Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η φιλοσοφία της κρίσης ή η κρίση της φιλοσοφίας — Γ’ και τελευταίο μέρος

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Φιλο­σο­φι­κή συνεί­δη­ση της κρί­σης και στις δύο όψεις της είναι μια ψευ­δής συνεί­δη­ση: αντι­λαμ­βά­νε­ται την κρί­ση της αστι­κής φιλο­σο­φί­ας σαν κρί­ση της φιλο­σο­φί­ας και σαν τη φιλο­σο­φία της κρί­σης, μετα­μορ­φώ­νει την κρί­ση του καπι­τα­λι­σμού σε μοι­ραία κρί­ση του ανθρώ­πι­νου είναι. Μέσα στη φιλο­σο­φι­κή συνεί­δη­ση της κρί­σης, η παρακ­μή του αστι­κού κόσμου και του αστι­κού πνεύ­μα­τος μυστι­κο­ποιεί­ται. Αυτή η φιλο­σο­φία θεά­ται την ίδια τη δική της παρακ­μή μέσα στον καθρέ­φτη της παρακ­μής, απο­δί­δει την παρακ­μή στις συνέ­πειες του λόγου, της επι­στή­μης και της τεχνι­κής, στην τρα­γι­κό­τη­τα της γνώ­σης και του «είναι», και εξε­τά­ζει την κρί­ση σαν μια φυσι­κή κατά­στα­ση της φιλο­σο­φί­ας ή, του­λά­χι­στον, σαν ανα­πό­φευ­κτη μοί­ρα της σκέ­ψης στην επο­χή μας. Εδώ, η παρακ­μή δεν απο­τε­λεί μόνο αντι­κεί­με­νο θρή­νου αλλά — και μάλι­στα κυρί­ως – και αντι­κεί­με­νο από­λαυ­σης και εξω­ραϊ­σμού: ο παρακ­μια­κός τρό­πος σκέ­ψης γοη­τεύ­ε­ται από την τρο­μα­κτι­κή του άβυσ­σο, …(Αντράς Γκε­ντέ, Η φιλο­σο­φία της Κρί­σης, εκδ. ‘Σύγ­χρο­νη Επο­χή’, σελ. 31, 32).

Τα απο­τε­λέ­σμα­τα αυτής της «δου­λειάς» πάνω στη συνεί­δη­ση είναι φανε­ρά στις χώρες του ανα­πτυγ­μέ­νου και από κοντά και του λιγό­τε­ρο ανα­πτυγ­μέ­νου καπι­τα­λι­σμού: η γενι­κευ­μέ­νη απο­δο­χή στοι­χεί­ων παρακ­μής και σήψης στο όνο­μα της ελευ­θε­ρί­ας του ατό­μου. Ελεύ­θε­ρα τα ναρ­κω­τι­κά, ελεύ­θε­ρα τα πορ­νεία, η παι­δε­ρα­στία, αν όχι παντού και στον ίδιο βαθ­μό, πρό­κει­ται όμως για μια τάση που βρί­σκει είτε λιγό­τε­ρη είτε περισ­σό­τε­ρη απο­δο­χή ανά­λο­γη με το βαθ­μό παρακ­μής και ενδε­χο­μέ­νως το βαθ­μό υπο­κρι­σί­ας ή ξετσί­πω­της “ειλι­κρί­νειας” των καπι­τα­λι­στι­κών κοινωνιών.

To «μοντέρ­νο» γεν­νιέ­ται από το φόβο; Η «φάση της Κασ­σάν­δρας» και η απώ­λεια της βεβαιότητας

Ο Γκε­ντέ έχει κάνει βαθιά έρευ­να στα κεί­με­να και λεχθέ­ντα των δια­μορ­φω­τών της κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης και ψυχο­λο­γί­ας των δεκα­ε­τιών του δεύ­τε­ρου μισού του 20ου αιώ­να και στο βιβλίο του ανα­φέ­ρε­ται σε κάποια που είναι αντι­προ­σω­πευ­τι­κά για την πορεία του συνει­δη­σια­κού «γελά­σμα­τος» και της μασκο­φο­ρί­ας του παρακ­μα­σμέ­νου καπιταλισμού.Πολλά απ’ αυτά συνα­ντού­με σήμε­ρα προ­σέ­χο­ντας τα διά­φο­ρα λεχθέ­ντα και τους ψυχο­λο­γι­κούς εκβια­σμούς των αστι­κών πολι­τι­κών δυνά­με­ων. Για «τις Κασ­σάν­δρες» έχου­με ακού­σει κατά κόρον, ο φόβος και η αβε­βαιό­τη­τα καλ­λιερ­γού­νται τα τελευ­ταία χρό­νια καθη­με­ρι­νώς με το φάντα­σμα του κου­ρέ­μα­τος, των απο­λύ­σε­ων κλπ. Μαζί μ’ αυτό πάει χέρι με χέρι το «εμπό­ριο της ελπί­δας». Η γενι­κευ­μέ­νη καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση φορ­τώ­νε­ται στον πολι­τι­σμό, η κρί­ση είναι «πολι­τι­στι­κή». Ακού­με να μιλούν κρι­τι­κά για το νομι­κό μας πολι­τι­σμό, τον πολι­τι­κό μας πολι­τι­σμό, τον εκπαι­δευ­τι­κό μας πολι­τι­σμό, τον κουλ­του­ρι­κό μας πολι­τι­σμό, τον πολι­τι­σμό της συμπε­ρι­φο­ράς που δεν είναι εντά­ξει και γι αυτό δει­νο­πα­θού­με. Όλα στοι­χεία του κοι­νω­νι­κού εποι­κο­δο­μή­μα­τος δηλα­δή. Όπως η καπι­τα­λι­στι­κή κρί­ση ονο­μά­ζε­ται κρί­ση χρέ­ους, κρί­ση τρα­πε­ζών, χρη­μα­το­πι­στω­τι­κή κρί­ση πιά­νο­ντας την κορυ­φή του παγό­βου­νου. Αυτά που δια­βά­ζου­με στο βιβλίο του Γκε­ντέ απα­ντιώ­νται και σήμε­ρα, αλλά σε πιο γενι­κευ­μέ­νη μορ­φή. Όπως το ακό­λου­θο τσι­τά­το που ανα­φέ­ρε­ται στη σελί­δα 9, παρ­μέ­νο από γερ­μα­νι­κή εφη­με­ρί­δα της επο­χής: «Όπου στρέ­ψου­με το βλέμ­μα μας, το λογι­κό και η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα φαί­νε­ται να κομ­μα­τιά­ζο­νται. Μας βασα­νί­ζει η αυτο­αμ­φι­σβή­τη­ση, οι επι­φυ­λά­ξεις απέ­να­ντι σ’ ό,τι συντε­λέ­στη­κε και συντε­λεί­ται και – ανά­λο­γα με το ταμπε­ρα­μέ­ντο – ένα αίσθη­μα αδυ­να­μί­ας ή άγριο μένος». 

Το μένος εξα­κο­λου­θεί να υπάρ­χει, η αδυ­να­μία επί­σης. Μόνο που σε σύγκρι­ση με την επο­χή που γρά­φτη­καν αυτά τα λόγια (το 1978) έχουν απο­δυ­να­μω­θεί κι άλλο τα πολι­τι­κά κόμ­μα­τα που ιστο­ρι­κά είναι οι φορείς της ριζι­κής κοι­νω­νι­κής ανα­τρο­πής και το μένος ξεσπά­ει ανώ­δυ­να (για το σύστη­μα) και καθο­δη­γού­με­να «ακα­θο­δή­γη­τα» σε κινή­μα­τα πλα­τεί­ας. Η κινη­μα­τι­κή κίνη­ση- εκτό­νω­ση οργής οργιά­ζει παγκο­σμί­ως κατά κύμα­τα και φου­ντώ­νουν κατά και­ρούς πολι­τι­κά κόμ­μα­τα του ψευ­δο­ρι­ζο­σπα­στι­σμού για άλλο έναν εγκλω­βι­σμό του «άγριου μένους» των μαζών. Το 1978 αυτή η εξέ­λι­ξη είχε ξεκι­νή­σει από και­ρό, αλλά σε υπο­λαν­θά­νου­σα μορ­φή και τη δεκα­ε­τία του ’80 άρχι­σαν να εκδη­λώ­νο­νται όλο και περισ­σό­τε­ρο τα φαι­νό­με­να υπο­νό­μευ­σης της μονα­δι­κής εναλ­λα­κτι­κής λύσης για τα δει­νά του καπι­τα­λι­σμού για να «ξεσπά­σουν» από το 1989 με μια σχε­δόν ολι­κή κατε­δά­φι­σή της.

Η ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της επο­χής του ιμπεριαλισμού

Στο κεφά­λαιο «Η δομή της ύστε­ρης αστι­κής φιλο­σο­φί­ας» ο συγ­γρα­φέ­ας μιλά­ει για τους δύο τύπους απο­λο­γη­τι­κής του καπι­τα­λι­σμού, καθώς και για τον κόσμο των ιδε­ών της «κοι­νω­νι­κής τεχνο­λο­γί­ας» και το θετι­κι­σμό: «Ο μύθος της κρί­σης, όσο και η «κοι­νω­νι­κο-τεχνο­λο­γι­κή» αντί­λη­ψη απο­τε­λούν δια­φο­ρε­τι­κές μορ­φές της συνεί­δη­σης της κρί­σης, αλλά και οι δύο αντα­να­κλούν τη γενι­κή κρί­ση του καπι­τα­λι­σμού: στο μύθο της κρί­σης εξα­φα­νί­ζο­νται οι κοι­νω­νι­κοί και ιστο­ρι­κοί παρά­γο­ντες που προσ­διο­ρί­ζουν αυτή την κρί­ση. Η κρί­ση εξα­τμί­ζε­ται μέσα στο νεφε­λώ­δη κόσμο του «ανθρώ­πι­νου είναι» (ή του «είναι» γενι­κά). Με τον τρό­πο αυτό η κρί­ση ουδε­τε­ρο­ποιεί­ται στο επί­πε­δο των ιδε­ών και παρι­στά­νε­ται σαν ανα­πό­δρα­στη μοί­ρα που πρέ­πει να γίνει απο­δε­κτή. Η «κοι­νω­νι­κο-τεχνο­λο­γι­κή» ιδε­ο­λο­γία δίνει έμφα­ση στην ιδέα της ρύθ­μι­σης και υπέρ­βα­σης της κρί­σης, ενώ ταυ­τό­χρο­να είναι δια­τε­θει­μέ­νη να εγγυ­η­θεί τη λει­τουρ­γία του κρα­τι­κο­μο­νο­πω­λια­κού καπι­τα­λι­σμού και να τον υπε­ρα­σπί­σει σαν «ελεύ­θε­ρο κόσμο». Αυτοί οι βασι­κοί τύποι της απο­λο­γη­τι­κής του καπι­τα­λι­σμού αντα­να­κλούν την ιστο­ρι­κή ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της επο­χής του ιμπε­ρια­λι­σμού, και ιδιαί­τε­ρα της γενι­κής καπι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, ενώ ταυ­τό­χρο­να δια­τη­ρούν, ανα­πα­ρά­γουν και επα­να­φέ­ρουν το περιε­χό­με­νο της προ­γε­νέ­στε­ρης αστι­κής απο­λο­γη­τι­κής η οποία προη­γεί­ται του ιμπε­ρια­λι­σμού, δηλα­δή της γενι­κής κρί­σης του καπι­τα­λι­σμού, ακρι­βώς όπως ο ιμπε­ρια­λι­σμός στη­ρί­ζε­ται στον παλαιό καπι­τα­λι­σμο σε ό, τι αφο­ρά την υλι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα των σχέ­σε­ων παρα­γω­γής» (σελ. 145).

Με τα λόγια της υπο­γρά­φου­σας στην ανα­λυ­τι­κή παρου­σί­α­ση του βιβλί­ου στην Κομ­μου­νι­στι­κή Επι­θε­ώ­ρη­ση 3–1994, σελ. 133, αυτά που πραγ­μα­τεύ­ε­ται ο Γκε­ντέ στο εμβλη­μα­τι­κό αυτό έργο του «δεν επη­ρε­ά­ζουν απλώς η συνεί­δη­ση, αλλά και διεισ­δύ­ουν στη σκέ­ψη κάθε ανθρώ­που στοι­χεία της φιλο­σο­φί­ας της παρακ­μής και του αδιε­ξό­δου, καλ­λιερ­γη­μέ­να, είτε δημα­γω­γι­κά, είτε έντε­χνα, είτε σαν υπο­δερ­μι­κή ένε­ση εκ μέρους των ιδε­ο­λό­γων των αστι­κών πολι­τι­κών κομ­μά­των. Μαθαί­νο­ντας κανείς τα αίτια και τις συνέ­πειες της πολύ­πλευ­ρης κρί­σης που πλήτ­τει τον καπι­τα­λι­στι­κό κόσμο, καθώς και το μηχα­νι­σμό ιδε­ο­λο­γι­κής δια­φθο­ράς, μαθαί­νει να αμύ­νε­ται και να αντι­στέ­κε­ται, οπλί­ζε­ται θεω­ρη­τι­κά, συνε­πώς μπο­ρεί να καθο­ρί­ζει και την πρά­ξη του». Και ο Γκε­ντέ στη σελ. 505 του βιβλί­ου του θα πει καθα­ρά πώς μετα­φρά­ζε­ται αυτό στην πρά­ξη: «Η συνει­δη­τή και οργα­νω­μέ­νη δρά­ση του εργα­τι­κού κινή­μα­τος που στη­ρί­ζε­ται στην επι­στη­μο­νι­κο-θεω­ρη­τι­κή γνώ­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας είναι η πρα­κτι­κή και πνευ­μα­τι­κή δύνα­μη ενά­ντια στη συνεί­δη­ση της κρί­σης και τις υπαρ­κτές καπι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις…» Δεν είναι καθό­λου τυχαίο ότι αυτή η δρά­ση είναι στό­χος των δια­φό­ρων «ριζο­σπα­στι­κών» «εξω­κομ­μα­τι­κών» κινη­μά­των και «ατα­ξι­κών» κομ­μά­των στην ιστο­ρία για να απο­δυ­να­μώ­σει ή ακό­μα και να εξου­δε­τε­ρώ­σει και να ενσω­μα­τώ­σει τη συνει­δη­τή και οργα­νω­μέ­νη δρά­ση κι ας έχει κάνει λάστι­χο τη λέξη «ρήξη». Εξα­γο­ρά, ενσω­μά­τω­ση και ψευ­δο ‑ρήξεις απο­τε­λούν το έμβλη­μα της καπι­τα­λι­στι­κής αντι-δρά­σης σε όλη τη διάρ­κεια της ιστο­ρί­ας της αντι­πα­ρα­θέ­το­ντας το εξα­γο­ρα­σμέ­νο κομ­μά­τι της εργα­τι­κής τάξης με το υπό­λοι­πο. Το ζού­με κάθε μέρα με τον και­νούρ­γιο «αρι­στε­ρό» ριζο­σπα­στι­κό φορέα στα πράγματα.

Συμπε­ρα­σμα­τι­κά

Υπάρ­χει ένα δυνα­μι­κό εγκλω­βι­σμέ­νο στην κοι­νω­νία που ζει την κρί­ση και ενα­ντιώ­νε­ται μέσω μιας πάλης με συχνά απο­σπα­σμα­τι­κό και επι­μέ­ρους χαρα­κτή­ρα θέτο­ντας στό­χους προ­σω­ρι­νούς, μετα­βα­τι­κούς. Από την άλλη είναι η αστι­κή τάξη που δεν θέλει την υπέρ­βα­ση του καπι­τα­λι­σμού, την κρί­ση του οποί­ου βιώ­νει, γι αυτό το λόγο, με άλλο τρό­πο. Ωστό­σο, την παρου­σιά­ζει ενιαία για όλους. …Γι αυτό και στον «καθρέ­φτη της γενι­κής δια­λε­κτι­κής σαν τέτοια παρου­σιά­ζε­ται σαν δογ­μα­τι­κή. Ιδω­μέ­νος από τη σκο­πιά των νέων αδιε­ξό­δων της συνεί­δη­σης της κρί­σης, ο μαρ­ξι­σμός που δια­τη­ρεί και δια­φυ­λάσ­σει την αδιάρ­ρη­κτη συνά­φεια και ταυ­τό­τη­τά του μέσα στις μεταλ­λα­γές του, φαί­νε­ται απαρ­χαιω­μέ­νος. Αυτή η συνεί­δη­ση της κρί­σης ισχυ­ρί­ζε­ται ότι ο μαρ­ξι­σμός διέρ­χε­ται κρί­ση, με σκο­πό να καθυ­πο­τά­ξει τον αντί­πα­λό της, να ενσω­μα­τώ­σει και το μαρ­ξι­σμό στη δική της δομή, να παρου­σιά­σει την υλι­στι­κή δια­λε­κτι­κή σαν ξεπε­ρα­σμέ­νη, να αντι­κα­τα­στή­σει τη μαρ­ξι­στι­κή θεω­ρία για αστι­κή κρί­ση με τη διδα­σκα­λία για την κρί­ση της μαρ­ξι­στι­κής θεω­ρί­ας» (σελ. 499).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο