα­σκα­λεύ­ο­ντας τα νερά. Μαρκ Του­έιν είναι το όνο­μά του θα σε πάει κι αυτό σε από­μα­κρες περιο­χές της άγριας δύσης για το κυνή­γι των βου­βά­λων, του χαμέ­νου θησαυ­ρού, για το κηνύ­γι της περι­πέ­τειας και του χρυ­σού. Κι όλα είναι συναρ­πα­στι­κά, κι όλα είναι μαγι­κά, και προ­πα­ντός αμε­ρι­κα­νι­κά που λέει και το τραγούδι.

…………………………….

Πίσω, λοι­πόν, απ’ αυτή την ιστο­ρία κρύ­βε­ται η χαμέ­νη αξιο­πι­στία του αμε­ρι­κα­νι­κού ονεί­ρου στην απλή συσκευα­σία του θεά­μα­τος. Θέλουν να επι­βά­λουν την κουλ­τού­ρα τους. Οικειο­ποι­ή­θη­καν τα πάντα, πήραν τα παρα­μύ­θια των λαών, πήραν τις παρα­δό­σεις αιώ­νων, τα έκα­ναν αμε­ρι­κα­νι­κό αχταρ­μά και στα ’δωσαν καλο­σερ­βι­ρι­σμέ­να στο πιά­το και είπες κι ευχαριστώ.

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο